Στον ορυμαγδό που δημιουργήθηκε την περασμένη εβδομάδα εξαιτίας της ψήφισης των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, εντάσσεται και η σκληρή αντιπαράθεση που ξέσπασε μεταξύ της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης για το αν η ψήφιση του δαιδαλώδους νομοσχεδίου αποτελεί κερκόπορτα για την εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας στους δανειστές.
Σημεία σύγκρουσης, τα εδάφια 10 και 11.
Σύμφωνα με το πρώτο, ορίζεται ότι τυχόν διαφορές μεταξύ των δύο πλευρών δεν θα εξετάζονται από την ελληνική Δικαιοσύνη, αλλά από το δικαστήριο του Λουξεμβούργου.
Στο δεύτερο, ορίζεται μεταξύ άλλων πως ο δημόσιος πλούτος δεν μπορεί να εξαιρεθεί -λόγω εθνικής κυριαρχίας- από οποιαδήποτε κατάσχεση προκειμένου να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις των δανειστών μας. Προσφέρουμε λοιπόν γην και ύδωρ στους δανειστές μας; Ή πρόκεται για μια... τυπική νομική διαδικασία, όπως υποστηρίζει μετ' επιτάσεως η κυβερνητική πλευρά;
«Καθολική δέσμευση»
Οι συνταγματολόγοι με τους οποίους μίλησε η «Κ.Ε.» υποστηρίζουν ότι η εκποίηση και η προσβολή της εθνικής κυριαρχίας δεν αποτελούν αντιπολιτευτικές κορόνες. Κάθε άλλο. Ο καθηγητής συνταγματολόγος Γιώργος Κασιμάτης είναι κατηγορηματικός: «Συνεχίζει να ισχύει ως βασικός όρος του δανεισμού της χώρας η παραίτηση από τα δικαιώματα προστασίας του κράτους και της περιουσίας της, τα οποία παρέχουν το Σύνταγμα, το ευρωπαϊκό δίκαιο και το διεθνές δίκαιο (παραίτηση από όλες τις "ασυλίες'' και από την εθνική κυριαρχία, που προβλέπεται για όλες τις Συμβάσεις Δανεισμού και του Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής - "Μνημόνια''».
Και προσθέτει: «Συνεχίζεται η καθολική δέσμευση του συνόλου της περιουσίας του ελληνικού κράτους (κινητά, ακίνητα, τίτλοι, ολόκληρος ο υποθαλάσσιος και ορυκτός πλούτος της χώρας κ.λπ.) υπέρ των δανειστών και "όσο υπάρχει το χρέος" -ανεξαρτήτως αν η Ελλάδα εξοφλεί τις τοκοχρεολυτικές υποχρεώσεις της ή όχι. Δηλαδή, η Ελλάδα δεν μπορεί να αξιοποιήσει την περιουσία της χωρίς την έγκριση των δανειστών και του ΤΑΙΠΕΔ, μέσω δε του Ταμείου κάθε έσοδο από αξιοποίηση θα περιέρχεται στους δανειστές».
Μελλοντικός δρόμος
Οι συνταγματολόγοι σημειώνουν ότι είναι μεν τυπικοί οι όροι που προβλέπονται στο εδάφιο 11, αλλά, ταυτόχρονα, ουσιώδεις και με σοβαρές συνέπειες για τη χώρα μας, εφ' όσον δεν τηρεί τα προβλεπόμενα. Ο αν. καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΔΠΘ Αλκιβιάδης Δερβιτσιώτης εξηγεί: «Η κοινοβουλευτική πράξη καταδεικνύει ότι η συντριπτική πλειονότητα των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου έχει εγκριθεί από τη Βουλή». Ως προς το ζήτημα της παραίτησης από τα δικαιώματα που απορρέουν από την κρατική οντότητα (εθνική κυριαρχία), σημειώνει: «Είναι αναγκαίος συμβατός όρος, εφ' όσον το απαιτούν οι δανειστές, αλλά συγχρόνως προδιαγράφει μελλοντικό ζόφο στην περίπτωση κατά την οποία η Ελλάς αδυνατεί να αντεπεξέλθει στις συμβατικές υποχρεώσεις της. Δεν είναι ακριβώς το είδος της αλληλεγγύης που αναμένει κάποιος από τους εταίρους του, συγχρόνως όμως είναι η διασφάλιση των κυβερνήσεων των ευρωπαϊκών κρατών έναντι των δικών τους αντιπολιτεύσεων και λαών...»
