Μια σοβαρή απειλή, με επικίνδυνες συνέπειες, πλανάται πάνω από τη χώρα μας. Το όνομά της δημογραφική κρίση, η οποία, σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, παίρνει πλέον ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Εάν η πολιτεία δεν προχωρήσει άμεσα σε καθοριστικές μεταρρυθμίσεις και όχι σε ημίμετρα, όπως δείχνουν οι εκθέσεις διεθνών οργανισμών και στατιστικών υπηρεσιών, μέχρι τα επόμενα 50 χρόνια η Ελλάδα θα μετατραπεί σε χώρα γερόντων με σημαντική μείωση του αμιγούς ελληνικού πληθυσμού της.
Ενα πρόβλημα που, μετά το '81, αντιμετωπίζει στο σύνολό της σχεδόν όλη η Ευρώπη -ελάχιστες οι εξαιρέσεις- αφού σταδιακά μειώνονται οι γεννήσεις και αυξάνονται οι θάνατοι. Οι προβλέψεις λένε ότι μέχρι το 2050 ο πληθυσμός της Ευρώπης θα μειωθεί κατά 8,5 εκατομμύρια κατοίκους, παρά την εισροή των μεταναστών, οι οποίοι, κατά τους μελετητές, αποτελούν «δημογραφική ένεση» για τους πληθυσμούς πολλών ευρωπαϊκών χωρών. |
Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Βουλγαρία αντιμετωπίζουν σήμερα το πιο σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα στην Ευρώπη, αφού οι δείκτες γονιμότητας είναι πολύ κάτω από τα όρια για την αντικατάσταση των γενεών. Στη χώρα μας από 2,1 που ήταν το 1981 έφτασε το 1,2 το 2004. Είναι ο χαμηλότερος δείκτης στην Ευρώπη των 15 και ο πέμπτος χαμηλότερος στην Ευρώπη των 25. Την ιδια ώρα η Κομισιόν υποστηρίζει ότι, για ν' αντιστραφεί η τάση συρρίκνωσης του ευρωπαϊκού πληθυσμού, θα πρέπει ο δείκτης γονιμότητας να ανεβεί στο 2,7.
Οσον αφορά την Ελλάδα, οι αριθμοί που ακολουθούν δείχνουν το μέγεθος του προβλήματος: σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, κατακόρυφη πτώση σημείωσαν οι γεννήσεις. Από τις 148.000, που ήταν το 1980, κατέβηκαν περίπου στις 100.000 το 2004. Το σημαντικό στοιχείο όμως, που προκύπτει από τη μελέτη που έχει κάνει ο καθηγητής Μανώλης Δρεττάκης, είναι ότι από τις 105.655 γεννήσεις που σημειώθηκαν το 2004, οι 16.852 (16,0%) ήταν από αλλοδαπές μητέρες, ενώ οι γεννήσεις από Ελληνίδες μητέρες το 2004 ήταν περίπου 55.000 λιγότερες απ' ό,τι το '80.
Η δυτική Μακεδονία και η Ηπειρος είναι οι περιοχές της χώρας που αντιμετωπίζουν τη μεγαλύτερη υπογεννητικότητα, αντίθετα το νότιο Αιγαίο και η Κρήτη τη μικρότερη. Η πιο σημαντική επίπτωση από την αύξηση της υπογεννητικότητας, σύμφωνα με τον κ. Δρεττάκη, είναι η μείωση των μαθητών με Ελληνες γονείς. Κατά 435.000 μειώθηκαν από το '80 έως το 2004 στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
«Σε 30 χρόνια με τα σημερινά δεδομένα οι μετανάστες θα αντιστοιχούν στο 30% του συνολικού πληθυσμού της χώρας» τονίζει ο γενικός γραμματέας της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδος (ΕΣΥΕ), Μανώλης Κοντοπυράκης, και προτείνει την πλήρη ενσωμάτωση των νόμιμων μεταναστών στην ελληνική κοινωνία. Οσο για τις αιτίες της υπογεννητικότητας πιστεύει ότι η πρώτη και βασική αιτία είναι η αλλαγή νοοτροπίας της Ελληνίδας, η οποία πρέπει να πειστεί και πάλι ότι το να φέρνεις παιδιά στον κόσμο είναι ευλογία και δεν είναι πρόβλημα. «Η πολιτεία αναμφισβήτητα πρέπει να συμβάλει με μέτρα και κίνητρα, αλλά και οι Ελληνες πρέπει ν' αλλάξουν σκέψη και νοοτροπία. Δεν σημαίνει ότι όταν κάνεις παιδιά, ξεβολεύεσαι από την άνεσή σου» προσθέτει ο κ. Κοντοπυράκης.
