Ὁ γάμος, ὡς γνωστό, εἶναι «μυστήριον μέγα» καὶ λειτουργεῖ κατὰ τὸ ἀρχέτυπο τῆς σχέσης Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας. Μέσα στὸ γάμο, ὁ ἄνδρας καὶ ἡ γυναίκα ἐκφράζουν τὴν ἀγάπη τους, ἡ ὁποία κινεῖται σὲ δύο κατευθύνσεις, τὴν κάθετη καὶ τὴν ὁριζόντια. Μὲ τὴν κάθετη κίνηση ἐπιδιώκεται ἡ διαρκὴς σύνδεση μὲ τὸν Θεό, ἐνῶ μὲ τὴν ὁριζόντια ἡ ἀλληλοπεριχώρηση τῶν συζύγων . Πνευματικὸς καρπὸς τοῦ γάμου εἶναι ἡ ἀπόκτηση παιδιῶν∙ ἄν καὶ ἡ τεκνοποιΐα δὲν ἀποτελεῖ πρωταρχικὸ σκοπὸ του, γίνεται δεκτὸ πὼς ἀποτελεῖ τὸ φυσικὸ χῶρο μέσα στὸν ὁποῖο ἕνα παιδὶ μπορεῖ νὰ ζήσει καὶ νὰ διαπαιδαγωγηθεῖ ὁμαλά, ἐφόσον βέβαια ὁ οἰκογενειακὸς βίος εἶναι εἰρηνικός.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὁποιαδήποτε σαρκικὴ σχέση ἐκτὸς γάμου εἶναι ἀπευκταία, διότι κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο ἀποτελεῖ βεβήλωση τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ποὺ εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγ. Πνεύματος (Α΄ Κορ. 6,19) καὶ πορνεία (Α΄ Κορ. 7,2). Ὡστόσο, στὴ σημερινὴ ἐποχή, ἡ ἀποχριστιανοποίηση τῆς δημόσιας ζωῆς, ἡ προβολὴ ἐπικίνδυνων προτύπων, ἡ διάλυση ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπόπειρα ἐπιβολῆς νέων, ἐξαμβλωματικῶν, μορφῶν οἰκογένειας, ὤθησαν τοὺς ἄνδρες καὶ τὶς γυναῖκες, στὴν σύναψη προγαμιαίων (καὶ ἐξωσυζυγικῶν) σαρκικῶν σχέσεων, οἱ ὁποῖες πολλὲς φορὲς ὁδηγοῦν, ἑκούσια ἤ ἀκούσια, στὴ γέννηση ἑνὸς ἤ περισσοτέρων παιδιῶν. Στὴν μὲν πρώτη περίπτωση (ἑκούσια γέννηση), παρατηρεῖται τὸ φαινόμενο οἱ γονεῖς νὰ συμπεριφέρονται ἄκρως ἐγωϊστικὰ καὶ νὰ θεωροῦν ὅτι τὸ παιδὶ εἶναι κτῆμα τους. Ἀφοῦ ἔλαβαν μία τέτοια σημαντικὴ ἀπόφαση, δηλαδὴ νὰ παραγνωρίσουν τὴν Θεία ἐντολὴ προκειμένου νὰ ἔλθουν εἰς γάμου κοινωνίαν, ἀλλὰ καὶ τὸ κοινωνικὸ status ποὺ εὐτυχῶς ἀκόμα δὲν ἐνθαρρύνει τέτοιου εἴδους συμπεριφορές, μποροῦν κατὰ τὴν κρίση τους νὰ χωρίζουν, ὅποτε αὐτοὶ ἐπιθυμοῦν ἤ νὰ «παρκάρουν» τὸ παιδὶ τους ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, προκειμένου νὰ διευκολύνουν ἀκόμη περισσότερο τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν ἐγωκεντρικῶν ἀναγκῶν τους. Ἤ, πάλι, προσπαθοῦν νὰ ἀποσιωπήσουν τὶς εὐθύνες τους, μεταφέροντας στὸ παιδὶ τους συμπλεγματικὲς συμπεριφορές, προκειμένου νὰ ἀμυνθεῖ αὐτὸ ἀργότερα στοὺς ψίθυρους τοῦ σχολείου, τῆς γειτονιᾶς καὶ τῆς κοινωνίας.
