Στο ποινικό μας δίκαιο διώκονται μόνο πράξεις και όχι σκέψεις, ιδεολογίες και πάσης φύσεως κίνητρα. Ο δε λόγος που γίνεται αυτό δεν είναι μόνο δικαιϊκός αλλά και πρακτικός, καθότι η διείσδυση στην ψυχή, το ασυνείδητο και τα κίνητρα του δράστη προκειμένου να στοιχειοθετηθεί μία κατηγορία (και όχι απλά για να επιμετρηθεί η ποινή) θα οδηγούσε σε ατελείωτες δίκες με αμφιβόλου ορθότητας αποτελέσματα.
Ως πράξη εννοείται η ανθρώπινη εκούσια συμπεριφορά δια της οποίας επέρχεται μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο (εξωτερίκευση του εσωτερικού κόσμου του προσώπου). Οι σκέψεις, απόψεις, επιθυμίες και συναισθήματα δεν επιφέρουν ουδεμία μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο και γι’ αυτό δεν εμπίπτουν στην έννοια της πράξης και ως εκ τούτου δεν μπορούν να διωχθούν ποινικά. Γι’ αυτό λοιπόν ο νόμος απαγορεύει πράξεις και η εκάστοτε ποινική δίωξη ασκείται κατά πράξης (inrem), ΠΚ 14: έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη της, η οποία τιμωρείται από το νόμο.
Η ερώτηση στον φερόμενο ως δράστη είναι απλή: Έκλεψες; Ναι ή όχι. Λήστεψες;; Ναι ή όχι. Χτύπησες κάποιον;; Ναι ή όχι. Για την στοιχειοθέτηση της κατηγορίας δεν ενδιαφέρει τι συγκεκριμένο επιδίωκε ο δράστης με την πράξη του. Ο δε δόλος που απαιτείται για τον τελικό καταλογισμό της άδικης πράξης στον δράστη δεν αφορά τα κίνητρά του (όπως πιστεύουν μερικοί) αλλά την γνώση ότι η πράξη που κάνει είναι παράνομη (απαγορεύεται από τον νόμο) και την επιδίωξή της (γνώση και βούληση για το παράνομο αποτέλεσμα). Τα κίνητρα του δράστη θα απασχολήσουν τον Δικαστή στο στάδιο της δίκης που ακολουθεί την κρίση της ενοχής και δεν είναι άλλο από αυτό της επιμέτρησης της ποινής και της αναγνώρισης τυχόν ελαφρυντικών ΠΚ 84 παρ. 2.
Βεβαίως υπάρχουν και αρκετά εγκλήματα, τα οποία μολονότι αποτελούν πράξεις απαιτούν την διερεύνηση των κινήτρων του δράστη προκειμένου να επιβληθεί η ποινή. Πχ ο σκοπός της ιδιοποίησης στην κλοπή (ΠΚ 372), ο σκοπός αποκόμισης παράνομου περιουσιακού οφέλους στην απάτη (ΠΚ 386), ο σκοπός εξύβρισης στην απλή και τη συκοφαντική δυσφήμιση (ΠΚ 366 παρ. 3 και 367 παρ. 2). Όπως επίσης υπάρχουν και άλλα εγκλήματα που ενώ αποτελούν πράξεις απαιτείται η διερεύνηση της ψυχικής διάθεσης του δράστη για την επιβολή ποινής, όπως το «κακόβουλο» της καθύβρισης θρησκευμάτων (ΠΚ 199) και της παραβίασης υποχρέωσης προς διατροφή (ΠΚ 358). Ακόμα όμως και σε αυτές τις περιπτώσεις προαπαιτείται η τέλεση συγκεκριμένης πράξης που προκαλεί βλάβη σε συγκεκριμένο έννομο αγαθό. Δεν αρκούν οι «κακές» σκέψεις και επιθυμίες.
Ύστερα λοιπόν από την παραπάνω σύντομη παράθεση των βασικών πυλώνων του ποινικού μας συστήματος γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι το να απευθύνεις καδτηγορία-ποινικοποιείς τις σκέψεις – πεποιθήσεις κάποιου ακόμα και αν είναι ρατσιστικές (δηλ. να βάζεις φυλακή κάποιον επειδή είναι «ρατσιστής» παρά το ότι δεν έπραξε τίποτα) παραβιάζει το υπάρχον ποινικό μας δίκαιο. Λείπει η συγκεκριμένη πράξη.
Φυσικά, οι όποιες ρατσιστικές απόψεις κατά ατόμων, κοινωνικών ομάδων ή φυλών, είναι ηθικά αποδοκιμαστέες. Το τι πιστεύει όμως ενδόμυχα κάποιος σε προσωπικό επίπεδο δεν απασχολεί το ποινικό δίκαιογιατί σε αντίθετη περίπτωση τα Δικαστήρια θα αναλώνονταν σε ατέρμονες ψυχολογικές αναλύσεις των δραστών, και μάλιστα στην περίπτωση του ρατσισμού, σε ατελείωτες συζητήσεις που απαιτούν επιστημονικές γνώσεις γλωσσολογικές, ιστορικές, θρησκευτικές και όχι μόνο νομικές.
