Η Συμφωνία της Ρώμης της 14ης Μαρτίου 1942 μεταξύ των κυβερνήσεων Ελλάδας, Γερμανίας και Ιταλίας, προέβλεπε τη μορφή «δανείου» για τα επιπλέον των εξόδων κατοχής ποσά που θα ελάμβαναν οι Αρχές Κατοχής απευθείας από την Τράπεζα της Ελλάδος. Το άρθρο 4 της συμφωνίας αυτής καθόριζε ότι η «οριστική ρύθμιση των καταβολών αυτών δύναται να λάβει χώραν αργότερα».
Δεν υπάρχει, συνεπώς, αμφιβολία, ότι τα ποσά αυτά αποτελούν «δάνεια» με την πλήρη έννοια του όρου αφού οι Αρχές Κατοχής πάντοτε έκαναν διάκριση μεταξύ των «εξόδων κατοχής» που επιβάρυναν το ελληνικό δημόσιο και των «πιστώσεων» με τις οποίες χρεώνονταν οι κυβερνήσεις Γερμανίας και Ιταλίας.
Αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι δηλαδή η αξίωση της Ελλάδος στην προκειμένη περίπτωση αναφέρεται σε «δάνειο» που οι Αρχές Κατοχής αναγνώρισαν με τη συμφωνία της Ρώμης και όχι σε «επανορθώσεις».
Αποσπάσματα που δημοσιεύονται παρακάτω περιλαμβάνονται στη σειρά βιβλίων με τίτλο «ΤΑ ΚΑΤΟΧΙΚΑ» του Δημήτρη Χάλαρη.
ΤΟ ΚΑΤΟΧΙΚΟ ΔΑΝΕΙΟ
(Από άρθρο της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ, Κυριακή 11-1-1998, με τίτλο «Επανορθώσεις και κατοχικό δάνειο» του Αντώνη Καρκαγιάννη)
Το κατοχικό δάνειο είναι ανεξάρτητο από τις επανορθώσεις. Είναι απαίτηση ξεχωριστή και νόμιμη, σύμφωνα με τις συμβατικές αρχές του δικαίου. Δεν απαιτείται καν συνθήκη ειρήνης, αρκεί το ότι με την ένωση της Γερμανίας έχουμε πλήρη την υπόσταση του υποχρέου (προσώπου).
Το δάνειο αυτό προκύπτει από τα ποσά άρπαξαν οι Γερμανοί από την Τράπεζα της Ελλάδος, πέρα των ποσών που «εδικαιούντο» (βάσει διεθνούς συνθήκης, δυστυχώς) για την συντήρηση των στρατευμάτων κατοχής. Μέχρι την άνοιξη του 1942, οι αρπαγές αυτές ήσαν… απλώς αρπαγές άτυπες (όπως άτυπες είναι γενικά οι ληστείες). Την άνοιξη όμως του 1942, υπεγράφη στη Ρώμη σύμβαση δανείου. Το ότι ήταν «δάνειο» (και όχι μόνο αρπαγή), με υποχρέωση εντόκου επιστροφής, προκύπτει και από το γεγονός ότι η Γερμανία κατέβαλε την πρώτη δόση «δανείου» κατά την διάρκεια του πολέμου ακόμα.
Τον Απρίλιο του 1945 και ενώ η Χιτλερική Γερμανία κατέρρεε, οι Γερμανικές υπηρεσίες εξακολουθούσαν να λειτουργούν σαν ελβετικά ρολόγια, ακόμα και εκείνη την εποχή το οφειλόμενο προς την Ελλάδα ποσό ανέρχεται σε 476.000.000 μάρκα. Αυτός ο υπολογισμός υπάρχει στα επίσημα κρατικά αρχεία του (ενωμένου πλέον) Γερμανικού κράτους.
Το θέμα είναι τι έκαναν τόσα χρόνια οι Ελληνικές κυβερνήσεις. Από τη Δυτική Γερμανία λάβαμε κατ’ επανάληψη δάνεια τα οποία πληρώσαμε και δεν συμψηφίσαμε. Παλαιότερα, κυκλοφορούσε η φήμη ότι ο Κ. Καραμανλής με μυστικό πρωτόκολλο συμφώνησε να μην πληρώσει η Γερμανία το κατοχικό δάνειο. Ο κύριος Φλάισερ λέει ότι στα Γερμανικά αρχεία δεν υπάρχει ούτε καν υποψία τέτοιας συμφωνίας.
