Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Με παρεμπίπτουσα απόφασή της στην υπόθεση σχετικά με την αναγραφή του θρησκεύματος στα απολυτήρια μαθητών, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε επί αιτημάτων αφαίρεσης θρησκευτικών συμβόλων από τη δικαστική αίθουσα.
Ένα νομοσχέδιο εισήχθη στο ιταλικό κοινοβούλιο, το οποίο απαιτεί την ορατή απεικόνιση του Σταυρού σε δημόσια κτίρια, σύμφωνα με ιταλικό περιοδικό L’Espresso .
Το νομοσχέδιο με την ονομασία «Διατάξεις σχετικά με την απεικόνιση του σταυρού στα σχολεία και στα γραφεία της δημόσιας διοίκησης» προτείνει να υπάρχουν κρεμασμένα σταυροί σε χώρους όπως σχολεία, πανεπιστήμια, φυλακές, δημόσιες υπηρεσίες, προξενεία, πρεσβείες και λιμάνια.
Η πρόταση προτείνει την επιβολή προστίμου μέχρι 1.000 ευρώ για την μη συμμόρφωση. Το νομοσχέδιο αναμένει τώρα να προγραμματιστεί για συζήτηση στην Βουλή και τη Γερουσία.
Το νομοσχέδιο εισήχθη από το κόμμα της Λίγκας του Βορρά και τον επικεφαλής του τον Matteo Salvini, νέο υπουργό εσωτερικών και αναπληρωτή πρωθυπουργό, παράλληλα με τον ηγέτη του κινήματος των Πέντε Αστέρων Luigi di Maio.
Λίγκα του Βορρά και Κίνημα των Πέντε Αστέρων είναι ο κυβερνητικός συνασπισμός που προέκυψε μετά τις εκλογές που πραγματοποιήθηκαν το Μάιο.
Παρόμοια απόφαση έλαβε η κυβέρνηση του ομόσπονδου κρατιδίου της Βαυαρίας.
Ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας Markus Söder ανακοίνωσε στις 24 Απριλίου ότι στις εισόδους των κτιρίων των υπηρεσιών του κράτους θα πρέπει να εμφανίζεται ο Σταυρός. Το γραφείο του Söder δήλωσε ότι η απόφαση αποσκοπεί στο «να εκφράσει τον ιστορικό και πολιτιστικό χαρακτήρα της Βαυαρίας» και να παρουσιάσει «μια ορατή δέσμευση τις βασικές αξίες της νομικής και κοινωνικής τάξης στη Βαυαρία και τη Γερμανία».
Πηγή: Τρίκαλα
Απόρριψη αίτησης ακύρωσης κατά πράξης της Επιτροπής Διοίκησης και Διαχείρισης των καταστημάτων των Διοικητικών Δικαστηρίων Θεσσαλονίκης που απέρριψε αίτηση των ήδη αιτούντων να αφαιρεθούν όλες οι θρησκευτικές εικόνες και σύμβολα από τους τοίχους των δικαστικών αιθουσών της αρμοδιότητάς της. Παρέμβαση του Μητροπολίτη Πειραιώς. Ηθικό έννομο συμφέρον (Αντίθετη μειοψηφία). Οι πράξεις των δικαστικών αρχών ακόμη και αν το περιεχόμενό τους δεν αφορά την άσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας αλλά αναφέρεται σε θέματα διοικητικής φύσεως, δεν υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως. Ο αιτών την ακύρωση διοικητικής πράξης υποχρεούται να προαποδεικνύει τα πραγματικά γεγονότα που στοιχειοθετούν το έννομο συμφέρον του, προκειμένου να εξασφαλισθεί η δυνατότητα επίκαιρου ελέγχου από το Δικαστήριο και αποτελεσματικής αμφισβητήσεως από τα λοιπά διάδικα μέρη των σχετικών ισχυρισμών του αιτούντος.
Αριθμός 2980/2013
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 29 Μαΐου 2012, με την εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Κυριλλόπουλος, Σύμβουλοι, Ηλ. Μάζος, Χρ. Σιταρά, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Παπαδοπούλου, Γραμματέας του Δ΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 15 Μαρτίου 2010 αίτηση:
των: 1) ... και 3) ... οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Ευάγγελο Ντούβλη (Α.Μ. 21172), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο οποίος παρέστη με τον Βασίλειο Καραγεώργο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
και κατά του παρεμβαίνοντος Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Χιώλο (Α.Μ. 2192), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 1/12.1.2010 πράξη της Επιτροπής Διοίκησης και Διαχείρισης των καταστημάτων των Διοικητικών Δικαστηρίων Θεσσαλονίκης.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ηλ. Μάζου.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου
κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε
τ α
σ χ ε τ ι κ ά
έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. 2590552, 2590784/2010 ειδικά γραμμάτια παραβόλου, σειράς Α΄).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της πράξης 1/12.1.2010 με την οποία η Επιτροπή Διοίκησης και Διαχείρισης των καταστημάτων των Διοικητικών Δικαστηρίων Θεσσαλονίκης, «αφού», όπως αναφέρεται στο σώμα της προσβαλλομένης, «έλαβε υπόψη» την από 19.11.2009 αίτηση των και ήδη αιτούντων να αφαιρεθούν όλες οι θρησκευτικές εικόνες και σύμβολα από τους τοίχους των δικαστικών αιθουσών της αρμοδιότητάς της, «αποφάσισε» ως εξής: «Το ζήτημα που θίγεται στην πιο πάνω αίτηση άπτεται ενός σύνθετου και ευαίσθητου θέματος, συνδεδεμένου στενώς με την πνευματική καλλιέργεια και την ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Συνεπώς, σύμφωνα και με τη σκέψη 38 της αποφάσεως του [Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου] Lautsi κατά Ιταλίας επ’ αυτού η Ελληνική Πολιτεία, μέσω των αρμοδίων οργάνων της, έχει ευρύ πλαίσιο εκτιμήσεως. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το προαναφερόμενο ζήτημα, ως γενικότερο ζήτημα της Ελληνικής κοινωνίας, αν ήθελε ποτέ τεθεί αρμοδίως, οπωσδήποτε θα αποτελέσει αντικείμενο εκτιμήσεως των κεντρικών θεσμικών οργάνων (νομοθετικών – εκτελεστικών) της Ελληνικής Πολιτείας και όχι των οργάνων που διοικούν κάθε δικαστήριο».