Ἀξίζει βέβαια νὰ ἀναφερθεῖ πὼς στὴν πρώτη περίπτωση δὲν σπανίζει καὶ ἡ κατάληξη τὸ ζεῦγος νὰ παντρευτεῖ, προκειμένου νὰ προχωρήσει ὁμαλὰ τὸ συζυγικὸ του βίο, ἀφοῦ ὅμως προηγηθεῖ, πολλὲς φορές, ἡ νέα μόδα τῆς «γάμο-βάπτισης», ὅπως περιπαικτικὰ πλέον, δυστυχῶς, ὀνομάζεται ἀπὸ πολλούς. Στὴν δὲ δεύτερη περίπτωση (ἀκούσια γέννηση), παρατηρεῖται ἡ ἐκφορὰ τῆς φράσης «ἀνεπιθύμητη ἐγκυμοσύνη», παραγνωρίζοντας τὴ Θεία βούληση. Ἄν τὸ παιδὶ καταφέρει νὰ γεννηθεῖ καὶ δὲν σφαγιαστεῖ μὲ τὸ ἰατρικὸ νυστέρι τοῦ γυναικολόγου, καθίσταται ζυγὸς γιὰ τοὺς γονεῖς.
Μετὰ τὴν ἑκούσια ἤ δικαστικὴ ἀναγνώριση τοῦ τέκνου, ὁ πατέρας του σπεύδει συνήθως νὰ ἐξαφανιστεῖ ἀπὸ τὴ ζωὴ του καὶ νὰ ἀποποιηθεῖ τῶν εὐθυνῶν του μὲ ἀποτέλεσμα τὸ παιδὶ καὶ κατ᾿ ἐπέκταση ἡ μητέρα του νὰ ὑφίστανται μία ἐπιπλέον ἠθική, ψυχολογικὴ καὶ οἰκονομικὴ καταρράκωση. Ἡ δὲ μητέρα, ἀνήμπορη πολλὲς φορὲς νὰ ἀνταποκριθεῖ ἐξ ὁλοκλήρου στὸ ρόλο της, ἐναποθέτει ὄχι μόνο τὶς ἐλπίδες της, ἀλλὰ καὶ τὸ παιδὶ της τὸ ἴδιο στὸν παπποῦ καὶ τὴ γιαγιά, οἱ ὁποῖοι λόγῳ τοῦ ἀναβαθμισμένου ρόλου ποὺ ἔχουν στὴν ἀνατροφὴ του συμβάλλουν καὶ αὐτοί, ἠθελημένα ἤ ἄθελα, στὴν πολυδιάσπαση τῆς προσωπικότητάς του.
Κατ᾿ ἐπέκταση, ἄν τὸ παιδὶ εἶναι ἀποτέλεσμα ἐγκληματογόνας συμπεριφορᾶς (π.χ. βιασμός, αἱμομιξία) τὰ ἀποτελέσματα εἶναι ἀκόμη πιὸ ἔντονα καὶ δυσάρεστα γι᾿ αὐτό. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ἡ κοινωνία, ἀρχικά, ὑφίσταται δῆθεν ἕνα ψυχολογικὸ σόκ καὶ στὴ συνέχεια σπεύδει σὰν τὸ Φαρισαῖο τῆς παραβολῆς νὰ κρίνει τοὺς γονεῖς μὲ τὸ κακεντρεχὲς σχόλιο καὶ τὴ σύγκριση. Προχωρᾶ δὲ ἀκόμη πιὸ πέρα, τιμωρώντας μὲ τὸν κοινωνικὸ ἀποκλεισμὸ -πέρα ἀπὸ τοὺς γονεῖς- καὶ τὸ μόνο πρόσωπο ποὺ δὲν φταίει στὴν ὅλη κατάσταση: τὸ παιδί, ποὺ ἀναγκαία γίνεται τὸ θύμα τῆς ὑπόθεσης. Ἔτσι, ἡ κοινωνία, ἡ ὁποία πολλὲς φορὲς μὲ τὴν ἔνοχη ἀνοχή, τὰ ἀντίχριστα πρότυπα καὶ τὸν πανσεξουαλισμὸ εἶναι ὁ ἠθικὸς αὐτουργὸς ἤ συνεργὸς στὸ «ἔγκλημα», γίνεται κατόπιν ὁ ἀνακριτὴς μὲ τὶς ἀφόρητες ἐρωτήσεις καὶ τὸ ἀδιάκριτο ἐνδιαφέρον της, γιὰ νὰ καταλήξει στὸν ρόλο τοῦ δημοσίου κατηγόρου ἤ τοῦ δικαστῆ, ὁ ὁποῖος θὰ ἀποφασίσει νὰ καταδικάσει τὸ παιδὶ μὲ βαρύτατες κοινωνικὲς ποινὲς ποὺ προσιδιάζουν στὸ «λαϊκὸ περὶ δικαίου αἴσθημα». Συνεχίζει λοιπὸν ὑποκριτικὰ νὰ μὴν καταδικάζει αὐτὴ καθεαυτὴ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ τὸν ἁμαρτωλὸ συνάνθρωπο. Κατόπιν αὐτῶν ἀνακύπτει εὔλογα τὸ ἐρώτημα: ὑπάρχει, ἄραγε, διέξοδο στὸ ἀδιέξοδο;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι, φυσικά, καταφατική. Τὸ Δίκαιο, παρότι τὰ τελευταῖα χρόνια ἔχει θέσει ἐκ ποδῶν τὸν Σωτῆρα Χριστό, τηρεῖ κάποιες ἀσφαλιστικὲς δικλεῖδες ποὺ προστατεύουν τόσο τὸ τέκνο ποὺ γεννήθηκε ἐκτὸς γάμου ὅσο καὶ τὴ μητέρα. Ἔτσι, ἡ τελευταία μπορεῖ νὰ ζητήσει τὴν ἑκούσια ἤ δικαστικὴ ἀναγνώριση τῆς πατρότητας τοῦ τέκνου καὶ μάλιστα, ἄν ὁ πατέρας στὴν τελευταία περίπτωση ἀρνεῖται νὰ ὑποβληθεῖ στὴ σχετικὴ διαδικασία, συντρέχει τεκμήριο εἰς βάρος του ὅτι αὐτὸς εἶναι ὄντως ὁ γονέας τοῦ τέκνου. Ἐπιπλέον, ἡ μητέρα μπορεῖ νὰ διεκδικήσει διατροφὴ γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἀνταπεξέλθει στὶς οἰκονομικὲς ἀνάγκες. Αὐτὸ ὅμως ποὺ πρέπει νὰ διατυμπανίσουμε εἶναι ὅτι τὸ τέκνο γεννηθὲν ἐκτὸς γάμου, ἐφόσον ἀναγνωρίστηκε ἑκούσια ἤ δικαστικά, ἐξομοιοῦται ὡς πρὸς τὰ δικαιώματα μὲ κάθε τέκνο ποὺ γεννήθηκε ἐντὸς γάμου (ἔτσι π.χ. κατοχυρώνεται καὶ γι᾿ αὐτὸ κληρονομικὸ δικαίωμα ὡς πρὸς τοὺς γονεῖς του ἀκόμη καὶ νὰ μὴν ἔχουν παντρευτεῖ).
Τέλος, ἄς προστεθεῖ πὼς ἡ μητέρα δικαιοῦται νὰ λαμβάνει προνοιακό, πολυτεκνικὸ ἤ οἰκογενειακὸ ἐπίδομα. Ἀφήσαμε γιὰ τὸ τέλος τὴν κοινωνικὴ καὶ πνευματικὴ ἀντιμετώπιση τοῦ θέματος. Ἄν καὶ τὰ ἰδανικὰ δὲν ἐξέλιπαν ἐξ ὁλοκλήρου, ἀπουσιάζουν ὡστόσο τὰ πρότυπα, τὰ ὁποῖα καλούμαστε νὰ ἀναζητήσουμε ποῦ ἀλλοῦ, παρὰ στὸν κόσμο τῆς Πίστης, τῆς Ἀγάπης καὶ τῆς Ἐλπίδας. Ὁ παραλληλισμός, ἐλπίζουμε, νὰ μὴν σκανδαλίσει τὸν ἀναγνώστη: Θαρροῦμε πὼς ὁ Στ΄ Οἶκος τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο περιλαμβάνει τὴν πεμπτουσία τῆς πνευματικὰ ἐπιτρεπτῆς καὶ κοινωνικὰ ὀρθῆς ἀντιμετώπισης τοῦ θέματος. «Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων λογισμῶν ἀμφιβόλων, ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη• πρὸς τὴν ἄγαμόν σε θεωρῶν καὶ κλεψίγαμον ὑπονοῶν Ἄμεμπτε• μαθῶν δὲ σοῦ τὴν σύλληψιν ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, ἔφη Ἀλληλούϊα».
