Η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων που έχουν ήδη προσληφθεί νομίμως, είναι κατοχυρωμένη από συνταγματικό έθιμο που δεν μπορεί να καταργηθεί ούτε διά νόμου ούτε με συνταγματική αναθεώρηση.
Πρόκειται για συνταγματικό έθιμο δημοσίου δικαίου, δηλαδή για έθιμο που δεν υπόκειται στον κανόνα του Αστικού Κώδικα, ότι το έθιμο έχει μόνο συμπληρωματική εφαρμογή έναντι των ρητών διατάξεων του «νόμου»(εν προκειμένω του Συντάγματος). Το έθιμο αυτό, διαρκεί ήδη πάνω από ένα αιώνα, και σημαίνει ότι, όταν καταργούνται οι οργανικές θέσεις, δεν «πετιούνται στον δρόμο» οι υπάλληλοι, αλλά εξευρίσκεται τρόπος διατηρήσεώς τους σε υπηρεσίες του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Τούτο, έχει ως συνέπεια ότι α) ενδέχεται να χρειάζεται μείωση των μισθών όλων των δημοσίων υπαλλήλων, προκειμένου να μην απολυθούν όσοι νομίμως έχουν προσληφθεί και β) ενδέχεται να χρειάζεται απόλυση όλων ή μέρους όσων προσλήφθηκαν παρανόμως ή νομοτύπως μεν αλλά χωρίς αξιοκρατικές διαδικασίες, π.χ. με μονιμοποίηση ύστερα από αναξιοκρατική και αυθαίρετη πρόσληψη με σχέση ιδιωτικού δικαίου κατά παράκαμψη άλλων ισαξίων ή και καλλιτέρων.
Αλλά και οι όποιες απολύσεις πρέπει να αποσκοπούν στην αποκατάσταση της ουσιαστικής νομιμότητας των προσλήψεων και να αποτελούν λοιπόν κυρώσεις για την ουσιαστικά παράνομη πρόσληψη. Τούτο επομένως δύναται και πρέπει να γίνει μόνο μετά από σχετική δικαστική κρίση και κατά τις αρχές της χρηστής διοικήσεως. Δηλαδή, πάντως με μεταβατική περίοδο προσαρμογής του υπό απόλυση τελούντος, όπως με μειωμένη απασχόληση με μικρότερο μισθό στο Δημόσιο ή σε ν.π.δ.δ. επί ένα με τρία χρόνια μέχρι να κριθεί δικαστικώς το θέμα της προσλήψεώς του. Και πάλι, για όσους πρέπει να απολυθούν πρέπει να θεσπισθεί δυνατότητα εξαιρέσεων για λόγους κυρίως οικογενειακούς ή άλλους, που έχουν δημιουργηθεί μετά από την ουσιαστικά παράνομη πρόσληψή τους και που καθιστούν την απόλυση υπερμέτρως επαχθή. Τέτοια είναι π.χ. η απόκτηση μικρών τέκνων ενώ η σύζυγος δεν εργάζεται ή εργάζεται με μικρό μισθό ή προσωρινά κ.λ.π.
Οι εξαιρέσεις άρα αυτές πρέπει να τελούν υπό τον έλεγχο των δικαστηρίων που να έχουν την εξουσία να ρυθμίζουν προσωρινά ή οριστικά ή μεσοπρόθεσμα την υπηρεσιακή κατάσταση τέτοιων περιπτώσεων υπαλλήλων.
Σε καμία περίπτωση δηλαδή, δεν είναι συνταγματικώς ανεκτή η απόλυση κατηγοριών υπαλλήλων με αποκλειστικό ή κύριο κριτήριο την μείωση του αριθμού τους. Η αρχή της δικαιοσύνης πρέπει να διέπει την όποια ρύθμιση και όχι η αρχή της αποτελεσματικότητας. Η αρχή της αποτελεσματικότητας υπάρχει μεν και είναι αναγκαία, αλλά είναι υποδεέστερη έναντι της αρχής της δικαιοσύνης και της αρχής της μονιμότητας που δίδουν το προβάδισμα στις δίκαιες εκ των αναγκαίων λύσεων, αποκλείοντας τόσο τις άδικες απολύσεις αξιοκρατικώς προσληφθέντων, όσο και τις σκληρές και απάνθρωπες απολύσεις, ακόμη δε και τις απάνθρωπες άμεσες απολύσεις όσων προσλήφθηκαν παρανόμως.
Αυτές οι κρίσεις είναι κυρίως κρίσεις δικαστηρίων. Ο νομοθέτης δεν μπορεί να αντικαθιστά τα δικαστήρια προβαίνοντας σε άδικες κατηγοριοποιήσεις περιπτώσεων και θεσπίζοντας αδόκιμα κριτήρια διακρίσεων ή παραλείποντας να θεσπίσει δίκαια κριτήρια, όπως απαιτείται από την αρχή της αναλογικής ισότητας και της μη υπέρμετρης θυσίας κατά το Σύνταγμά μας (άρ. 4).
Ορισμένοι πολιτισμικά και νομικά αμόρφωτοι θέλουν να εμφανίζονται ως «ινστρούκτορες αλά ΔΝΤ» και το μόνο που θα καταφέρουν με απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων που αγνοούν τις ανωτέρω αρχές, θα είναι κοινωνική αναταραχή και δικαστική εν τέλει δικαίωση των παρανόμως ή αδίκως απολυομένων.
Του Νέστορος Νικηφορίδη