«Οι νόμιμες αξιώσεις της Ελλάδος κατά της Γερμανίας από τη σύμβαση του κατοχικού δανείου»
1: Το ιστορικό των συμβάσεων
Στις 14.3.1942 περατώθηκε στη Ρώμη η Δημοσιονομική Διάσκεψη Εμπειρογνωμόνων μεταξύ Ιταλίας και Γερμανίας, η οποία, μεταξύ άλλων, κατέληξε στη σύναψη μιας συμφωνίας ανάμεσα στις δύο αυτές δυνάμεις κατοχής που αφορούσε στην Ελλάδα, την οποία υπέγραψαν οι πληρεξούσιοι της Ιταλίας και Γερμανίας στην Ελλάδα Γκίτζι και ΄Αλτενμπουργκ.
Στην Ελλάδα η συμφωνία ανακοινώθηκε μετά από εννέα ημέρες με τη ρηματική διακοίνωση 160/23.3.1942 του ΄Αλτενμπουργκ.
Ο Ιταλός πληρεξούσιος την ανήγγειλε με το σημείωμα του Ν.04/6406/461/23.3.1942.
Με τη σειρά του ο Έλληνας Υπουργός Οικονομικών έδωσε εντολή στην Τράπεζα της Ελλάδος να συμμορφωθεί προς τη ρηματική διακοίνωση του Γερμανού πληρεξουσίου (αριθ. Εγγράφου ΕΠ 409/2.4.1942).
Η συμφωνία αυτή συνίστατο στα εξής:
Πρώτον, η ελληνική κυβέρνηση υποχρεώνεται να καταβάλλει στις δύο δυνάμεις κατοχής, και σε ίσο μερίδιο για έξοδα κατοχής το ποσό των 1,5 δισ. Δεύτερο, οι πέραν του ποσού αυτού αναλήψεις από την Τράπεζα της Ελλάδος θα χρεώνονται στις κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Ιταλίας σε δραχμές και θα είναι άτοκες. Τρίτον, η επιστροφή των πέραν του 1,5 δις δραχμών ποσών αυτών θα γίνει αργότερα. (Άρθρα 2,3 και 4 της συμφωνίας). Προστέθηκε δε ότι, η εν λόγω συμφωνία θα είχε αναδρομική ισχύ από 1.1.1942 (άρθρο 5).
Στις 2.12.1942 υπογράφηκε ανάμεσα στις τρεις κυβερνήσεις (Γερμανίας, Ιταλίας και Ελλάδας) συμφωνία που περιείχε τα εξής νέα στοιχεία: α) Τα ποσά του δανείου είναι συμβολικώς αναπροσαρμοζόμενα, δηλαδή είναι διατυπωμένα σε σταθερό νόμισμα. β) Ο δανεισμός σταματά την 1η Απριλίου 1943, οπότε και αρχίζει η άτοκη επιστροφή τους, ανεξάρτητα, δηλαδή, από το πότε λήγει ο πόλεμος. γ) Αντί του 1,5 δις δραχμών μηνιαίως της προηγούμενης συμφωνίας (14.3.1942), οι δαπάνες κατοχής αυξάνονται στο ποσό των 8 δις. δραχμών μηνιαίως. Τα επιπλέον ποσά «…. θα άγωνται εις χρέωσιν, υπό της Τραπέζης της Ελλάδος, των κυβερνήσεων Ιταλίας ή Γερμανίας…». δ) Οι λογαριασμοί αυτοί θα πληρώνονται από τον Απρίλιο 1943 σε μηνιαίες δόσεις που αντιστοιχούν στο 10% του συνόλου του εν λόγω λογαριασμού την 31η Μαρτίου 1943. Πάντως, διατηρήθηκε η ρήτρα ότι το δάνειο αυτό ήταν άτοκο.
Μια νέα συμφωνία ανάμεσα στις τρεις χώρες υπογράφηκε στις 18.5.1943. Με τη νέα τροποποίηση – αναπροσαρμογή: α) Καταργείται ο περιορισμός του ανώτατου ορίου των προκαταβολών, δηλαδή των 8 δις δραχμών κατά μήνα, που θέσπιζε η πρώτη τροποποίηση της 2.12.1942. β) Εκτός του τιμαρίθμου τροφίμων, που ορίζει η συμφωνία της 2.12.1942, θα λαμβάνονται υπόψη και άλλοι τρεις τιμάριθμοι: των ημερομισθίων, των οικοδομικών υλικών και των καυσίμων, όπως ειδικότερα ορίζεται στην τελευταία αυτή συμβατική τροποποίηση. Και γ) η συμφωνία ισχύει από 1.4.1943.
2. Το ύψος των ελληνικών αξιώσεων και η νομική διάσταση των συμφωνιών αυτών
Το δάνειο της πρώτης συμφωνίας, μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας συνιστά « αναγκαστικό δάνειο». Οι μετέπειτα ως άνω τροποποιήσεις της αρχικής συμφωνίας της Ρώμης το μετέτρεψαν σε συμβατικό, αφού μετέσχε σε αυτές, ως αντισυμβαλλόμενη δανείστρια, και η Ελλάδα. Η δε μετατροπή αυτή έχει αναδρομική ισχύ.
