Ο Μέγας Φώτιος απευθυνόμενος με επιστολή του προς τον Μιχαήλ, τον βασιλέα των Βουλγάρων σχετικά με το ποιό είναι το έργο του άρχοντα μεταξύ των πολλών αναφέρει «Πρέπει οι αρετές να εδραιώνωνται μαζί με την πίστη και ο σοβαρός άνθρωπος να καταρτίζεται και με τα δύο. Καθόσον η ορθότητα των δογμάτων προβάλλει την κοσμιότητα της πολιτείας, ενώ η καθαρότητα των πράξεων διακηρύσσει την θεϊκότητα της πίστεως, από τα οποία το καθένα χωρίς το άλλο συνήθως ξεπέφτει».
Δηλαδή, σύμφωνα με τον Μ. Φώτιο, η κοσμιότητα της πολιτείας, δηλαδή η σωστή πορεία της, εξαρτάται από την ορθή πίστη, από το σωστό δόγμα που θα πρέπη να χαρακτηρίζη τον άρχοντα. Οι σπουδαίοι αυτοί λόγοι του Μεγάλου Φωτίου είναι οδοδείκτες τόσο για το πως πρέπει να πορεύεται κάθε άνθρωπος στην προσωπική του ζωή όσο και κάθε οργανωμένη κοινωνία ως σύνολο ανθρώπων. Έτσι στην εποχή μας, όπου όχι μόνον δεν υπάρχει σωστή πίστη, αλλά και οι άρχοντες της Πολιτείας πολεμούν την πίστη, η πορεία της κοινωνίας οδηγείται από το κακό στο χειρότερο.
Βασική αιτία της κατά κρημνόν πορείας της Πατρίδος μας είναι αναμφίβολα οι αρχές και οι αντιλήψεις του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, τις οποίες έχουν ενστερνισθή οι κυβερνήτες μας και δυστυχώς αυτές έχουν διαποτίσει και την καθημερινότητα του απλού ανθρώπου. Ιδέες οι οποίες έχουν ως στόχο μία άθεη εξυγχρονισμένη, φιλελεύθερη κοινωνία. Έτσι ανά τακτά χρονικά διαστήματα, μέσα από διάφορα ζητήματα, όπως των ταυτοτήτων, του πολιτικού γάμου, της καύσης των νεκρών κ.λπ. έρχεται στο προσκήνιο το πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας. Όπως και στις ημέρες μας με το ζήτημα του μαθήματος των Θρησκευτικών αλλά και της αναθεώρησης του Συντάγματος.
Αφορμή για τους προβληματισμούς αυτούς υπήρξε η ημερίδα που πραγματοποιήθηκε πριν δύο μήνες στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, με θέμα «Σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας και Συνταγματική Αναθεώρηση», στην οποία πήραν μέρος οι Συνταγματολόγοι Καθηγητές και υπουργοί Ευάγγελος Βενιζέλος, Μιχάλης Σταθόπουλος, Νίκος Αλιβιζάτος και Ιωάννης Κονιδάρης. Άνθρωποι οι οποίοι έχουν διαδραματίσει και συνεχίζουν να διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, ως υπουργοί με θεσμοθέτηση νόμων, αλλά και πολιτικοί και καθηγητές με παραγωγή κειμένων, και την γενικότερη προσπάθειά τους που στόχο έχει την περιθωριοποίηση και τον εξοβελισμό της Εκκλησίας από την καθημερινότητα του Έλληνα πολίτη. Άνθρωποι εχθρικοί προς την Εκκλησία και προς το πρόσωπο του Κυρίου, κάτι το οποίο καταφάνηκε και στην ημερίδα με τον ειρωνικό και σκωπτικό τρόπο με τον οποίον μιλούσαν.
Όπως ο κ. Σταθόπουλος, ο οποίος αναφερόμενος στο άρθρο 3 του Συντάγματος, το οποίο τονίζει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει ως κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστόν είπε με ειρωνεία, «δηλαδή το Σύνταγμα απαγορεύει στους Έλληνες πολίτες να μη είναι χριστιανοί ορθόδοξοι».
