Ἡ φοροδοτική ἱκανότητα, δέν ταυτίζεται μέ τήν ἁπλῆ δυνατότητα ἀποκτήσεως φοροδοτικῆς ἱκανότητος.
Ὁ φόρος ἀκίνητης περιουσίας, πρέπει νά εἶναι φορολόγηση ὑπαρκτῆς φοροδοτικῆς ἱκανότητος τοῦ ἰδιοκτήτου ἐκ τῆς ἐκμεταλλεύσεως ἀκινήτου.
Ὁ φόρος ἀκίνητης περιουσίας, γιά νά εἶναι συνταγματικός, πρέπει νά μήν συνιστᾶ φορολόγηση τῆς ἀκίνητης περιουσίας καθ' ἑαυτῆς. Διότι τότε, θά ἦτο φόρος ἐπί τῆς ἁπλῆς δυνατότητος ἀποκτήσεως φοροδοτικῆς ἱκανότητος. Ἐνδέχεται ὅμως, νά μήν ἀποκτηθῆ καθόλου φοροδοτική ἱκανότητα ἐκ τῆς ἀκίνητης περιουσίας, α) εἴτε ὡς ἐκ τῆς φύσεως τοῦ ἀκινήτου, β) εἴτε λόγῳ ἐξωγενῶν περιστάσεων ὅπως μία γενική οἰκονομική κρίση, γ) εἴτε ἐξ ὑποκειμενικῶν παραγόντων, ὅπως εἶναι ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ ἰδιοκτήτου ἤ τῆς οἰκογενείας του, δ) εἴτε λόγῳ τοῦ συνδυασμοῦ αὐτῶν τῶν γεγονότων καί περιστάσεων. Συνεπῶς, δέν νοεῖται φόρος ἐπί τῆς ἀκίνητης περιουσίας καθ' ἑαυτῆς.
Φορολογητέα ὕλη, δέν δύνται νά ἀποτελέσῃ ἡ ἀκίνητη περιουσία καθ' ἑαυτή, διότι δέν κινεῖται. Καί ὅ,τι δέν κινεῖται, ἀλλά ἁπλῶς ἵσταται ἤ, ἐν προκεμένῳ κατ' ἀκρίβειαν κεῖται, δέν μαρτυρεῖ φοροδοτική ἱκανότητα ἐπ' οὐδενί λόγῳ.
Φορολογητέα ὕλη δύναται νά ἀποτελέσῃ μόνο ὅ,τι κινεῖται στίς συναλλαγές καί ὑπό τήν προϋπόθεση ἡ κίνησή του νά ἀποτελεῖ ἀπόδειξη, ἤ ἔστω ἰσχυροτάτη ἔνδειξη, φοροδοτικῆς ἱκανότητος.
Τό κατά πόσον ἡ ἔνδειξη αὐτή εἶναι σύμφωνη πρός τά διδάγματα τῆς κοινῆς πείρας καί τό κοινῶς γνωστόν ὡς συνήθως συμβαῖνον, δέν εἶναι μόνον ζήτημα νόμου, ἀλλά εἶναι καί θέμα ἐλέγχου τῶν δικαστηρίων, προκειμένου να μήν ἀφίσταται ἡ νομοθετική πρόβλεψη, ἀλλά καί ἡ συγκεκριμένη ἐπιβολή, τοῦ φόρου, ἀπό τήν πραγματική φοροδοτική ἱκανότητα.
Στό ἄρθρο 78 τοῦ Συντάγματος γίνεται λόγος περί εἴδους περιουσίας πού δύναται νά προσδιορισθῆ ἀπό τόν νόμο ὡς "ἀντικείμενο τοῦ φόρου" (π.χ. κυριότητα ἤ ἐπικαρπία ἐπί ἀκινήτου, ἤ ὑπεραξία ἔργου τέχνης).
Ἀλλά, ἄλλο εἶναι τό ἀντικείμενο τοῦ φόρου, ὡς τεχνικός προσδιορισμός ἐκείνου τοῦ "εἴδους περιουσίας" πού δύναται νά φορολογηθῆ, καί ἄλλο εἶναι ἡ φορολογητέα ὕλη. Φορολογητέα ὕλη, προκειμένου περί Φ.Α.Π., εἶναι τό εἶδος τῆς περιουσίας, πού ὄχι μόνον τεχνικῶς δύναται νά προσδιορισθῆ ὑπό τοῦ νόμου ὡς δυνάμενο νά φορολογηθῆ, ἀλλά καί οὐσιαστικῶς, ἀπό ἀπόψεως φοροδοτικῆς ἱκανότητος, συνιστᾶ εἶδος περιουσίας πού ἀντικειμενικῶς "μαρτυρεῖ ", σχεδόν βοᾶ, τήν ὕπαρξη φοροδοτικῆς ἱκανότητος τοῦ ἰδιοκτήτου.