Οσον αφορά την ισχύ της δικαιοδοσίας των αγγλικών δικαστηρίων για το α' Μνημόνιο και των δικαστηρίων του Λουξεμβούργου για τα επόμενα, ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ανδρέας Δημητρόπουλος τονίζει ότι η Ελλάδα έχασε ένα τεράστιο πλεονέκτημα:
«Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του ελληνικού χρέους, επειδή είχε συναφθεί πριν από την είσοδο της χώρας στο ευρώ, ήταν ότι ρυθμιζόταν από το ελληνικό δίκαιο. Σ' αυτό συνετέλεσαν εκτός από τις πράξεις νομοθετικού περιεχόμενου, το PSI πριν από ένα χρόνο και βέβαια οι αντίστοιχες ρήτρες οι οποίες υπάρχουν στα Μνημόνια 1 και 2. Προφανώς συνέφερε και συμφέρει το ελληνικό δίκαιο, γιατί αύριο-μεθαύριο μπορούν να μπουν διάφορες απαιτήσεις. Δεν θέλω όμως να κάνω τον προφήτη κακών, είναι προφανές όμως ότι κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει σοβαρά την αντίθετη περίπτωση. Το δικαστήριο του Λουξεμβούργου θα έρθει να εφαρμόσει το αγγλικό δίκαιο, το οποίο ευνοεί το μέρος των δανειστών».
Κατάχρηση
Σε κάθε περίπτωση, οι συνταγματολόγοι εντοπίζουν το πρόβλημα στην «κατάχρηση» που γίνεται με τις πράξεις νομοθετικού περιεχόμενου: «Η νομοθέτηση διά των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου του άρθρου 44 παρ. 2 του Συντάγματος προϋποθέτει συνθήκες θεραπείας επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης. Η διαδικασία θέσπισής τους χαρακτηρίζεται από την απουσία διαλόγου και δημοσιότητας που αναπτύσσονται κατά τη νομοθετική λειτουργία της Βουλής. Η απουσία του θεμιτού αντιλόγου θέτει σε προσωρινό απυρόβλητο τους βουλευτές, οι οποίοι δεν νομοθετούν, αλλά καλούνται εκ των υστέρων να εγκρίνουν ή να περιορίσουν το περιεχόμενο των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου», τονίζει ο κ. Δερβιτσιώτης.
«Οι ρυθμίσεις αυτές ανήκουν σ' αυτό που θα λέγαμε έκτακτο Συνταγματικό Δίκαιο», θα προσθέσει ο κ. Δημητρόπουλος. «Δηλαδή δεν είναι ένα μέσο συνταγματικής καθημερινότητας. Θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε εξαιρετικές περιπτώσεις απόλυτης και επείγουσας ανάγκης. Οταν μετατρέπουμε αυτό το εξαιρετικό μέσο σε καθημερινό μέσο, υπάρχει ένα θέμα ουσίας στη λειτουργία του πολιτεύματος. Γιατί παρακάμπτεται η Βουλή, η οποία έρχεται εν τέλει να επικυρώσει τετελεσμένα γεγονότα και διαφεύγει τον κοινοβουλευτικό έλεγχο.
»Οταν γίνεται υπερβολική χρήση έχουμε μια αλλοίωση της λειτουργίας του πολιτεύματος. Μια τυπική λειτουργία με απομάκρυνση από την ουσία του.
»Δυστυχώς οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου δεν είναι η μοναδική περίπτωση. Την τελευταία διετία αυτό που παρατηρούμε είναι προσήλωση στην τυπική λειτουργία του πολιτεύματος και απομάκρυνση από την ουσία του. Γεγονός το οποίο δημιουργεί την αλλοίωση που προανέφερα. Οταν ένα νομοσχέδιο έρχεται να ψηφιστεί με τη διαδικασία του κατεπείγοντος σε 700 σελίδες, που κανείς δεν προλαβαίνει να τις διαβάσει, και απλώς επιδιώκουμε να πάρουμε 151 βουλευτές χωρίς να μας ενδιαφέρει η ουσία της ρύθμισης, υπάρχει πλέον μια υποτίμηση της λειτουργίας του Κοινοβουλίου».
Από: enet.gr
http://hassapis-peter.blogspot.gr