Κριτικές παρατηρήσεις στο Σχέδιο Νόμου "Σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης"
Καλλιρόης Δ. Παντελίδου, Καθηγήτριας ΔΠΘ
Ι. Εισαγωγικά Η συζήτηση για τη νομική ένδυση των εξώγαμων ενώσεων στην Ελλάδα αναζωπυρώθηκε πολύ πρόσφατα με αφορμή το Νομοσχέδιο για το Σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης ετερόφυλων προσώπων, που είναι έτοιμο εδώ και δύο χρόνια περίπου.
Περίληψη: Η εργασία ασκεί κριτική και συγχρόνως αναλύει τις διατάξεις του Σχεδίου Νόμου για το Σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης. Αυτό αποτελεί συμφωνία μεταξύ δύο ανθρώπων διαφορετικού φύλου, με την οποία οργανώνουν τη συμβίωση τους, χωρίς να συνάπτουν γάμο. Η εργασία εκφράζει επιφυλάξεις για τη θέσπιση μιας τέτοιας συμφωνίας, διότι θα οδηγήσει σε χαλάρωση του γάμου, χωρίς να προσφέρει μεγαλύτερη προστασία στους συντρόφους ή τα παιδιά. Κατά την ανάλυση των συνεπειών του συμφώνου, διαπιστώθηκε ότι το σύμφωνο εισάγει αποτελέσματα παρόμοια με τη σύναψη του γάμου ως προς τους συντρόφους και τα παιδιά. Αυτό όμως στην πραγματικότητα δεν συμβιβάζεται με μια συμφωνία ελεύθερα διαλυτή, όπως το σύμφωνο, και θα οδηγήσει σε ανυπέρβλητες δυσχέρειες.
Συνεπώς θα ήταν καλύτερο να αφαιρεθούν συνέπειες, όπως η αυτοδίκαιη άσκηση της γονικής μέριμνας, η δυνατότητα υιοθεσίας και από τους δύο συντρόφους μαζί ή η αναγνώριση δικαιώματος νόμιμης μοίρας στον επιζώντα σύντροφο. Γενικώς η ενίσχυση της οικογένειας είναι προτιμότερη από την εισαγωγή του συμφώνου.Κατά την αιτιολογική έκθεση της επιτροπής που συνέταξε το Σχέδιο Νόμου, η εξώγαμη συμβίωση αναγνωρίζεται σήμερα ως «διαφορετική, πιο χαλαρή μορφή οικογενειακής ζωής» και η ρύθμισή της δεν αντίκειται στο Σύνταγμα που προστατεύει το γάμο και την οικογένεια, χωρίς ωστόσο να επιβάλλεται από αυτό. Επιπροσθέτως έχει ρυθμισθεί ήδη από τις περισσότερες ευρωπαϊκές νομοθεσίες.Εξάλλου, πάντοτε κατά την αιτιολογική έκθεση, το σύμφωνο αποτελεί εναλλακτική μορφή μόνιμης συμβίωσης και όχι μορφή «χαλαρού» γάμου. Εντούτοις ακριβώς στο τελευταίο συμπέρασμα οδηγεί η ανάγνωση του Σχεδίου Νόμου: Όπως είναι διατυπωμένο (σύσταση, λύση, περιουσιακές συνέπειες, διατροφή, αποτελέσματα για τα παιδιά, κληρονομικό δικαίωμα), είναι σαν να θεσπίζει ένα «γάμο» με λιγότερες διατυπώσεις, λιγότερες υποχρεώσεις και κυρίως ελεύθερα διαλυτό. Ερωτάται αν είναι πράγματι αυτό που απαιτούν σήμερα οι κοινωνικές ανάγκες. Ας μου επιτραπούν μερικές απλές σκέψεις.
ΙΙ. Γενικές παρατηρήσεις για τη νομική αναγνώριση ελεύθερων ενώσεων 1.Η έννοια "Σύμφωνο με ορισμένη τυπική μορφή", όπως είναι η κατάρτιση στο συμβολαιογράφο, έρχεται σε αντίθεση με την ελεύθερη συμβίωση. Εάν δύο άνθρωποι έχουν επιλέξει αυτή τη μορφή συμβιώσεως που τονίζεται ότι είναι «ελεύθερη», είναι οξύμωρο και να είναι ελεύθερη η συμβίωση και να έχει νομικές συνέπειες που οι ίδιοι επιλέγουν με μία επίσημη συμφωνία. Υπάρχει το επιχείρημα ότι έτσι προστατεύεται ο ασθενέστερος, η γυναίκα ή τα παιδιά. Αλλά αφού το σύμφωνο χρειάζεται τη συγκατάθεση και των δύο για να συναφθεί και είναι ελεύθερα διαλυτό, είναι αμφίβολο αν θα προσφέρει τέτοια προστασία. Με άλλα λόγια, όποιος δεν επιθυμεί να δεσμευθεί καθόλου, δεν θα συνάπτει σύμφωνο και η ελεύθερη συμβίωση θα συνεχίσει να υπάρχει, όποιος επιθυμεί να δεσμευθεί, θα συνάπτει γάμο.Για να γίνω πιο συγκεκριμένη, δεν είναι πιθανό να είναι κίνητρο προσφυγής στο σύμφωνο το ότι λόγου χάρη, όπως προβλέπεται στο Σχέδιο Νόμου, είναι δυσμενέστερη η αποδεικτική θέση του δικαιούχου (άρθρ. 6 ΣχΝ) σε σχέση με την αύξηση της περιουσίας που επήλθε κατά τη διάρκεια της κοινής συμβιώσεως από ό,τι στο γάμο (ΑΚ 1400 παρ.1 εδ. 3). Ή το ότι, εάν το Σύμφωνο λυθεί με το θάνατο ενός από τους δύο συντρόφους, ο σύντροφος που επιζεί έχει μειωμένο κληρονομικό δικαίωμα σε σχέση με το σύζυγο, εφόσον συντρέχει με άλλους συγγενείς του κληρονομουμένου συντρόφου (άρθρ. 12 παρ. 1 ΣχΝ). Για παράδειγμα, ο διαζευγμένος και πατέρας δύο παιδιών Α συνάπτει σύμφωνο, με αποτέλεσμα, εάν πεθάνει, η σύντροφος να κληρονομεί το ένα έκτο της περιουσίας του, ενώ αν τον κληρονομούσε ως σύζυγος, δηλ. αν ο Α την είχε νυμφευθεί, το ποσοστό θα ήταν μεγαλύτερο, δηλ. ένα τέταρτο (ΑΚ 1820 εδ. 1). Είναι απίθανο ο Α να προτίμησε το σύμφωνο για να μεγαλώσει το κληρονομικό μερίδιο των παιδιών του, αφού μπορεί να το μεγαλώσει με τη σύνταξη διαθήκης. Το πιο πιθανό είναι να συνάψει ή γάμο ή τίποτε.Αλλά ας σταθούμε λίγο περισσότερο στην προστασία των ασθενέστερων, της οποίας γίνεται επίκληση, προφανώς του μη εργαζόμενου συντρόφου και των κοινών παιδιών. Η περίπτωση των παιδιών δεν απαιτεί ιδιαίτερο σύμφωνο, αφού υπάρχει από πολλών ετών η δυνατότητα αναγνωρίσεως των παιδιών που γεννώνται εκτός γάμου, με όμοια αποτελέσματα με αυτά των παιδιών που γεννώνται σε γάμο, κυρίως δικαίωμα πλήρους διατροφής και απολύτως εξομοιωμένο κληρονομικό δικαίωμα (ΑΚ 1484). Βεβαίως με το σύμφωνο θα ασκείται πλέον γονική μέριμνα (άρθρ. 10 ΣχΝ), όπως και των παιδιών των γεννημένων σε γάμο, δηλ. οι γονείς θα έχουν μαζί τη φροντίδα για την ανατροφή των παιδιών, όπως σε μια κανονική οικογένεια. Ερωτάται όμως αν είναι πράγματι αυτό το καλύτερο για τα παιδιά, δηλ. ένας γονέας που όποτε επιθυμεί απεμπολεί τις υποχρεώσεις του και διαλύει το σύμφωνο, να εξομοιώνεται ως προς τη γονική μέριμνα με ό,τι ισχύει στο γάμο. Η ευθύνη απέναντι στα τέκνα, άρρηκτα συνδεόμενη με ένα δικαίωμα κατεξοχήν λειτουργικό, όπως η γονική μέριμνα, δεν συμβιβάζεται με το ελεύθερα διαλυτό της σχέσης όπου μεγαλώνουν τα παιδιά.