Στα όρια της νομιμότητας και της παρανομίας κινούνται πάντα το οργανωμένο έγκλημα, οι σέκτες και οι διεφθαρμένοι πολιτικοί. Αυτό που είναι νομότυπο αλλά όχι νόμιμο, χρησιμοποιείται για την απόκρυψη παράνομων κερδών, για την αύξηση της ισχύος και για την αυθαιρεσία στην άσκηση της εξουσίας.
Το Σύνταγμα κι οι νόμοι ερμηνεύονται κατά το δοκούν με γνώμονα το: «Και τι θα μου κάνουν;» Εκεί δε, που το νομικό σύστημα προβάλλει εμπόδια, ειδικά λόμπυ φροντίζουν για την αλλαγή στους νόμους. Μια αντισυνταγματική και παράνομη υπουργική απόφαση, ένα προεδρικό διάταγμα που νομοθετεί αυθαίρετα, μια πράξη Υπουργικού Συμβουλίου με αυθαίρετη την επίκληση του δημοσίου συμφέροντος, εξασφαλίζουν ότι η νομιμότητα έχει αντιστραφεί. Ύστερα, ακόμη και το ποινικό δίκαιο αντιστρέφεται και ο κλέφτης κυνηγά τον νοικοκύρη. Παραδείγματος χάριν ως φοροφυγά, μέσω άδικων φορολογικών μέτρων. Ή ως οφειλέτη με βάση νόμους που γεννούν υποχρεώσεις ως μη ώφειλαν, άνευ αληθινού λόγου και αιτίας. Όπως για την πληρωμή ποικιλώνυμων χαρατσίων. Για την πληρωμή του υποτιθέμενου δημόσιου χρέους. Ή για την εξασφάλιση, δήθεν, των πνευματικών δημιουργών. Ή για την αλληλεγγύη δήθεν υπέρ άλλων κατηγοριών πολιτών. ΄Η για την προστασία, δήθεν, του περιβάλλοντος.
Κυριαρχία του δήθεν. Κυριαρχία του Ιησουϊτικού «πίστευε και μη ερεύνα», μεταφερμένη στον χώρο του νομοθέτη που ζητεί απόλυτη εμπιστοσύνη και υποταγή σε αυτό που είναι πολύ αμφίβολο πλέον αν αποτελεί πράγματι «δημόσιο συμφέρον». Εξαπολύονται από τις φυλακές νωρίτερα οι καταδικασμένοι εγκληματίες. Α λλά τούτο, για την αποσυμφόρηση των φυλακών, ή για να μην αποσύρονται εύκολα τα χρήματα από τις τράπεζες και για να αποδομηθεί η κοινωνία; Πλήττεται φορολογικά η ιδιοκτησία της μεσαίας τάξεως. Αλλά τούτο για τις ανάγκες του δημοσίου χρέους, ή για την αρπαγή των ιδιοκτησιών και για την τοποθέτηση των αποταμιεύσεων σε τραπεζικούς λογαριασμούς αντί σε ακίνητα; Πλήττεται μισθολογικά η εργασία της κατώτερης και της μεσαίας τάξεως. Αλλά τούτο, για την εξοικονόμηση δαπανών του δημοσίου τομέως και για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, ή για την υπονόμευση της κοινωνικής συνοχής;
Διατάξεις «νόμου» βαπτίζουν ό,τι θέλουν και όπως θέλουν. Κατάχρηση της εξουσίας του νομοθετείν. Κατάχρηση της εξουσίας του κυβερνάν. Κατάχρηση της εξουσίας του ομιλείν. Διότι το ψεύδος δίνει και παίρνει. Δίνει υποσχέσεις και ελπίδες. Και παίρνει περιουσίες, και παίρνει ανθρώπους και τους ξενιτεύει, και παίρνει και σηκώνει όποιον αφελή πιστεύει στην πολυβασανισμένη δημοκρατία. Το ψεύδος στην εξουσία δεν αστειεύεται.
Το αντιλαμβάνονται οι πάσης λογής υπάλληλοι και αυτο-περιοριορίζονται. Το αντιλαμβάνονται και οι πάσης φύσεως δημόσιοι λειτουργοί και αυτολογοκρίνονται. Ύστερα, σιωπή. Και το ψεύδος θριαμβεύει στις πλατείες, στις τηλεοράσεις, στα γιου-τιούμπ και στα μπλόγκς. Οι απρόσωποι «ανώνυμοι» φροντίζουν, με επιμέλεια, ύποπτη ακρίβεια, και χωρίς συγχωρητικότητα, να μην περισσέψει ελπίδα για κάτι γνήσιο. Και οι δήθεν επώνυμοι, με τα εικονικά πρόσωπα, επενδύουν στους «ανώνυμους», κεφαλαιοποιούν τις αντιστάσεις τους, γνήσιες ή εικονικές, και κερδίζουν έντοκη εξουσία επί των αληθινών προσώπων. Ελάχιστες οι φωτεινές εξαιρέσεις- εξαιρέσεις των αρίστων και κατά τον αριθμό ελαχίστων!