Το άθροισμα των οριστικών χρεώσεων που έγιναν από την ΤτΕ προς τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, μέσω των αντίστοιχων λογαριασμών, πέραν και επί πλέον των «εξόδων κατοχής», συνιστά το κεφάλαιο του κατοχικού δανείου, το οποίο η ΤτΕ χορήγησε, κατ΄ εντολή του Δημοσίου, χρηματοδοτώντας τις πέραν και εκτός των εξόδων κατοχής απαιτήσεις του γερμανικού Γ΄ Ράϊχ από την άνω δανειακή σύμβαση, όπως κάθε φορά ίσχυε τροποποιούμενη.
Οι καταβολές προς τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής εκτελέστηκαν από την ΤτΕ για λογαριασμό και με χρέωση του Ελληνικού Δημοσίου, στο πλαίσιο της εκ του νόμου σχέσης εντολής που συνδέει τη ΤτΕ ως Ταμία του. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, η ΤτΕ ενεργούσε ως απλή εντολοδόχος του Δημοσίου και όχι δι΄ ίδιον λογαριασμόν και, επομένως, δανειστής των πιστώσεων, άρα και δικαιούχος της απαίτησης κατά της Γερμανίας, ως διαδόχου του γερμανικού Ράϊχ, είναι το Ελληνικό Δημόσιο, όπως νομικώς ορθά ισχυρίζεται έκτοτε και μέχρι σήμερα η ΤτΕ.
Το συνολικό ύψος του δανείου που καταβλήθηκε από την Ελλάδα στις δυνάμεις κατοχής, μέσω της ΤτΕ, αναγράφεται στην έκθεση του Διοικητή της ΤτΕ έτους 1947 επί των ισολογισμών των ετών 1941, 1944, 1945 και 1946, όπου φέρεται ότι ανήλθε, καθόσον αφορά τη Γερμανία, στο ποσό των 1.530.033.302.528.819 δραχμών, το οποίο αντιστοιχεί προς USD 215.662.040,54 στο του τέλους 1944, κατά τον πλέον πρόσφατο υπολογισμό της ΤτΕ. Η τελευταία υπολόγισε, κατά μετατροπή τη χρέωση της Γερμανίας σε λίρες Αγγλίας ως ανερχόμενη στο ποσό των 3.670.610 (χ.λ. Αγγλίας). Από τον καθηγητή Δερτιλή το ποσό αυτό εκτιμάται στις 4.519.302 χρυσές λίρες Αγγλίας, ενώ από γερμανικής πλευράς δίδονται χαμηλότερα ποσά: 3.800.000 αγγλικές λίρες (συμπεριλαμβανομένου όμως και του μεριδίου της Ιταλίας) και 250 εκ. χρυσά μάρκα, δηλαδή 450 εκ. σταθερά μεταπολεμικά μάρκα (Nestler).. Ο ΄Αλτενμπουργκ τον Ιούλιο του 1964 με έγγραφό του στο γερμανικό ΥΠΕΞ, υπολογίζει τη δανειακή οφειλή της Γερμανίας προς την Ελλάδα σε 200 εκ. χρυσά μάρκα, δηλαδή 400 εκ. σταθερά μεταπολεμικά μάρκα. Εκπεφρασμένο σε δολλάρια το ποσό αυτό ποικίλει, αν και όχι σημαντικά, ανάλογα με την εκτίμηση της αξίας της χρυσής λίρας Αγγλίας προς το δολλάριο κατά την κατοχή: 160 εκ δολλάρια σύμφωνα με επίσημες ελληνικές εκτιμήσεις 265 εκ. δολλάρια για τον καθηγητή Άγγ. Αγγελόπουλο και 227 εκ. δολλάρια σύμφωνα με την έκθεση Ι. Πασσιά (του 1963) στον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας.
Το βασικότερο όμως ζήτημα είναι αυτό των τόκων. Ασφαλώς και σύμφωνα με τη σύμβαση της 14.3.1942 τα ποσά του δανείου είναι άτοκα (άρθρ. 3). Το ίδιο συμβαίνει και με τη νέα συμφωνία της 2.12.1942. Η ύπαρξη ατόκων δανείων, με πρωτοβουλία του δανειοδοτούντος, για λόγους αναπτυξιακούς, δεν είναι άγνωστη στο διεθνές δίκαιο. Αλλά στην περίπτωση του κατοχικού δανείου ήταν προϊόν της βούλησης αποκλειστικά και μόνον του δανειοδοτούμενου ( Γερμανία, Ιταλία), κατάσταση που εξηγείται ασφαλώς από τον άνισο συσχετισμό δυνάμεων. Η συμφωνία της 2.12.1942 προέβλεπε ότι τα ήδη καταβληθέντα δανειακά ποσά, καθώς και αυτά που θα καταβάλλονταν μέχρι 31.3.1943, θα αρχίσουν να εξοφλούνται από 1.4.1943 (παρ. β). – Είναι, όμως γνωστό ότι με αποδεδειγμένη, εξ εγγράφων, εξαίρεση καταβολής δύο δόσεων, οι επιστροφές των δανειακών ποσών δεν έλαβαν ποτέ χώρα.