Χαρακτηριστικό και των τεσσάρων ομιλητών είναι ότι δεν αναφέρθηκαν σε χωρισμό της Εκλησίας από την Πολιτεία, αλλά για οριοθέτηση των ρόλων, «διότι ο όρος χωρισμός είναι ένας όρος αρνητικά φορτισμένος» είπε χαρακτηριστικά ο κ. Σταθόπουλος «αλλά για μία αναδιαρρύθμιση των σχέσεων, ένα σύστημα διακριτών ρόλων και αρμοδιοτήτων, ώστε να μη επεμβαίνη ο ένας σε θέματα αρμοδιότητος του άλλου. Η διάκριση αρμοδιοτήτων αφορά την Εκκλησία και την Πολιτεία και όχι την κοινωνία» τόνισε ο κ. υπουργός. «Διότι ο πολίτης μπορεί να ασκή ελεύθερα τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, αφού αυτό προστατεύεται και από το Σύνταγμα. Οι επεμβάσεις της Εκκλησίας», είπε ο κ. υπουργός, «υπάρχουν στην πράξη, με αποτέλεσμα την ανάμειξη των αρμοδιοτήτων». Και ανέφερε ως παράδειγμα το θέμα της ονοματοδοσίας του παιδιού, όπου ο νόμος ορίζει ότι γίνεται στο ληξιαρχείο μετά την γέννηση του και όχι μετά την βάπτιση, όπως θέλει η Εκκλησία. Η σχετικά με το μάθημα των Θρησκευτικών, «όπου το περιεχόμενό του και οι ώρες διδασκαλίας του καθορίζονται από την Πολιτεία, μετά από διάλογο με την Εκκλησία. Η τελική όμως απόφαση είναι πάντα αρμοδιότητα της Πολιτείας» τόνισε ο κ. καθηγητής. Άρα γίνεται καταφανές ότι η Πολιτεία δεν αποσκοπεί μόνο στο να έχη τον πρώτο ρόλο, αλλά και στο να επιβληθή, ως υπέρτατη αρχή, στην ζωή του πολίτη και να οδηγήση την Εκκλησία σταδιακά στο περιθώριο.
Επίσης, αυτό που τονίσθηκε από τους ομιλητές είναι ότι, παρατηρώντας σε ένα βάθος χρόνου σαράντα ετών, δηλαδή από το 1975, όταν έγινε η τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος, πολλά ζητήματα, παρά τις αντιδράσεις της Εκκλησίας έχουν λυθή. Και μάλιστα, όπως τόνισε ο κ. Αλιβιζάτος, «αυτό οφείλεται στις διεθνείς πιέσεις που δέχεται η Ελλάδα, αλλά και στις δικαστικές αποφάσεις του Στρασβούργου». Έτσι η Πολιτεία θεσπίζει νόμους, όπως η αποτέφρωση των νεκρών, η η κατάργηση της φυλάκισης των αντιρρησιών συνειδήσεως και των μαρτύρων του Ιεχωβά, η η αναγνώριση νέων θρησκειών, η η διαγραφή του θρησκεύματος από τις ταυτότητες, η η χρήση του όρου θρησκευτική ουδετερότητα για το Κράτος, παρά την αντισυνταγματικότητά τους. Η ακόμα και η ανάληψη από τους βουλευτές των καθηκόντων τους με πολιτικό όρκο και όχι θρησκευτικό, όπως ρητά ορίζει το Σύνταγμα. Έτσι τόνισε ο κ. καθηγητής, «παρατηρούμε την επίλυση πολλών ζητημάτων, στα οποία αντιδρά η Εκκλησία, χωρίς να έχη γίνει ο χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας, δηλαδή να παραμένη η Εκκλησία νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου». Και τελειώνοντας αναρωτήθηκε ο κ. ’Αλιβιζατος, «είναι ανάγκη να υπάρξη ο χωρισμός, όταν επιλύωνται τα προβλήματα προς όφελος της Πολιτείας;». Ο δε κ. Βενιζέλος ήταν σαφής λέγοντας ότι, «αποσκοπούμε σε μία αποκρατικοποίηση της θρησκείας αλλά και στην αφαίρεση των θρησκευτικών χαρακτηριστικών της Πολιτείας».
