«Μακάριον τὸ ἔθνος, οὗ ἐστι Κύριος ὁ Θεὸς αὐτοῦ» (Ψα 32,12).
20 Δεκεμβρίου 1821: Συνέρχεται στήν Πιάδα, κοντά στήν ἀρχαία Ἐπίδαυρο, ἡ πρώτη Ἐθνική Συνέλευση τῶν Ἑλλήνων, στήν ὁποία ἔλαβαν μέρος ὡς ἐκπρόσωποι τοῦ ἀγωνιζόμενου γιά τήν ἐλευθερία Ἔθνους 59 πληρεξούσιοι, ἐκλεγμένοι ἀπό τίς τοπικές Συνελεύσεις ἤ τίς τοπικές Γερουσίες.
1η Ἰανουαρίου 1822: Ἡ ἐν λόγῳ Συνέλευση διακηρύττει «τὴν πολιτικὴν ὕπαρξιν καὶ ἀνεξαρτησίαν» τοῦ ἑλληνικοῦ Ἔθνους καί ψηφίζει τό πρῶτο Σύνταγμα, τό ὁποῖο ὀνομάσθηκε «Προσωρινὸν Πολίτευμα τῆς Ἑλλάδος».
Τό Σύνταγμα αὐτό προτάσσει τό προοίμιο: «Ἐν ὀνόματι τῆς Ἁγίας καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος». Οἱ πρῶτοι, δηλαδή, συνταγματικοί νομοθέτες εἶχαν τή βεβαιότητα καί τή συνείδηση ὅτι ἡ ὕπαρξη καί ἡ ἀνεξαρτησία τοῦ ἑλληνικοῦ Ἔθνους καί ἡ ἀποτίναξη τοῦ ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ τῶν τετρακοσίων-πεντακοσίων χρόνων ἔχει θεμέλιο τήν πίστη τους στόν Θεό καί τό ἀγωνιστικό τους φρόνημα.
Σέ αὐτό τό πρῶτο συνταγματικό κείμενο, ἐπίσης, διαβάζουμε: «Ἡ ἐπικρατοῦσα θρησκεία εἰς τὴν ἑλληνικὴν ἐπικράτειαν εἶναι ἡ τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας• ἀνέχεται ὅμως ἡ Διοίκησις τῆς Ἑλλάδος πᾶσαν ἄλλην θρησκείαν καὶ αἱ τελεταὶ καὶ ἱεροπραξίαι ἑκάστης αὐτῶν ἐκτελοῦνται ἀκωλύτως». Καί σέ ἄλλο σημεῖο ἀποφαίνεται: «Ὅσοι αὐτόχθονες (=γηγενεῖς, ἐντόπιοι) κάτοικοι τῆς Ἐπικρατείας τῆς Ἑλλάδος πιστεύουσιν εἰς Χριστόν, εἰσὶν Ἕλληνες καὶ ἀπολαμβάνουν ἄνευ τινὸς διαφορᾶς ὅλων τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων». Συνεπῶς κάτοικοι οἱ ὁποῖοι βρίσκονται, διαβιοῦν στήν ἑλληνική ἐπικράτεια, ἀλλά δέν πιστεύουν στόν Χριστό, αὐτοί δέν εἶναι Ἕλληνες. Ταυτίζεται, δηλαδή ἡ ἰθαγένεια, ἡ ὑπηκοότητα τοῦ Ἕλληνα, μέ τόν Χριστιανό. Μάλιστα πρῶτος «ὑπουργός τῆς Θρησκείας» ὁρίστηκε ἀπό τήν Ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἐπιδαύρου ὁ ἐπίσκοπος Ἀνδρούσης Ἰωσήφ.
