Τό ΣτΕ, στήν μέ ἀριθ. 1087/2017 ἀπόφασή του ἐναντίον τῶν πολυτέκνων γιά τη φορολογία τους, πλήν τῶν μειοψηφούντων δέν φαίνεται νά ἔχει ἐπαφή μέ τήν ἑλληνική πραγματικότητα καί τό ἠθικό αἰσθητήριο τοῦ μέσου Ἕλληνος, συγκρίνοντας πράγματα πού δέν συγκρίνονται.
Τό θέμαπού τέθηκε στό ΣτΕ ἦταν τοῦτο τό ἁπλό:
- Εἶναι σύμφωνο μέ το Σύνταγμα, τό νά φορολογεῖται τό ἴδιο μιά πολύτεκνη οἰκογένεια, μέ μία μή πολύτεκνη, ἀπό απόψεως φοροαπαλλαγῶν;
- Πιό συγκεκριμένα: Εἶναι σύμφωνο μέ τήν ἀναλογική ἰσότητα ὡς πρός τήνφοροδοτικἠ ἱκανότητα τῶν πολιτῶν, τό νά μή διαβαθμίζεται ἡ φοροαπαλλαγή στόν φόρο εἰσοδήματος,ἀναλόγως πρός τόν ἀριθμό τῶν τέκνωνἑκάστου φορολογουμένου ἤ ἑκάστου ἀνδρογύνου φορολογουμένων, καί δή νά μηδενίζεται κάθε τέτοια διαφοροποίηση μέ κατάργηση τῆς (ὑπαρχούσης μάλιστα) φοροαπαλλαγῆς;
- Καί περαιτέρω: εἶναι ἐπιτρεπτό στόν νομοθέτη, νά ἀντικαθίσταται ἡ γενική φοροαπαλλαγή τῶν πολυτέκνων οἰκογενειῶν ἀναλόγως τοῦ ἀριθμοῦ τῶν τέκνων, μέ ἐπιδόματα ἐπιλεκτικῶς ἀπονεμόμενα σέ ὁρισμένες μόνον κατηγορίες αὐτῶν;
- Καί δή χωρίς σχετική μελέτη γιάτήν προκύπτουσα σχετική οίκονομική ἐπιβάρυνση πολυτέκνων οἰκογενειῶν, κατά συγκεκριμένες κατηγορίες αὐτῶν,που ἐνδέχεται νά θέση σέ κίνδυνο τήνδιαβίωσή τους ὡς πρός τά στοιχειώδη;
- Ἀπό τήν ἐξαφάνιση ἤ μείωση στίς στοιχειωδῶς ἀναγκαῖες φοροαπαλλαγές τῶν πολυτέκνων θά ἐξυπηρετηθῆ τό δημόσιο χρέος;
Ὕστερα, μετά ἀπό τό ΟΧΙ στό Δημοψήφισμα τῆς 5ης Ιουλίου 2015, ἡ ἀναγωγή σέ Μνημόνια προς δικαιολόγηση οἰουδήποτε μέτρου, περιοριστικοῦ στοιχειωδῶν δικαιωμάτων, εἴτε θεσμοθετουμένου εἴτε ἐφαρμοζομένου ἐφ' ἑξῆς, εἶναι νομικῶς καί συνταγματικῶς ἀπαράδεκτη. (Ἄλλο τό ὅτι δύναται νά γίνῃ λόγος γιά μνημόνια σέὅ,τι δέν κάλυπτε τό δημοψήφισμα, ὅπως δημοσιονομικές περικοπές σέ κρατικές δαπάνες, σέ ἀμοιβές ὑψηλόμισθων κ.ο.κ.).
Λογικές ἀκροβασίες βλέπει κανείς στό κείμενο ἀνάγλυφα.Τό ΣτΕ ἔγραψε ὄχι σχετικές μέ τό κύριοθέμα σκέψεις καί συγκρίσεις, ὡςπρός τάτιθέμενα νομικῶς θέματα. Δέν ἔκανε ἕνα ἁπλό λάθος … ἀλλά τό χειρότερο, ἀποδέχεται τήν καθοδήγηση τῶν Δικαστῶν ἀπό «νομοθετικά» κείμενα πού δέν προέρχονται ἀπό τόν Ἕλληνα νομοθέτη (Μνημόνια ἐπιβαλόμενα ἕξωθεν) καί ἐπηρεάζει ἔμμεσα καί τή στάση τῶν κατωτέρων Δικαστηρίων.(Στο κείμενο πού μέχρι στιγμῆς δημοσιεύθηκε δέν περιέχεται ἡ γνώμη τῆς μειοψηφίας).
Ὑπάρχει ὅμως συνεπής στάση τῶν δικαστῶν μεταξύ τῆς συνειδήσεώς τους καί τῆς ὑποθέσεως πού καλοῦνται νά ἐξετάσουν; Κατ΄ ἀρχήν τό ΣτΕ στό παρελθόν ἐπεσήμανε τίς συνέπειες τοῦ δημογραφικού καί ἐξῆρε τήν ὑποχρέωση τῆς Πολιτείας γιά τήν στήριξη τῶν Πολυτέκνων.
Διαβάστε γιά παράδειγμα:
- Τι διακήρυξαν γιά τά ὅρια τῆς φτώχειας οἱ κ.κ. Δικαστές μέ τίς Ἑνώσεις τους, και βγάλτε συμπέρασμα ἄν συμβαδίζουν τά λόγια μέ τά «έργα» του ΣτΕ: Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων: Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών έχει ξεπεράσει τα όρια της αυτοθυσίας προς τον σκοπό της οικονομικής διάσωσης της χώρας
- Επίσης το ΣτΕ για τις απεργίες των Καθηγητών έκρινε ότι οι μαθητές υφίστανται μεγάλο «ψυχικό στρές» και πρέπει να ακυρωθεί η απεργία των εκπ/κών εν όψει πανελληνίων εξετάσεων και να επιταχθούν. Έχει δίκαιο και ορθή είναι η ευαισθησία του. Ποιος δικαστής όμως θα μας απαντήσει : πόσο σκληρότερο ψυχικό στρές τα τέκνα πολυτέκνων υφίστανται κάθε μέρα επί 6 χρόνια από την συνεχή οικονομική -κοινωνική -εργασιακή κλπ ακαταστασία των γονιών τους ;
Μήπως τό Δημογραφικό, ὁ ἔσχατος κίνδυνος καταστροφῆς τῆς Χώρας, εἶναι σενάριο συνομωσιολογίας ; Ὄχι! ἐπεσήμαναν τίς τραγικές συνέπειες τοῦ δημογραφικού, μεταξύ άλλων :
- ἡ ΕΛΣΤΑΤ,
- ἡ μοναδική στά χρονικά Διακομματική Ἐπιτροπή τῆς Βουλῆς τοῦ 1993
- ἡ Ὁλομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων στις 4.2.2017
- Ὁ ΠτΔ κατά τόν ἐτήσιο ἑορτασμό τῶν Πολυτέκνων
- Αὐτοί δέν γνωρίζουν;
Το συμπέρασμα είναι ότι χωρίς ἠθικό ἀνάστημα καί διάθεση θυσίας, πού τά παίρνει κάποιος ἀπό τήν πίστη στό Θεό, ἡ κατά συνείδησιν κρίσις μπλοκάρεται ἀπό τήν περίπλοκη θέση τῶν ζητημάτων σέ συνθῆκες δυναμικῆς ὁμάδος. Καίδέν ἀτονεῖ ἡ συνείδησις, ὑπάρχει… ἡ καρδιά διαμαρτύρεται, ἀλλά κομπλάρει ἡ διατύπωσις λογικῶς πειστικῶν ἀντιρρήσεων πρός τήν ὁμάδα, πέφτει τό σθένος. Καί ὕστερα ἀπό τήν ὑφαρπαγεῖσα ψῆφο ("του"), αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος κολοβωμένος...
Περιμένουμε ἀπό τη Δικαιοσύνη νά ἐπανορθώση τό λάθος της . Ἐλπίζουμε ὅτι ἡ ἀπαίτησή μας αὐτή δέν συνιστᾶ ἀφέλεια… διότι πάντα ὑπάρχουν εὐσυνείδητοι Δικαστές τοῦ καθήκοντος καί τῆς εὐθύνης.
Παράρτημα:
ΟλΣτΕ αρ. 1087/2017 Φορολογία Πολυτέκνων - Γνώμη μειοψηφίας Δικαστηρίου υπέρ των Πολυτέκνων
16. Επειδή, μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Γ. Παπαγεωργίου, Δ. Αλεξανδρής και Β. Ραφτοπούλου, οι οποίοι ως προς τα εκτεθέντα ζητήματα υποστήριξαν την εξής γνώμη, με την οποία συντάχθηκε και η Πάρεδρος Κ. Μαρίνου: Με την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος καθιερώνεται ως πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου, ειδικότερα δε, η διασφάλιση ενός επιπέδου αξιοπρεπούς διαβιώσεως του ατόμου, το οποίο (επίπεδο αξιοπρεπούς διαβιώσεως) δεν επιτρέπεται, εν όψει και του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, να πλήσσεται με την επιβολή φόρων και άλλων οικονομικών βαρών, η οποία, κατά την τελευταία αυτή διάταξη, επιτρέπεται «ανάλογα με τις δυνάμεις» κάθε φορολογούμενου, δηλαδή μόνο εάν και στον βαθμό που υφίσταται φοροδοτική ικανότητα.