Στο διεθνές δίκαιο, περιπτώσεις μη εκτέλεσης των όρων της δανειακής σύμβασης αντιμετωπίζονται υπό δύο οπτικές γωνίες: Είτε η αδυναμία καταβολής θεωρείται «αδυναμία εκτέλεσης», δηλαδή ύπαρξη αντικειμενικής αδυναμίας αποπληρωμής, οπότε γίνεται δεκτό ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μπορεί προσωρινά να μην αποπληρώσει, είτε της δυνατότητας πληρωμής, οπότε συντρέχει παραβίαση της υποχρέωσης καταβολής και είναι αναγκαία η δικαιοδοτική επίλυση της διαφοράς.
Στην πρώτη περίπτωση αναστέλλεται η πληρωμή κεφαλαίου και τόκων, οι οποίοι εξακολουθούν να «τρέχουν», η δε καταβολή τους γίνεται όταν το κράτος είναι σε θέση να το κάνει. Σε σχέση με το κατοχικό δάνειο ασφαλώς οι γερμανικές αρχές κατοχής στην Ελλάδα, αλλά και η Γερμανία συνολικότερα, υφίσταντο πιέσεις ως εκ της διεξαγωγής του πολέμου, σε καμία όμως περίπτωση δεν μπορεί να λεχθεί ότι η οικονομική κατάσταση της Γερμανίας δεν επέτρεπε σταδιακή εξόφληση του κατοχικού δανείου.. Όσον αφορά τη δεύτερη λύση είναι δεδομένο ότι η Ελλάδα δεν είχε τη δυνατότητα τόσο στην αμέσως μεταπολεμική περίοδο όσο και μετά τη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953, να διεκδικήσει την επιστροφή του δανείου. Έτσι, και στη μία και στην άλλη περίπτωση η Γερμανία ήταν και είναι υποχρεωμένη στην καταβολή τόκων για όσο χρονικό διάστημα δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της .
Ποιό είναι το ποσό των τόκων των οφειλόμενων μετά την 31.4.1943; Δεν υπάρχει συγκεκριμένος διεθνής κανόνας υπολογισμού τους, και γι΄ αυτό γίνεται ο υπολογισμός αυτός λαμβανομένου υπόψη ενός μέσου επιτοκίου ( μάλλον- ή πολύ – χαμηλού) της τάξεως του 3%. Με βάση αυτή τη μέθοδο υπολογισμού γίνεται κατάληξη σ΄ ένα ποσό 45 εκ χρυσών λιρών, που αντιστοιχούσαν το 1994 σε 4.050 δισ. δολλάρια, ήτοι ένα ποσό 3,5 δις δολλαρίων μόνο για τη Γερμανία. Συνυπολογιζομένου δε ενός επιτοκίου 3%, το όλο ποσό δανείου και τόκων ανέρχεται σε 13 δισ. δολλάρια για την περίοδο 1944 – 1995.
Κατά την Τράπεζα της Ελλάδος ο προσδιορισμός του σημερινού ύψους του οφειλόμενου ποσού από τη Γερμανία στην Ελλάδα, με την προσθήκη τόκων συναρτάται αποκλειστικά από την επιλογή του επιτοκίου και την χρήση ή όχι του ανατοκισμού.
Τέλος, τόσο κατά το Ελληνικό Δημόσιο όσο και κατά την ΤτΕ πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο ότι εγεννήθη νομικά βάσιμη απαίτηση για το ως άνω ποσό του «κατοχικού δανείου», πλέον τόκων, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου σε βάρος του γερμανικού Ράϊχ, του οποίου διάδοχος είναι ήδη η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.
Από τα παραπάνω εκτεθέντα προκύπτει σαφώς ότι το κατοχικό δάνειο, είναι ένα κανονικό δάνειο με καθαρά συμβατικό χαρακτήρα. Άλλωστε η ίδια η (μεταγενέστερη) πρακτική των κρατών και ιδίως της Γερμανίας και Ιταλίας δείχνει ότι θεωρούσαν το κατοχικό δάνειο ως κανονικό δάνειο, και έκαναν πάντοτε διάκριση μεταξύ των εξόδων κατοχής και των πιστώσεων. Ο δε ειδικός λογαριασμός της Τράπεζας της Ελλάδος στο οποίο χρεώνονταν οι σχετικές πιστώσεις ήταν λογαριασμός όχι των αρχών κατοχής, αλλά των κυβερνήσεων και αυτό γινόταν κατ΄απαίτηση των ίδιων των αρχών κατοχής. Μάλιστα, ο ίδιος ο Χίτλερ είχε αναγνωρίσει το νομικό χαρακτήρα των δανείων και είχε δώσει εντολή να αρχίσει η διαδικασία εξόφλησής τους (« ΒΗΜΑ», 16.12.1990- Δήλωση του Διοικητού της ΤτΕ Ξεν. Ζολώτα).