3. Επειδή, ο Μητροπολίτης Πειραιώς παρεμβαίνει με ηθικό έννομο συμφέρον υπέρ του κύρους της ισχύος της προσβαλλομένης πράξεως, εν όψει του ενδιαφέροντός του ως επισκόπου της Εκκλησίας της Ελλάδος για την διατήρηση των θρησκευτικών συμβόλων στις αίθουσες των δικαστηρίων, όπου είχαν εισαχθεί, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, κατά την πρώτη μεταπελευθερωτική περίοδο (1828 – 1833, βλ. τα υπ’ αριθμ. Φ. 3562/1/ΑΣ 1300/13.11.2009 και Φ. 3562/3/ΑΣ 7883/22.2.2012 έγγραφα του Υπουργείου Εξωτερικών). Τούτο δε, διότι τυχόν θετική, ως προς την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, θα είχε ευρύτερες συνέπειες μη περιοριζόμενες στην Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης αλλά εκτεινόμενες σε όλη τη χώρα. Αντιθέτως, κατά την γνώμη του Παρέδρου Ηλ. Μάζου, εφ’ όσον ο παρεμβαίνων αποτελεί όργανο διοίκησης («Εκκλησιαστική Αρχή», κατά το άρθρο 29 παρ. 1 του ν. 590/1977 περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Α΄ 146) νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (της Μητροπόλεως Πειραιώς) με περιορισμένη κατά τόπον αρμοδιότητα, ασκεί δε αρμοδιότητες εκτός της περιφερείας του μόνον ως μέλος του συλλογικού οργάνου της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας (άρθρα 3 παρ. 1 και 4 του ν. 590/1977), άνευ εννόμου συμφέροντος παρεμβαίνει υπέρ του κύρους πράξεως η οποία, ανεξαρτήτως της γενικότερης σημασίας του ανακύπτοντος ζητήματος, αφορά την διατήρηση των θρησκευτικών συμβόλων στις αίθουσες των διοικητικών δικαστηρίων της Θεσσαλονίκης.
4. Επειδή, με την απόφαση της 3ης Νοεμβρίου 2009, Lautsi κατά Ιταλίας (αριθμός προσφυγής 30814/06) του δεύτερου τμήματος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΕΔΔΑ), της οποίας γίνεται μνεία στην προσβαλλόμενη πράξη και την επικαλούνται και οι αιτούντες, εκρίθη ότι η διατήρηση του θρησκευτικού συμβόλου του Εσταυρωμένου στις σχολικές αίθουσες παραβιάζει τα δικαιώματα της προσφεύγουσας και των ανηλίκων τέκνων της που προστατεύονται από το άρθρο 2 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως «διά την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (ν.δ. 53/1974, Α΄ 256, εφεξής ΕΣΔΑ) σε συνδυασμό με το άρθρο 9 της συμβάσεως (περί του δικαιώματος των γονέων να εξασφαλίζουν την μόρφωση και εκπαίδευση των τέκνων τους σύμφωνα με τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις τους και περί της ελευθερίας της σκέψης, συνείδησης και θρησκείας, αντιστοίχως). Εν συνεχεία, όμως, η υπόθεση εισήχθη ενώπιον του Τμήματος Ευρείας Συνθέσεως του ΕΔΔΑ, το οποίο με την απόφαση της 18ης Μαρτίου 2011 απέρριψε την προσφυγή, δεχθέν ειδικότερα ότι, αποφασίζοντας να διατηρήσουν τον Εσταυρωμένο στις αίθουσες διδασκαλίας των δημόσιων σχολείων στα οποία φοιτούσαν τα τέκνα της προσφεύγουσας, οι αρμόδιες εθνικές αρχές ενήργησαν εντός των ορίων του περιθωρίου εκτιμήσεως που παραχωρείται στο Κράτος, στα πλαίσια της υποχρεώσεώς του να σέβεται, κατά την άσκηση των καθηκόντων που αναλαμβάνει σε σχέση με την εκπαίδευση και την διδασκαλία, το δικαίωμα των γονέων να διασφαλίζουν την εν λόγω εκπαίδευση και διδασκαλία σύμφωνα με τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές τους πεποιθήσεις και ότι, συνεπώς δεν υπήρξε παράβαση των ως άνω διατάξεων καθώς και του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ περί απαγορεύσεως των διακρίσεων (βλ. ιδίως σκέψεις 57 έως και 81).
5. Επειδή, περαιτέρω, κατά το άρθρο 95 παρ. 1 περ. α΄ και 3 του Συντάγματος, όπως το άρθρο αυτό διαμορφώθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής (Α΄ 84), στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ή τακτικού διοικητικού δικαστηρίου, κατά περίπτωση, ανήκει, μεταξύ άλλων, η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή παράβαση νόμου. Όπως προκύπτει από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, οι πράξεις των δικαστικών αρχών, ακόμη και αν το περιεχόμενό τους δεν αφορά την άσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας αλλά αναφέρεται σε θέματα διοικητικής φύσεως, δεν υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως. Δεν συνάγεται δε το αντίθετο από το γεγονός ότι το Σύνταγμα σε ορισμένες περιπτώσεις (άρθρα 90 παρ. 6 και 91 παρ. 4) απέκλεισε ρητώς τη δυνατότητα ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως κατά συγκεκριμένων πράξεων δικαστικών αρχών που αναφέρονται σε θέματα διοικητικής φύσεως (ΣτΕ 1795, 3773/2011 Ολομ., 4001/2011 κ.ά.).
6. Επειδή, διατάξεις για την διεύθυνση των δικαστηρίων (πλην του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου) περιέχει το άρθρο 15 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988, Α΄ 35), με το οποίο προβλέπεται ότι τα δικαστήρια διευθύνονται από δικαστικούς λειτουργούς (κατά περίπτωση, τον πρόεδρο του οικείου δικαστηρίου, το τριμελές συμβούλιο κ.λπ.) και καθορίζονται οι αρμοδιότητες των αντιστοίχων οργάνων. Στο άρθρο 18 του Κώδικα περιλαμβάνονται διατάξεις για τα δικαστικά καταστήματα και τις συνεδριάσεις των δικαστηρίων? μεταξύ άλλων προβλέπεται (παρ. 4) ότι στην αίθουσα συνεδριάσεων υπάρχουν ιδιαίτερη έδρα για το δικαστήριο, ειδικά έδρανα για τους δικηγόρους και χωριστές θέσεις για τους διαδίκους, τους κατηγορουμένους, τους μάρτυρες και τους ακροατές, καθώς και ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης καθορίζει ειδικότερα με απόφασή του την διαρρύθμιση των αιθουσών, όπου συνεδριάζουν τα δικαστήρια. Εξ άλλου, με το άρθρο 3 παρ. 3 περ. β΄ του ν. 2479/1997 (Α΄ 67) προσετέθη στον ανωτέρω Κώδικα άρθρο 16α, το οποίο έχει ως ακολούθως: «Ο Υπουργός Δικαιοσύνης δύναται με απόφασή του να καθορίζει τα όργανα διοίκησης και διαχείρισης των δικαστικών μεγάρων, τα οποία κατά περίπτωση θα επιμελούνται στην κατάρτιση του κανονισμού λειτουργίας του, σύμφωνα με τις συγκεκριμένες ανάγκες των υπηρεσιών που στεγάζονται στο κτίριο αυτό. Αντίγραφο του κανονισμού κοινοποιείται στον Υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος εντός μηνός μπορεί να τον αναπέμψει για τροποποίηση ή διόρθωση. Οι αποφάσεις που έχουν ήδη εκδοθεί πριν τη δημοσίευση του παρόντος εξακολουθούν να ισχύουν». Κατ’ επίκληση της τελευταίας αυτής διατάξεως, με την απόφαση 93731/5.8.2002 του Υπουργού Δικαιοσύνης συγκροτήθηκε τριμελής Επιτροπή Διοίκησης και Διαχείρισης των καταστημάτων των Διοικητικών Δικαστηρίων Θεσσαλονίκης, αποτελουμένη από τρεις δικαστικούς λειτουργούς (ήτοι τον Πρόεδρο Εφετών που διευθύνει το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης, τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και έναν Εφέτη του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης με τους αναπληρωτές τους). Καθορίσθηκαν, επίσης, με την ίδια απόφαση οι αρμοδιότητες της Επιτροπής? ορίσθηκε, ειδικότερα, ότι η Επιτροπή αποφασίζει για όλα τα θέματα που ανάγονται στη διοίκηση και διαχείριση των ανωτέρω δικαστικών καταστημάτων, την κατανομή των χώρων κατά υπηρεσίες, την ομαλή λειτουργία όλων των εγκαταστάσεων (ηλεκτρολογικών, υδραυλικών, αποχέτευσης, θέρμανσης κ.λπ.), την επιδιόρθωση φθορών και γενικά μεριμνά για την ευπρεπή από κάθε πλευρά εμφάνιση όλων των εσωτερικών και εξωτερικών χώρων των καταστημάτων. Ανετέθη, περαιτέρω, στην Επιτροπή και η κατάρτιση του «γενικού κανονισμού διοίκησης, διαχείρισης και λειτουργίας των καταστημάτων των διοικητικών δικαστηρίων Θεσσαλονίκης», ενέκρινε δε τον συνταχθέντα σχετικό γενικό κανονισμό ο Υπουργός Δικαιοσύνης (απόφαση 168267/2003). Τέλος, με την απόφαση 70951/15.6.2007 του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης συμπληρώθηκε η προμνησθείσα 93731/5.8.2002 υπουργική απόφαση και ορίσθηκε ότι μετέχει στην ανωτέρω Επιτροπή και ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου Δικαστικών Υπαλλήλων ή εκπρόσωπός του. Υπό την εν λόγω τετραμελή σύνθεση εξέδωσε η Επιτροπή την προσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση πράξη της.
7. Επειδή, η συγκροτηθείσα κατά τα ανωτέρω, με την απόφαση 93731/5.8.2002 του Υπουργού Δικαιοσύνης, Επιτροπή Διοίκησης και Διαχείρισης των καταστημάτων των Διοικητικών Δικαστηρίων Θεσσαλονίκης αποτελεί δικαστική αρχή, τον χαρακτήρα της δε αυτό δεν μετέβαλε η συμμετοχή και δικαστικού υπαλλήλου, δυνάμει της νεωτέρας 70951/15.6.2007 αποφάσεως, εφ’ όσον πάντως η εν λόγω Επιτροπή συγκροτείται κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς (πρβλ. ΣτΕ 4001/2011 κ.ά.). Συνεπώς, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην πέμπτη σκέψη, η προσβαλλόμενη «απόφαση», ως πράξη δικαστικής αρχής, απαραδέκτως προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως, ανεξαρτήτως του αν η ρύθμιση του επίμαχου ζητήματος (ήτοι της αφαιρέσεως των θρησκευτικών εικόνων και λοιπών συμβόλων από τους τοίχους των αιθουσών των καταστημάτων των Διοικητικών Δικαστηρίων Θεσσαλονίκης) ενέπιπτε πράγματι στις διαγραφόμενες από το νόμο, την οικεία πράξη συγκρότησης και τον σχετικό κανονισμό αρμοδιότητες της ανωτέρω Επιτροπής (ανωτέρω, σκέψη 6). Δεν συνάγεται δε το αντίθετο, όπως αβασίμως προβάλλεται, από την απόφαση Lautsi κατά Ιταλίας του ΕΔΔΑ με την οποία εξετάσθηκαν κατ’ ουσίαν (και τελικώς απορρίφθηκαν από το Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως, κατά τα προαναφερθέντα) οι αιτιάσεις ότι η διατήρηση του Εσταυρωμένου σε σχολικές αίθουσες παραβίαζε δικαιώματα της προσφεύγουσας και των ανηλίκων τέκνων της, προστατευόμενα από την ΕΣΔΑ. Και τούτο, διότι στην περίπτωση εκείνη αντικείμενο της αμφισβήτησης δεν ήταν η νομιμότητα πράξης δικαστικής αρχής, όπως εν προκειμένω, αλλά απόφασης διοικητικής αρχής (του συμβουλίου διευθύνσεως σχολείου), κατά της οποίας προέβλεπε η οικεία εσωτερική νομοθεσία την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων ενώπιον των αρμοδίων εθνικών δικαστηρίων (ασκήθηκαν δε πράγματι, όπως προκύπτει από τις ως άνω αποφάσεις Lautsi του ΕΔΔΑ, προσφυγή και εν συνεχεία έφεση ενώπιον του αρμοδίου πρωτοβαθμίου περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου – Tribunale Amministrativo Regionale per il Veneto - και του Συμβουλίου της Επικρατείας – Consiglio di Stato - αντιστοίχως, αμφότερες απορριφθείσες ως κατ’ ουσίαν αβάσιμες).
8. Επειδή, εξ άλλου, και υπό την εκδοχή ότι, όπως υποστηρίζουν οι αιτούντες, η προσβαλλόμενη πράξη υπόκειται στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας, η κρινόμενη αίτηση θα ήταν απορριπτέα ως απαράδεκτη για άλλο λόγο. Ειδικότερα, όπως συνάγεται από την διάταξη του άρθρου 33 του π.δ/τος 18/1989 («Κωδικοποίηση διατάξεων για το Συμβούλιο της Επικρατείας», Α΄ 8), τα στοιχεία που αποδεικνύουν το έννομο συμφέρον του αιτούντος πρέπει να προσκομίζονται προαποδεικτικώς. Με την διάταξη αυτή επιβάλλεται στον αιτούντα την ακύρωση διοικητικής πράξης η υποχρέωση προαπόδειξης των πραγματικών γεγονότων που στοιχειοθετούν το έννομο συμφέρον του, προκειμένου να εξασφαλισθεί η δυνατότητα επίκαιρου ελέγχου από το Δικαστήριο και αποτελεσματικής αμφισβητήσεως από τα λοιπά διάδικα μέρη (ήτοι την καθ’ ης η αίτηση αρχή και τους τυχόν παρεμβαίνοντες υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης πράξεως) των σχετικών ισχυρισμών του αιτούντος. Περαιτέρω, η επιβαλλομένη υποχρέωση προαπόδειξης δεν καθιστά αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερή την πρόσβαση του ενδιαφερομένου στο Δικαστήριο και την εξέταση των προβαλλομένων αιτιάσεων. Δεν αντίκειται δε, ως εκ τούτου, η ανωτέρω δικονομική υποχρέωση στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ που ορίζει ότι, προκειμένου περί «των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως [και] του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως», «παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος». Και τούτο, διότι το δικαίωμα σε «δίκαιη δίκη», που κατοχυρώνεται με την ως άνω διάταξη της διεθνούς συμβάσεως, δεν είναι απόλυτο αλλά εκ της φύσεώς του υπόκειται σε περιορισμούς οι οποίοι είναι επιτρεπτοί, εφ’ όσον, όπως στην περίπτωση του επίμαχου άρθρου 33 τουπ.δ/τος 18/1989 κατά τα αμέσως ανωτέρω εκτεθέντα, επιδιώκουν θεμιτούς σκοπούς και τελούν σε εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ επιδιωκόμενου σκοπού και χρησιμοποιούμενων μέσων (βλ. ενδεικτικώς ΕΔΔΑ, απόφαση της 28ης Μαΐου 1985, Ashingdane κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψη 57, Σειρά Α αρ. 93).