Για τους πολλούς, η νέα νομιμοποίηση είναι η νομιμοποίηση του ψεύδους. Του ψεύδους αντί του λαού. Του ψεύδους αντί του Θεού. Του αντίθεου και αντιλαϊκού ψεύδους. Και το ψεύδος καλλιεργεί το νομότυπο και μισεί το νόμιμο. Βλασταίνει αγκάθια και τριβόλους και πνίγει το δίκαιο, το αληθινό, το καλό, τον λόγο υπάρξεως. Απονοηματοδοτημένοι οι άνθρωποι αλλά και οι νόμοι. Με αρχές και εντολές αλληλοσυγκρουόμενες, αντιφατικές, ηλίθιες εκφράσεις αναισχυντίας ή προχειρότητας, δολιότητας και ίντριγκας.
Ο ανθρώπινος νόμος θάβει το νόμιμο και προβάλλει το νομότυπο. Και ο άνθρωπος αποπροσανατολισμένος χρειάζεται, αναζητεί και δημιουργεί τεκμήρια. Τεκμήρια, για να δικαιολογεί την συμπεριφορά του στην άσκηση εξουσίας. Συμπεριφορά αδιάφορη για τον συγκεκριμένο συνάνθρωπο, για την συγκεκριμένη περίπτωση ανθρώπου. Και τελικά, συμπεριφορά απάνθρωπη, στηριγμένη σε «αντικειμενικά» τεκμήρια, συμπεριφορά δήθεν νομοταγής, νομιμοφανής.
Αλλά το νομιμοφανές δεν είναι και νόμιμο, είναι το νομότυπο που υποδύεται το νόμιμο. Το νομότυπο δεν αντιβαίνει μεν ευθέως στο γράμμα του νόμου, αλλά από το γράμμα του νόμου κρατεί την ελάχιστη δυνατή αναφορά σε νόημα, σε αλήθεια και σε δικαιοσύνη, και γι’ αυτό στην πραγματικότητα αντιστρατεύεται ή υπονομεύει το νόημα, την αλήθεια και την δικαιοσύνη που εκφράζονται μέσω του γράμματος του νόμου. Το νομότυπο δεν είναι και νόμιμο. Το νομότυπο δεν είναι καθόλου νόμιμο. Είναι το παράνομο και το άνομο που τηρούν το γράμμα του νόμου διαστρέφοντας ή και αντιστρέφοντας το νόημά του.
Διότι το νόμιμο έχει αληθινό νόημα, δίκαιο περιεχόμενο, βάση, ρίζες, διακλαδώσεις με αναφορά σε υψηλά ιδανικά, στην αρετή, στο κοινό καλό, στο παγκόσμιο αγαθό. Γι’ αυτό, το νόμιμο είναι έκφραση αλήθειας και δικαιοσύνης, υπηρετεί το εθνικό συμφέρον και το αληθινό δημόσιο συμφέρον, βρίσκεται πέρα από το νομιμοφανές και πέρα από το νομότυπο, νικά όχι αυθαίρετα αλλά μετά λόγου γνώσεως το γράμμα του νόμου που είναι θάνατος, και βρίσκει εντός του γράμματος, άλλοτε ανεπαίσθητα και άλλοτε ορατά, τον σταυροαναστάσιμο θησαυρό του αληθινού νοήματος του νόμου.
Χρειάζεται μια νέα θεωρία περί νόμου.Περί του ότι νόμος είναι ο ρυθμός, η αρμονία του πολιτισμού της κοινωνίας μας. Ο λεγόμενος νομοθέτης, είναι πρώτα ο αληθινός Θεός και ύστερα η κοινωνία με τις λεγόμενες αξίες της, τα έθιμά της, που για να δημιουργηθούν απαιτούν χρόνια ή και αιώνες. Ύστερα, όταν κάπου τα ανθρώπινα πάθη βλάψουν αυτήν την αρμονία, αυτόν τον πολιτισμό, με μόνιμο τρόπο, όταν δηλαδή το έθιμο υστερεί σε ιερότητα και εκχυδαϊζει, όταν το έθιμο παγιώνει άδικες καταστάσεις σχεδόν άθελά του, τότε διορθωτικά και μετά λόγου γνώσεως παρεμβαίνει λίγο ο λαός διά της Βουλής του. Η Βουλή αυτή υπάρχει για να διορθώνει τα κακώς κείμενα με γενικό τρόπο, για να θέτει νέα πλαίσια όταν και όπου χρειάζεται για την άμυνα της πατρίδας και της κοινωνίας, για την προώθηση της δικαιοσύνης εκεί όπου τα έθιμα στράβωσαν στην πορεία τους και μεταβλήθηκαν σε εμπόδια, λόγω και της αλλαγής των εξωτερικών συνθηκών. Τότε και μόνον τότε, η όποια πρόοδος ή ανάπτυξη δεν είναι συνθήματα, ούτε εξαπάτηση, ούτε οφθαλμαπάτη, αλλά πραγματικότητα.
Είναι και το άλλο: Οι Νόμοι από τη φύση τους διαρκούν και αντέχουν στον χρόνο, υποτάσεται σε αυτούς και ο ίδιος ο Νομοθέτης αλλά και η Κυβέρνηση. Οι υπόλοιποι «κανόνες» είναι κυβερνητικές αποφάσεις ή άσκηση διοικήσεως, δεν είναι νόμοι. Γι’ αυτό και πρέπει να ελέγχονται με βάση το Σύνταγμα και τους αληθινούς Νόμους. Από ανεξάρτητα Δικαστήρια. Όχι ανεξάρτητα σε σχέση προς την κοινωνία. Αλλά ανεξάρτητα από επιρροές προερχόμενες από την Κυβέρνηση, από την Διοίκηση, από άτομα και από επί μέρους κοινωνικές ομάδες. Υπόλογα, εν τέλει, ενώπιον Θεού και ανθρώπων για την εν γένει καλή ή κακή απόδοση Δικαιοσύνης και για πολύ σημαντικές καλές ή κακές αποφάσεις.
(Και δυνατότητα για πρόταση μομφής λοιπόν κατά ανωτάτων δικαστηρίων ή δικαστών τους, όταν παραβιάζουν το Σύνταγμα και τους αληθινούς Νόμους, ηθελημένα ή εθελοτυφλούντες. Ενώπιον ποίου; Ενώπιον της Βουλής ή του Λαού, κατόπιν προτάσεως ενός εκ των δύο προς τον άλλο. Για τον λαό, αρκεί η πρόταση από δέκα δήμους ή από εκατό χιλιάδες λαού. Και αποτέλεσμα, η έκπτωση του ανωτάτου δικαστού από την θέση του στην αντίστοιχη των κατωτέρων δικαστηρίων του κλάδου του, και η υποχρεωτική παραμονή του στην ενεργό υπηρεσία αυτήν επί τριετία τουλάχιστον, καθώς και μείωση της συντάξεώς του στο ήμισυ).
Αλλά ποιος τάχα σήμερα θα νιαστεί για μια τέτοια ουσιαστική θεωρία περί νόμου, περί κυβερνήσεως περί δικαιοσύνης; Το νομότυπο δεν την εγκρίνει. Του φαίνεται πολύ αληθινή για να είναι αλήθεια. Προτιμούν οι πολλοί την εύκολη λύση. Αυτήν της εικονικής δημοκρατίας. Την νομότυπη δημοκρατία. Στην οποία η αληθινή νομιμότητα είναι η τραγική και αδιέξοδη «νομιμότητα» της τυραννίας, δηλαδή η νομιμοφάνεια.
Να γιατί το έλλειμμα δημοκρατίας είναι ζήτημα όχι απλώς πολιτικό αλλά πνευματικό. Να γιατί τόσες άδικες επιθέσεις κατά της Ορθοδοξίας από κατευθυνόμενα ΜΜΕ. Να γιατί ο λεγόμενος οικουμενισμός φαντάζει μονόδρομος σε μερικούς, όπως στους ίδιους περίπου φαντάζει μονόδρομος το κάθε Μνημόνιο του ΔΝΤ και της δήθεν Ευρώπης. Αντί του αλλήλων τα βάρη βαστάζετε, εφαρμόζουν το : Βαστάζετε εσείς, οι έσχατοι και περιφρονημένοι, τα βάρη τα δικά μου, του «πρώτου» και φίλου των «πρώτων».
Ιδιοτέλεια αδελφοί μου, ιδιοτέλεια και έπαρση. Χωρίς Θεό, πανικός για εξασφάλιση και μανία για ισχύ. Αυτό που ο λαός μας το εκφράζει πολύ απλά, με όλη την τραγικότητα της ειδήσεως του ακαριαίου πνευματικού θανάτου: « Κάποιοι έχουν καβαλήσει το καλάμι».
Και για να προσγειώσουμε τον λόγο στα τρέχοντα πολιτικά μας «πράματα και θάματα»: Γίνεται να ξεκαβαλήσεις το καλάμι εικονικά μόνο, δηλαδή μόνο για το θεαθήναι και μόνο νομότυπα, και να έχεις κοινωνία με αυτούς που δεν το έχουν καβαλήσει; Δεν γίνεται.