Τά ἴδια σημαντικά στοιχεῖα πού ἐκφράζουν τήν ἰδιοπροσωπία τῶν ἀγωνιζόμενων Ἑλλήνων ἐντοπίζονται καί στή Β´ Ἐθνοσυνέλευση, ἡ ὁποία συγκλήθηκε στό Ἄστρος τῆς Κυνουρίας τόν Μάρτιο τοῦ 1823 καί ψήφισε τό λεγόμενο «Σύνταγμα τοῦ Ἄστρους» ἤ «Νόμο τῆς Ἐπιδαύρου», ὅπως ἐπίσης καί στή Γ´ Ἐθνική Συνέλευση, ἡ ὁποία συνῆλθε στήν Τροιζήνα τόν Μάρτιο τοῦ 1827 καί ψήφισε τό «Πολιτικὸν Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος».
Ἀπό τή μελέτη τῶν πρώτων ἑλληνικῶν Συνταγμάτων προκύπτει ὅτι ἡ βούληση τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ Ἔθνους, πού ὑπέμειναν τά πάνδεινα γιά τήν ἀποτίναξη τῆς «φρικώδους ὀθωμανικῆς δυναστείας καὶ τοῦ βαρυτάτου καὶ ἀπαραδειγματίστου ζυγοῦ τῆς τυραννίας», ἦταν νά στηριχθεῖ ἡ σύσταση, ἡ πολιτική ὕπαρξη καί ἡ ἀνεξαρτησία τοῦ ἑλληνικοῦ Ἔθνους, πού ἀνασταινόταν ἀπό τίς στάχτες, ἐπάνω στίς ἀρχές καί τίς ἐπιταγές τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Εἶναι πασιφανές καί ἱστορικά ἀποδεδειγμένο ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στάθηκε ἡ κιβωτός τοῦ Γένους μας κατά τή διάρκεια τῆς Ὀθωμανοκρατίας καί διαφύλαξε τή γλῶσσα του καί τήν ἐθνική του συνείδηση. Μέ τή συνταγματική τους διακήρυξη οἱ πρόγονοί μας, οἱ ὁποῖοι πέρασαν «διὰ πυρὸς καὶ σιδήρου», εὐγνωμόνως ἀναγνωρίζουν τίς θυσιαστικές προσπάθειες τῆς μητέρας Ἐκκλησίας, τότε «πού ὅλα τά ᾽σκιαζε ἡ φοβέρα καί τά πλάκωνε ἡ σκλαβιά». Εἶχαν βιώσει τή συμβολή καί τήν «κένωση» τήν ὁποία ὑπέστη στόν ἀγώνα γιά τήν ἀνεξαρτησία τῆς πατρίδας, ὅπως ἐπίσης καί τή δυναμική της γιά τή συνοχή τοῦ Γένους μας. Οἱ Ἕλληνες τῶν χρόνων ἐκείνων ἦταν βαθιά πεπεισμένοι ὅτι ἡ Ἐπανάστασή τους κατά τοῦ ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ ἐκδηλώθηκε «διὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστιν τὴν ἁγίαν καὶ τῆς πατρίδος τὴν ἐλευθερίαν». Εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ ἀκαδημαϊκός Σπύρος Μελᾶς: «Τό Εἰκοσιένα ὁλόισα βγαίνει ἀπό τήν αἰωνόβια ἐθνική μας παράδοση. Τίποτα τό ξενικό... Ξαναφτιάχνει Μαραθῶνες καί Σαλαμίνες. Γίνεται παράδειγμα σ’ ὅλους τούς λαούς... Τή σημαία τοῦ Εἰκοσιένα κρατεῖ ἕνας δεσπότης. Καί τό ράσο του εἶναι σύμβολο διπλό: Θρησκεία καί Παιδεία – Χριστιανισμός κι Ἑλληνισμός».