Ὁ Ἰωσήφ, μνηστήρας τῆς Παρθένου, ἀμφέβαλε μόλις πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς τῆς κύησης, πλὴν ὅμως, μόλις ἔμαθε ἀπὸ τὸν Ἄγγελο Κυρίου γιὰ τὸ μυστήριο τῆς Θείας Ἐνανθρωπίσεως, ὑποτάσσεται στὸ Θεῖο Θέλημα. Γιατὶ ὅμως ὑπακούει; Γιατὶ ὅπως ἀναφέρεται στὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο (Ματθ. 1, 19) ἦταν «δίκαιος», δηλαδὴ εὐσεβής. Μὲ ἄλλα λόγια δὲν διακατείχετο ἀπὸ φαρισαϊσμὸ καὶ μία ἠθικίστικη συμπεριφορά, ἡ ὁποία πολλὲς φορὲς κάνει τὴν ἐμφάνισή της στήν, κατὰ τὰ ἄλλα, χριστιανικὴ μας κοινωνία. Δὲν στάθηκε μὲ ἀναπεπταμένο τὸ δείκτη τοῦ χεριοῦ του, ὡς ἄλλος κήνσορας, προκειμένου νὰ διδάξει ὑποκριτικὰ τὸ σωστό. Στάθηκε δίπλα στὴν Εὔα τῆς Χάριτος καὶ τῆς Σωτηρίας, τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο . Ὁ λογισμὸς τοῦ ἦρθε καὶ ἔφυγε. Ἀνέλαβε τὶς ὑποχρεώσεις του καὶ συμπαραστάθηκε στὴ Γυναίκα, τὴν «περιβεβλημένη τὸν ἥλιον» (Ἀπ. 12,1). Δημιουργήθηκε ἔτσι ἡ Ἁγία Οἰκογένεια, ἡ ὁποία ἔμελλε νὰ ἐπηρεάσει καθοριστικὰ τὸν ροῦ τῆς Ἱστορίας.
Τὸ σίγουρο εἶναι πὼς τὰ παιδιὰ ποὺ γεννιοῦνται ἐκτὸς γάμου δὲν εἶναι δεύτερης κατηγορίας γιὰ τὸν Πανάγαθο Θεό. Ἄν καὶ ἡ σχέση τῶν γονέων τους δὲν εἶναι εὐλογημένη, τὰ πλάσματα αὐτὰ θὰ ἀποτελέσουν μέλη τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, καθὼς ἡ ἀγκαλιὰ τοῦ Χριστοῦ εἶναι πάντοτε ἀνοικτὴ γιὰ ὅλα τὰ τέκνα του, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν κοινωνία καὶ τὸ στενὸ περιβάλλον τους, ποὺ πολλὲς φορὲς τὰ θέτει στὸ περιθώριο. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ἐμεῖς ἄς παρακαλοῦμε διὰ τῆς προσευχῆς μας τὴν Κυρία Θεοτόκο, τὴ Γαλακτοτροφοῦσα καὶ Γλυκοφιλοῦσα τὸ μονάκριβο Υἱὸ της καὶ Θεὸ μας Ἰησοῦ Χριστό, ὅπως ἀγκαλιάζει, θρέφει πνευματικὰ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀγγελούδια ποὺ ἔρχονται στὸν κόσμο καὶ μεσιτεύει διαρκῶς ὑπὲρ αὐτῶν: διότι εἶναι βαρὺ νὰ εἶναι κανεὶς δακτυλοδεικτούμενος «ἐκ κοιλίας μητρός» … «ἄχρι θανάτου» γιὰ σφάλματα γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν εὐθύνεται.
1. Τὸ ἄρθρο αὐτὸ ἀφιερώνεται μὲ ἐν Χριστῷ ἀγάπη στὸν π. Ἀθανάσιο γιὰ τὴν πνευματικὴ του καθοδήγηση καὶ προσφορά. 2. Ματζαρίδη Γεωργίου, Χριστιανικὴ Ἠθική, Ἐκδόσεις Πουρνάρα, σελ. 244. 3. Νίκα Σωκράτη, Λεξικὸ Ὀρθόδοξης Θεολογίας, Ἀθήνα 1997, σελ. 308.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη