Μου δόθηκε κάποιο σημείωμα με την ερώτηση: «Ποια νομίζετε ότι είναι η κυριότερη δυσκολία στον γάμο και ποια στην αγαμία;»
Νομίζω ότι η κυριότερη δυσκολία στον γάμο είναι ο ίδιος ο γάμος και στην αγαμία η ίδια η αγαμία. Όσο κι αν φαίνεται αστείο, έτσι είναι. Ο γάμος έχει μαζί του όλα αυτά που έχει. Θα μπορούσε κανείς να πει κατ’ αρχήν ότι το πιο δύσκολο πρόβλημα σε ένα γάμο είναι αν θα πετύχει ο γάμος. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να πετύχει ένας γάμος. Όχι τόσο γιατί αυτός καθ’ εαυτόν ο γάμος δεν μπορεί να πετύχει, αλλά διότι οι δύο άνθρωποι που έρχονται εις γάμου κοινωνίαν δεν παύουν να είναι δύο άνθρωποι, όσο κι αν κάτω από το μυστήριο, αλλά και φυσιολογικά γίνονται ένας. Και αν μεν μέσα στο χωνευτήρι του γάμου μπορέσουν να γίνουν ένας, έχει καλώς. Αν όμως δεν μπορέσουν να γίνουν ένας άνθρωπος, τι γίνεται τότε;
Εξ όσων εγώ γνωρίζω, μια από τις πιο βασικές δυσκολίες, αν όχι η πιο σημαντική, στον έγγαμο βίο είναι το να πετύχει ο γάμος με αυτή την έννοια. Το να μπορέσουν δηλαδή οι δύο αυτοί άνθρωποι να ζήσουν ως ένας άνθρωπος. Δεν αεροβατώ, αλλά προσπαθώ να πατώ σε στέρεο έδαφος και σε κάπως συγκεκριμένα στοιχεία.
Επιτρέψτε μου να πω ότι μπορεί τελικά ένας γάμος να είναι αποτυχημένος και όταν ακόμη και οι δύο σύζυγοι φαίνονται ότι είναι καλοί άνθρωποι και ότι με πολύ καλές προθέσεις εισέρχονται στον γάμο. Και αυτό, διότι δεν είναι θέμα μόνο καλής θελήσεως, καλής προθέσεως: δεν αρκεί απλώς το να είναι κανείς καλός. Βέβαια, η λέξη καλός εντός εισαγωγικών. Είναι και ζήτημα ιδιοσυγκρασίας. Τι ιδιοσυγκρασία έχει ο καθένας. Το θέμα δεν είναι τι θέλω να είμαι, τι προσπαθώ να είμαι, αλλά τι είμαι. Μπορεί να έχει κανείς καλές προθέσεις, αλλά κατά βάθος να άγεται και να φέρεται από καταστάσεις, από τις οποίες δεν έχει ελευθερωθεί.
Ο γάμος έχει και αυτό το καλό, ότι μπορούν να ελευθερωθούν –είτε η γυναίκα είτε ο άνδρας– από κόμπλεξ, από απωθημένα βιώματα, από ακαταστασίες ψυχολογικές. Χρειάζεται όμως και από τα δύο μέρη γνώση, κατάρτιση, πολύ κουράγιο, πολλή αυτοθυσία, αυταπάρνηση και όχι απλώς καλή διάθεση. Χρειάζεται επίσης και καλός σύμβουλος. Αλλιώς, αν αυτές οι μη καλές ψυχολογικές καταστάσεις δεν τακτοποιηθούν είτε προ του γάμου είτε μέσα στον γάμο, ο γάμος θα είναι αποτυχημένος. Αποτυχημένος βέβαια έτσι όπως τον βλέπουμε εμείς: όχι όμως και ενώπιον του Θεού.