Πράγματι, το γερμανικό Ράϊχ, από τον Απρίλιο του 1943, συνεπές στην τροποποίηση της 2.12.1942, άρχισε να επιστρέφει το κατοχικό δάνειο. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1944 κατέβαλε δύο εξοφλητικές δόσεις. Αυτές που αρνήθηκαν και αρνούνται ακόμη να εκπληρώσουν τις δανειακές αυτές υποχρεώσεις προς την Ελλάδα είναι οι μεταπολεμικές γερμανικές κυβερνήσεις, παρόλον ότι ο γερμανός Καγκελάριος ΄Ερχαρτ με δήλωσή του, το έτος 1964, δεσμεύτηκε για την επιστροφή του υπόλοιπου ποσού του δανείου μετά την επανένωση της Γερμανίας.
3. Ενέργειες της Ελλάδος, μεταπολεμικώς, προς τη Γερμανία για την επιστροφή του δανείου (ενδεικτικά αναφερόμενες)
α) Η Ελλάδα στη διάσκεψη των επανορθώσεων του έτους 1945, στη διάσκεψη των Παρισίων του έτους 1946 και στη διάσκεψη των ΥΠΕΞ των τεσσάρων μεγάλων δυνάμεων του Νοεμβρίου 1947, διαχώρισε το κατοχικό δάνειο από τις πολεμικές επανορθώσεις και ζήτησε την επιστροφή του.
β) Τον Σεπτέμβριο του 1964, ο Άγγ. Αγγελόπουλος, ως εκπρόσωπος, με εξουσιοδότηση, της ελληνικής κυβέρνησης, ήλθε σε επαφή στη Γερμανία, με τους διευθυντές των Υπουργείων Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας και τους έθεσε επισήμως τις αξιώσεις της Ελλάδος κατά της Γερμανίας από το κατοχικό δάνειο.
γ) Η Ελλάδα έθεσε ακόμη υπόψη της Γερμανίας τις νόμιμες αξιώσεις της από το κατοχικό δάνειο: αα) Το έτος 1965 με τον τότε εξουσιοδοτηθέντα από την Ελληνική κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, ββ) Το έτος 1966 κατά τις ελληνογερμανικές συνομιλίες στην Αθήνα, γγ) το έτος 1974 με τον τότε Διοικητή της ΤτΕ Ξεν. Ζολώτα και δδ) Στις 18.4.1991 από τον ΥΠΕΞ της Ελλάδος Αντώνη Σαμαρά, ανεπίσημα, προφορικά, προς τον γερμανό ομόλογό του.
δ) Με δεδομένο ότι στις 31.8.1990 υπεγράφη η Συνθήκη Ενοποιήσεως μεταξύ των δύο Γερμανιών (Δυτικής και Ανατολικής) και στις 12.9.1990 υπεγράφη στη Μόσχα η συνθήκη οριστικής ρυθμίσεως των θεμάτων αφορώντων την Γερμανία, γνωστή και ως Συμφωνία «2+4», με την οποία η Γερμανία απέκτησε πλήρη κυριαρχία στις εσωτερικές και εξωτερικές της υποθέσεις, ο τότε πρέσβης της Ελλάδος στη Βόννη, Ιωάννης Μπουρλογιάννης – Τσαγγαρίδης, κατόπιν εντολής της ελληνικής κυβέρνησης, επέδωσε στον υφυπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας Hartmann (λόγω απουσίας στο εξωτερικό του υπουργού Kinkel) μακροσκελή ρηματική διακοίνωση δια της οποίας προτεινόταν για πρώτη φορά, πέντε χρόνια μετά από τότε που είχαν ωριμάσει οι απαραίτητες προϋποθέσεις, η έναρξη συνομιλιών για το θέμα των αποζημιώσεων και των επανορθώσεων. Προς διευκόλυνση των συνομιλιών η ελληνική κυβέρνηση πρότεινε να γίνει χωριστά η εξέταση μιας εκάστης των κατηγοριών των απαιτήσεων αυτών. Σε πρώτο δε στάδιο οι συνομιλίες θα αφορούσαν μόνο τη ρύθμιση του ζητήματος των γερμανικών χρεών έναντι της Ελλάδος που είχαν προκύψει από την εκτέλεση της σύμβασης του λεγόμενου κατοχικού δανείου.
4. Επιχειρήματα (ενστάσεις) της Γερμανίας
Η Γερμανία έχει κατά καιρούς προβάλλει ορισμένα επιχειρήματα προκειμένου να αποσείσει τη δέσμευσή της απέναντι στην Ελλάδα όσο αφορά το κατοχικό δάνειο, επιχειρήματα που ορισμένες φορές βρίσκονται σε αντίθεση με τη γενικότερη επιχειρηματολογία της.
Τα επιχειρήματα αυτά είναι:
α) Η παραίτηση εκ μέρους της Ελλάδος από τις απαιτήσεις της σε σχέση με το κατοχικό δάνειο από τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή κατά την επίσκεψή του στη Βόννη τον Νοέμβριο του 1958 με δήλωσή του, προφορική και μυστική, προς τον τότε καγκελάριο της Γερμανίας KonradAdenauer.
