Χλιαρὸ πρωινὸ τῆς ἄνοιξης κι εἶπε νὰ πάρει τὸ λεωφορεῖο ὁ φίλος σας, ὁ συνταξιοῦχος τοῦ ΕΚΑΣ, γιὰ μιὰ διαδρομὴ μετ᾽ ἐπιστροφῆς χωρὶς ἀποβίβαση. Τὸ συνήθιζε. Ἦταν ὁπωσδήποτε μιὰ σχεδὸν ἀνέξοδη ἀπόδραση μὲ τὴν κάρτα ἀπεριορίστων διαδρομῶν.
Χωρὶς περιέργεια τὸ μάτι του ἔπαιρνε φωτογραφίες ἀθῶες καὶ στοχαζόταν στὸ μεταίχμιο τῶν δύο κόσμων ποὺ βρισκόταν· τοῦ δικοῦ του καὶ τῆς νέας γενιᾶς, ποὺ τὴν ἔβλεπε μὲ ἀγάπη χωρὶς τὸν θρύλο γιὰ «τὸ χάσμα τῶν γενεῶν».
Ἔτυχε νὰ καθίσει σ᾽ ἕνα ἀπὸ τ᾽ ἀντικρυστὰ καθίσματα πρὸς τὴ μεριὰ τοῦ παραθύρου. Ἔ, ἦταν καὶ φιλοθεάμων... Ἡ διαδρομὴ ἦταν ἀρκετὴ σὲ διάρκεια. Κάποια στιγμὴ ἦρθε καὶ κάθισε ἀπέναντί του μιὰ μικροοικογένεια. Χάρηκε. Εἶχαν καὶ μωρὸ -καλὴ παρέα. Βολεύτηκαν στὶς θέσεις.
Ὁ πατέρας, ἕνας νέος περίπου στὰ τριάντα δύο, ἡ μητέρα μιὰ κοπέλα γύρω στὰ εἴκοσι ὀκτώ. Ἀνάμεσά τους θέλησε νὰ στέκεται ὄρθιος ὁ γυιός, στὰ τρία του, μὲ μιὰ λάμψη ἐξυπνάδας στὰ φρέσκα ματάκια του. Τριβόταν πότε πάνω στὸν ἕνα καὶ πότε πάνω στὴν ἄλλη ζητώντας αὐτοεπιβεβαίωση στὴν ἐπαφὴ μὲ τὶς γονικὲς παλάμες. Ἔπαιζε πότε μὲ τὰ δάχτυλα τῆς μιᾶς καὶ πότε μὲ τοῦ ἄλλου καὶ ἰδιαιτέρως γλυστροῦσε τὰ μικρούτσικα δικά του πάνω σ᾽ ἕνα στρογγυλὸ γυαλιστερὸ κρίκο ποὺ εὕρισκε στὰ χέρια τοῦ μπαμπᾶ καὶ τῆς μαμᾶς.
Ποῦ νὰ μποροῦσε νὰ καταλάβει τὸ μικρὸ πὼς σ᾽ αὐτοὺς τοὺς χρυσοὺς χαλκάδες ἐπιβεβαιωνόταν ἡ πατρότητα καὶ ἡ μητρότητα, ποὺ τὸν ἔκαναν καὶ τὸν κρατοῦσαν εὐτυχισμένο! Αὐτοῦ τοῦ ἔλειπε κάτι· ἔδειξε τὸ δικό του ἀντίστοιχο δαχτυλάκι καὶ εἶπε παραπονιάρικα: «Ἐμένα, ἐμένα, μαμά;». Ἔκανε τάχα ἡ μαμὰ νὰ βγάλει τὸ δικό της, νὰ τοῦ τὸ δώσει νὰ παίξει. Ὅμως, τοῦ ᾽πε –τοῦ τό ᾽δειξε– πὼς δὲν βγαίνει· οὔτε τοῦ μπαμπᾶ. Ἦταν ἴσα-ἴσα στὰ δάχτυλα καὶ τῶν δύο. Σκοτείνιασε ὁ μικρὸς κι εἶπε ἱκετευτικά· «Πάρεις, μπαμπά; Πάρεις Γιαννάκη σου;».
Ὁ πατέρας τοῦ χάιδεψε τὸ χεράκι. «Ναί, ναί, ἀγόρι μου!», εἶπε χαμογελώντας καὶ κοίταξε τὴ μαμά. Τὸ βλέμμα τους συναντήθηκε κι ἄστραψε στὸ ἄγγισμα στὸ βάθος τῆς προσδοκίας...
Στὴν ἕβδομη στάση κατέβηκαν. «Ἄ, γιατὶ τόσο γρήγορα;», σκέφτηκε. Ὅμως, δὲν τὸν ἄφησαν καὶ μόνο. Τώρα πῆρε νὰ σκέφτεται, νὰ θυμᾶται.
Αὐτοὶ οἱ χαλκάδες μὲ τὸ παράξενο ὄνομα «βέρες»... Αὐτὸς ἤξερε πὼς «βέρος» εἶναι ὁ ἀληθινός. Μπροστά του φάνηκαν τὰ ροζιασμένα καὶ στεγνωμένα δάχτυλα τοῦ πατέρα του καὶ τῆς μάνας του στὰ στερνά τους. Πόσο τὰ στόλιζε καὶ τὰ ζωντάνευε τούτη ἡ βέρα...
Πόσο εἶχε ἐντυπωσιαστεῖ, ὅταν παιδάκι κι αὐτὸς τὶς εἶχε πρωτοανακαλύψει στὰ χέρια τῶν μεγάλων! Τῆς γιαγιᾶς πρόσεξε πὼς εἶχε ἄλλο χρῶμα, νά, ὅπως τὸ κατσαρολάκι ποὺ τοῦ ζέσταινε τὸ γάλα του. Μιὰ μέρα τὴ ρώτησε...
–Δύσκολα χρόνια, ἀγόρι μου! τ᾽ ἀποκρίθηκε ἐκείνη καὶ τὸν χάιδεψε βιαστικά...
* * *
«Ἄραγε», ἀναλογίστηκε, «τὰ χρόνια τὰ σημερινά, ποὺ σπανίζει τὸ εὐλογημένο δαχτυλίδι στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων, εἶναι πιὸ δύσκολα ἀπὸ ἐκεῖνα τῆς γιαγιᾶς καὶ τοῦ παπποῦ του, ποὺ οἱ βέρες τους ἦταν σύμβολα τοῦ χρυσοῦ συμβόλου καὶ τὶς ὁποῖες ἔβαλαν ἀμανάτι στὸν μεγαλέμπορο Τ., γιὰ νὰ τοὺς δανείσει καὶ νὰ πᾶνε στοὺς γιατροὺς τὸν μικρό τους γυιό, ποὺ εἶχε φυματίωση κι ἤθελε φάρμακα καὶ καλὸ φαΐ;».
῞Όμως, τὸ ρώτημά του ξέρει πὼς εἶναι ρητορικό. Εἶναι βέβαιο πὼς δὲν ἄλλαξαν ἀπὸ μόνοι τους οἱ καιροί. Τοὺς ἄλλαξε τὸ αἴσθημα τῶν ἀνθρώπων. Σιγά-σιγά, ἀπὸ τὰ πολλά-πολλὰ ὁ ἄνθρωπος ἔφυγε ἀπὸ τὸ «ἐμεῖς οἱ δύο» καὶ σκέφτεται συνέχεια τὸ ἕνα, τὸ «ἐγώ», ποὺ θέλει ἀνεξαρτησία, εὐρυχωρία, ἄνεση κινήσεων· καὶ ἢ δὲν τὸ βάζει ἐξαρχῆς τοῦτο τὸ συνθετικό, ποὺ τοῦ θυμίζει πὼς δὲν εἶναι ἕνας, ἀλλὰ δύο ποὺ κάνουν τὸν ἕνα, καθὼς τὸ λέει καὶ ἡ Ἐκκλησία, ἢ τὸ βγάζει μὲ τὸν καιρὸ σὰν κάτι ποὺ τοῦ ᾽χει γίνει ξένο...