Από αυτό συμπεραίνουμε αμέσως-αμέσως το εξής, που εγώ αρκετές φορές, όταν χρειάζεται, το λέω κατ’ ιδίαν· προκειμένου να παντρευτεί ένας νέος ή μια νέα, δεν φθάνει να στηρίζεται στην κρίση του. Όσο κι αν γνωρίσει ένας νέος τη νέα, με την οποία θα έλθει εις γάμου κοινωνίαν ή η νέα τον νέο, σε τελευταία ανάλυση δεν θα αλληλογνωρίζονται καλά. Διότι ποιος μπορεί να πει κατ’ αρχήν ότι γνωρίζει τον ίδιο τον εαυτό του; Πόσα υπάρχουν βαθύτερα μέσα μας, που μας αναστατώνουν μερικές φορές, που μας άγουν και μας φέρουν, από τα οποία, αν επιτρέπεται να πω έτσι, φτύνει αίμα κανείς για να ξεγλιτώσει, και πάλι είναι δεμένος και ούτε ξέρει καλά-καλά τι είναι αυτά; Επίσης να πω ότι αλλιώς γνωρίζαμε πέρυσι τον εαυτό μας, αλλιώς τον γνωρίζουμε φέτος και αλλιώς θα τον γνωρίζουμε του χρόνου. Επομένως, αφού τον εαυτό του κανείς δεν γνωρίζει, πώς θα γνωρίσει τον άλλο;
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο για τη σύγχρονη αντίληψη και νοοτροπία, πάντοτε ισχύει αυτό· εκείνος που γνωρίζει ποιος ταιριάζει γι’ αυτή τη νέα και ποια ταιριάζει γ’ αυτόν τον νέο είναι ο Θεός. Υπάρχουν περιπτώσεις που παντρεύονται δύο νέοι και ζουν δύο, πέντε, δέκα χρόνια και δεν γνωρίζονται ακόμη: πόσο μάλλον δεν είναι δυνατό να γνωρισθούν πριν παντρευτούν. Εγώ θα έλεγα ότι είναι αδύνατο. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι για να παντρευτεί κανείς θα πάει στην τύχη ή με κλειστά μάτια. Με ορθάνοιχτα μάτια θα προχωρήσει προς το μέγα αυτό μυστήριο, αλλά όχι με πολλή εμπιστοσύνη και σιγουριά στην κρίση του. Ας αφήνει από απόψεως διαθέσεως ένα περιθώριο στον Θεό. Όταν σ’ αυτό το θέμα –και σε άλλα ζητήματα, αλλά τώρα μας ενδιαφέρει ο γάμος– από απόψεως διαθέσεως αφήνεται κανείς στον Θεό, τότε ο Θεός με τα γεγονότα, με την πραγματικότητα που θα παρουσιάσει, χωρίς να δείξει με το δάκτυλο αυτήν ή αυτόν, θα φανερώσει ποια περίπου ή ποιος περίπου είναι εκείνη ή εκείνος με την οποία, με τον οποίο θα έλθει εις γάμου κοινωνίαν.
Στα παλαιότερα χρόνια, από ό,τι έχω καταλάβει –κυρίως μάλιστα στα χωριά και στις μικρές πόλεις, που ο κόσμος ακόμη ήταν πιο ξένος προς τη νευρικότητα και την αρρώστια του πολιτισμού– προκειμένου να παντρευτούν δύο άνθρωποι, γινόταν συνοικέσιο, χωρίς καθόλου οι ίδιοι να γνωρίζονται μεταξύ τους. Μετά τον γάμο έβλεπε ο ένας τα σφάλματα του άλλου, αλλά δεν τα πολυπρόσεχαν. Καμιά φορά το έπαιρναν και σαν σταυρό, αν έβλεπαν ότι δεν πετύχαινε ο γάμος, και έλεγαν «αυτό είναι», και τέλειωνε. Και άλλοτε ο σύζυγος σήκωνε τον σταυρό που έθετε επάνω του η μη καλή σύζυγος, και άλλοτε η σύζυγος σήκωνε τον σταυρό που έθετε επάνω της ο μη καλός σύζυγος. Τέλειωνε έτσι το θέμα, και δεν δημιουργούνταν σοβαρά προβλήματα μέσα στην οικογένεια.
Σήμερα όμως, έτσι όπως είναι τα πράγματα, λόγω ακριβώς της νέας καταστάσεως που έχει δημιουργηθεί στα χρόνια μας, εξ όσων εγώ καταλαβαίνω, είναι πάρα πολύ δύσκολο, εάν ο γάμος δεν πετύχει, να μη δημιουργηθούν προβλήματα μέσα στην οικογένεια. Είναι λοιπόν ένα πολύ λεπτό θέμα αυτό.
Τελικά, όπως κι αν έχουν τα πράγματα, πρέπει να αφήνει κανείς ένα περιθώριο στη χάρη του Θεού, στην πρόνοια και στην επέμβαση του Θεού. Όσο σίγουρος κι αν είναι κανείς, και όσο καλά κι αν βλέπουν τα μάτια του, και όσο κι αν έχει κοφτερό μυαλό και καταλαβαίνει, ας αφήνει ένα περιθώριο στα χέρια του Θεού, και ας εύχεται.
Εγώ θα έλεγα και στους νέους και στις νέες –ως κληρικός που είμαι, ας μου επιτραπεί αυτό που θα πω, και θα το πω από πολλή αγάπη– το θέμα του γάμου να είναι η κρυφή σας προσευχή. Να κάνετε μια μυστική προσευχή, που να την ξέρετε μόνο εσείς. Να προσεύχεσθε να σας βοηθήσει ο Θεός να πετύχει ο γάμος. Να βοηθήσει ο Θεός να έρθουν έτσι τα πράγματα, ώστε να σας στείλει άνθρωπο που σας ταιριάζει, και να σας στείλει στον άνθρωπο που ταιριάζετε. Να βοηθήσει ο Θεός να έρθουν έτσι τα πράγματα, ώστε όντως οι δύο άνθρωποι να γίνουν ένας, και να πετύχει ο γάμος.
Υπάρχουν βέβαια και πολλές άλλες δυσκολίες στον γάμο, καθώς μάλιστα και μέσα στον γάμο δεν είναι τα πράγματα ασύδοτα και εντελώς χωρίς όρια. Όχι μόνο διότι δεν είναι κανείς μόνος του, αλλά έχει να κάνει με έναν άλλο άνθρωπο, και ο άλλος είναι μια ξεχωριστή ύπαρξη, και πρέπει να υπάρχει συνεννόηση, κατανόηση, αλλά και διότι δεν παύει κανείς να είναι πάλι ενώπιον του Θεού. Και όχι μόνο δεν παύουν οι έγγαμοι να ζουν ενώπιον του Θεού, αλλά, τρόπον τινά, εισήλθαν στον γάμο, για να είναι ενώπιον του Θεού. Σε τελευταία ανάλυση εισέρχεται κανείς στον γάμο ή μένει στην αγαμία, για να μπορέσει, είτε με τον έναν είτε με τον άλλο τρόπο –διαλέγει, τρόπον τινά, κανείς– να μείνει με τον Θεό ασφαλέστερα.
Πώς θα εναρμονισθεί όμως ο έγγαμος βίος, ώστε να οδηγεί στον Θεό; Είναι, νομίζω, κάτι επίσης δύσκολο. Αυτό οι έγγαμοι μπορούν να μας το πουν καλύτερα. Αλλά νομίζω ότι, ένεκα του ότι υπάρχουν μέσα στον γάμο εκείνα που περισπούν τον άνθρωπο και τον αποσπούν από τον Θεό, είναι αρκετά δύσκολο να είναι τελικά ο γάμος μέσο που οδηγεί στον Θεό.
Ίσως πουθενά αλλού δεν επιτυγχάνεται τόσο η έξοδος του ατόμου από το είναι του, όσο μέσα στον γάμο: το να βγει δηλαδή κανείς από το καβούκι του και να κοινωνήσει με μια άλλη ύπαρξη και να έρθει σε μια, όσο γίνεται βέβαια ανθρωπίνως, απόλυτη κοινωνία με μια άλλη ύπαρξη. Πουθενά αλλού δεν επιτυγχάνεται τόσο αυτή η κοινωνία, το να εξέλθει κανείς από τον εαυτό του και να δοθεί στον άλλο, όσο μέσα στον γάμο. Όπως επίσης και το να δεχθεί, τρόπον τινά, κατά απόλυτο βαθμό τον άλλο. Και αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό στη ζωή του ανθρώπου, γιατί γίνεται όντως άνθρωπος κανείς. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο αυτό σε ένα φιλομόναχο, είναι όμως μια αλήθεια.