Ως προς τον ή την σύντροφο, θεμελιώνονται πράγματι με το σύμφωνο περιουσιακά δικαιώματα, αξίωση διατροφής μετά τη λύση του συμφώνου, εφόσον συμφωνηθεί ιδιαιτέρως, αξίωση συμμετοχής στην αύξηση της περιουσίας του συντρόφου και κληρονομικό δικαίωμα, ακόμη και δικαίωμα νόμιμης μοίρας. Εφόσον όμως αυτά εξαρτώνται από το αν ακολουθηθεί ο προβλεπόμενος τύπος, στην πράξη δεν θα υπάρχει προστασία σε πολλές περιπτώσεις που λόγω των συνεπειών δεν θα επιλέγεται το σύμφωνο.Εξάλλου το ότι η ελεύθερη ένωση δεν αναγνωρίζεται ως γάμος και κατά συνέπεια δεν επιφέρει τα νομικά αποτελέσματα, τη μονιμότητα και τη δέσμευση ενός γάμου, δεν σημαίνει ότι αποκλείεται η αναλογική εφαρμογή επιμέρους ρυθμίσεων από το δίκαιο του γάμου, αν ο δικαστής κρίνει ότι αρμόζει παρόμοια λύση και σε ένα πρόβλημα που ανακύπτει κατά τη λειτουργία της ελεύθερης ενώσεως, λ.χ. ανάλογη εφαρμογή των ΑΚ 1400 επ. Αλλά και χωρίς να εφαρμόζεται αναλογικά μια διάταξη από το δίκαιο του γάμου, η πραγματική κατάσταση που δημιουργείται από μία ελεύθερη ένωση μπορεί να προκαλεί άλλες έννομες συνέπειες ενοχικού δικαίου, π.χ. αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΚ 904 επ.), όταν η περιουσία του ενός αυξήθηκε σε βάρος της περιουσίας του άλλου, αξίωση από αδικοπραξία, όταν ο ένας εγκαταλείπει τον άλλο κατά τρόπο αντίθετο με την καλή πίστη ( ΑΚ 914) ή και αξίωση για την ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης λόγω θανατώσεως του συντρόφου (ΑΚ 932 εδ. 3)1. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι απροστάτευτοι οι σύντροφοι απέναντι σε τρίτους ούτε μπορούν να ενεργούν αυθαίρετα. Ίσα - ίσα υπάρχει φόβος με τη θεσμοθετημένη ρύθμιση να υποχωρήσει η νομική προστασία της μη ρυθμίσεως: Σήμερα υπάρχουν περιπτώσεις που τα δικαστήρια βλέπουν φιλικά την εξώγαμη συμβίωση, π.χ. αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού ή ηθικής βλάβης2. Εάν στο μέλλον τα δικαστήρια αντιμετωπίζουν μια περίπτωση ελεύθερης συμβιώσεως χωρίς σύμφωνο, υπάρχει ο κίνδυνος να μην καταλήγουν στις ίδιες συνέπειες, αν δεν έχει τηρηθεί ο τύπος του συμφώνου. 2.Κατά την αιτιολογική έκθεση, η ανάγκη για ίση νομική μεταχείριση και για κοινωνική προστασία των προσώπων που επιλέγουν την εναλλακτική αυτή μορφή του συμφώνου, επιβάλλει την ανάλογη εφαρμογή διατάξεων του εργατικού, του δημοσιοϋπαλληλικού, ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού δικαίου. Εφόσον όμως προβλέπεται ανάλογη εφαρμογή των ευεργετικών διατάξεων που αναφέρονται σε συζύγους (άρθρ. 13 παρ. 1 ΣχΝ), πολλαπλασιάζεται ο κίνδυνος η σύναψη τέτοιων συμφώνων να είναι εικονική. Για παράδειγμα, σύμφωνο για να επιτευχθεί η συνυπηρέτηση των συντρόφων ή η χορήγηση επιδομάτων. Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι απίθανο να έρχεται η αρμόδια αρχή και να αφαιρεί την παροχή μετά τη διάλυση του συμφώνου. Ούτε θα μπορεί κατά κανόνα η αρχή να αρνείται μια παροχή, με το επιχείρημα ότι το σύμφωνο είναι ελεύθερα διαλυτό, τη στιγμή που ο νόμος το επιτρέπει. Από την άλλη μεριά, τυχόν επέκταση των ευνοϊκών συνεπειών του γάμου και στους πρώην συντρόφους, όπως δηλ. συμβαίνει κάποτε και στους διαζευγμένους, θα περιπλέξει τα πράγματα, αφού άλλες είναι οι προϋποθέσεις διαλύσεως του γάμου και άλλες του συμφώνου. 3.Το Σύνταγμα προστατεύει στο άρθρο 21 παρ. 1 ρητά το γάμο και την οικογένεια. Η ρητή αναφορά στο γάμο, ως σταθερή σχέση με προοπτικές όχι μόνον μονιμότητας, αλλά και ισοβιότητας, αποτελεί εκδήλωση της αρχής της εύνοιας του γάμου σε αντιδιαστολή προς τις ελεύθερες ενώσεις. Η αρχή αυτή εκδηλώνεται πλέον κυρίως θετικά, δηλ. με τη λήψη προστατευτικών μέτρων υπέρ του γάμου και πολύ λιγότερο αρνητικά, δηλ. με τη δυσμενή μεταχείριση των ενώσεων που δεν αποτελούν γάμο[i]. Σε αυτό έχει συντελέσει και η ανάγκη προστασίας των ανήλικων τέκνων, τα οποία φυσικά δεν ευθύνονται για το αν γεννήθηκαν μέσα ή έξω από το γάμο. Όταν περίπου η ίδια προστασία παρέχεται σε ένα μόρφωμα που δεν αποτελεί γάμο, με επιπλέον δέλεαρ το ελεύθερα διαλυτό, δεν μπορεί να σημαίνει παρά υποχώρηση της συνταγματικά προστατευόμενης αυτής εύνοιας. Ας προστεθεί μάλιστα ότι η υποχώρηση αυτή μπορεί να γίνει παραλλήλως με τη θέσπιση ακόμη ευχερέστερης λύσης του γάμου. Ενώ, η μη ιδιαίτερη ρύθμιση των εξώγαμων ενώσεων και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας σέβεται και την εύνοια αυτή δεν προσβάλλει.Πράγματι το Σύμφωνο ελεύθερης συμβιώσεως, όπως ρυθμίζεται, θα μπορούσε να ονομάζεται σύμφωνο ελεύθερα διαλυτής συμβιώσεως. Ο γάμος, όποιο ορισμό και να προτιμήσουμε, στηρίζεται στην απόφαση δύο ανθρώπων διαφορετικού φύλου να θεμελιώσουν με ορισμένη διαδικασία μια κοινωνία βίου με μονιμότητα και διάρκεια και η οποία θα λύεται μόνον για σοβαρούς λόγους και με ορισμένη διαδικασία και οπωσδήποτε ποτέ μονομερώς. Μάλιστα η λύση για σοβαρούς λόγους ή τουλάχιστον με αμοιβαία συμφωνία παρέχει σημαντική προστασία σε όποιους συνάπτουν γάμο. Η μονομερής λύση του συμφώνου, όπως προβλέπεται (άρθρ. 4 παρ. 1 εδ. 2 ΣχΝ), θυμίζει το repudium, τη μονομερή δηλαδή διάλυση του γάμου στο ρωμαϊκό δίκαιο[ii]. Κάθε σκέψη για μονιμότητα της συμβιώσεως αντιφάσκει εξ ορισμού με την ελεύθερη λύση, που θυμίζει καταγγελία μιας συμβάσεως. Από την άλλη μεριά, δεν είναι δυνατόν ένα σύμφωνο που δεν είναι γάμος να μη λύεται εύκολα. Στην πραγματικότητα, ενώ δεν θα προστατεύει τους συντρόφους αρκετά, θα αποδυναμώνει το γάμο, διότι θα είναι ελκυστικότερο. 