Τα τελευταία 14 χρόνια (σύμφωνα με την ΕΣΥΕ) οι γάμοι από 65.568 το 1991 κατέβηκαν στους 51.377 το 2004, ενώ αυξήθηκαν σημαντικά οι πολιτικοί από 5.858 (1991) σε 13.881 (2004), γεγονός που αποδίδεται στους γάμους Ελλήνων με μετανάστες ή μεταξύ μεταναστών. Ο δείκτης διαζυγίων αυξήθηκε και από 8% το 1984 έφτασε το 21% το 2004, ενώ οι γυναίκες αποκτούν πλέον το πρώτο τους παιδί σε ηλικία περίπου 29 χρονών, από 25 που ήταν το 1991.
Παράλληλα αυξήθηκαν οι θάνατοι και από 53.000 που ήταν το 1951 έφτασαν τους 105.000 το 2004, όχι από νοσηρότητα, αλλά από γήρανση, όπως επισημαίνει ο καθηγητής του ΕΜΠ Κωστής Κουτσόπουλος. Ετσι τριπλασιάστηκαν τα ηλικωμένα άτομα πάνω των 65 χρόνων. Σήμερα οι νέοι είναι 10% λιγότεροι από τους ηλικωμένους και να σκεφτεί κανείς ότι το 1950 ήταν υπερτετραπλάσιοι των ηλικιωμένων. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, μια χώρα θεωρείται γερασμένη όταν το 7% στο σύνολο του πληθυσμού της είναι άνω των 65 ετών. Στη χώρα μας σήμερα το ποσοστό αυτό φτάνει περίπου στο 18%, ενώ σύμφωνα με εκτιμήσεις το 2025 θα φτάσει το 25%.
Η υπογεννητικότητα, όπως πολύ σωστά επισημαίνει η καθηγήτρια Κοινωνιολογίας Αλεξάνδρα Κορωναίου, είναι ένα σύνθετο φαινόμενο που έχει να κάνει με τις αλλαγές στη σύνθεση της παραδοσιακής οικογένειας αλλά και στις σύγχρονες κοινωνίες, σε επίπεδο σχέσεων και κουλτούρας.
Ως σύνθετο λοιπόν και όχι ως ένα απλό κοινωνικό φαινόμενο πρέπει να το αντιμετωπίσει η πολιτεία και οι εκάστοτε κυβερνήσεις, έτσι ώστε οι γυναίκες που το επιθυμούν -γιατί η μητρότητα είναι επιθυμία και επιλογή- να πειστούν ότι, όταν αποκτήσουν παιδιά, θα μπορέσουν να τα μεγαλώσουν με αξιοπρέπεια και με μια σχετική οικονομική άνεση, η οποία, σήμερα, στην πλειονότητα των ελληνικών ζευγαριών δεν υπάρχει.
papastat@enet.gr antxunou@enet.gr
Η πρώτη και σοβαρή επίπτωση που έχει ήδη το τεράστιο έλλειμμα παιδιών από Ελληνίδες μητέρες είναι η κατακόρυφη μείωση των μαθητών με Ελληνες γονείς
Το έλλειμμα παιδιών, το μεγαλύτερο της χώρας
Του ΜΑΝΟΛΗ Γ. ΔΡΕΤΤΑΚΗ*
Στη μέχρι σήμερα αρθρογραφία μας για το δημογραφικό πρόβλημα -παρ' όλο ότι γνωρίζαμε εδώ και αρκετά χρόνια ότι ένας σημαντικός αριθμός γεννήσεων στη χώρα μας ήταν από αλλοδαπές μητέρες (βλέπε σχετικά το άρθρο μας στην «Ελευθεροτυπία» της 24.8.1999 στο οποίο παραθέσαμε στοιχεία από μια δική μας έρευνα το έτος εκείνο)- επειδή δεν υπήρχαν επίσημα στοιχεία γεννήσεων κατά υπηκοότητα της μητέρας, εξετάζαμε το σύνολο των γεννήσεων τα τελευταία χρόνια σε σχέση με το σύνολό τους το έτος 1980, δηλαδή το έτος πριν από την έναρξη της κατακόρυφης πτώσης τους (από 148.000 το 1980 κατολίσθησαν γύρω στις 100.000 τον χρόνο από το 1990 και μετά). |
Σε πρόσφατα άρθρα μας -με βάση τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας (ΕΣΥΕ)- εξετάσαμε τις γεννήσεις στο Σύνολο Χώρας κατά υπηκοότητα της μητέρας και τους θάνατους κατά υπηκοότητα του θανόντος στη χώρα μας τα έτη 2004 και 2005 (τα πρώτα για τα οποία υπάρχουν τέτοια στοιχεία) και διαπιστώσαμε ότι από τις 105.655 γεννήσεις το 2004, οι 16.852 ή το 16,0% ήταν από αλλοδαπές μητέρες. Οι θάνατοι αλλοδαπών ήταν λίγοι. Εξαιτίας των διαφορών αυτών, το 2004 οι θάνατοι ξεπέρασαν τις γεννήσεις των Ελλήνων κατά 14.632 το 2004, ενώ αντίθετα οι γεννήσεις ξεπέρασαν τους θανάτους των αλλοδαπών κατά 15.345 το 2004.
