Στο Συμβούλιο της Επικρατείας προσέφυγαν η Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας (με έδρα την Πάτρα) και η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου (με έδρα τη Σύρο)...
Οι δύο επίμαχες περιφέρειες ζητούν να ακυρωθεί ως αντισυνταγματικό και παράνομο το Μνημόνιο ΙΙΙ (Ν. 4093/2012) κατά το σκέλος εκείνο που καταργούνται οι θέσεις κατηγορίας ΔΕ των ειδικοτήτων διοικητικού, διοικητικού - λογιστικού, διοικητικού - οικονομικού και διοικητικού γραμματέων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, και έχουν διαγραφεί οι υπάλληλοι αυτοί από το μητρώο ανθρώπινου δυναμικού και από το μητρώο μισθοδοτούμενων υπαλλήλων.
Οι περιφέρειες στρέφονται κατά Ελληνικού Δημοσίου, του Ν. 4093/2012, της σχετικής εγκυκλίου του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και της από 4.12.2012 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου. Υποστηρίζουν ότι και οι τέσσερεις προσβαλλόμενες πράξεις είναι αντίθετες στα άρθρα 2, 4, 26, 72, 74, 76 101,102 και 103 του Συντάγματος.
Ειδικότερα, υπογραμμίζουν ότι ο τρόπος με τον οποίο καταργούνται συλλήβδην οι επίμαχες θέσεις στις δημόσιες υπηρεσίες είναι «πασίδηλα αντισυνταγματικός».
Η κατάργηση οργανικών θέσεων στο Δημόσιο είναι μεν επιτρεπτή, αλλά επιβάλλεται να δικαιολογείται αντικειμενικά όπως ακριβώς έγινε κατά τη θέσπιση των θέσεων αυτών. Δηλαδή να προκύπτει σαφώς ότι η διατήρηση των θέσεων αυτών δεν εξυπηρετεί τον κοινωνικό και υπηρεσιακό σκοπό για τον οποίο προβλέφθηκαν.
Όμως, σημειώνεται στις δύο προσφυγές, ότι στην προκειμένη περίπτωση η κατάργηση των οργανικών θέσεων γίνεται: 1) με μαζικό και γενικευμένο τρόπο και όχι κατά περίπτωση, 2) με μη αντικειμενικά κριτήρια, αλλά με αυθαίρετα κριτήρια, όπως είναι το 55ο έτος της ηλικίας ή η συμπλήρωση της 35ετίας, 3) απολύονται εξαιρετικά έμπειροι και χρήσιμοι δημόσιοι υπάλληλοι, με αποτέλεσμα να υπονομεύεται ευθέως η κοινωνική αποτελεσματικότητα των δημοσίων υπηρεσιών.
Η θέση συγκεκριμένης ομάδας προσώπων σε διαθεσιμότητα χωρίς προηγούμενη αξιολόγηση των αναγκών των υπηρεσιών εκείνων των φορέων που αυτοί υπηρετούν και της υπηρεσιακής τους επάρκειας, αλλά μόνο με γνώση το είδος της εργασιακής τους σχέσης με το φορέα που υπηρετούν αντιστρατεύεται ευθέως τις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές της ισότητας, της αξιοκρατίας και της αναλογικότητας, υπογραμμίζεται στις προσφυγές.
Η πρακτική αυτή της κατάργησης των θέσεων παραβιάζει την αρχή της ισότητας, καθώς καταργεί θέσεις υπαλλήλων χωρίς αξιολόγηση τόσο της ποιότητος της εργασίας τους όσο και της αναγκαιότητας τους για την λειτουργία των υπηρεσιών, ανεξαρτήτως των προσόντων τους, της ικανότητος και αποδοτικότητάς τους στην εργασία, με αποτέλεσμα να καταργούνται θέσεις υπαλλήλων που εκτελούν, ενδεχομένως και πιο αποδοτικά, την ίδια εργασία, υπό τις ίδιες συνθήκες και προϋποθέσεις, στον ίδιο χώρο με άλλους υπαλλήλους οι οποίοι δεν θίγονται και παραμένουν εν υπηρεσία.
Η εγκύκλιος του υπουργού Διοικητικής μεταρρύθμισης χαρακτηρίζεται ως «ψευδοερμηνευτική», καθώς παρόμοια θέματα ρυθμίζονται, σύμφωνα με το άρθρο 43 του Συντάγματος, από Προεδρικό Διάταγμα και όχι με εγκύκλιο όπως έγινε στην προκειμένη περίπτωση.
Ακόμη, τονίζεται ότι το Μνημόνιο ΙΙΙ είναι κατάφωρα αντίθετο στο άρθρο 60 του Συντάγματος, καθώς δεν μπορεί παρόμοια νομοθετήματα να ψηφίζονται από τη Βουλή με ένα μόνο άρθρο, ενώ επιπρόσθετα παραβιάζει και τα άρθρα 72 και 76 του Συντάγματος που καθορίζουν τον τρόπο ψήφισης των νομοσχεδίων.