4. Ρητά ορίζεται στο Σχέδιο Νόμου ότι το σύμφωνο αναφέρεται σε ετερόφυλα πρόσωπα. Ήδη όμως παρατηρούνται κινήσεις ομοφύλων να συνάψουν «γάμο», προφανώς ως μέσο πιέσεως για να περιληφθούν σε αυτό το σύμφωνο ελεύθερης συμβιώσεως ή σε παρόμοια ρύθμιση. Με την ευκαιρία αυτή αξίζει να τονισθεί ότι με τη σημερινή, ισχύουσα, ρύθμιση ο γάμος συνάπτεται μόνον μεταξύ ετερο-φύλων. Μεμονωμένες απόψεις που επικαλούνται ότι δεν απαιτείται ρητά από το νόμο η διαφορά φύλου δεν είναι ορθές, διότι αφενός οι διατάξεις του δικαίου δεν ερμηνεύονται μεμονωμένα, αλλά και με αναφορά στο όλο σύστημα δικαίου και αφετέρου δεν αναγράφονται πάντοτε ρητώς οι αυτονόητες προϋποθέσεις. Στη ρύθμιση του συμφώνου τα ζεύγη ομοφύλων δεν μπορούν να υπαχθούν, αφού αυτό είναι διατυπωμένο στο πρότυπο μιας οικογένειας με γονείς και παιδιά. Από την άλλη μεριά, σε δύο από τα δίκαια που επηρεάζουν τη νομική παράδοση στη χώρα μας, δηλ. το γαλλικό και το γερμανικό, οι ομόφυλοι περιλαμβάνονται στην αντίστοιχη με ό,τι προβλέπει το σύμφωνο, ρύθμιση των εξώγαμων συμβιώσεων (pacte civil de solidarite για το γαλλικό δίκαιο) και μάλιστα στη Γερμανία η ρύθμιση του νόμου (eingetragene Lebenspartnerschaft)[iii] αναφέρεται μόνον σε αυτούς. Όλα αυτά οδηγούν λογικά στη σκέψη ότι η θέση σε ισχύ του συμφώνου ελεύθερης συμβιώσεως θα λειτουργήσει ως δοκιμαστική φάση για την επισημοποίηση ομόφυλων ενώσεων, με αρνητικές συνέπειες για τη δομή και τα ήθη της κοινωνίας μας. Αυτό ο νομοθέτης δεν μπορεί να το αγνοήσει. Είναι προτιμότερο να μην παράσχει νομικό κάλυμμα σε ελεύθερες συμβιώσεις διαφορετικού ή και του ίδιου φύλου, διότι οι κίνδυνοι για το γάμο και την οικογένεια είναι πολύ σοβαρότεροι από τυχόν θετικές συνέπειες. Ι
ΙΙ. Ειδικές παρατηρήσεις στις επιμέρους ρυθμίσεις
1. Σύναψη του συμφώνου. Στο άρθρο 1 καθορίζεται ως συστατικός τύπος του συμφώνου το συμβολαιογραφικό έγγραφο, ενώ η δήλωση της συμφωνίας στο ληξιαρχείο και η καταχώριση σε ειδικό βιβλίο θα έχει απλώς αποδεικτική ισχύ. Στη συνέχεια, στο άρθρο 2 θεσπίζονται οι θετικές προϋποθέσεις και τα κωλύματα και στο άρθρο 3 καθιερώνεται σχετική ακυρότητα του συμφώνου που έχει συναφθεί χωρίς τις απαιτούμενες προϋποθέσεις. Πρέπει όμως να παρατηρηθεί ότι επειδή η σύναψη του συμφώνου δεν προϋποθέτει κάποια άδεια ή προηγούμενη γνωστοποίηση, από τις προϋποθέσεις θα μπορεί να ελεγχθεί μόνον η δικαι-οπρακτική ικανότητα και ενδεχομένως η μη ύπαρξη άλλου γάμου. Ιδίως η συγγένεια ή η ύπαρξη άλλου συμφώνου δεν θα μπορεί να διαπιστωθεί. Ας σημειωθεί ακόμη ότι, αφού τίθενται περίπου παρόμοιες προϋποθέσεις με τη σύναψη του γάμου, αποκλείεται με το σύμφωνο να θεραπευθεί η νομική αδυναμία να συναφθεί γάμος, που αποτελεί κατά την αιτιολογική έκθεση έναν από τους λόγους για τους οποίους έχουν πολλαπλασιασθεί οι εξώγαμες συμβιώσεις. Στο μέτρο που έτσι δεν χρησιμοποιείται το σύμφωνο ως υποκατάστατο του γάμου (βλ και ΑιτΕκθ στο άρθρο 2), αυτό πρέπει να επικροτηθεί. Αλλιώς θα υπηρχε ο κίνδυνος να συνάπτονται σύμφωνα για να καλύψουν ακόμη και σχέσεις αιμομιξίας, κάτι που θα προσέβαλλε ευθέως τα χρηστά ήθη. Το ίδιο θετική πρέπει να θεωρηθεί και η αυστηρότερη ρύθμιση ως προς τη δικαιοπρακτική ικανότητα που απαιτείται να είναι πλήρης, χωρίς δυνατότητα μετά από δικαστική άδεια να μπορούν να συνάψουν σύμφωνο και ανήλικοι, όπως στο γάμο (ΑΚ 1350 παρ. 2 εδ. 2). Δεν συμβιβάζεται με ηλικία μικρότερη και αυτής του 18ου έτους η απόφαση επιλογής μιας χαλαρότερης ρυθμισμένης μορφής συμβιώσεως.