Το 2004, όπως και το 1980, ήταν ένα δίσεκτο έτος. Κατά συνέπεια τα στοιχεία για τις γεννήσεις των δύο αυτών ετών είναι συγκρίσιμα. Με βάση τα στοιχεία της ΕΣΥΕ για τις γεννήσεις κατά υπηκοότητα το 2004 εξετάζουμε στο άρθρο αυτό την έκταση της μείωσης των γεννήσεων από Ελληνίδες μητέρες σε σχέση με το έτος 1980 στις 13 περιφέρειες και στο Σύνολο Χώρας.
Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν στοιχεία για τις γεννήσεις κατά υπηκοότητα της μητέρας το έτος 1980, κάναμε μια εκτίμησή τους εφαρμόζοντας στον πληθυσμό των αλλοδαπών που βρέθηκε στην απογραφή του 1981 (180.595) τους συντελεστές ανά 1.000 κατοίκους που προκύπτουν από τα στοιχεία της ΕΣΥΕ για τις γεννήσεις κατά υπηκοότητα του 2004 σε σχέση με τον πληθυσμό των αλλοδαπών που βρέθηκε στη χώρα στην απογραφή του 2001 (796.713). Οι γεννήσεις από Ελληνίδες μητέρες προκύπτουν από αφαίρεση των γεννήσεων από αλλοδαπές μητέρες από το σύνολο των γεννήσεων των ετών 1980 και 2004.
Στην πρώτη στήλη του Πίνακα 1 δίνονται οι γεννήσεις από Ελληνίδες μητέρες στις 13 περιφέρειες και στο Σύνολο Χώρας το έτος 1980 και στη δεύτερη στήλη στο έτος 2004. Στην 3η στήλη δίνεται η διαφορά των γεννήσεων και στην τέταρτη στήλη η ποσοστιαία μείωση των γεννήσεων το 2004 σε σχέση με το 1980.
Από την τελευταία γραμμή της τρίτης στήλης του Πίνακα 1 φαίνεται ότι οι γεννήσεις από Ελληνίδες μητέρες το 2004 ήταν πάνω από 55.000 λιγότερες απ' ό,τι το 1980. Αυτό είναι το μεγαλύτερο και σημαντικότερο ετήσιο έλλειμμα της χώρας, πολύ πιο σημαντικό από το δημόσιο έλλειμμα, το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών, τα ελλείμματα των δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών κ.λπ. Οι πολλές και σοβαρές επιπτώσεις του ελλείμματος αυτού είναι ήδη εμφανείς και οδυνηρές για τον τόπο και, αν η κατάσταση αφεθεί στην τύχη της, προβλέπεται να γίνουν οδυνηρότερες στο άμεσο και στο απώτερο μέλλον (βλέπε, σχετικά, στη συνέχεια).
Από την τελευταία στήλη του Πίνακα 1 φαίνεται ότι η ποσοστιαία μείωση των γεννήσεων στο Σύνολο Χώρας πλησιάζει το 40%. Το ποσοστό, όμως, μείωσης των γεννήσεων παρουσιάζει μεγάλες διαφορές ανάμεσα στις περιφέρειες. Πιο συγκεκριμένα από την τελευταία στήλη του Πίνακα φαίνεται πως σε ό,τι αφορά το ποσοστό αυτό:
*Την πρώτη θέση (με τη μεγαλύτερη μείωση γεννήσεων) κατέχει η περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας και ακολουθεί η Ηπειρος, και
*Την τελευταία θέση (με τη μικρότερη μείωση γεννήσεων) κατέχουν το Νότιο Αιγαίο και η Κρήτη.
Ενας από τους λόγους στους οποίους οφείλεται η μικρότερη μείωση των γεννήσεων στο Νότιο Αιγαίο και στην Κρήτη είναι η μεγάλη τουριστική τους ανάπτυξη, εξαιτίας της οποίας υπάρχουν ευκαιρίες απασχόλησης, γεγονός το οποίο επιτρέπει στα νέα ζευγάρια που ζουν ή εγκαθίστανται σ' αυτές να εργάζονται και να κάνουν παιδιά.
Η πρώτη και σοβαρή επίπτωση που έχει ήδη το τεράστιο έλλειμμα παιδιών από Ελληνίδες μητέρες είναι η κατακόρυφη μείωση των μαθητών με Ελληνες γονείς. Η μείωση αυτή φαίνεται ανάγλυφα αν συγκρίνουμε τον μαθητικό πληθυσμό με Ελληνες γονείς στην πρωτοβάθμια (δημοτικά σχολεία) και δευτεροβάθμια (γυμνάσια, λύκεια και τεχνική και επαγγελματική) εκπαίδευση στο σχολικό έτος 2004/05 με το σύνολο του μαθητικού πληθυσμού το σχολικό έτος 1980/81, έτος στο οποίο ο αριθμός των μαθητών με αλλοδαπούς γονείς ήταν αμελητέος. Η σύγκριση αυτή γίνεται στον Πίνακα 2, οι στήλες του οποίου είναι αντίστοιχες του Πίνακα 1.
Από την τελευταία γραμμή του Πίνακα 2 φαίνεται ότι το έλλειμμα παιδιών από Ελληνίδες μητέρες είχε ως άμεση επίπτωση τη μείωση κατά 435.000 (!) των μαθητών με Ελληνες γονείς στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση! Η περίπτωση αυτή έχει ήδη αποτυπωθεί στα δημοτικά και σε πολύ σημαντικό βαθμό στα γυμνάσια. Στα λύκεια δεν υπάρχει μείωση των μαθητών διότι ένας ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός αποφοίτων γυμνασίου συνεχίζει την εκπαίδευσή του στα λύκεια (όχι, όμως, και στα ΤΕΕ, στα οποία υπάρχει μείωση των μαθητών).
Η μείωση των γεννήσεων έχει επιπτώσεις και στο εργατικό δυναμικό της χώρας. Το γεγονός ότι το δυναμικό αυτό δεν μειώνεται οφείλεται στη μεγάλη αύξηση των μεταναστών, οι οποίοι εισήλθαν στη χώρα μας μαζικά τη δεκαετία του '90.
Επιπτώσεις υπάρχουν και στο ασφαλιστικό πρόβλημα της χώρας, οι οποίες θα αυξηθούν καθώς περνούν τα χρόνια. Η μείωση των γεννήσεων σε συνδυασμό με την αύξηση της μέσης διάρκειας ζωής έχει ως αποτέλεσμα την επιδείνωση του δείχτη γήρανσης του πληθυσμού (το ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 65 ετών και άνω είναι μεγαλύτερο από εκείνο του πληθυσμού ηλικίας 0-14 ετών). Οι συνέπειες της γήρανσης είναι πολλές και σοβαρές (αύξηση των δαπανών για τις συντάξεις και την ιατρική, φαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη καθώς και μείωση του δυναμισμού του πληθυσμού).
Η σημαντικότερη και σοβαρότερη, όμως, επίπτωση της μείωσης των γεννήσεων από Ελληνίδες μητέρες σε συνδυασμό με την αύξηση των θανάτων των Ελλήνων είναι η μείωση του ελληνικού πληθυσμού (η οποία έχει ήδη αρχίσει), με ό,τι αυτό συνεπάγεται...
Ολα τα παραπάνω σημαίνουν ότι δεν βρισκόμαστε πλέον στο παρά 5' αλλά στο και 5' της δημογραφικής κρίσης που μαστίζει εδώ και χρόνια τον τόπο. Για την αντιστροφή της καθοδικής πορείας του ελληνικού πληθυσμού απαιτούνται άμεσα και δραστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της υπογεννητικότητας (δηλαδή η παροχή πολυσχιδούς βοήθειας στα ζευγάρια που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες για να αποκτήσουν και να αναθρέψουν τον αριθμό των παιδιών που επιθυμούν -βλέπε και το πρόσφατο βιβλίο της Χ. Συμεωνίδου «Οικογένεια και Γονιμότητα στην Ελλάδα» για τη σχετική έρευνα του ΕΚΚΕ). Για την υλοποίηση των μέτρων αυτών πρέπει να διατεθούν όλοι οι αναγκαίοι πόροι. Η ήδη μεγάλη καθυστέρηση στη λήψη των μέτρων αυτών είναι ασυγχώρητη. Η όποια παραπέρα καθυστέρηση θα είναι εγκληματική.
* Ο Μανόλης Γ. Δρεττάκης είναι πρώην: Αντιπρόεδρος της Βουλής, υπουργός και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ
«Το έχουμε ρίξει στην καλοπέραση»
«Οι Ελληνίδες σταμάτησαν να γεννούν παιδιά, όχι μόνο λόγω οικονομικών προβλημάτων. Οι Ελληνες το έχουμε ρίξει στην καλοπέραση, γιατί τα παιδιά έχουν φασαρία και θυσίες. Ποτέ, όμως, η ησυχία των νεκροταφείων δεν είναι καλύτερη από τις φωνές, την γκρίνια ή τα γέλια των παιδιών».