Εκτός του ότι οι προφορικές δηλώσεις δεσμεύουν ένα κράτος, εφόσον γίνονται από αρμόδιο πολιτειακό όργανο και αποδεικνύονται και εν προκειμένω δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη αυτού του γεγονότος, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις, από τότε που διατυπώθηκε το επιχείρημα αυτό, στη δεκαετία του 1960, από τον τότε γερμανό καγκελάριο, και συνεχώς έκτοτε αρνήθηκαν διαρρήδην την ύπαρξη αυτής της παραίτησης. Ο Αγγ. Αγγελόπουλος κατά τη μετάβασή του στη Γερμανία τον Σεπτέμβριο του 1964 ζήτησε να έχει πρόσβαση στους σχετικούς φακέλους, και, μεταξύ άλλων και στις εμπιστευτικές συνομιλίες Καραμανλή-Adenauer, αλλά δεν βρήκε εκεί καμία παραίτηση Καραμανλή.
Στις 31.3.1967 η Γερμανία, απαντώντας σε ρηματική διακοίνωση της Ελλάδος, δέχεται ότι η τελευταία έχει νόμιμες αξιώσεις επί του κατοχικού δανείου (και τις επανορθώσεις) από τις οποίες ουδέποτε παραιτήθηκε.
Πέραν δε του αναπόδεικτου αυτής της παραίτησης σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, πρέπει να σημειωθούν και τα εξής: Οι δύο άλλες μοναδικές χώρες οι οποίες είχαν συνάψει με τη Γερμανία κατοχικά δάνεια – η Γιουγκοσλαβία και η Πολωνία – παραιτήθηκαν κατόπιν συμβιβασμού από τις αξιώσεις τους επιστροφής των δανείων μετά τη σύναψη επί μέρους συμφωνίας παροχής πιστώσεων (το 1956 και το 1971 αντίστοιχα) και η μεν Γιουγκοσλαβία έλαβε πιστώσεις ύψους 240 εκ. μάρκων πληρωτέων σε 99 χρόνια και με τόκο 1%, ενώ η Πολωνία πήρε πιστώσεις 1 δις. μάρκων πληρωτέων σε 40 χρόνια και δη άτοκα.
Αξίζει δε να υπογραμμίσει κανείς τη διαφορά οικονομικών όρων ανάμεσα στις άνω συμφωνίες της Γερμανίας με Γιουγκοσλαβία και Πολωνία και τη συμφωνία με Ελλάδα την οποία υπέγραψε ο Κ. Καραμανλής κατά την επίσκεψή του στη Βόννη τον Νοέμβριο του 1958 περί παροχής από τη Γερμανία πιστώσεων ύψους 200 εκ. μάρκων. Ειδικότερα στη συμφωνία με την Ελλάδα ο χρόνος αποπληρωμής ήταν 20 χρόνια (έναντι 99 και 40 αντίστοιχα για τις δύο συμφωνίες) και με επιτόκιο 6% (έναντι 1% και άτοκα αντίστοιχα). Τουτέστιν, η χορήγηση του δανείου προς την Ελλάδα έγινε με όρους διεθνούς χρηματαγοράς, δηλαδή δεν περιείχε κανένα ευνοϊκό όρο.
Ενόψει αυτών των ανυπέρβλητων για τη Γερμανία δυσκολιών απόδειξης της παραίτησης της Ελλάδος, η Γερμανία, όπως προλέχθηκε, αλλάζει τον Μάρτιο του 1967 τη στάση της αποδεχόμενη ουσιαστικά τις ελληνικές θέσεις.
β) Το επιχείρημα Πότσνταμ/ Παρισίων.
Το επιχείρημα αυτό προβλήθηκε από τον γερμανό Υπουργό Οικονομικών σε απάντηση επερώτησης γερμανίδας βουλευτού το 1995. Συνίσταται δε στο ότι η Ελλάδα είχε, ως νικήτρια χώρα, λάβει μέρος στη διανομή των εδαφικών και περιουσιακών στοιχείων της ηττημένης Γερμανίας. Η Ελλάδα, όμως, δεν μετέσχε στη Διάσκεψη του Πότσνταμ, αφού σ’αυτήν μετείχαν μόνο οι τρεις μεγάλες δυνάμεις (ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Μ.Βρετανία). Από νομική άποψη, επομένως, οι Συμφωνίες του Πότσνταμ αποτελούν res inter alios acta για την Ελλάδα και δεν τη δεσμεύουν. Πάντως, η Ελλάδα ουδέποτε παραιτήθηκε για τα δικαιώματά της κατά της Γερμανίας πέραν εκείνων που της έδιδαν οι Συμφωνίες του Πότσνταμ.