Σκέψη τὴ σκέψη, εἶχε πάψει νὰ παρατηρεῖ γύρω του. Ὅταν τὸ κατάλαβε, ἀπέναντί του καθόταν μιὰ νέα γυναίκα μὲ ὡραῖα, ἀλλὰ βαθιὰ θλιμμένα μάτια. Στὴν ἀγκαλιά της κούρνιαζε ἕνα συμπαθητικὸ ἀγοράκι, ποὺ τὸ προσωπάκι του ἔδειχνε ἕνα ξάφνιασμα, ἕνα ἀδιόρατο παράπονο. Αὐτὸ δὲν ἔπαιζε ὅπως ὁ προηγούμενος μικρός. Κοίταζε γύρω ἐρευνητικὰ καί, σὰν δὲν εὕρισκε ὅ,τι −ὅποιον τάχα;− ἀναζητοῦσε, σταματοῦσε τὸ βλέμμα στὰ χέρια τῆς μανούλας του, ποὺ δὲν τὰ στόλιζε κανένα χρυσὸ δαχτυλίδι-κρίκος. Ποιός ξέρει γιατί;...
* * *
Ὁ φίλος σας ὁ συνταξιοῦχος φόραγε τὴ βέρα του, ἀλλὰ εἶχε κι αὐτὸς τὸν καημό του, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε πιὰ τὸ χέρι ποὺ μιὰ ζωὴ κρατοῦσε στοργικὰ τὸ δικό του. Ὁ ἰσόψυχός του ἄνθρωπος ἔκανε πρὶν ἀπ᾽ αὐτὸν φτερά... Ὅμως, αὐτὸς δὲν λέει νὰ ξεχάσει τὴ στιγμὴ τοῦ χαρμόσυνου μυστηρίου, ὅταν ἄκουσαν κι οἱ δύο μὲ δέος: «Κύριε, στήριξον τὸν ἀῤῥαβῶνα αὐτὸν ἐν πίστει καὶ ὁμονοίᾳ καὶ ἀληθείᾳ καὶ ἀγάπῃ...»· καί μετά: «᾽Ανάλαβε τοὺς στεφάνους αὐτῶν ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου, ἀσπίλους καὶ ἀμώμους καὶ ἀνεπιβουλεύτους διατηρῶν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων».
–Ἄρα, ὑπάρχει ἀντίκρυσμα τῆς πιστότητας στοὺς οὐρανούς, μονολόγησε. Μυστήριο!... κι ἦρθε μπροστά του ἡ ἀποδημοῦσα ἀγαπημένη ψυχή.
Καὶ ἴσα-ἴσα, ἐπειδὴ ἤξερε αὐτός, παρακάλεσε μυστικὰ νὰ δώσει ὁ Θεὸς στοὺς ἀνθρώπους ξανὰ τὴ σοφία νὰ μένουν πιστοὶ στὴν ὑπόσχεση ποὺ δίνουν μπροστά Του, νὰ μὴ χαλάσουν ποτέ, μυστικὰ ἢ φανερά, τὴν ἁρμονία τῆς ἀγάπης, ποὺ παίζει στὶς νεόκοπες βέρες μὲ τὰ χαραγμένα καὶ ἀλληλοδωρισμένα ὀνόματα τῶν δύο καὶ στὴ μοναχικὴ καὶ λειψὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς μας.
Η πολύ ενδιαφέρουσα συνέχεια ΕΔΩ...
Πηγή: Εκδόσεις Έαρ, Μαυρομιχάλη 32 Κέντρο, Αθήνα - T.K.: 106 80, τηλ. 210 36 38 621, info@ear-books.com, Μαμά Μπαμπάς και Παιδιά