Το Ειρηνοδικείο με την απόφαση 599/2012 έκρινε ότι ήταν βάσιμος ο ισχυρισμός των εναγόντων περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 1 παρ.5 του ν.3833/2010, βάσει του οποίου έγιναν οι μειώσεις των αποδοχών τους, και προχώρησε σε μη εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων και επιδίκαση αποζημίωσης σε καθέναν εκ των εναγόντων.
Την εταιρεία ΣΤΑΣΥ Α.Ε. είχαν ενάγει από τις 30.7.2010 δέκα εργαζόμενοί της, οι οποίοι συνδέονταν με την εταιρεία με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ενώ οι όροι εργασίας και οι αμοιβές τους καθορίζονταν με επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας του 2008-2009. Το δικαστήριο απέρριψε τον πρώτο ισχυρισμό των εναγόντων, ότι δηλαδή παρανόμως περικόπηκαν οι μισθοί τους, αφού η ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ εξαιρέθηκε από τον δημόσιο τομέα με τον νόμο 1955/1991. Σκεπτικό του δικαστηρίου πίσω από την απόρριψη του πρώτου ισχυρισμού ήταν ότι η ΣΤΑΣΥ Α.Ε. εξακολουθούσε να υπάγεται στον δημόσιο τομέα, από την στιγμή που έχει αυτοτελή νομική προσωπικότητα από την μητρική της και δεν επεκτάθηκε και σε αυτήν ρητώς η εξαίρεση που ισχύει για την ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε.
Παρ’ όλα αυτά έκανε δεκτό τον δεύτερο ισχυρισμό των εναγόντων περί αντίθεσης των διατάξεων περικοπής μισθών στα άρθρα 22 παρ.1 και 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά και στο άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Το δικαστήριο έκρινε ελλιπή την αιτιολογία της αναγκαιότητας για την λήψη των μέτρων μείωσης αποδοχών, δεδομένου ότι ουσιαστικά οδηγούν στην κατάργηση της συλλογικής αυτονομίας και συνδικαλιστικής ελευθερίας, ενώ εντόπισε και αντίθεση προς το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος περί ισότιμης συμμετοχής των Ελλήνων στα δημόσια βάρη, δεδομένου ότι η μείωση αποδοχών κατέλαβε κατά το ίδιο γενικό ποσοστό τόσο χαμηλόμισθους όσο και υψηλόμισθους.
ΔΣΑ: Δήλωση Προέδρου ΔΣΑ Γιάννη Δ. Αδαμόπουλου με αφορμή την έκδοση της υπ' αριθμ. 599/2012 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών
Η έκδοση της υπ' αριθμ. 599/2012 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών αναφορικά με τη συνταγματικότητα ή μη των ρυθμίσεων που επέβαλαν μείωση των αποδοχών και των επιδομάτων των εργαζομένων στο Δημόσιο τομέα αναδεικνύει,
Η έκδοση της υπ' αριθμ. 599/2012 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών αναφορικά με τη συνταγματικότητα ή μη των ρυθμίσεων που επέβαλαν μείωση των αποδοχών και των επιδομάτων των εργαζομένων στο Δημόσιο τομέα αναδεικνύει, με τον πλέον περίτρανο τρόπο, τα πλεονεκτήματα της συνταγματικής κατοχύρωσης του τρόπου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων ως διάχυτου (δυνάμενου δηλαδή να ασκηθεί από τα δικαστήρια κάθε βαθμίδας), παρεμπίπτοντος (εξ αφορμής της εκάστοτε υπό κρίση υπόθεσης) και συγκεκριμένου (σχετιζόμενου δηλαδή με τα υπό κρίση πραγματικά περιστατικά) έναντι ενός ελέγχου συγκεντρωτικού στα πλαίσια της λειτουργίας, για παράδειγμα, Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Η εν λόγω απόφαση, πέρα από το γεγονός ότι τυγχάνει εξαιρετικά τεκμηριωμένη με πλήρη παράθεση και επίκληση των σχετικών συνταγματικών και λοιπών υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεων κατορθώνει να πρωτοστατεί σε μια προσπάθεια αποκατάστασης της διασαλευθείσας τάξης και συνταγματικής νομιμότητας, αποτέλεσμα για το οποίο πάσχισαν από καιρό ο νομικός κόσμος της χώρας, ιδίως δε ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, κάνοντας χρήση του παρεχόμενου νομικού οπλοστασίου ως άμυνας έναντι του «Μνημονίου» και των ρυθμίσεων που αυτό εισήγαγε. Με ιδιαίτερη τόλμη, η δικαστική εξουσία δεν διστάζει να εκφύγει από τα στεγανά μέσα στα οποία επιχείρησαν να την εγκλωβίσουν η εκτελεστική εξουσία και οι γνωστοί πλέον εξωθεσμικοί παράγοντες, αποδεικνύοντας έμπρακτα την ιδιότητά της ως εξουσίας λειτουργικά ανεξάρτητης και ακηδεμόνευτης, που δρα αποκλειστικά και μόνο προς όφελος των πολιτών και της αποκατάστασης του συναισθήματος δικαίου.
Σε κάθε περίπτωση, οι δικαστικές αποφάσεις κρίνονται από το περιεχόμενο και την πειθώ τους, ενόψει και των υπό κρίση πραγματικών περιστατικών. Ως νομικοί, δεν έχουμε παρά να ευελπιστούμε πως η δικαστική εξουσία θα συνεχίσει να στέκεται στο ύψος των περιστάσεων, αρνούμενη να υποκύψει υπό το βάρος πιέσεων, συνδράμοντας στην προστασία των πολιτών από αυθαίρετες προσβολές συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