Η φοροδοτική, δηλαδή, ικανότητα συνίσταται –όπως και η ίδια η λεκτική διατύπωση του όρου φανερώνει στη δυνατότητα του συγκεκριμένου προσώπου να καταβάλει τον φόρο, χωρίς να θίγεται το ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς, εν όψει του άρθρου 2 παρ.1 του Συντάγματος, διαβιώσεώς του, προσδιορίζεται δε βάσει κριτηρίων αντικειμενικών, αναγομένων στο εισόδημα ή στην περιουσία, και υποκειμενικών, αναγομένων κυρίως στην προσωπική, οικογενειακή, κοινωνική κατάσταση, υγεία και ηλικία του συγκεκριμένου φορολογουμένου. Πρέπει, επομένως, κατά την έννοια των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων, να καταλείπεται αφορολόγητο το ποσό εισοδήματος που αντιστοιχεί στις δαπάνες, στις οποίες έχει πράγματι υποβληθεί ο συγκεκριμένος φορολογούμενος για την κάλυψη των, βάσει των ως άνω κριτηρίων, αναγκών αξιοπρεπούς διαβιώσεως του ιδίου και της οικογενείας του (εν όψει και του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος) [βλ. και Πρακτικά Επιτροπών της Βουλής επί του Συντάγματος, συνεδρίαση 28.1.1975, Εισηγητής Πλειοψηφίας Σ. Στεφανόπουλος, σελ. 396 επίσης BverfGe 82,60]. Ο νόμος πρέπει, συνεπώς, κατά τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, να προβλέπει την δυνατότητα εξευρέσεως της πραγματικής φοροδοτικής ικανότητας κάθε συγκεκριμένου φορολογουμένου, η οποία διασφαλίζεται, κατ' αρχήν, με την θέσπιση αφορολογήτου ορίου εισοδήματος (η οποία, σε αντίθεση με άλλες φορολογικές απαλλαγές που θεσπίζονται για οικονομικές, κοινωνικές ή άλλες σκοπιμότητες, υπηρετεί, όπως εξετέθη, την, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, υποχρέωση της Πολιτείας για την διασφάλιση της αξιοπρεπούς διαβιώσεως του ατόμου). Το τεκμήριο ύπαρξης φοροδοτικής ικανότητας που τυχόν καθιερώνει ο νόμος με την πρόβλεψη αφορολογήτου ορίου πρέπει, για να πληροί τις απαιτήσεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 4 παρ. 5 του Συντάγματος, να είναι μαχητό· δηλαδή, αν με το νόμο έχει θεσπισθεί συγκεκριμένο ποσό ως αφορολόγητο όριο εισοδήματος, το ποσό αυτό, αναγκαίως, κατά τεκμήριον μόνον στοιχεί στην έλλειψη φοροδοτικής ικανότητος του συγκεκριμένου φορολογουμένου και, ως εκ τούτου, πρέπει να επιτρέπεται η ανταπόδειξη. Σε περίπτωση δε που δεν έχει θεσπισθεί τέτοιο αφορολόγητο όριο, πρέπει να παρέχεται στον συγκεκριμένο φορολογούμενο η δυνατότητα να αποδείξει ενώπιον της φορολογικής αρχής ή, πάντως, κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, ότι συγκεκριμένο τμήμα του εισοδήματός του, που αναλώθηκε για την κάλυψη στοιχειωδών αναγκών για την αξιοπρεπή διαβίωση του ιδίου και της οικογένειάς του, δεν πρέπει να φορολογηθεί. Τα προεκτεθέντα ισχύουν ιδιαιτέρως, εν όψει της παρ. 1 του άρθρου 21 του Συντάγματος, για τους έγγαμους φορολογουμένους με παιδιά ή όχι, κατά μείζονα δε λόγον, εν όψει της παρ. 2 του εν λόγω άρθρου, για τους πολύτεκνους φορολογουμένους, οι οποίοι «έχουν δικαίωμα ειδικής φροντίδας από το Κράτος» (η οποία μπορεί να συνίσταται τόσο σε ποικίλες κοινωνικές παροχές οικονομικού περιεχομένου όσο και σε ειδικές ρυθμίσεις αναγόμενες σε πλείστους τομείς, όπως είναι η εκπαίδευση, η απασχόληση, η στράτευση κ.