9. Επειδή, εν προκειμένω, οι αιτούντες στηρίζουν το έννομο συμφέρον τους για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως στις ιδιότητες των δικηγόρων και των μελών πολιτικού κόμματος. Όμως η ιδιότητα της δεύτερης αιτούσης ως δικηγόρου δεν αποδεικνύεται από μόνη την υπάρχουσα στο δικόγραφο σφραγίδα, η οποία περιέχει απλώς την ένδειξη «Α.Μ. 4930» (πρβλ. ΣτΕ 3289/2009, 1631, 1634/2010, 1964/2011 κ.ά.) ενώ, εξ άλλου, κανένα άλλο στοιχείο δεν προσκομίσθηκε προαποδεικτικώς με το οποίο να αποδεικνύονται οι ως άνω ιδιότητες, τα δε στοιχεία που προσκομίσθηκαν μετά τη συζήτηση, εντός της ταχθείσης στον παραστάντα δικηγόρο προθεσμίας προς νομιμοποίηση και υποβολή υπομνήματος, δεν είναι ληπτέα υπ’ όψιν. Για το λόγο αυτό, η κρινόμενη αίτηση είναι, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, απορριπτέα ως απαράδεκτη, κατά τα παγίως άλλωστε κριθέντα (πρβλ. ΣτΕΟλομ. 4570/1996, 2298/1997, 1482/1999, 2274, 2283/2000, ΣτΕ 4575/2005, 9/2007, 444/2010, 4623/2011 κ.ά.). Τα συναφώς δε προβαλλόμενα με το κατατεθέν στις 5.6.2012 υπόμνημα των αιτούντων, ότι δηλαδή την κατ’ ουσίαν εξέταση της κρινομένης αιτήσεως επέβαλλε το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, είναι απορριπτέα, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην προηγούμενη σκέψη, ανεξαρτήτως του ότι οι αιτούντες δεν προσδιορίζουν τα «αστικής φύσεως» δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, τα οποία θίγονται από την προσβαλλόμενη πράξη, ή τις «κατηγορίες ποινικής φύσεως» που αφορά η ένδικη πράξη, όπως απαιτείται για να τύχει εφαρμογής το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Σημειωτέον, άλλωστε, συναφώς ότι και με τις αποφάσεις Δημητράς και λοιποί κατά Ελλάδος της 3ης Ιουνίου 2010 (αριθμός προσφυγής 42837/06 κ.λπ.) και της 3ης Νοεμβρίου 2011 (αριθμός προσφυγής 34207/08 κ.λπ.) του ΕΔΔΑ απερρίφθη ο ισχυρισμός των προσφευγόντων στις υποθέσεις εκείνες, οι οποίοι είχαν κληθεί να καταθέσουν ως μάρτυρες ή ως πολιτικώς ενάγοντες ενώπιον των ελληνικών δικαστικών αρχών, ότι η παρουσία θρησκευτικών συμβόλων στις αίθουσες των δικαστηρίων παραβιάζει την κατά το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ υποχρέωση αμεροληψίας. Απερρίφθη δε ο ισχυρισμός αυτός διότι δεν απεδείχθη βλάβη των προσφευγόντων (δεν απεδείχθη «ότι υφίσταται ένας επαρκώς άμεσος δεσμός μεταξύ των προσφευγόντων και των επικαλούμενων παραβιάσεων του άρθρου 6 παρ. 1»).
10. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να γίνει δεκτή η ασκηθείσα παρέμβαση.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
Δέχεται την ασκηθείσα παρέμβαση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου, και
Επιβάλλει συμμέτρως στους αιτούντες την δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ, και την δικαστική δαπάνη του παρεμβαίνοντος Μητροπολίτου Πειραιώς, η οποία ανέρχεται στο ποσό των εξακοσίων σαράντα (640) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 26 Ιουνίου 2012
Ο Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος Η Γραμματέας του Δ΄ Τμήματος
Σωτ. Αλ. Ρίζος Μ. Παπαδοπούλου
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 20ης Αυγούστου 2013.
Η Πρόεδρος Η Γραμματέας
του Β΄ Τμήματος Διακοπών
Ε. Γαλανού Μ. Τσαπαρδώνη
Εσωτερικός κανονισμός επιχειρήσεως ο οποίος απαγορεύει στους εργαζομένους να φορούν οποιοδήποτε εμφανές πολιτικό, φιλοσοφικό ή θρησκευτικό σύμβολο δενσυνιστά άμεση δυσμενή διάκριση.
Εντούτοις, ελλείψει ενός τέτοιου κανόνα, η βούληση του εργοδότη να λάβει υπόψη τις επιθυμίες του πελάτη να μην του παρέχονται πλέον οι υπηρεσίες του εν λόγω εργοδότη από εργαζομένη που φορά μουσουλμανική μαντίλα δεν μπορεί να θεωρηθεί επαγγελματική προϋπόθεση δυνάμενη να αποκλείσει την ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως.