Διότι, αν δεν υπήρχε γάμος, θα ήταν οι άνθρωποι αγρίμια. Αυτός καθ’ εαυτόν ο γάμος, η συζυγία, τα παιδιά, τορνεύουν, ημερεύουν τον άνθρωπο, τον βγάζουν από το καβούκι του και τον βοηθούν να πάψει να είναι ατομιστής, να είναι εγωιστής. Αλλά εάν ο γάμος περιορισθεί στο δόσιμο του ενός στον άλλο, στον ανθρώπινο δηλαδή μόνο παράγοντα, να δώσει κανείς και να πάρει, σε τελευταία ανάλυση καταλήγει ο άνθρωπος πάλι να είναι ένας ατομιστής, να είναι ένα μηδέν, όπως λέγαμε την άλλη φορά. Μηδέν είμαι εγώ. Όταν κλείνομαι στον εαυτό μου, μηδενίζομαι. Όταν βγω από τον εαυτό μου, βγαίνω από το μηδέν, αλλά, αν κοινωνώ με ένα άλλο μηδέν, τότε δύο μηδέν μας κάνουν πάλι μηδέν. Εάν όμως δια του γάμου οι δύο άνθρωποι έρχονται σε κοινωνία με τον Θεό, τότε όντως βγαίνουν από τον εαυτό τους, όντως υπάρχουν, και όντως έρχεται η λύτρωση του ανθρώπου, και γίνεται ο εξανθρωπισμός και η αναγέννησή του. Αυτό νομίζω ότι είναι αρκετά δύσκολο να γίνει.
Όσο από μια πλευρά φαίνεται μέχρις ενός ορισμένου σημείου πιο εύκολο σε έναν έγγαμο από ό,τι σε έναν άγαμο να εξέλθει από τον εαυτό του, από το καβούκι του και έτσι, θέλει δεν θέλει, να ταπεινωθεί, να τορνευτεί, να τσακιστεί, να συντριβεί, τόσο από άλλη πλευρά είναι δύσκολο να αποσπασθεί από το μηδέν, με το οποίο έχει κοινωνήσει, και να δοθεί στη μόνη ύπαρξη, που είναι ο Θεός, στο μόνο Ον, που είναι ο Θεός. Νομίζω ότι και από αυτή επίσης την πλευρά ο γάμος έχει τις δυσκολίες του. Εάν όμως ένας γάμος κατ’ αρχήν επιτύχει, εάν δηλαδή έχουν οι δύο αυτοί άνθρωποι κοινωνία μεταξύ τους και είναι αρμονικότατα ένας άνθρωπος, έπειτα με την πίστη και τη θρησκευτικότητα που διαθέτουν, οι δύο μαζί δίνονται στον Θεό. Οπότε, από εκεί και πέρα, νομίζω ότι δεν θα έχουν σοβαρές δυσκολίες.
Επομένως, τώρα μπορούμε να πούμε ότι επιτυχημένος γάμος σε τελευταία ανάλυση δεν είναι μόνο το να μπορέσουν οι δύο σύζυγοι να έχουν κοινωνία, αρμονία και συνεννόηση, γιατί ίσως αυτό καμιά φορά να μην μπορεί να επιτευχθεί σε απόλυτο βαθμό, αλλά το να μπορούν, είτε ο ένας είτε ο άλλος είτε και οι δύο, να υποταχθούν στην πρόνοια του Θεού και να σηκώσουν τον σταυρό τους. Μπορούμε λοιπόν να πούμε και από αυτή την πλευρά ότι είναι επιτυχημένος ο γάμος.
Πηγή: (Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, «Εφηβεία, γάμος, αγαμία», τόμος Β’. Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2004, σελ. 69 - αποσπάσματα), Κοινωνία Ορθοδοξίας