Παράλληλα, παραβιάζεται και το άρθρο 74 του Συντάγματος, που προβλέπει ότι νομοσχέδιο που περιέχει διατάξεις άσχετες με το κύριο αντικείμενό τους δεν εισάγεται για συζήτηση.
Επιπρόσθετα, αναφέρεται ότι η θέσπιση κανόνων δικαίου με Π.Ν.Π. οι οποίες μεταγενέστερα υποβάλλονται προς επικύρωση στη Βουλή προσομοιάζει μόνο με έκτακτες ή ανώμαλες καταστάσεις του πολιτεύματος, κάτι που δεν συνάδει στη σημερινή δημοκρατική κοινωνία.
Με τις επίμαχες διατάξεις του Μνημονίου ΙΙΙ δημιουργείται δυσλειτουργία των υπηρεσιών των περιφερειών, καθώς καταργούνται υπαλληλικές θέσεις που είναι απολύτως απαραίτητες για τη λειτουργία της.
http://www.kourdistoportocali.com/articles/17196.htm Τρίτη, 1 Ιανουαρίου 2013
Κατατέθηκε στο ΣτΕ η πρώτη αγωγή δικαστή κατά του Μνημονίου III
Η πρώτη αγωγή δικαστή με την οποία ζητάει να κριθεί αντισυνταγματικό και αντίθετο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) το Μνημόνιο ΙΙΙ (Ν. 4093/2012) κατατέθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας και αφορά το σκέλος εκείνο που μειώνει αναδρομικά από την 1η Αυγούστου 2012 τις αποδοχές και τις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και ρυθμίζει τμηματικά τον τρόπο επιστροφής των «αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών», στο Δημόσιο. Δηλαδή την τμηματική επιστροφή των επιπλέων πόσων που έλαβαν από την 1.8.2012 μέχρι την εκπνοή του τρέχοντος έτους, λόγω της αναδρομικής μείωσης των αποδοχών και των συντάξεών τους.
Να σημειωθεί ότι οι δικαστές λένε ότι με την είσοδο του νέου έτους αναμένεται να κατατεθούν σωρεία παρόμοιων αγωγών στη Δικαιοσύνη.
Ειδικότερα, αντεισαγγελέας Πρωτοδικών της Θεσσαλονίκης κατέθεσε προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας και ζητάει να ακυρωθεί η από 14.11.2012 απόφαση του υπουργού Οικονομικών που προβλέπει την επιστροφή «των αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών και συντάξεων» που προκύπτουν από την εφαρμογή του Μνημονίου ΙΙΙ (αναδρομική μείωση αποδοχών και συντάξεων).
Παράλληλα, ζητάει να ακυρωθεί και η υποπαράγραφος Γ 1 του Μνημονίου ΙΙΙ που αφορά τις μισθολογικές διατάξεις των απασχολουμένων στον Δημόσιο τομέα.
Ο αντεισαγγελέας υποστηρίζει ότι οι περικοπές των αποδοχών και των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών παραβιάζουν τα άρθρα 26, 87 και 88 του Συντάγματος, καθώς και το δικαίωμά τους στην περιουσία, όπως αυτό κατοχυρώνεται με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Στην έννοια της περιουσίας, όπως είναι γνωστό, περιλαμβάνονται τόσο οι αποδοχές, όσο και οι συντάξεις.
Ο εισαγγελικός λειτουργός επισημαίνει ότι δεν προσέφυγε στο Μισθοδικείο, γιατί έχει κριθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας ότι στο Μισθοδικείο υπάγονται μόνο ατομικές μισθολογικές, συνταξιοδοτικές και φορολογικές υποθέσεις δικαστών και η προσφυγή του αφορά «ακυρωτική διαφορά» που υπάγεται στη δικαιοδοσία του ΣτΕ.
Αναλυτικότερα, ο αντεισαγγελέας επαναλαμβάνει ότι οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές, πρέπει να είναι ισότιμες με τις αποδοχές των άλλων δύο λειτουργιών (νομοθετικής και εκτελεστικής).
Ακόμη, επισημαίνει ότι το Σύνταγμα προβλέπει ότι ο νομοθέτης υποχρεούται να παρέχει στο δικαστή, αφενός μεν αποδοχές, επαρκείς και ανάλογες του λειτουργήματός του, αφετέρου τις κατάλληλες συνθήκες και υποδομές, ώστε αυτός να είναι σε θέση να επιτελεί «το δικαιοδοτικό του έργο» στο υψηλό επίπεδο που επιτάσσουν το Σύνταγμα και οι διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας.
Αυτό όμως δεν συμβαίνει, καθώς η Πολιτεία αδυνατεί να προσφέρει στους δικαστές την αναγκαία υλικοτεχνική υποδομή, αλλά ούτε «διατηρεί πρόσφορες συνθήκες ομαλής και ορθολογικής άσκησης του δικαιοδοτικού έργου», υποσημειώνει ο αντεισαγγελέας.
Η υποστελέχωση και η έλλειψη εξειδίκευσης των γραμματειών των δικαστηρίων, η απουσία χώρων εργασίας και μελέτης (γραφεία, κ.λπ.) καθώς και βιβλιοθηκών, έστω και σε υποτυπώδη μορφή -συνεχίζει ο αντεισαγγελέας- στα περισσότερα δικαστήρια, η έλλειψη μηχανοργάνωσης και ηλεκτρονικής διακίνησης των εγγράφων αποτελούν χαρακτηριστικές παθογένειες της ελληνικής Δικαιοσύνης, οι οποίες, συνδυαζόμενες με τον αυξημένο φόρτο εργασίας και το συσσωρευμένο όγκο των υποθέσεων, «δυσχεραίνουν υπέρμετρα την άσκηση του δικαιοδοτικού έργου» των δικαστικών λειτουργών.
Για το λόγο αυτό, τονίζει ο εισαγγελικός λειτουργός, η Πολιτεία από το 1997 έχει χορηγήσει στους δικαστές ειδικά επιδόματα (αντισταθμιστικό επίδομα, πάγια αποζημίωση, κ.λπ.).
Έτσι, οι αποδοχές των δικαστών μπορούν να περικοπούν μόνο εφόσον αυτό επιβάλλεται «από την ανάγκη αντιμετώπισης εξαιρετικά δυσμενών οικονομικών και δημοσιονομικών συνθηκών και μόνο στο απολύτως αναγκαίο μέτρο, μετά από αιτιολογημένο αποκλεισμό άλλων εναλλακτικών λύσεων».
«Νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις» που εισάγουν μειώσεις στις αποδοχές των δικαστών, σε τέτοιο ύψος που ανατρέπουν το καθεστώς οικονομικής ασφάλειας που πρέπει αυτοί να απολαμβάνουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, αντίκειται ευθέως στα άρθρα 26, 87 και 88 παράγραφος 2 του Συντάγματος», υπογραμμίζει ο αντεισαγγελέας.
Όμως, παρά τις συνταγματικές επιταγές, υπογραμμίζει ο αντεισαγγελέας, πραγματοποιήθηκαν περικοπές στις αποδοχές και τις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών που ανέρχονται στο 44%.
Το νέο μισθολόγιο των δικαστών συντάχθηκε κατά αντισυνταγματικό τρόπο, επισημαίνει ο αντεισαγγελέας, καθώς έχει ενταχθεί σε άσχετο νόμο που ρυθμίζει και άλλα θέματα ενώ έπρεπε να ρυθμίζεται σε ειδικό νόμο όπως προβλέπει το άρθρο 88 του Συντάγματος.
Η πεντάμηνη αναδρομικότητα στις περικοπές των αποδοχών των δικαστών παραβιάζει και την ΕΣΔΑ υπογραμμίζει ο αντεισαγγελέας, καθώς οι πλήρεις αποδοχές που έλαβαν από 1.8.-31.12.2012 αποτελούν ανεπίστρεπτο μέρος της περιουσίας τους.
Εξάλλου, οι μηνιαίες αποδοχές της επίμαχης περιόδου (1.8.-31.12.2012) που έλαβαν οι συνάδελφοι του, αποτελεί «κτηθείσα περιουσία η οποία προστατεύεται από την ΕΣΔΑ» που έχει κυρωθεί από τη χώρα μας με το Ν.Δ. 53/1974. Κατά συνέπεια και η αναδρομική περικοπή των αποδοχών και των συντάξεων των δικαστών προσκρούει στην ΕΣΔΑ.
Τέλος, σημειώνει ότι με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου εξαιρέθηκαν από το ενιαίο μισθολόγιο ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων, όπως είναι το προσωπικό της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ), το επιστημονικό προσωπικό της ειδικής νομικής υπηρεσίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το καλλιτεχνικό προσωπικό του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και ΟΓΑ, κ.λπ.
Όμως οι εξαιρέσεις αυτές «καταδεικνύουν ολοφάνερα» ότι οι δικαστές υπέστησαν διακριτική και άνιση μεταχείριση στη μισθολογική τους κατάσταση, επωμιζόμενοι ένα υπερβολικό και αδικαιολόγητο βάρος στην περιουσία τους σε σχέση με άλλες κατηγορίες εργαζομένων.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ
http://www.kourdistoportocali.com/articles/17196.htm