Ο κύριος Φλάισερ υποστηρίζει ότι το ζήτημα των επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου μπορεί να τεθεί και σήμερα από την Ελληνική κυβέρνηση (τι κάθεστε κύριε Πάγκαλε!) και μπορεί να καταλήξει σε μια ευνοϊκή για μας συμβιβαστική συμφωνία. Στα Γερμανικά αλλά και Ιταλικά αρχεία υπάρχουν όλα τα στοιχεία που θεμελιώνουν την απαίτηση της Ελλάδας, όπως άλλωστε επιμόνως υποστήριζε και ο μακαρίτης καθηγητής Άγγελος Αγγελόπουλος. Αρκεί κάποια Ελληνική κυβέρνηση να αποφασίσει να χρηματοδοτήσει (σιγά το ποσό) τη συστηματική έρευνα των αρχείων και να συγκεντρώσει τα στοιχεία που δείχνουν ότι η ίδια η πρώην Δυτική Γερμανία κατά καιρούς αναγνώριζε τις υποχρεώσεις της. Αυτό κατά τον Φλάισερ, σαφώς θα προκύψει από την έρευνα των αρχείων της Ρώμης (που ούτε ο ίδιος τα ερεύνησε ελλείψει χρημάτων) όπου υπεγράφη η σύμβαση «του κατοχικού αναγκαστικού δανείου».
Σε ποιο ύψος θα διαμορφωνόταν σήμερα το ποσό που οφείλει να μας επιστρέψει η Γερμανία; Αν θεωρήσουμε ως βάση τα 476.000.000 μάρκα που οι Χιτλερικές υπηρεσίες αναγνώρισαν ότι οφείλουν τον Απρίλιο του 1945, με επιτόκιο 2-3 % και με τις σημερινές ισοτιμίες Μάρκου-Δολλαρίου, το ποσό είναι τεράστιο. Έστω, να τους… χαρίσουμε και κάτι προκειμένου να καταλήξουμε σε κάποιο συμβιβασμό.
Ο κ. Χάγκεν Φλάισερ (Έλληνας Γερμανικής καταγωγής) είναι πλούτος πληροφοριών. Σχεδόν δεν υπάρχει πρόσωπο, γεγονός, λεπτομέρεια της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου που να μην έχει προκαλέσει το ερευνητικό του ενδιαφέρον, με γνήσια γερμανική πειθαρχία και μεθοδικότητα. Τον ρώτησα, λοιπόν, για τις γερμανικές επανορθώσεις, καθώς και για το γερμανικό δάνειο της κατοχής (έτσι ονομάσθηκε η γερμανική ληστεία σε βάρος του ελληνικού λαού) που μετά την ένωση της Γερμανίας επανέρχονται στην επικαιρότητα. Μου είπε πολλά και άκρως ενδιαφέροντα, σε συνδυασμό με τη «χαρτογράφηση» των πρωτοφανών καταστροφών που υπέστη η χώρα. Η «χαρτογράφηση» ήταν έργο ειδικής ομάδας υπό τον αρχιτέκτονα Δοξιάδη, η οποία εργάσθηκε συλλέγοντας στοιχεία καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής, παρουσίασε αυτούς τους «χάρτες» σε ειδικές εκθέσεις στο Παρίσι, στο Λονδίνο και στην έδρα του Ο.Η.Ε. και το 1946 τους συγκέντρωσε πολυτελή τόμο. Αυτόν τον τόμο τον φύλαγε στη βιβλιοθήκη ο γνωστός επιχειρηματίας κ. Κώστας Καλυβιώτης και μου επέτρεψε να τον φωτογραφήσω. Λίγες μέρες μετά βρήκα τον ίδιο τόμο και σε βιβλιοθήκη… μέσα στην «Καθημερινή». Τους χάρτες αυτούς τους έχουμε δημοσιεύσει στους προηγούμενους τόμους τα Κατοχικά. Στο Γ’ τόμο δημοσιεύουμε τη συμφωνία 14 Μαρτίου 1942.
Η Ελλάδα θυμήθηκε το δάνειο μετά από 50 και πλέον χρόνια;
Όχι, το 1998 ο νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας είχε στείλει επιστολή στον κ. Άντώνη Καρκαγιάννη αναφέροντας τη Ρηματική Διακοίνωση που έθετε θέμα απαιτήσεων της χώρας μας
(ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Κυριακή 25-1-1998)
Από τον βουλευτή Ιωαννίνων του ΠΑΣΟΚ και πρώην Υπουργό Εξωτερικών κ. Κάρολο Παπούλια, λάβαμε την ακόλουθη επιστολή:
Αγαπητέ Αντώνη,
Με αφορμή το τελευταίο άρθρο-επιστολή σας με τίτλο «Επανορθώσεις και κατοχικό δάνειο», που δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της 11/1/98, στη στήλη «Κάθε Κυριακή», θέλω να χαιρετίσω την πρωτοβουλία σας για τη συλλογή και παρουσίαση πολύτιμου – και μη γνωστού μέχρι σήμερα στο ευρύ κοινό – υλικού καθώς και την παράθεση ιστορικών στοιχείων, που τεκμηριώνουν το βάσιμο των απαιτήσεων της χώρας μας έναντι του ενωμένου πλέον Γερμανικού κράτους.