Αυτά υποστηρίζει ο πρόεδρος της Ανώτατης Συνομοσπονδίας Πολυτέκνων Ελλάδος και πατέρας ο ίδιος πέντε παιδιών, Βασίλης Θεοτοκάτος, αναφερόμενος στην υπογεννητικότητα που πλήττει τη χώρα μας. Από την άλλη, όμως, παραδέχεται ότι η Πολιτεία δεν έχει θεσμοθετήσει κανένα κίνητρο, ώστε οι μητέρες που θέλουν περισσότερα παιδιά να είναι σε θέση να τα αποκτήσουν. Επίσης, δεν έχει καταστήσει ελκυστική την εικόνα της πολύτεκνης οικογένειας ώστε να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση.
«Ακόμα και η "ελίτ" της ελληνικής κοινωνίας δεν παίζει πια το ρόλο της. Κάποτε έδινε το παράδειγμα και κάθε "σημαντική" οικογένεια είχε 6-7 παιδιά. Σήμερα, ακολουθεί την "πεπατημένη" και μένει στο ένα παιδί», επισημαίνει ο κ. Θεοτοκάτος, «Οπως είναι η κατάσταση τώρα, είναι απολύτως βέβαιο ότι μετά από 20-25 χρόνια θα έχουν αλλοιωθεί τα πάντα στη χώρα μας». Προσθέτει ο πρόεδρος της ΑΣΠΕ.
Η Ανώτατη Συνομοσπονδία έχει ήδη προτείνει δύο βασικά μέτρα στην Πολιτεία για να αντιμετωπιστεί η γήρανση της Ελλάδας. Το πρώτο αφορά τα νέα ζευγάρια, στα οποία προτείνεται να χορηγείται ένα δάνειο στο ύψος της αγοραζόμενης ή ανεγειρόμενης κατοικίας, κάτω από προϋποθέσεις. Οταν, δηλαδή, το νέο ζευγάρι θα αποκτήσει το δεύτερο παιδί, να του χαρίσουν το 1/3 των τόκων του δανείου, ενώ με το τρίτο παιδί να του χαρίζονται οι τόκοι και με το τέταρτο το κεφάλαιο.
Αντίστοιχα, η μητέρα, η οποία θα αποκτά τέταρτο παιδί και δεν θα επιθυμεί να εργάζεται πια, θα μπορούσε να έχει ένα μηνιαίο μισθό ύψους 750 ευρώ, χωρίς να δικαιούται να στέλνει τα παιδιά της σε παιδικούς σταθμούς ή να εργάζεται».
Οι πληθυσμιακές εξελίξεις στον ελληνικό χώρο είναι άμεσα συνυφασμένες με την ανάπτυξη της Ελλάδας
Αρχισε η σταδιακή μείωση του πληθυσμού
Του ΚΩΣΤΗ ΚΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ*
Η πληθυσμιακή εξέλιξη της νεότερης Ελλάδας δείχνει καθαρά μια εξέλιξη από υψηλούς σε χαμηλούς δείκτες γεννήσεων και θανάτων, καθώς και μια δημογραφική σταθερότητα τα τελευταία χρόνια.
Γεννητικότητα - γονιμότητα: Μετά το 1981, παρατηρείται μια σταδιακή μείωση της γεννητικότητας - γονιμότητας του πληθυσμού με ρυθμό που δεν έχει ξανασημειωθεί, όχι μόνο στον ελληνικό χώρο, αλλά και στο σύνολο των αναπτυγμένων χωρών σε ολόκληρο τον κόσμο. Ενώ οι γεννήσεις παρέμειναν σχεδόν σταθερές σε απόλυτους αριθμούς σε όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου (περίπου 148 χιλιάδες το χρόνο, όσες ήταν και το 1980), μετά το 1980 άρχισαν να μειώνονται, φθάνοντας το 2001 στις 102 χιλιάδες, μια μείωση που φθάνει το 32% κατά τη διάρκεια 20 μόνο ετών (πίνακας 1). |
Το μέγεθος των αλλαγών στη γονιμότητα του πληθυσμού της χώρας μας γίνεται πιο παραστατικά αντιληπτό μέσα από δύο συγκριτικούς δείκτες. Ο πρώτος, γνωστός και ως συντελεστής γεννητικότητας (αριθμός γεννήσεων επί 1.000 κατοίκων), δείχνει ότι οι γεννήσεις μεταπολεμικά μειώθηκαν περισσότερο από 50% (πίνακας 1). Ο δεύτερος και σπουδαιότερος είναι ο συντελεστής γονιμότητας, ο οποίος αναφέρεται στο μέσο όρο των παιδιών που γεννιούνται από γυναίκες που βρίσκονται στην αναπαραγωγική ηλικία και ο οποίος, από 2,1 που ήταν το 1980 (ίσος με την οριακή τιμή για την αντικατάσταση των γενεών), μειώθηκε στο 1,3 το 2000.
