H «βόμβα» του Δημογραφικού και της πληθυσμιακής γήρανσης
Ακούγονται σχεδόν μονότονα τα τελευταία χρόνια οι προειδοποιήσεις για τις σημαντικές επιπτώσεις που θα έχει η «βόμβα» του Δημογραφικού και της πληθυσμιακής γήρανσης για το μέλλον μας και το μέλλον των παιδιών μας σε επίπεδο ανάπτυξης, ασφαλιστικού/συνταξιοδοτικού, δημοσίων οικονομικών αλλά και βιωσιμότητας της χώρας απέναντι σε επεκτατικούς γείτονες. Ωστόσο, οι προειδοποιήσεις αυτές δεν φαίνεται να έχουν γίνει αντικείμενο ιδιαίτερου προβληματισμού ούτε από τους πολίτες ούτε και από τις πολιτικές τους ηγεσίες.
Σε δημοσκοπήσεις που γίνονται κατά καιρούς ως προς τα βασικά προβλήματα της χώρας, το Δημογραφικό δεν φαίνεται να συγκεντρώνει παραπάνω από το 1%. Ομως, και οι κατά καιρούς πολιτικές ηγεσίες επέδειξαν απέναντι στο πρόβλημα πρωτοφανή ολιγωρία και αρκέσθηκαν μόνο στην εκπόνηση εκθέσεων/πορισμάτων από Διακομματικές Κοινοβουλευτικές Επιτροπές (1993, 2018) και συζήτηση αυτών των εκθέσεων στη Βουλή (π.χ. 5.3.2019). Μάλιστα παρατηρήθηκε το φαινόμενο, προτάσεις νόμου για την αντιμετώπιση του Δημογραφικού να απορρίπτονται με διάφορα προσχήματα από τη Ν.Δ. ως κυβέρνηση το 1991 όταν τις υπέβαλλε το ΠΑΣΟΚ, αλλά και από το ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση το 1995 όταν τις υπέβαλλε η Ν.Δ. Αποτέλεσμα αυτής της αβελτηρίας είναι ότι ακόμη και τώρα λείπει ένα μακρόπνοο στρατηγικό σχέδιο για την αντιμετώπιση του Δημογραφικού.
Βέβαια, η συνεχής αστικοποίηση της ζωής στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, ο περιορισμένος διαθέσιμος χρόνος των νέων ανθρώπων λόγω εξοντωτικών ωραρίων, οι χαμηλές αποδοχές για μεγάλες ομάδες πληθυσμού, καθώς και οι αρνητικές επιπτώσεις από την πρόσφατη οικονομική κρίση και την πανδημία έχουν σχεδόν νομοτελειακά οδηγήσει σε κάποια απροθυμία των νέων ζευγαριών για την απόκτηση παιδιών. Αλλωστε, στην Ελλάδα προ πολλού έχει ανατραπεί η ισορροπία θανάτων και γεννήσεων, με τον δείκτη γονιμότητας να κατρακυλάει ήδη το 1982 από τα 2,10 παιδιά ανά τεκνοποιούσα γυναίκα (που είναι το όριο γι’ αυτήν την ισορροπία) στο 1,34 το 2019 και –κατά εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής– στο 1,47 το 2050.
Η τάση αυτή μείωσης του πληθυσμού πιθανότατα δεν μπορεί να ανατραπεί. Μπορεί όμως να επιβραδυνθεί, με στρατηγικό σχέδιο το οποίο θα περιλαμβάνει τρεις βασικούς άξονες:
1. Παροχή κινήτρων στα νέα ζευγάρια ή και σε μονογονεϊκές οικογένειες για απόκτηση και ανατροφή παιδιών, δικών τους ή από υιοθεσία και αναδοχή. Μέτρα όπως φοροελαφρύνσεις, πρόσβαση σε δωρεάν βρεφονηπιακούς σταθμούς και σε ικανοποιητικού επιπέδου δημόσια σχολεία, δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, επιδόματα, ευρύτερη στήριξη των εργαζόμενων γονέων, διευκολύνσεις στην παροχή στεγαστικών δανείων κ.τ.ό. είναι εν προκειμένω τα «κλασικά» μέτρα που αξίζει να μελετηθούν επισταμένα ως προς την αποδοτικότητά τους και να εφαρμοσθούν κατά περίπτωση.
Σημειώνεται ότι η χώρα μας είχε κατά το 2020 μία από τις χειρότερες θέσεις στον ΟΟΣΑ ως προς τις φορολογικές επιβαρύνσεις (37,1%) για οικογένειες με δύο παιδιά!
2. Παροχή κινήτρων σε νέους Ελληνες, επιστήμονες και επαγγελματίες, που διαμένουν στο εξωτερικό και θα επιθυμούσαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Ο αριθμός όσων έφυγαν από τη χώρα κατά τα έτη 2008-2017 υπολογίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος σε 467.000(!) και προφανώς πρόκειται για ανθρώπους που όχι μόνο θα βοηθήσουν στην αντιμετώπιση του Δημογραφικού, αλλά και θα εμπλουτίσουν τη χώρα μας με υψηλή εξειδίκευση. Ως προς το πώς αυτό το brain drain θα μπορούσε να γίνει brain retain ή και brain gain, υπάρχουν διάφορες βέλτιστες πρακτικές ξένων χωρών που αξίζει να μελετηθούν, όπως π.χ. του Ισραήλ, το οποίο έχει επιτύχει δείκτη γονιμότητας περί το 3,0, με προσέλκυση Ισραηλιτών από τη Διασπορά μέσω φοροαπαλλαγών.
3. Προσεκτική μελέτη ως προς το είδος των παιδιών από γονείς μετανάστες και πρόσφυγες που θα μπορούσαν, μέσω της ελληνικής παιδείας, να αφομοιώσουν τις αξίες της ελληνικής κοινωνίας και να ενσωματωθούν στους κόλπους της. Σύμφωνα με έκθεση του Συνήγορου του Πολίτη (11.3.21) για την εκπαιδευτική ένταξη των προσφυγόπουλων, μόλις το 14,2% αυτών των παιδιών φοιτά στα ελληνικά σχολεία, και τούτο μολονότι κατά το ΣτΕ (470/2018) τα προσφυγόπουλα μπορούν και πρέπει (κατ’ αρχήν) να εντάσσονται στις τάξεις των ελληνικών σχολείων.
Πρόκειται βεβαίως για τρεις άξονες ενός σχεδίου που θα άξιζε να συζητηθεί με νηφαλιότητα, χωρίς ιδεοληπτικές κραυγές και κινδυνολογίες. Αυτονόητο είναι ότι χρειάζεται μια ευρύτερη ενημέρωση και ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης στο πρόβλημα. Ομως, σε κάθε περίπτωση, δεν επιτρέπονται πλέον άλλες καθυστερήσεις. Οπως θα έλεγε ο Θουκυδίδης (Α΄142), «Οἱ καιροί οὐ μενετοί…».
Πηγή: infognomonpolitics.gr