Παραδείγματος χάριν, τέτοια φοροδοτική ἱκανότητα, μαρτυρεῖ τραπεζικό δάνειο σέ πολιτικό, τοῦ ὁποίου ἠμελήθη ἡ εἴσπραξις καί παρεγράφη, καί ὡς ἐκ τούτου, κατ' ἀρχήν, σώζεται ὁ πλουτισμός στήν περιουσία του. Ἤ μία περιουσιακή μεταβίβαση ἀκινήτου προς Α.Ε. ἤ Ε.Π.Ε., που ὅμως ἀφορᾶ οἰκία τοῦ Διευθύνοντος Συμβούλου τήν ὁποία αὐτός καρπώνεται ἐπί ἔτη ἀντί νά τήν ἐνοικιάζει, ὁπότε καί πάλιν πρόκειται γιά πλουτισμό, ἐνδεχομένως νόμιμο, ἀλλά φορολογητέο ὡς "εἶδος περιουσίας".
Νά τό ποῦμε ἁπλᾶ, προκειμένου νά ἀναζητηθῆ τό συντομότερο μία ἄλλη, συνταγματική καί δίκαια, πηγή δημοσίων ἐσόδων: Ἀκίνητη περιουσία πού δέν παράγει πλουτισμό, εἰσόδημα, πρόσοδο, δέν εἶναι δυνατόν να φορολογεῖται καθ' ἑαυτή.
Ἀκόμη καί ὁ φόρος ἰδιοκατοικήσεως, ἀφοῦ προϋπόθεση εἶχε τήν παραδοχή ὅτι ὁ φορολογούμενος δέν δικαιοῦται δωρεάν στεγάσεως στήν κατοικία του, ἀντισυνταγματικός ἦταν, ἀλλά διέφυγε τοῦ δικαστικοῦ ἐλέγχου συνταγματικότητος, διότι στήν ἀρχή θεσπίσθηκε μόνον γιά μεγάλες κατοικίες (ἄνω τῶν 100 τ.μ.). Τότε, ὅλες σχεδόν οἱ οἰκογένειες, ἐξαιρέσει τῶν πολύ πλουσίων, στεγάζονταν σε λιγώτερα τετραγωνικά. Θεωρήθηκε λοιπόν ὁ φόρος ἰδιοκατοικήσεως συνταγματικῶς ἀνεκτός, καθ'?οσον ἄλλωστε συνιστᾶ πραγματικά μικρή ἐπιβάρυνση γιά τόν μέσο φορολογούμενο.
Τοῦτο δέν προδικάζει ὅμως, τί θά γίνῃ μέ τήν συνταγματικότητα τοῦ σχεδιαζομένου ὡς μονίμου, "φόρου ἀκίνητης περιουσίας", ἤδη μεγάλου ὕψους καί πολυτρόπως ἀδίκου, σέ συνθῆκες μάλιστα σοβαρῆς οἰκονομικῆς κρίσεως πού ἀπαξιώνει μέχρις ἐκμηδενισμοῦ τήν ἀκίνητη περιουσία καί ὁδηγεῖ στήν ἐκποίησή της "γιά ἕνα κομμάτι ψωμί".
Στήν πρόβλεψη τέτοιου φόρου ἀκίνητης περιουσίας, τίθεται καί θέμα προστασίας τῆς ἐμπιστοσύνης τῶν διοικουμένων, ὅλων ἡμῶν, πού προγραμματίσαμε τήν ἐπαγγελματική καί οἰκογενειακή ζωή μας, μέ βάση τήν δυνατότητα κτήσεως ἰδιοκτησίας ἐλευθέρας παντός φορολογικοῦ βάρους (πλήν φόρου μεταβιβάσεως και φόρου κληρονομίας).
Ἡ ἀντίληψη, ὅτι δύναται νά φορολογεῖται ἡ ἰδιοκτησία καθ' ἑαυτή, ἁπλῶς διότι αὐτή ὑπάρχει, χωρίς λόγο πού νά συνδέεται μέ πραγματική φοροδοτική ἱκανότητα ἐκ προσόδων ἤ πραγματικοῦ πλουτισμοῦ κτωμένου, ἤ εὐχερῶς δυναμένου νά κτηθῆ, ἐκ τῆς ἰδιοκτησίας, ἀποτελεῖ ἄδικο καί ἀφύσικο κατάλοιπο φεουδαρχικῶν καθεστώτων. Δέν προσιδιάζει οὔτε σέ εὐνομούμενη πολιτεία, οὔτε σέ ἐλεύθερη χώρα, οὔτε σέ ἐλεύθερους πολίτες.
Εἶναι μικρή ἡ ἀπόσταση, ἀπό τόν γενικό φόρο ἀκίνητης περιουσίας φυσικῶν προσώπων, καί δή ἐν μέσω οἰκονομικῆς κρίσεως, μέχρι ἕνα γενικό φόρο ἐπί αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς ὑπάρξεως τῶν φυσικῶν προσώπων.