Θνησιμότητα - γήρανση: Από την άλλη μεριά, οι θάνατοι αυξήθηκαν σταδιακά σε όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, φθάνοντας τις 102 χιλιάδες το 2001, από 53 χιλιάδες που ήταν το 1951 (πίνακας 5).
Εκείνο όμως που είναι σημαντικότερο είναι ότι η αύξηση των θανάτων δεν προήλθε από την αύξηση της νοσηρότητας του πληθυσμού, αλλά είναι αποτέλεσμα της γήρανσής του. Δηλαδή σημειώθηκε αύξηση, σχεδόν τριπλασιασμός, του ποσοστού των ηλικιωμένων ατόμων άνω των 65 ετών (γήρανση), (από 6,7% το 1951 σε 12,7% το 1981 και 16,7% το 2001 και το οποίο προβλέπεται να φθάσει το 18% γύρω στο 2010) και οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μείωση -σχεδόν υποδιπλασιασμό- της νεανικότητας του πληθυσμού (ποσοστό νέων κάτω των 14 ετών από 28,8% το 1951 σε 15,2% το 2001) και όχι τόσο στην αύξηση της προσδοκώμενης ζωής, με αποτέλεσμα, ενώ το 1950 οι νέοι ήταν υπερτετραπλάσιοι των ηλικιωμένων, σήμερα είναι σχεδόν 10% λιγότεροι.
Μετανάστευση: Διάφορες πηγές δείχνουν ότι η μετανάστευση για τη δεκαετία 1951-60 παρουσιάζει ένα έλλειμμα 208 χιλιάδων, στη δεκαετία 1961-70 υπάρχει ένα έλλειμμα περίπου 460 χιλιάδων ατόμων, τη δεκαετία 1971-1980 διαδέχεται ένα πλεόνασμα 330.000 παλιννοστούντων, τη δεκαετία 1981-90 η θετική μετανάστευση ανέρχεται σε περίπου 250 χιλιάδες άτομα, ενώ για την περίοδο 1991-2000 το πλεόνασμα ανέρχεται σε 680 χιλιάδες άτομα (πίνακας 8).
Φυσική κίνηση: Αυτό που έχει τελικά σημασία, όμως, είναι η φυσική αύξηση του πληθυσμού. Πραγματικά, τα στοιχεία για τη φυσική κίνηση (υπεροχή γεννήσεων έναντι των θανάτων) ακολουθεί μια συνεχή πτωτική πορεία (πίνακας 12). Τα αποτελέσματα της τελευταίας δεκαετίας όμως είναι μάλλον παραπλανητικά, αφού η μεταβολή είναι αποκλειστικά αποτελέσματα της φυσικής κίνησης των αλλοδαπών (πίνακας 13).
Με βάση τα παραπάνω, εκτιμάται ότι ήδη άρχισε μια σταδιακή μείωση του ελληνικού πληθυσμού, η οποία θα προέλθει κυρίως από την ελάττωση της νεανικότητας και την αντίστοιχη αύξηση που θα σημειώσει η γήρανση. Επιπλέον, το πληθυσμιακό δυναμικό των παραγωγικών κλιμακίων των ηλικιών πιστεύεται ότι θα αρχίσει και αυτό να μειώνεται. Ηδη σημειώνεται μια σοβαρή αλλαγή στο συντελεστή αντικατάστασης (πλήθος ατόμων ηλικίας 60-64 ετών προς το πλήθος ατόμων ηλικίας 10-14 ετών), που είναι μεγαλύτερος της μονάδας, ενώ η αναλογία ηλικιωμένων προς ενεργό πληθυσμό έχει αυξηθεί μεταπολεμικά από 10,4 σε 25,4, δηλαδή κατά 144%.
Με βάση τα τελευταία αποτελέσματα για τη θνησιμότητα και γονιμότητα και κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, μελέτη του ΕΜΠ προέβλεψε για το 2050 μ.Χ. και με βάση τον αναμενόμενο συντελεστή γονιμότητας (σ.γ.) τα εξής:
ΣΕΝΑΡΙΟ Α (σ.γ.: 2,1)=10.000.000 άτομα
ΣΕΝΑΡΙΟ Β (σ.γ.: 1,66)=7.600.000 άτομα
ΣΕΝΑΡΙΟ Γ (σ.γ.: 1,4)=7.200.000 άτομα
Οι εκτιμήσεις αυτές δεν απέχουν σημαντικά από τις προβλέψεις του World Almanac (1998), που θεωρεί ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας το 2050 θα είναι 8.100.000 άτομα.