ά.). Η υποχρέωση, κατ' αρχήν, της Πολιτείας για θέσπιση αφορολογήτου ορίου εισοδήματος, ως μαχητού τεκμηρίου φοροδοτικής ικανότητας, και για παροχή σχετικής δυνατότητος ανταποδείξεως του φορολογουμένου, εν πάση δε περιπτώσει -αν δηλαδή δεν θεσπίζεται αφορολόγητο όριο εισοδήματος- η υποχρέωση του νομοθέτη να αναγνωρίσει το, απορρέον ευθέως εκ των άρθρων 2 παρ. 1 και 4 παρ. 5 του Συντάγματος, δικαίωμα του φορολογουμένου να αποδείξει ότι συγκεκριμένο τμήμα του εισοδήματός του αναλώθηκε για την κάλυψη στοιχειωδών αναγκών αξιοπρεπούς διαβιώσεως του ιδίου και της οικογενείας του δεν αναιρούνται ούτε αντισταθμίζονται, προκειμένου περί πολυτέκνων φορολογουμένων, από την πρόβλεψη στο νόμο «της παροχής εκπτώσεως επί του αναλογούντος φόρου ή της παροχής ειδικών επιδομάτων, απαλλασομένων ενδεχομένως του φόρου, για την αντιμετώπιση των αυξημένων οικογενειακών δαπανών», όπως δέχεται η πλειοψηφούσα γνώμη. Διότι, στην προκειμένη ειδικώς περίπτωση, α) η ισχύουσα διάταξη του άρθρου1 του ν. 4110/2013, η οποία -μη αναφερομένη ειδικώς στους πολυτέκνους- δεν προέβλεψε αφορολόγητο όριο εισοδήματος αλλά μείωση φόρου υπό την προϋπόθεση πραγματοποιήσεως από τον φορολογούμενο δαπανών αποδεικνυομένων από νόμιμα φορολογικά παραστατικά στοιχεία, όρισε ρητώς ότι το ποσόν των προσκομιζομένων αποδείξεων δαπανών «ορίζεται σε ποσοστό 25% του δηλουμένου και φορολογουμένου εισοδήματος», περιόρισε δηλαδή το ύψος των αναγνωριζομένων για τη μείωση του φόρου δαπανών στο ως άνω ποσοστό, το οποίο είναι άδηλον αν καλύπτει το σύνολο των δαπανών στις οποίες πράγματι υπεβλήθη ο συγκεκριμένος φορολογούμενος για την αξιοπρεπή διαβίωση του ιδίου και της οικογενείας του, και β) το «σύστημα ρυθμίσεως της κρατικής μέριμνας των πολυτέκνων», το οποίο, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη, συνθέτουν, αφ' ενός, το «ενιαίο επίδομα στήριξης τέκνων» (κατά το άρθρο πρώτο παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ. 2 του ν. 4093/2012, όπως το τελευταίο εδάφιο της διατάξεως αυτής αντικαταστάθηκε τελικώς με το άρθρο 38 παρ. 8 περ. β΄ του ν. 4114/2013) και, αφ' ετέρου, το «ειδικό επίδομα τριτέκνων και πολυτέκνων» (κατά το άρθρο 40 του ν. 4141/2013), δεν διασφαλίζει ότι τα εν λόγω αφορολόγητα επιδόματα υπερκαλύπτουν το ύψος των δαπανών στις οποίες πράγματι υπεβλήθη ο συγκεκριμένος φορολογούμενος για την αξιοπρεπή διαβίωση του ιδίου και της πολυμελούς οικογενείας του. Πέραν, όμως, όλων των ανωτέρω, ακόμη και αν για τον προσδιορισμό της φοροδοτικής ικανότητος του συγκεκριμένου φορολογούμενου ελαμβάνοντο υπ' όψιν οι δαπάνες που υπολογίζονται για την ως άνω μείωση του φόρου ή τα προμνησθέντα αφορολόγητα επιδόματα, η μη παροχή της δυνατότητος στον συγκεκριμένο να ανταποδείξει (σε περίπτωση θεσπίσεως αφορολογήτου ορίου) ή να αποδείξει (σε περίπτωση μη θεσπίσεως αφορολογήτου ορίου) ενώπιον της φορολογικής αρχής ή των αρμοδίων δικαστηρίων το συγκεκριμένο τμήμα του εισοδήματός του που πράγματι δαπανήθηκε για τις ανάγκες αξιοπρεπούς διαβιώσεως του ιδίου και της οικογενείας του και, ως εκ τούτου, απαλλάσσεται του φόρου, συνιστά αυτοτελώς παραβίαση των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 5 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, το ειδικότερο δε ζήτημα αυτό, προβάλλεται με την κρινόμενη προσφυγή.