Περαιτέρω συνήλθε στο Παρίσι στις 9.11.1945 διάσκεψη υπηρεσιακών εμπειρογνωμόνων από 18 χώρες περιλαμβανομένης και της Ελλάδος, προκειμένου να κατανείμουν τα ποσοστά επί των γερμανικών επανορθώσεων στους δικαιούχους, βάσει των Συμφωνιών του Πότσνταμ. Οι επανορθώσεις χωρίστηκαν σε δυο κατηγορίες:
Η πρώτη περιλάμβανε τις γερμανικές περιουσίες εκτός Γερμανίας και η δεύτερη βιομηχανικές εγκαταστάσεις, εργαλεία και πλοία. Στην Ελλάδα επιδίκασαν ένα ποσοστό 2,7% για την κατηγορία Α και 4,3% για την κατηγορία Β. Μ ε βάση αυτή τη συμφωνία υπογράφηκε τελικά η «Συμφωνία των Παρισίων περί γερμανικών επανορθώσεων», η οποία επικυρώθηκε από την Ελλάδα.
Οι Συμφωνίες Πότσνταμ και Παρισίων δεν επηρεάζουν το ζήτημα του κατοχικού δανείου όχι μόνο διότι η Ελλάδα θεώρησε άδικο γι’αυτή το πόρισμα της Διάσκεψης της 20.12.1945 και δεν το υπέγραψε, αλλά κυρίως γιατί την επόμενη ημέρα (21.12.1945) ο Έλληνας αντιπρόσωπος (Α. Σμπαρούνης) κατέθεσε επιφύλαξη με την οποία ρητώς διαχώρισε το θέμα του κατοχικού δανείου από τις γερμανικές επανορθώσεις. Το γεγονός ότι η Ελλάδα υπέγραψε τελικά τη Συμφωνία των Παρισίων δεν αίρει την επιφύλαξη αυτή, δεδομένου ότι τα κράτη έχουν το δικαίωμα να διατυπώνουν επιφυλάξεις σε κάθε στάδιο της σύναψης μιας διεθνούς συνθήκης, μέχρι και το έγγραφο επικύρωσης. Επομένως, για να θεωρηθεί ότι παύει η ισχύς της επιφύλαξης αυτής θα έπρεπε να γίνει ρητή ανάκλησή της από την Ελλάδα, πράγμα που δεν έγινε ποτέ έκτοτε.
γ) Το επιχείρημα από τις Συμφωνίες της Βόννης (1952) και του Λονδίνου (1953).
Η Συμφωνία της Βόννης (26.5.1952) για τα εξωτερικά χρέη της Γερμανίας μεταξύ Δυτ. Γερμανίας και των τριών Δυνάμεων (ΗΠΑ, Μ. Βρετανία και Γαλλία), στην οποία δεν μετέσχε η Ελλάδα αποτελεί “res inter alios acta”, δηλαδή δεν έχει καμία δεσμευτική ισχύ απέναντι στην Ελλάδα, ούτε υπάρχει το παραμικρό στοιχείο ότι η Ελλάδα έχει αποδεχθεί ως τρίτο κράτος αυτή τη συγκεκριμένη συμφωνία.
Όσον δε αφορά τη Συμφωνία του Λονδίνου της 27.2.1953 «περί εξωτερικών γερμανικών χρεών» και ιδίως το άρθρο 5 παρ. 2 αυτής πρέπει να σημειωθεί ότι δεν συμπεριλαμβάνει ρητά τις δανειακές απαιτήσεις, όπως κάνει, με τρόπο ρητό και ειδικό, για άλλες απαιτήσεις κατά της Γερμανίας για τα έξοδα κατοχής κλπ, πάντοτε δε η Ελλάδα διαχρονικά και συστηματικά έχει διαχωρίσει το κατοχικό δάνειο από τις επανορθώσεις.
Τέλος, η Επιτροπή διακεκριμένων νομομαθών ( Ηλ. Κρίσπης, Ι. Πασσιάς, Α. Βαμβέτσος, Α. Χατζηδάκης, Κ. Παπάς), η οποία ασχολήθηκε ειδικά με το θέμα, αποφάνθηκε (1964), ότι τα διακυβερνητικά δάνεια κατά τον πόλεμο μεταξύ κατέχοντος και υπό κατοχήν μετά τον πόλεμο αναστέλλονται χάριν του ηττημένου όσον αφορά την εξόφλησή τους, μέχρις ότου αυτή καταστεί νομικά δυνατή. Εν προκειμένω δε το νομικό αυτό κώλυμα ήρθη με την ενοποίηση των δύο Γερμανιών το έτος 1990 με βάση τις προαναφερόμενες Συμφωνίες, ήτοι με τη Συνθήκη της 31.8.1990 και τη γνωστή ως Συμφωνία «2+4», η οποία κατ’ ουσίαν αποτελεί συνθήκη ειρήνης.
δ) Το επιχείρημα της εκπλήρωσης της υποχρέωσης προς την Ελλάδα.