Σε ψυχολογικό επίπεδο: είναι ρατσιστής ένας ηλικιωμένος ή μία κοπέλα επειδή, λόγω κατ’ επανάληψη κακοποίησης σωματικής, σεξουαλικής κτλ από αλλοδαπούς, έχουν διαμορφώσει υποτιμητική άποψη για ορισμένες φυλές ανθρώπων, λόγω των βιωμάτων τους;
Σε θρησκευτικό επίπεδο: είναι ή δεν είναι ρατσιστική συμπεριφορά στις γυναίκες η μπούρκα, η υποχρεωτική μαντίλα, ή ακόμα το ξύλο ως μέσο συμμόρφωσής τους, το οποίο «διδάσκουν» ορισμένες θρησκείες;
Σε ιστορικό επίπεδο: είναι κάποιος ρατσιστής επειδή υποστηρίζει τις απόψεις- πρακτικές του Χίτλερ και όχι κάποιος θαυμαστής του Στάλιν;
Σε κοινωνικό επίπεδο: είναι ή δεν είναι ρατσιστής αυτός που κατηγορεί τους ελεύθερους επαγγελματίες ως φοροφυγάδες, ή τους Δημοσίους Υπαλλήλους ως τεμπέληδες, ή τον ελληνικό λαό ως διεφθαρμένο;
Το υπάρχον ποινικό σύστημα είναι αρκετά επαρκές για την τιμωρία ρατσιστικών επιθέσεων τόσο μέσω των υπαρχόντων άρθρων του ΠΚ (ΠΚ 308Α παρ. 2 και 3, ΠΚ 199, 195, 184, 185, 361, 363 κτλ), όσο και κατά την επιμέτρηση της ποινής (πλαίσιο ποινής μέχρι 5 χρόνια). Αν δηλαδή μετά τον καταλογισμό συγκεκριμένης παράνομης πράξης (σωματική βλάβη, εξύβριση κτλ) στον δράστη και κατά την επιμέτρηση της ποινής επιβεβαιωθούν ρατσιστικά κίνητρα (δηλ. μίσος κατά αλλοδαπών), θα μπορούσε να επιβληθεί ποινή 3-5 ετών, χωρίς ελαφρυντικά, ο δράστης να μπει άμεσα φυλακή χωρίς μετατροπή της ποινής σε χρήμα και χωρίς αναστολή (ΠΚ 82 και 99). Αυτά αφορούν φυσικά όχι μόνο τους τυχόν ημεδαπούς με ρατσιστικό μίσος κατά αλλοδαπών, αλλά και τους τυχόν αλλοδαπούς με ρατσιστικό μίσος κατά ημεδαπών.
Τελικά τι είδους κυρώσεις μπορούν να επιβληθούν σε κάποιον «ρατσιστή»..;;
Αφού φύγουμε από την ποινική διάσταση του θέματος και πάμε στην πολιτική, πρέπει να παραδεχτούμε ότικάποιος που διατυμπανίζει ρατσιστικές απόψεις περί «υπανθρώπων» και καλλιεργεί μίσος κατά άλλων κοινωνικών ομάδων (είτε είναι άλλο φύλο, άλλη φυλή, άλλη ιδεολογία) μπορεί με τυπικό νόμο, κατά την βούληση της εκάστοτε νομοθετικής εξουσίας, να υποστεί πολιτικές κυρώσεις λόγω απειλής της Δημόσιας Τάξης (δηλ. υπονόμευση του κρατικού, κοινωνικού και οικονομικού συστήματος της χώρας, βλ αρ. 3 του ΑΚ) και αντίθεσης στα χρηστά ήθη.
Μιλάμε όμως για πολιτικές κυρώσεις και όχι ποινικές. Κυρώσεις ανάλογες με την μη αναγνώριση- διάλυση ενός σωματείου (ΑΚ 105), του οποίου ο σκοπός κρίνεται αντίθετος με την Δημόσια Τάξη, ή ακόμα την στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων (μη δυνατότητας εκλέγειν και εκλέγεσθαι).
Ωστόσο, ακόμα και αν ψηφιστούν τέτοιου είδους πολιτικές-διοικητικές κυρώσεις από την πλειοψηφία της Βουλής δύο πράγματα είναι σίγουρα: α) ο νόμος αυτός θα ισχύει μόνο για το μέλλον και δεν μπορεί να αφορά κόμματα και βουλευτές που έχουν ήδη την έγκριση του ΑΠ και βρίσκονται ήδη στην Βουλή με την ψήφο του ελληνικού λαού και β) ο νόμος θα απαιτεί εξαιρετική προσοχή για την δίκαιη και μη επιλεκτική εφαρμογή του έναντι όλων (“δεξιών”, “αριστερών”, “διαγωνίων”, “καθέτων” κτλ). Σε διαφορετική περίπτωση θα είναι ο ίδιος ο νόμος που θα διασαλεύσει την κοινωνική ειρήνη και δημόσια τάξη επαναφέροντας τα «καρφώματα φρονημάτων» του παρελθόντος και μετατρέποντας την χώρα σε ένα απέραντο Δικαστήριο απόψεων και λογοκρισίας.
Τέλος, όσοι από την Συγκυβέρνηση πιστεύουν ότι την αποτυχία της οικονομικής τους πολιτικής (η οποία τους εκθέτει και ως προς το παρελθόν με τα όσα υπόσχονταν προεκλογικά και ως προς το μέλλον με τα διαφαινόμενα αδιέξοδα) θα την καλύψουν με μεγαλοστομίες “Δημοκρατίας“, τους πληροφορούμε ότι ο κόσμος αυτά δεν τα πιστεύει πια. Οι τέτοιου τύπου επικοινωνιακές τακτικές για συσπείρωση των απογοητευμένων ψηφοφόρων ανήκουν οριστικά στο χρονοντούλαπο της ελληνικής ιστορίας και στα σκονισμένα συρτάρια αδίστακτων καθηγητών πολιτικής προπαγάνδας.