Επιπτώσεις πληθυσμιακών εξελίξεων: Κανείς πλέον δεν αμφισβητεί τον παραλληλισμό των δημογραφικών με τις υπόλοιπες (οικονομικές, κοινωνικές, πολεοδομικές) εξελίξεις. Σαν αποτέλεσμα, οι πληθυσμιακές εξελίξεις στη νεότερη ιστορία της Ελλάδας επιδρούν και θα συνεχίσουν να επιδρούν στη διαδικασία αστικοποίησης και στη δημιουργία περιφερειακών ανισοτήτων, να διαμορφώνουν την αστική δομή της πρωτεύουσας και τις ενδοαστικές διαφοροποιήσεις των μεγάλων πόλεων και να καθορίζουν τις κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις στη χώρα. Με άλλα λόγια, οι πληθυσμιακές εξελίξεις στον ελληνικό χώρο είναι άμεσα συνυφασμένες με την ανάπτυξη της Ελλάδας.
* Καθηγητής ΕΜΠ και γενικός γραμματέας του Ιδρύματος για την Αντιμετώπιση του Δημογραφικού
Ανεπαρκές και αναποτελεσματικό το νομοθετικό πλαίσιο
Της ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΚΟΡΩΝΑΙΟΥ*
Από το 1950 και μετά οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες γνωρίζουν το φαινόμενο της υπογεννητικότητας και την παράλληλη αύξηση της γήρανσης του πληθυσμού. Το λεγόμενο δημογραφικό πρόβλημα παίρνει πλέον ανησυχητικές διαστάσεις και οι περισσότερες κυβερνήσεις αναγκάζονται να προτείνουν μέτρα για την αντιμετώπιση του φαινομένου (οικογενειακά επιδόματα, στήριξη πολύτεκνων οικογενειών, γονικές άδειες κ.λπ.). Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση. Παρουσιάζει μάλιστα τη χαμηλότερη γονιμότητα σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές και τις γειτονικές βαλκανικές χώρες. Το 1981 το συνολικό ποσοστό γονιμότητας στη χώρα μας ήταν κάτω από το 2,1 το οποίο θεωρείται το ελάχιστο όριο για την αντικατάσταση των γενεών. Το 1997 η γονιμότητα φτάνει στα 1,32 παιδιά ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας και το 2004 στο 1,29. |
Η υπογεννητικότητα είναι αναμφίβολα ένα σύνθετο φαινόμενο, που αντανακλά τις μεγάλες αλλαγές που έχουν επέλθει στη δομή και τη σύνθεση της παραδοσιακής οικογένειας (νέες μορφές συμβίωσης, μείωση γάμων, αύξηση διαζυγίων, μονογονεϊκές οικογένειες κ.ά.), αλλά και τις γενικότερες αλλαγές των σύγχρονων κοινωνιών στο επίπεδο των σχέσεων και της κουλτούρας. Οι μεταμορφώσεις της εργασίας παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο στη μείωση του αριθμού των γεννήσεων. Η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, η αβεβαιότητα για το μέλλον της εργασίας τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άνδρες, τα ευέλικτα ωράρια, η έλλειψη ελεύθερου χρόνου, η αδυναμία (ή η άρνηση) του κράτους να ενδυναμώσει τα υποστηρικτικά δίκτυα, η ανεπάρκεια υπηρεσιών φροντίδας για το παιδί, οι ελλείψεις σε βρεφονηπιακούς σταθμούς και η παράλληλη αύξηση του κόστους ζωής και εκπαίδευσης αποτελούν παράγοντες που εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα στη μείωση των γεννήσεων.
Συγχρόνως, ας μην ξεχνάμε ότι η απόκτηση παιδιών δεν είναι πια καταναγκασμός που επιβάλλεται από τους παραδοσιακούς ρόλους της γυναίκας - μητέρας και του άνδρα - πατέρα. Τόσο ο άνδρας όσο και η γυναίκα της εποχής μας συνδέουν την απόκτηση παιδιών με την επιθυμία και το δικαίωμα στην επιλογή. Επιπλέον, το παιδί αποτελεί σήμερα αξία. Οι γονείς ονειρεύονται και επιδιώκουν να του προσφέρουν ποιότητα ζωής έχοντας μεγαλύτερη επίγνωση των δεσμεύσεών τους, παρά τις όποιες εξαιρέσεις. Συγχρόνως, οι γυναίκες επιθυμούν μεγαλύτερη συμμετοχή του άνδρα στις οικογενειακές υποχρεώσεις, πιο ισότιμες σχέσεις, ενώ πολλοί άνδρες αντιλαμβάνονται τη σχέση με τα παιδιά με τρόπο πιο ευαίσθητο και συναισθηματικό. Δεν είναι τυχαίο που μιλάμε πια για μια νέα ισορροπία ανάμεσα στην οικογενειακή, την επαγγελματική και την προσωπική ζωή. Μια ισορροπία που δεν απεμπολεί το δικαίωμα των γονέων να έχουν επιθυμίες, το δικό τους χρόνο και τις δικές τους προσδοκίες. Η αύξηση των γεννήσεων μπορεί επομένως να είναι ζητούμενο για πολλές σύγχρονες κοινωνίες. Αυτό απαιτεί σαφώς κοινωνικές πολιτικές στήριξης της οικογένειας. Ωστόσο, οι πολιτικές αυτές δεν θα μπορούσαν να τελεσφορήσουν παραβλέποντας τις πολιτισμικές αλλαγές και κυρίως το δικαίωμα γυναικών και ανδρών να επιλέγουν ελεύθερα τη μορφή συμβίωσης που τους εκφράζει.