Υπόθεση C-157/15, G4S Secure Solutions
Στις 12 Φεβρουαρίου 2003, η Samira Achbita, μουσουλμανικού θρησκεύματος, προσλήφθηκε από την επιχείρηση G4S ως υπάλληλος υποδοχής [ρεσεψιονίστ]. Αυτή η ιδιωτική επιχείρηση παρέχει, μεταξύ άλλων, υπηρεσίες υποδοχής σε πελάτες τόσο του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα. Κατά τον χρόνο προσλήψεως της S. Achbita ίσχυε εντός της G4S ένας άγραφος κανόνας, ο οποίος απαγόρευε στους εργαζομένους να φορούν στον χώρο εργασίας εμφανή σύμβολα των πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεών τους.
Τον Απρίλιο του 2006, η S. Achbita γνωστοποίησε στον εργοδότη της ότι σκόπευε να φορά τη μουσουλμανική μαντίλα κατά τις ώρες εργασίας. Η διεύθυνση της G4S, απαντώντας, την ενημέρωσε ότι δεν θα ανεχόταν τη μαντίλα, διότι η εμφανής χρήση πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών συμβόλων αντέβαινε στην ουδετερότητα που επιδίωκε η επιχείρηση κατά τις επαφές της με τους πελάτες της. Στις 12 Μαΐου 2006, μετά από μια περίοδο διακοπής της εργασίας της λόγω ασθενείας, η S. Achbita ενημέρωσε τον εργοδότη της ότι στις 15 Μαΐου θα επέστρεφε στην εργασία της και ότι εφεξής θα φορούσε τη μουσουλμανική μαντίλα.
Στις 29 Μαΐου 2006, το συμβούλιο της G4S ενέκρινε τροποποίηση του εσωτερικού κανονισμού, η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 13 Ιουνίου 2006. Με αυτήν προβλέπεται ότι «απαγορεύεται στους εργαζομένους να φορούν στον χώρο εργασίας εμφανή σύμβολα των πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεών τους ή να ασκούν οποιαδήποτε πρακτική απορρέει από τις πεποιθήσεις αυτές». Στις 12 Ιουνίου 2006, η S. Achbita απολύθηκε λόγω της επιμονής της να φορά τη μουσουλμανική μαντίλα στον χώρο εργασίας της. Η S. Achbita προσέβαλε την απόφαση απολύσεώς της ενώπιον των βελγικών δικαστηρίων.
Το ερώτημα του Hof van Cassatie (Ακυρωτικό Δικαστήριο, Βέλγιο), το οποίο επιλήφθηκε της διαφοράς, αφορά την ερμηνεία της οδηγίας της Ένωσης για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία 1 . Κατ’ ουσίαν, το δικαστήριο αυτό ζητεί να διευκρινιστεί εάν η απαγόρευση της μουσουλμανικής μαντίλας που απορρέει από εσωτερικό κανόνα ιδιωτικής επιχειρήσεως συνιστά άμεση δυσμενή διάκριση.
Στη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο υπενθυμίζει, καταρχάς, ότι κατά την οδηγία ως «αρχή της ίσης μεταχειρίσεως» νοείται η απουσία κάθε άμεσης ή έμμεσης διακρίσεως που βασίζεται, μεταξύ άλλων, στη θρησκεία. Μολονότι η οδηγία δεν περιέχει ορισμό της έννοιας «θρησκεία», ο νομοθέτης της Ένωσης παραπέμπει στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) καθώς και στις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, που επιβεβαιώθηκαν στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς, ο όρος θρησκεία έχει την έννοια ότι καλύπτει τόσο την ύπαρξη θρησκευτικών πεποιθήσεων, όσο και την ελευθερία των προσώπων να εκδηλώνουν δημόσια τις πεποιθήσεις αυτές.
Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο εσωτερικός κανόνας της G4S αφορά τη χρήση εμφανών συμβόλων των πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων και καλύπτει, συνεπώς, αδιακρίτως κάθε εκδήλωση των πεποιθήσεων αυτών. Ο κανόνας αυτός αντιμετωπίζει, επομένως, κατά τον ίδιο τρόπο όλους τους εργαζομένους της επιχειρήσεως, επιβάλλοντάς τους, γενικώς και αδιακρίτως, μεταξύ άλλων μια ουδέτερη αμφίεση. Από τα στοιχεία της ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφίας δεν προκύπτει ότι ο συγκεκριμένος εσωτερικός κανόνας εφαρμόστηκε στην περίπτωση της S. Achbita διαφορετικά από τον τρόπο που εφαρμοζόταν σε κάθε άλλο εργαζόμενο της G4S. Κατά συνέπεια, ένας τέτοιος εσωτερικός κανόνας δεν εισάγει άμεση διάκριση λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, κατά την έννοια της οδηγίας.
Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν αποκλείεται, εντούτοις, το ενδεχόμενο να καταλήξει το εθνικό δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι ο εσωτερικός κανόνας εισάγει έμμεση διάκριση λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, εάν αποδειχθεί ότι η επιβαλλόμενη εκ πρώτης όψεως ουδέτερη υποχρέωση συνεπάγεται, εν τοις πράγμασι, τη μειονεκτική μεταχείριση κάποιων προσώπων λόγω ορισμένης θρησκείας ή ορισμένων πεποιθήσεων.