Ακόμα, οι ομιλητές αναφέρθηκαν στην προμετωπίδα του Συντάγματος, στο προοίμιο, το οποίο αναφέρει, «Εις το όνομα της Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος» και στα άρθρα 3, 13, τα οποία άπτονται των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας. Ο κ. Κονιδάρης τόνισε σχετικά με το προοίμιο ότι η επίκληση αυτή «δεν έχει νομική σημασία, αλλά ότι πρόκειται για ζήτημα ιστορικής μνήμης» και για αυτό θα μπορούσε να απαλειφθή. Την στιγμή μάλιστα, όταν «μερίδα ιεραρχών έχει την αντίληψη ότι όλες οι διατάξεις του Συντάγματος θα πρέπει να συμμορφώνωνται με το πνεύμα της προμετωπίδος». Επίσης, σχολίασε ότι το άρθρο 3, επειδή καλύπτει τις σχέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και την Πολιτεία, θα μπορούσε να διατηρηθή, όμως μετά από βελτιώσεις και τροποποιήσεις. Για δε τον όρο «επικρατούσα θρησκεία» τόνισαν ότι δεν θα πρέπη να προσδίδη προνομιακό χαρακτήρα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά διαπιστωτική αξία.
Ο κ. Κονιδάρης ανέφερε ότι «δεν είναι μόνο επικρατούσα αλλά και συγκυβερνώσα, αφού οι επιθυμίες της»τόνισε «μέσω δικών της ανθρώπων έχουν απρόσκοπτη δίοδο προς νομοθέτηση στην Βουλή, οι οποίοι μάλιστα κατέχουν θέσεις σε όλες τις κυβερνήσεις». Και ολοκλήρωσε λέγοντας ότι το άρθρο 3 σωστό θα ήταν να ενσωματωθή στο άρθρο 13. Ενώ ο κ. Σταθόπουλος τόνισε ότι το άρθρο 3 θα πρέπη να απαλειφθή τελείως. Στον ομιλία του ο κ. Βενιζέλος σημείωσε ότι ενσωματώνοντας το άρθρο 3 στο 13 επιτυγχάνεται και η υποβάθμισή του, την στιγμή μάλιστα που το άρθρο 3 κάποτε ήταν 1. Παρατηρούμε, δηλαδή, μία συστηματική υποβάθμιση ακόμα και των άρθρων του Συντάγματος, τα οποία αναφέρονται στην Εκκλησία από μέρους της Πολιτείας.
Τέλος, σχετικά με την μισθοδοσία των ιερέων ανέφεραν ότι αυτή θα πρέπη να αποσυνδεθή από ιστορικά δικαιώματα, απαλλοτριώσεις και αποζημιώσεις και ότι είναι υποχρέωση της Πολιτείας η επίλυσή του, μία επίλυση η οποία θα άπτεται των κληρικών όλων των θρησκειών. Για δε το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ανέφεραν ότι τους απασχολεί μόνο ως διεθνής οντότητα και όχι ως Εκκλησία και ιδιαίτερα το διεθνές status του.
Ολοκληρώνοντας την παρουσίαση των προτάσεων που συζητήθηκαν στην ημερίδα, θα θέλαμε να μεταφέρουμε τον προβληματισμό του κ. Βενιζέλου στο ερώτημα, γιατί η Εκκλησία να είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και να μη είναι ιδιωτικού δικαίου, «Φανταστείται», είπε, «να είναι η Εκκλησία νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου λόγω του μεγέθους του, με ακτιβισμό, επικαλούμενο την θρησκευτική ελευθερία να παρεμβαίνη πολιτικά, κοινωνικά, να διεκδική, να έχη άποψη για όλα, να οργανώνη λατρευτικές εκδηλώσεις, διαδηλώσεις, να εκδίδη εφημερίδα, να έχη τηλεοπτικό σταθμό, τηλεόραση, να έχη προτιμήσεις πολιτικές, να παίζη στο χρηματιστήριο. Σκεφθείτε πως θα εξελιχθή η κατάσταση;». Νομίζουμε ότι ο σχολιασμός είναι περιττός. Δυστυχώς μόνο οι χριστιανοί δεν το φαντάζονται.
Γ.Κ.Τ
Πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, Ακτίνες