* Αναπληρώτρια καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Απόψεις
Χώρα γερόντων;
ΜΕΙΩΝΕΤΑΙ επικίνδυνα, χρόνο με τον χρόνο, ο ενεργός ελληνικός πληθυσμός και η Ελλάδα, αν συνεχιστεί αυτός ο ρυθμός, θα είναι στα μέσα του αιώνα ένα απέραντο γηροκομείο, μια χώρα γερόντων. Οι συνέπειες θα είναι οδυνηρές για την κοινωνία, διότι θα βρεθεί αντιμέτωπη με τεράστια προβλήματα και αδιέξοδα.
Η ΑΥΞΗΣΗ του μέσου όρου προσδοκώμενης ζωής είναι ένα αγαθό. Θα έπρεπε, όμως, για να διατηρηθεί η κοινωνική ισορροπία, να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της υπογεννητικότητας, που επιδεινώνεται. Προπολεμικά οι γεννήσεις έφταναν τις 200.000 τον χρόνο, το 1980 έπεσαν στις 148.000 και το 2004 περίπου στις 100.000.
ΣΤΟΝ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΦΑΚΕΛΟ της «Ε», που έχει θέμα το δημογραφικό πρόβλημα, ο καθηγητής Μανώλης Δρεττάκης παραθέτει αναλυτικά στοιχεία και επισημαίνει ότι οι γεννήσεις θα ήταν λιγότερες αν δεν φιλοξενούσαμε στη χώρα μετανάστες. Οι αλλοδαπές μητέρες κάλυψαν το 16% των γεννήσεων το 2004, ενώ οι γεννήσεις από Ελληνίδες ήταν περίπου 55.000 λιγότερες από εκείνες του 1980.
ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΣΤΟ, άλλωστε, ότι ολόκληρα χωριά έχουν ερημώσει από ενεργό πληθυσμό, έχουν μείνει μόνο μερικοί γέροντες, παιδικές φωνές δεν ακούγονται και σχολεία κλείνουν διότι δεν έχουν μαθητές. Σε άλλα χωριά οι αλλοδαποί μαθητές κράτησαν ανοιχτά τα σχολεία.
Η ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ διαπίστωση είναι ότι με την υπογεννητικότητα λείπουν από τη χώρα 55.000 παιδιά, σε σχέση, τουλάχιστον, με το 1980. Αυτό καθαυτό το γεγονός έχει άμεση συνέπεια, πέραν όλων των άλλων, και τη μείωση της απασχόλησης, δηλαδή την αύξηση της ανεργίας. Ακολουθεί, βεβαίως, η επιδείνωση του Ασφαλιστικού και πολλά άλλα. Ενός κακού μύρια έπονται.
ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ μια κάποια λύση και για την Ελλάδα και για την υπόλοιπη Ευρώπη, που επίσης βρίσκεται σε πορεία γήρανσης του πληθυσμού της. Δεν είναι, όμως, η λύση.
ΜΠΟΡΕΙ, άραγε, να φανταστεί η πολιτική ηγεσία του τόπου πώς θα είναι η Ελλάδα αν ξαφνικά φύγουν οι μετανάστες και επιστρέψουν στις πατρίδες τους; Το σενάριο είναι εφιαλτικό. Δεν θα καταρρεύσει μόνον η ελληνική γεωργία, αλλά και άλλοι τομείς της οικονομίας, όπως και οι κοινωνικές υπηρεσίες, που στηρίζονται στους αλλοδαπούς.
ΟΙ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΕΣ πολιτικές δεν είναι μόνον κοντόφθαλμες, αλλά και αντικοινωνικές. Η εφαρμογή τους επιδεινώνει όλα τα κοινωνικά προβλήματα. Η Ευρωπαϊκή Ενωση ασχολείται με το Ασφαλιστικό ζητώντας περικοπές στις συντάξεις και αύξηση του ορίου ηλικίας για την έξοδο στη σύνταξη.
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙ το μέγα πρόβλημα λογιστικά και μόνο. Ασχολείται με το Ασφαλιστικό, που είναι το σύμπτωμα και όχι με την ασθένεια, που είναι το δημογραφικό πρόβλημα. Εκεί οδηγούν το έλλειμμα δημοκρατίας και η παράδοση της εξουσίας των αποφάσεων στους στυγνούς τεχνοκράτες.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 17/02/2007