Κατά τη γερμανική πλευρά, η Γερμανία εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της απέναντι στην Ελλάδα, περιλαμβανομένου και του κατοχικού δανείου με τη σύναψη της γερμανο-ελληνικής συμφωνίας της 18.3.1960, η οποία αφορούσε παροχές υπέρ Ελλήνων υπηκόων που είχαν θιγεί από εθνικοσοσιαλιστικά μέτρα διώξεων για λόγους φυλής, θρησκείας η κοσμοθεωρίας και υπέστησαν ζημίες ελευθερίας ή υγείας εξ αιτίας των μέτρων δίωξης (άρθρο 1), ύψους 115 εκ. μάρκων. Εκτός του ότι η συμφωνία αυτή συνήφθη 2 έτη μετά την δήθεν «παραίτηση» Καραμανλή, γεγονός που δείχνει την αντιφατικότητα των γερμανικών επιχειρημάτων, το περιεχόμενο της συμφωνίας δεν αφορά σε καμία περίπτωση το κατοχικό δάνειο. Καλύπτει μέρος μόνο των γενικότερων απαιτήσεων της Ελλάδας για επανορθώσεις, αλλά οπωσδήποτε όχι το κατοχικό δάνειο.
Τελικά η Γερμανία με επιστολή της προς την Ελλάδα (5.7.1988) αναγνωρίζει ότι η εν λόγω συμφωνία δεν περιλαμβάνει γενικές πολεμικές ζημιές, αλλά μόνον αποζημιώσεις για μέτρα διώξεως εκ μέρους εθνικοσοσιαλιστών για φυλετικούς και θρησκευτικούς λόγους και διαφορετική κοσμοθεωρία.
ε) Επιχειρήματα από τη συμμετοχή της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι ισχυρισμοί της Γερμανίας περί συμψηφισμού με την γερμανική βοήθεια στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πρόδηλα αβάσιμοι και εύκολα καταρρίπτονται. Πράγματι η γερμανική βοήθεια για την άμυνα της Δύσεως δόθηκε μεν στην Ελλάδα, αλλά δόθηκε και στην Τουρκία και στην Πορτογαλία που δεν έλαβαν μέρος στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και βέβαια η βοήθεια αυτή στα πλαίσια του ΝΑΤΟ ουδεμία σχέση έχει με το κατοχικό δάνειο. Ως προς την βοήθεια στα πλαίσια της Ε.Ε., η Επιτροπή, απαντώντας σε ερώτημα Έλληνα ευρωβουλευτού, κατέστησε σαφές ότι οι κοινοτικοί πόροι και η κατανομή τους δεν θεωρούνται εισφορές μιας χώρας μέλους προς μία άλλη, αλλά είναι ενιαία κοινοτικά κονδύλια.
στ) Το επιχείρημα της παραγραφής των Ελληνικών αξιώσεων από το κατοχικό δάνειο.
Με τη ρηματική διακοίνωση της Ελλάδας της 14-11-1995, μέσω του πρέσβεως της Ελλάδος στη Βόννη Ιωάννη Μπουρλογιάννη – Τσαγγαρίδη, στον Γερμανό υφυπουργό εξωτερικών Hartmann, εζηγείτο, όπως προαναφέρθηκε, η έναρξη διαπραγματεύσεων και για το κατοχικό δάνειο. Ο Γερμανός υφυπουργός απέρριψε το ελληνικό διάβημα με το επιχείρημα ότι «μετά από πάροδο 50 ετών από το τέλος του πολέμου και δεκαετιών αξιοπίστου και στενής συνεργασίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας με τη διεθνή κοινότητα το πρόβλημα των επανορθώσεων απώλεσε την δικαιολογητική του βάση. Ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να προσδοκά η ελληνική κυβέρνηση ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα προσέλθει σε συνομιλίες για το θέμα αυτό».
Θα μπορούσε όμως να προβληθεί το επιχείρημα της παραγραφής σε περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης του Κατοχικού Δανείου ενώπιον ενός κρατικού ή υπερκρατικού (διεθνούς) δικαιοδοτικού οργάνου;
Μια πρώτη απάντηση που έχει ισχύ και για το κατοχικό δάνειο, θα μπορούσε να είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει παραγραφή, εφόσον η Συμφωνία του Λονδίνου του 1953 προέβλεπε την αναστολή των αξιώσεων. Και δεύτερο, μια τέτοια τοποθέτηση της Γερμανίας θα παραβίαζε την αρχή της καλής πίστης, η οποία ισχύει και στο διεθνές δίκαιο.
Στην περίπτωση του κατοχικού δανείου έχουν περάσει μέχρι σήμερα 68 χρόνια. Μπορεί να πει κανείς ότι ένα δικαστήριο θα αποφαινόταν ότι το διάστημα αυτό είναι αρκετό για την παραγραφή; Η προσήκουσα απάντηση πρέπει να είναι αρνητική. Και αυτό όχι με το να εκτιμηθεί ότι τα 68 χρόνια είναι λίγα ή πολλά, αλλά για τους εξής λόγους:
Πρώτο, η ίδια η ενδιαφερόμενη χώρα, η οποία έχει συμφέρον να προβάλλει την ένσταση, δηλαδή η Γερμανία, είχε συμφωνήσει στην αναστολή του οριστικού διακανονισμού των επανορθώσεων μέχρι την ενοποίηση των δύο Γερμανιών και αυτό είχε γίνει ρητώς και ειδικώς δεκτό στη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953 (άρθρο 5). Παρ’ ότι η ενοποίηση αυτή επήλθε το 1990, η Γερμανία αρνείται οποιαδήποτε συζήτηση. Σύμφωνα όμως, με τους διεθνείς κανόνες μια τέτοια «παραβατική» συμπεριφορά δεν εμποδίζει την έναρξη χρόνου για την παραγραφή. Και έχουν ήδη περάσει 22 χρόνια. Με δεδομένο, όμως, ότι κατά το διεθνές δίκαιο και τα διεθνώς κρατούντα η παραγραφή για απαιτήσεις μεταξύ κρατών υπερβαίνει, προφανώς, αυτό το χρονικό όριο, δεν έχει επέλθει η εν λόγω παραγραφή.
