Ένα από τα πιο ανησυχητικά προβλήματα της Ελλάδας είναι η δημογραφική της σμίκρυνση. Το πρόβλημα αυτό είναι μακροχρόνιο και σύνθετο, άρχεται δε από την μεταπολεμική περίοδο, αφού από το 1935 μέχρι και το 1975 καμιά ελληνική γενιά δεν αναπληρώθηκε. Όμως τα τελευταία πέντε χρόνια έχει κορυφωθεί: Για πρώτη φορά μεταπολεμικά ο πληθυσμός της χώρας μας άρχισε να μειώνεται.
Έτσι, η αύξηση του πληθυσμού από 7,6 σε 11,1 εκατ. είναι απλώς πλασματική, καθώς δεν οφείλεται σε νέες γεννήσεις (1951-2011)· τουναντίον οφείλεται αποκλειστικά στις κατά περιόδους μεταναστευτικές ροές και στη ραγδαία αύξηση του προσδόκιμου ζωής, το οποίο, μέσα σε αυτό το διάστημα, αυξήθηκε κατά 8 χρόνια για τους άντρες και κατά 10 χρόνια για τις γυναίκες.
Από το 2011 η Ελλάδα έχει μπει σε μια νέα φάση, πρωτοφανή μετά τη λήξη των πολέμων. Το φυσικό ισοζύγιο (δηλαδή η αναλογία γεννήσεων-θανάτων) πλέον γίνεται αρνητικό (οι θάνατοι είναι περισσότεροι από τις γεννήσεις), αλλά και το μεταναστευτικό ισοζύγιο (δηλαδή η εισροή-εκροή μεταναστευτικών ροών) παρά την προσφυγική κρίση είναι κι αυτό αρνητικό, καθώς πολλοί Έλληνες επιλέγουν το δρόμο της ξενιτιάς αναζητώντας μια καλύτερη ποιότητα ζωής.
Οι στατιστικές που αφορούν τις μελλοντικές εξελίξεις του δημογραφικού προβλήματος φαντάζουν ακόμα πιο δυσοίωνες: Το 2050 ο πληθυσμός της χώρας υπολογίζεται ανάμεσα στα 10 εκατ. –σύμφωνα με τις πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις–, και στα 8,3 εκατ. ανθρώπους*.
Η Ελλάδα είναι μια χώρα γερόντων. Η διάμεσος ηλικία, δηλαδή η ηλικία του ατόμου οι γηραιότεροι του οποίου είναι ίσοι σε αριθμό με τους νεότερους, είναι τα 44 έτη (από 26 έτη το 1951), και αναμένεται να αυξηθεί κατά 5-8 έτη μέχρι το 2050.
Η συρρίκνωση του συνολικού πληθυσμού και η συνεχιζόμενη γήρανσή του έχει επίπτωση και στον πληθυσμό της παραγωγικής-εργάσιμης ηλικίας, ο οποίος φθίνει διαρκώς – από 65% του συνόλου σήμερα, σε 55% του συνόλου το 2050. Αυτή η μείωση θα αποτυπωθεί και στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, που θα συρρικνωθεί κατά 1-1,5 εκατομμύριο μέχρι το 2050.
Απότοκος αυτής της σημαντικής μείωσης θα είναι η όξυνση της ήδη βαριάς οικονομικής κρίσης και η μεγάλη δυσχέρεια στον ασφαλιστικό τομέα, καθώς ο εύρωστος οικονομικά ενεργός πληθυσμός θα αδυνατεί να υποστηρίξει ένα μαζικό υπερήλικο πλήθος κατοίκων. Το πιο επίφοβο πρόβλημα που προκύπτει, ωστόσο, δεν είναι η εσωτερική οικονομική δυσπραγία, όσο το γεγονός ότι η συρρίκνωση της Ελλάδας αφήνει τη χώρα μας βορά στις αδηφάγες ιμπεριαλιστικές ορέξεις των γειτόνων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat ο πληθυσμός της χώρας μας το 2080 θα αγγίζει μετά βίας τα 7,7 εκατ. Για την Τουρκία (που παρεμπιπτόντως προβλέπεται ότι η αύξηση του πληθυσμού θα κορυφωθεί το έτος 2050, περίπου στα 94 εκατ.), το 2080 θα κατοικείται από 88 εκατ. ανθρώπους (σχέση 1:11,4).
Ως έθνος θα πρέπει να επιλέξουμε αν θέλουμε να επιβιώσουμε, ή αν θα αφεθούμε να απορροφηθούμε από την κινούμενη άμμο της αδυσώπητης δίνης των δημογραφικών μας τάσεων. Μαζί με τη Γερμανία, η Ελλάδα καταγράφει σήμερα τους δυσμενέστερους δημογραφικούς δείκτες στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Φυσικά, η Γερμανία έχει αντιληφθεί το πρόβλημα και, πέραν από την προσέλκυση υψηλής ποιότητας μεταναστών, σχεδιάζει μεθοδικά μια μακροπρόθεσμη δημογραφική πολιτική. Η οικονομικά καταβεβλημένη Ελλάδα ασχολείται αποκλειστικά με το να επινοεί τρόπους για να ικανοποιήσει τους «δανειστές» της, αρνούμενη να δει ότι τα παιδιά της είτε φεύγουν στο εξωτερικό είτε γερνούν, και εκείνη καταρρέει δημογραφικά.
Το κράτος οφείλει να προστατεύσει τους πολύτεκνους, να δελεάσει τα νέα ζευγάρια να τεκνοποιούν (φερειπείν με φορολογικές ελαφρύνσεις, επιδόματα, παροχές), να βελτιώσει το σύστημα υγείας (θλιβερή και η αύξηση του ποσοστού της παιδικής θνησιμότητας από το 2008 μέχρι τούδε), να συγκρατήσει τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό στα εδάφη του, να μεριμνήσει επιτέλους για το Έθνος.
Ας μην ξεχνάμε ότι η ελπίδα και το σημαντικότερο «όπλο» για ένα έθνος είναι οι ζωντανοί άνθρωποι, το ανθρώπινο δυναμικό. Ας δώσουμε ελπίδα στο Έθνος κι ας το κάνουμε ξανά αξιόμαχο.
_____
* Η έρευνα διεξήχθη από το Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Βύρωνα Κοτζαμάνη.
Πηγή: Pontos-News