Αναφύονται σημαντικά νομικά ζητήματα ως προς το εάν είναι δυνατόν να παρέχονται στα όργανα της Ε.Ε. νέες αρμοδιότητες από διατάξεις διεθνών συνθηκών οι οποίες δεν αποτελούν δίκαιο της Ε.Ε., σχολιάζει στην «Κ» ο δικηγόρος, ειδικός σε ευρωπαϊκά θέματα, Σπύρος Παππάς.
Του Γιάννη Σεϊτανίδη
Την ώρα που επιχειρείται σε πολιτικό επίπεδο ο έλεγχος των αποφάσεων της Τρόικα –ή των πολιτικών που προτείνει– στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκκρεμούν προσφυγές Κυπρίων για την ακύρωση της απόφασης του Eurogroup της 25ης Μαρτίου και ιδίως κατά το μέρος που αφορά την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα, όπως εκτελείται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου.
Σε άλλες υποθέσεις που εισήχθησαν στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι ενάγοντες/καταθέτες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση (η οποία αποτελεί κοινή απόφαση στην ουσία της ΕΚΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) πάσχει από ακυρότητα καθότι βαίνει πέραν των εξουσιών τις οποίες έχει παραχωρήσει η Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα όργανα αυτά και προσβάλλει το δικαίωμα το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Προασπίσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του άρθρου 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με τους ενάγοντες σε κανένα απολύτως σημείο ούτε στη Συνθήκη (άρθρα 282-284) αλλά ούτε και στο Πρωτόκολλο (αριθ. 4) για το Καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της ΕΚΤ, περιέχεται ή παραχωρείται εξουσία είτε για την απομείωση ή κούρεμα καταθέσεως ως στόχου, σκοπού ή μέσου αλλά ούτε και συμμετοχή σε ή δημιουργία μηχανισμού του τύπου ΕLΑ («Emergency Liquidity Assistance») αλλά ούτε και σε συμμετοχή διαδικασίας προς λήψη απόφασης με την οποία να εξαρτάται η παροχή συνδρομής ως κράτος μέλος από την επιβολή μεταξύ άλλων του κουρέματος των καταθέσεων.
Κατά το άρθρο 35 του Πρωτοκόλλου για το Καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών η ΕΚΤ υπέχει ευθύνη για πράξεις ή παραλείψεις έναντι άλλων πιστωτών και χρεοφειλετών ή έναντι οιουδήποτε προσώπου.
Επίσης, μία άλλη σειρά αγωγών ζητεί την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν οι ενάγοντες μετά την υπογραφή του μνημονίου. Οι ενάγοντες ζητούν αποζημίωση με την αιτιολογία ότι υπάρχει επαρκής αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των απαιτήσεων της Επιτροπής και της απώλειας των κεφαλαίων λόγω «κατάφωρης παραβίασης υπέρτερου κανόνα δικαίου που προστατεύει τους ιδιώτες», όπως ορίζει το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου ή/και το άρθρο 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε.
Ο προβληματισμός
Οι αγωγές των Κυπρίων ανοίγουν ένα μείζον θέμα, τη διερεύνηση της νομικής βάσης των αποφάσεων που επιβάλει η Τρόικα. «Η άσκηση των εν λόγω αιτήσεων ακύρωσης και αγωγών αποζημίωσης κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της σχετικής απόφασης για το «κούρεμα» των καταθέσεων σε κυπριακές τράπεζες εντάσσεται στην προβληματική σχετικά με την έλλειψη αρμοδιότητας της Ε.Ε. και της ΕΚΤ για να λάβουν τις κρίσιμες αποφάσεις», σχολιάζει στην «Κ» ο δικηγόρος Βρυξελλών και ειδικός στο ευρωπαϊκό δίκαιο, Σπύρος Παππάς.
Σύμφωνα με τον κ. Παππά «η διαφορά της περίπτωσης της Κύπρου σε σύγκριση με τις ενέργειες της Ε.Ε. και της ΕΚΤ σε άλλες υποθέσεις είναι ότι η νομική βάση της κρίσιμης απόφασης του Eurogroup είναι, αφενός, το νέο Άρθρο 136 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφετέρου, η Συνθήκη για τη Θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στη ζώνη του ευρώ, η οποία δίνει αρμοδιότητες στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στην ΕΚΤ (από κοινού και με το ΔΝΤ) να διαπραγματεύονται με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος το εκάστοτε μνημόνιο το οποίο αποτελεί προϋπόθεση για την παροχή βοήθειας από τον ΕΜΣ».
«Στο πλαίσιο αυτό», προσθέτει, «αναφύονται σημαντικά νομικά ζητήματα ιδιαίτερα ως προς το εύρος της εν λόγω αρμοδιότητας, αλλά και ως προς το εάν είναι δυνατόν να παρέχονται στα όργανα της Ε.Ε. νέες αρμοδιότητες από διατάξεις διεθνών συνθηκών οι οποίες δεν αποτελούν δίκαιο της Ε.Ε. Ωστόσο, ενόψει του γεγονότος ότι οι σχετικές αιτήσεις δεν δημοσιεύονται στο σύνολό τους, δεν μπορούμε να ξέρουμε ακριβώς ποιοι λόγοι ακύρωσης έχουν προβληθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ε.Ε. και ως εκ τούτου δεν μπορούμε να προβλέψουμε την έκβαση των σχετικών υποθέσεων, οι οποίες, πάντως, άπτονται ιδιαίτερα λεπτών νομικών ζητημάτων. Σε κάθε περίπτωση κι ανεξάρτητα από τη βασιμότητα των νομικών επιχειρημάτων, αναμένεται το Γενικό Δικαστήριο της Ε.Ε. να είναι κατ’ αρχήν επιφυλακτικό, ως προς το αίτημα ακύρωσης της σχετικής απόφασης».
ΠΗΓΗ: http://infognomonpolitics.blogspot.gr/2013/11/blog-post_6618.html#more