Δεύτερο, η παραγραφή μπορεί να διακοπεί αν υπάρξει διπλωματική παράσταση προς την Γερμανία. Από τη στιγμή που θα γίνει αυτό δεν μπορεί να ξεκινήσει νέα προθεσμία για παραγραφή κατά τα διεθνώς κρατούντα. Πράγματι, ως προς το θέμα του κατοχικού δανείου οι ελληνικές κυβερνήσεις τόνιζαν, μετά το 1990, ότι η Ελλάδα το θεωρεί ανοικτό θέμα και το 1995 επιδίδεται ρηματική διακοίνωση προς τη Γερμανία όπου τίθεται και το θέμα του κατοχικού δανείου. Ήδη δε το 1991 ο τότε Υπ. Εξ. Α. Σαμαράς είχε θέσει το θέμα των πολεμικών επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου στον γερμανό ομόλογό του D. Genscher. Αλλά και ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης έθεσε το θέμα του κατοχικού δανείου στον καγκελάριο Helmut Kohl κατά την επίσημη επίσκεψή του στη Γερμανία τον Φεβρουάριο του 1996. Με βάση τα ανωτέρω, η παραγραφή πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει διακοπεί οριστικά.
5. Η δυνατότητα της Ελλάδος για δικαιοδοτική επίλυση της διαφοράς
Η επιδίωξη της ικανοποίησης της ελληνικής πλευράς μέσω διπλωματικών χειρισμών παραμένει η ορθότερη και πλέον ρεαλιστική οδός, ενόψει του ότι μια ικανοποίηση των ελληνικών αιτημάτων από το κατοχικό δάνειο δεν θα έχει επιπτώσεις σε σχέση με διεκδικήσεις άλλων κρατών, αφού η ελληνική περίπτωση αποτελεί σήμερα το μόνο εναπομένων κατοχικό δάνειο. (Η Γιουγκοσλαβία και η Πολωνία ικανοποιήθηκαν για τις ανάλογες αξιώσεις τους κατά της Γερμανίας κατά τις προαναφερθείσες μεταξύ τους συμβιβαστικές συμφωνίες).
Επίσης μια προοπτική είναι αυτή της προσφυγής στο Διαιτητικό δικαστήριο της Συμφωνίας του Λονδίνου του 1953 (άρθρο 28), αφού πρώτα αντιμετωπισθεί το ζήτημα που δημιουργεί το άρθρο 7 παρ. 4 του χάρτη του Δικαστηρίου, που προσδιορίζει τη σύνθεσή του με τη συμμετοχή τεσσάρων μελών (από τα δέκα) διοριζομένων από τη Γερμανία, χωρίς αντίστοιχο δικαίωμα της Ελλάδος.
Ακόμη είναι δυνατή η προσφυγή της Ελλάδος στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Για να γίνει αποδεκτή μια τέτοια προσφυγή είναι απαραίτητο και οι δύο πλευρές – Ελλάδα, Γερμανία – να έχουν αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης με έναν από τους τρόπους που προσδιορίζονται στο Καταστατικό του Δικαστηρίου. Και η μεν Ελλάδα έχει προβεί σε σχετική δήλωση αποδοχής της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, η Γερμανία όμως έχει αποφύγει συστηματικά, και πριν αλλά και μετά την ενοποίηση του 1990, να προβεί σε αντίστοιχη δήλωση για το κατοχικό δάνειο. Αυτό το έκανε μόλις το 2008, τη συνόδεψε όμως με τον περιορισμό ότι δεσμεύεται μόνο σε σχέση με γεγονότα που έχουν λάβει χώρα μετά την ημερομηνία της δήλωσης αυτής (1.5.2008). Με τον τρόπο αυτό η Γερμανία «θωρακίστηκε» απέναντι στο ενδεχόμενο ακριβώς των προσφυγών για τις επανορθώσεις πολέμου καθώς και του κατοχικού δανείου της Ελλάδος.
Έσχατη, προς έρευνα, δυνατότητα της Ελλάδος για δικαιοδοτική επίλυση της διαφοράς από το κατοχικό δάνειο είναι η προσφυγή της κατά της Γερμανίας στα εσωτερικά (ελληνικά) δικαστήρια, με δικαίωμα παρέμβασης της ΤτΕ υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου. (1),(2),(3)
Ιωάννης Παπανικολάου, Αντιπρόεδρος Αρείου Πάγου ε.τ., 13/4/13
Πηγή: http://www.infognomonpolitics.blogspot.gr/2013/04/blog-post_6718.html#.Udh1MW0qdhR , http://www.anixneuseis.gr/