Θεωρώ δε ότι μια τέτοια πρωτοβουλία, που αναμφίβολα υποδηλώνει την ευαισθησία σας για το θέμα, αποτελεί σημαντική συμβολή στη διατήρηση της ιστορικής μας μνήμης, αλλά και στην κατάδειξη του «επίκαιρου» του όλου προβλήματος των ελληνικών απαιτήσεων.
Με έκπληξη όμως διάβασα στο προοίμιο του άρθρου σας τις φράσεις: «Πρέπει όμως να βρεθεί κάποια ελληνική κυβέρνηση (εθνικά υπερήφανη ή όχι), που να θέσει το ζήτημα…» και «Απ’ όσο ξέρω τέτοια ελληνική κυβέρνηση δεν βρέθηκε μέχρι σήμερα», που με υποχρεώνουν, ως διατελέσαντα Υπουργό των Εξωτερικών, να σας υπενθυμίσω τα διαβήματα, που έγιναν κατά την τελευταία θητεία μου στη θέση αυτή (10/10/1993 – 22/1/1996).
Τον Νοέμβριο του 1995 η τότε κυβέρνηση, αποδεχόμενη σχετική εισήγηση μου ως αρμόδιου Υπουργού, αποφάσισε να θέσει για πρώτη φορά επισήμως προς τη Γερμανική κυβέρνηση το θέμα της ρύθμισης των απαιτήσεων της χώρας μας, με Ρηματική Διακοίνωση, που επιδόθηκε στις 14/11/1995 από τον Έλληνα πρέσβη στη Βόννη στο γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών.
Με τη Ρηματική Διακοίνωση, που περιελάμβανε το σύνολο των απαιτήσεων της χώρας μας (επανορθώσεις, αποζημιώσεις, επιστροφή «κατοχικού δανείου»), προτάθηκε από μέρους μας η έναρξη συνομιλιών μεταξύ των δύο κυβερνήσεων για τον διακανονισμό όλων των παραπάνω απαιτήσεων και σε πρώτο στάδιο η εξέταση της απαίτησής μας για επιστροφή του αναγκαστικού δανείου, που είχε επιβληθεί στην Τράπεζα της Ελλάδος από τις δυνάμεις κατοχής.
Είναι βέβαια γεγονός ότι η Γερμανική κυβέρνηση απάντησε αρνητικά με ανακοίνωση τύπου, που εκδόθηκε την ίδια μέρα (14/11/1995) από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών.
Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθώ να πιστεύω ότι δεν αναιρείται η αξία ενός τέτοιου επίσημου διαβήματος της Ελληνικής κυβέρνησης που, πέραν των άλλων, παρέχει σε κάθε επόμενη κυβέρνηση τη δυνατότητα αξιοποίησής του, με τον τρόπο που εκείνη θα κρίνει κατάλληλο, με γνώμονα την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της χώρας.
Σ.σ.: Θυμάμαι τη Ρηματική Διακοίνωση και περισσότερο την αρνητική απάντηση της Γερμανίας. Δεν την ανέφερα, όχι γιατί παραγνωρίζω τη σημασία της, αλλά γιατί ήρθε πολύ αργά και κυρίως γιατί δεν είχε καμία συνέχεια, ίσως λόγω της κυβερνητικής μεταβολής. Όπως με βεβαίωσαν αυτοί που μελέτησαν το θέμα, μεταξύ των οποίων και ο κ. Χάγκεν Φλάισερ, υπάρχουν στα αρχεία πολλά στοιχεία που θεμελιώνουν τις ελληνικές απαιτήσεις και θα ήταν πολύ δύσκολο να τα αρνηθούν οι Γερμανοί, ιδιαίτερα για το κατοχικό δάνειο. Οι ίδιοι ερευνητές πιστεύουν ότι αν συστηματικά και επίμονα συγκεντρώσουμε τα στοιχεία και προβάλλουμε τις απαιτήσεις μας, υπάρχουν πολλές πιθανότητες συμβιβαστικής, έστω, λύσης. Αυτή η συστηματική δουλειά δεν έγινε και εκκρεμεί.
Εικόνες που σοκάρουν από τις συνέπειες της Γερμανικής κατοχής. Έτσι κατέληξαν πολλά παιδιά στην Αθήνα κατά την διάρκεια της κατοχής από τους σημερινούς «Συμμάχους μας», αλλά και σε άλλες πόλεις της Ελλάδος, καθώς και στη Σύρο
Πηγή: (Από το βιβλίο «ΚΑΤΟΧΙΚΑ» του Δημήτρη Χάλαρη, Τόμος Α’), Δημήτρης Χάλαρης , Αβέρωφ