Ωστόσο, η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά έμμεση διάκριση εάν δικαιολογείται αντικειμενικά από έναν θεμιτό σκοπό και εάν τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία. Υπογραμμίζοντας ότι ο εθνικός δικαστής ο οποίος έχει επιληφθεί της διαφοράς είναι ο μόνος αρμόδιος να εκτιμήσει εάν και κατά πόσο ο εσωτερικός κανόνας συνάδει προς τις απαιτήσεις αυτές, το Δικαστήριο παρέχει συναφή στοιχεία.
Επισημαίνει ότι είναι θεμιτή η βούληση ενός εργοδότη να επιδεικνύει μια εικόνα ουδετερότητας έναντι των πελατών του τόσο του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα, ιδίως όταν τούτο αφορά μόνον τους εργαζομένους που έρχονται σε επαφή με τους πελάτες. Ειδικότερα, η βούληση αυτή συνδέεται με την επιχειρηματική ελευθερία, η οποία αναγνωρίζεται από τον Χάρτη. Εξάλλου, η απαγόρευση να φορούν οι εργαζόμενοι εμφανή σύμβολα πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων είναι κατάλληλη για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής μιας πολιτικής ουδετερότητας, υπό την προϋπόθεση ότι η πολιτική αυτή ακολουθείται όντως με συνοχή και συστηματικότητα.
Συναφώς, ο εθνικός δικαστής πρέπει να εξακριβώσει εάν η G4S είχε θεσπίσει, πριν από την απόλυση της S. Achbita, μια τέτοια γενική και αδιακρίτως εφαρμοζόμενη πολιτική. Εν προκειμένω, πρέπει επίσης να εξακριβωθεί εάν η απαγόρευση αφορά μόνον τους εργαζομένους της G4S που έρχονται σε επαφή με τους πελάτες. Εάν συντρέχει τέτοια περίπτωση, η απαγόρευση πρέπει να θεωρηθεί ως απολύτως αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού. Πρέπει, επιπροσθέτως, να εξακριβωθεί εάν, λαμβάνοντας υπόψη τους εγγενείς περιορισμούς στους οποίους υπόκειται η επιχείρηση και χωρίς να απαιτείται να υποστεί πρόσθετη επιβάρυνση, η G4S θα είχε τη δυνατότητα να προτείνει στη S. Achbita μια θέση εργασίας που δεν θα συνεπαγόταν οπτική επαφή με τους πελάτες της , αντί να την απολύσει.
Κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η απαγόρευση της μουσουλμανικής μαντίλας που απορρέει από εσωτερικό κανόνα ιδιωτικής επιχειρήσεως ο οποίος δεν επιτρέπει την εμφανή χρήση οιουδήποτε πολιτικού, φιλοσοφικού ή θρησκευτικού συμβόλου στον χώρο εργασίας δεν συνιστά άμεση διάκριση λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων κατά την έννοια της οδηγίας.
Αντιθέτως, μια τέτοια απαγόρευση ενδέχεται να συνιστά έμμεση διάκριση, εάν αποδεικνύεται ότι η επιβαλλόμενη εκ πρώτης όψεως ουδέτερη υποχρέωση συνεπάγεται, εν τοις πράγμασι, τη μειονεκτική μεταχείριση κάποιων προσώπων λόγω ορισμένης θρησκείας ή ορισμένων πεποιθήσεων. Ωστόσο μια τέτοια έμμεση διάκριση μπορεί να δικαιολογείται αντικειμενικά από θεμιτό σκοπό, όπως η εκ μέρους του εργοδότη τήρηση μιας πολιτικής φιλοσοφικής, θρησκευτικής και πολιτικής ουδετερότητας στις σχέσεις του με τους πελάτες του, εφόσον τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία. Εναπόκειται στο Cour de cassation του Βελγίου να εξακριβώσει εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές.
Υπόθεση C-188/15, Bougnaoui και ADDH
Η Asma Bougnaoui συνάντησε σε έκθεση απευθυνόμενη σε σπουδαστές, τον Οκτώβριο του 2007 και πριν προσληφθεί από την ιδιωτική επιχείρηση Micropole, έναν εκπρόσωπο της επιχειρήσεως αυτής, ο οποίος την ενημέρωσε ότι η αμφίεσή της με μουσουλμανική μαντίλα θα μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα, όταν θα ερχόταν σε επαφή με τους πελάτες της εταιρίας αυτής. Όταν η Α. Bougnaoui παρουσιάστηκε, στις 4 Φεβρουαρίου 2008, στη Micropole για να πραγματοποιήσει εκεί την πρακτική άσκησή της στο τέλος των σπουδών της, φορούσε μια απλή μπαντάνα. Αργότερα όμως φορούσε μουσουλμανική μαντίλα στον χώρο εργασία της. Μετά το πέρας της εν λόγω πρακτικής ασκήσεως, η Micropole την προσέλαβε, από τις 15 Ιουλίου 2008, βάσει συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, ως μηχανικό μελετών. Κατόπιν διαμαρτυρίας πελάτη, τον οποίο είχε αναλάβει η Α. Bougnaoui καθ’ υπόδειξη της Micropole, η επιχείρηση αυτή επιβεβαίωσε την αρχή της αναγκαίας ουδετερότητας έναντι των πελατών της και της ζήτησε να μη φορά πλέον τη μαντίλα. Η Α. Bougnaoui αρνήθηκε να συμμορφωθεί και στη συνέχεια απολύθηκε. Προσέβαλε δε την απόφαση απολύσεώς της ενώπιον των γαλλικών δικαστηρίων.
Το γαλλικό Cour de cassation (Ακυρωτικό Δικαστήριο), το οποίο επιλήφθηκε της διαφοράς, υποβάλλει στο Δικαστήριο το ερώτημα εάν η βούληση ενός εργοδότη να λάβει υπόψη την επιθυμία πελάτη να μην παρέχονται πλέον οι υπηρεσίες του εν λόγω εργοδότη από εργαζομένη η οποία φορά μουσουλμανική μαντίλα συνιστά «ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση» κατά την έννοια της οδηγίας. Στη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο αποφαίνεται, καταρχάς, ότι από την απόφαση περί παραπομπής δεν μπορεί να συναχθεί εάν το ερώτημα του Cour de cassation στηρίζεται στη διαπίστωση άμεσης ή έμμεσης διαφορετικής μεταχειρίσεως λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων.
Εναπόκειται, συνεπώς, στο Cour de cassation να εξακριβώσει εάν η απόλυση της Α. Bougnaoui στηρίχθηκε στη μη τήρηση εσωτερικού κανόνα ο οποίος απαγορεύει στους εργαζομένους να φορούν οποιοδήποτε εμφανές σύμβολο των πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεών τους. Σε μια τέτοια περίπτωση, το δικαστήριο αυτό πρέπει να εξακριβώσει εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που επισημαίνονται στην απόφαση G4S Secure Solutions, δηλαδή εάν η διαφορετική μεταχείριση η οποία απορρέει από έναν εκ πρώτης όψεως ουδέτερο κανόνα και ενδέχεται να οδηγήσει, εν τοις πράγμασι, στη μειονεκτική μεταχείριση κάποιων προσώπων δικαιολογείται αντικειμενικά από την επιδίωξη μιας πολιτικής ουδετερότητας και εάν είναι κατάλληλη και αναγκαία προς τούτο. Αντιθέτως, στην περίπτωση που η απόλυση της Α. Bougnaoui δεν στηρίχθηκε σ’ έναν τέτοιο εσωτερικό κανόνα, πρέπει να εξεταστεί εάν η βούληση ενός εργοδότη να λάβει υπόψη την επιθυμία πελάτη να μην του παρέχονται πλέον υπηρεσίες από εργαζομένη που φορά μουσουλμανική μαντίλα είναι δικαιολογημένη κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, κατά το οποίο τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η διαφορετική μεταχείριση που απαγορεύεται βάσει της οδηγίας δεν συνιστά διάκριση όταν, λόγω της φύσεως της επαγγελματικής δραστηριότητας ή του πλαισίου εντός του οποίου αυτή ασκείται, ένα τέτοιο χαρακτηριστικό αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, εφόσον ο σκοπός είναι θεμιτός και η προϋπόθεση είναι ανάλογη του επιδιωκομένου σκοπού.
Συναφώς, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι μόνο σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις ένα γνώρισμα που συνδέεται, μεταξύ άλλων, με το θρήσκευμα μπορεί να αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση. Ειδικότερα, η έννοια αυτή παραπέμπει σε προϋπόθεση η οποία υπαγορεύεται αντικειμενικά από τη φύση ή τις συνθήκες ασκήσεως μιας επαγγελματικής δραστηριότητας και δεν καλύπτει υποκειμενικές εκτιμήσεις, όπως η βούληση του εργοδότη να λάβει υπόψη τις συγκεκριμένες επιθυμίες του πελάτη. Το Δικαστήριο απαντά συνεπώς ότι η βούληση εργοδότη να λάβει υπόψη την επιθυμία του πελάτη να μην του παρέχονται πλέον οι υπηρεσίες του συγκεκριμένου εργοδότη από εργαζομένη που φορά μουσουλμανική μαντίλα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση κατά την έννοια της οδηγίας.
Πηγή: LawNet
Με ψήφους 246 υπέρ έναντι μίας κατά, η Γερουσία της Γαλλίας ενέκρινε τη ρύθμιση με την οποία θα απαγορευθεί η μπούρκα και το νικάμπ σε όλους τους δημόσιους χώρους της χώρας. Είχε προηγηθεί, τον Ιούλιο, η έγκριση του σχετικού νομοσχεδίου από τη γαλλική Εθνοσυνέλευση.
Το σχέδιο νόμου προβλέπει την επιβολή προστίμου ύψους 150 ευρώ για τις γυναίκες που επιμένουν να φορούν τη μαντίλα και 30 χιλιάδων ευρώ για τους συζύγους που την επιβάλλουν στις συντρόφους τους.
Η ρύθμιση αναμένεται να τεθεί σε ισχύ εντός εξαμήνου, με την προϋπόθεση ότι θα κριθεί συνταγματική κατόπιν σχετικού ελέγχου από το γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας. Στο πρόσφατο παρελθόν πάντως, κύκλοι του δικαστηρίου έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι ενδέχεται να προκύψει ζήτημα συνταγματικότητας.
Εκτιμάται ότι στη Γαλλία τη μαντίλα φορούν περί τις δύο χιλιάδες γυναίκες, ενώ επικριτές της απαγόρευσης κατηγορούν την κυβέρνηση Σαρκοζί ότι με αυτόν τον τρόπο προσπαθεί να κερδίσει τις ψήφους των ακροδεξιών ψηφοφόρων.
Πηγή: http://www.lawnet.gr
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...