Ἔκτοτε ὅλα τά Συντάγματα μέχρι καί τό ἰσχῦον σήμερα -ἐκτός ἀπό δύο*- ἔχουν τό ἴδιο προοίμιο. Παρόλα αὐτά ὅμως οἱ Νεοέλληνες, θαμπωμένοι ἀπό τά φῶτα τῆς Ἑσπερίας, «πήραμε τή ζωή μας λάθος»• ἔτσι, ψηφίζονται νόμοι πού ἀντιβαίνουν πρός τό Σύνταγμα, ἐνῶ πληθαίνουν οἱ ἀντιθρησκευτικές καί ἀντιχριστιανικές φωνές, καθώς κυριαρχεῖ ἐν πολλοῖς μία ἀντιεκκλησιαστική νοοτροπία. Σοβεῖ βαθιά ἡ ποικιλόμορφη κρίση, οἰκονομική, κοινωνικο-ἠθική, πολιτισμική.
«Ἐσβέσθη ὅ,τι ἅγιον, δεσπόζει τό χυδαῖον
ὀσμή πτωμάτων ἔλαβε τήν θέση τῶν ἀνθέων.
Ἀντί θρησκείας ὁ χρυσός, ἀντί οἰκογενείας
τῆς Ἀφροδίτης ὁ ναός, τό αἶσχος τῆς νοθείας.
Κι ἔπεσαν, ὅλα ἔπεσαν. Τό πᾶν εἰς τέφραν κεῖται.
Ὑψοῦνται μόνον τράπεζαι καί μόνον τραπεζῖται».
Τά ἴδια θά ἔλεγε καί γιά σήμερα ὁ Ἀχιλλέας Παράσχος. Ἡ Ἑλλάδα τῶν μνημονίων, ἐμφανίζοντας κενά μνήμης, ἀποκόβεται ἀπό τίς ρίζες καί τήν παράδοσή μας, ἀποχρωματίζει τήν παιδεία μας μεταβάλλοντάς την σέ οὐδετερόθρησκη, ὑποβαθμίζει τήν ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, μεταλλάσσει τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, συρρικνώνει τήν ἀρχαία κληρονομιά μας, ἀποδομεῖ τήν ἱστορία καί «τά ἔμφυλα στερεότυπα», σκοτώνει τήν ἐλπίδα τῶν νέων, θραύει τή βακτηρία τῶν γερόντων καί ἡ σήψη προχωρεῖ. Ποιός θά μᾶς σώσει;
Ἄς γίνει καί δική μας ἡ ἐξομολόγηση καί προσευχή τοῦ στρατηγοῦ Μακρυγιάννη• ἴσως ἔτσι ἑλκύσουμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ: «Κύριε Παντοδύναμε. Ἐσύ, Κύριε, θά σώσης αὐτό τό ἔθνος. Εἴμαστε ἁμαρτωλοί, εἶσαι Θεός! Ἐλέησέ μας, φώτισέ μας, ἕνωσέ μας καί κίνησέ μας ἐναντίον τοῦ δόλου καί τῆς ἀπάτης, τῆς συστηματικῆς τυραγνιᾶς τῆς πατρίδος καί θρησκείας».
……………………………………………………………
• Τό ἕνα εἶναι τό «Ἡγεµονικὸν Σύνταγµα» τοῦ 1832· παρέµεινε μόνον σχεδίασµα καί ποτέ δέν τέθηκε σέ ἰσχύ. Σχεδιάστηκε µετά τόν θάνατο τοῦ κυβερνήτη Ἰωάννη Καποδίστρια, ὁπότε ἐπικρατοῦσε διχόνοια καί ἀναρχία. Τό ἄλλο εἶναι τό Σύνταγµα τοῦ 1925· ἴσχυσε ἐπί δικτατορίας τοῦ στρατηγοῦ Παγκάλου μέχρι τόν Σεπτέµβριο τοῦ 1926. Ἡ ἀναφορά καί µόνο στήν πολιτική κατάσταση τῆς πατρίδας μας τίς συγκεκριμένες αὐτὲς ἱστορικές περιόδους καταδεικνύει πόσο …ἐλεύθερη (!) καί πόσο …δηµοκρατική (!) μπορεῖ νά εἶναι µία Ἑλλάδα, πού δέν θά ἐπικαλεῖται τόν Θεό καί πόσο μπορεῖ νά εὐημερήσει! (Πρβλ. σημερινή κατάσταση).
Πηγή: Ακτίνες