Η διαφορά ως προς τη συγγένεια με τη σύναψη του γάμου είναι ότι η ύπαρξη αγχιστείας σε πλάγια γραμμή δεν θα μπορεί να αποτελεί κώλυμα για τη σύναψη συμφώνου, π.χ. ο Α θα μπορεί να συνάψει σύμφωνο με την αδελφή της πρώην συζύγου του (αγχιστεία σε δεύτερο βαθμό εκ πλαγίου) ή με την κόρη του αδελφού της (πρώην) συζύγου του (αγχιστεία σε τρίτο βαθμό εκ πλαγίου), ενώ γάμο δεν μπορεί να συνάψει ούτε μετά τη λύση του γάμου του (ΑΚ 1462 εδ. 2 σε συνδ. με 1357). Το επιτρεπτό του συμφώνου δεν θα πρέπει να επικροτηθεί: Αφενός λειτουργεί έτσι ως υποκατάστατο του γάμου, κάτι που θέλει να αποφύγει ο νομοθέτης και αφετέρου συντελεί στο να καλλιεργούνται εξώγαμες σχέσεις ανάμεσα σε ανθρώπους που κατά τις κοινωνικές αντιλήψεις συνδέονται με στενό οικογενειακό δεσμό. Ας ληφθεί μάλιστα υπόψη ότι στο γάμο η αγχιστεία αποκτά πρακτική σημασία ως κώλυμα μετά την αμετάκλητη λύση ή ακύρωση του γάμου6, αφού κατά τη διάρκειά του υπάρχει το κώλυμα του ήδη λειτουργούντος γάμου (ΑΚ 1354).
2. Το ελαττωματικό σύμφωνο. Το άρθρο 3 καθιερώνει κατά τον παράτιτλο σχετική ακυρότητα του συμφώνου, την οποία μπορεί να προβάλλουν μόνον τα πρόσωπα που το συνήψαν, τρίτοι που επικαλούνται οικογενειακό ή κληρονομικό έννομο συμφέρον και ο εισαγγελέας αυτεπαγγέλτως, αν θίγεται η έννομη τάξη. Το άρθρο είναι διατυπωμένο στο πρότυπο του γράμματος και της κρατούσας ερμηνείας του άρθρου 1378 αρ. 1 ΑΚ7. Η ακυρότητα όμως που καθιερώνει το άρθρο αυτό είναι απόλυτη8, θεραπεύσιμη ή αθεράπευτη, απλώς η έννοια του έννομου συμφέροντος περιορίζεται στο οικογενειακό ή κληρονομικό συμφέρον, για να μην μπορεί λ.χ. να προσβάλλει το γάμο ο ασφαλιστής επί θανατώσεως προσώπου, με αποκλειστικό κίνητρο τη μη επιδίκαση αποζημιώσεως στον επιζώντα σύζυγο. Εφόσον λοιπόν υιοθετηθεί ανάλογη λύση, θα πρόκειται πάλι για απόλυτη ακυρότητα με στενότερο έννομο συμφέρον. Πρέπει εξάλλου να τονισθεί ότι ορθά δεν φαίνεται να χρειάζεται δικαστική απόφαση που θα ακυρώνει το γάμο, όπως η ΑΚ 1376 απαιτεί, λόγω της σοβαρότητας των αποτελεσμάτων του γάμου. Στην περίπτωση του συμφώνου προβλέπεται πάντως προς το συμφέρον των ασθενεστέρων διατήρηση των αποτελεσμάτων, παρά την ακυρότητα, σε σχέση με το τεκμήριο πατρότητας (άρθρ. 8 παρ. 2 ΣχΝ) και την υιοθεσία (άρθρ. 11 παρ. 2 ΣχΝ).Ερωτάται αν ο ίδιος κύκλος των νομιμοποιουμένων προσώπων θα νομιμοποιείται και σε άλλες περιπτώσεις ακυρότητας και πρώτα πρώτα λόγω ελλείψεως τύπου. Το Σχέδιο Νόμου δεν καθιερώνει κάποια μορφή ανυποστάτου, αν δεν τηρηθεί ο συμβολαιογραφικός τύπος. Αφετέρου η διατύπωση του άρθρου 3 φαίνεται να καταλαμβάνει κάθε περίπτωση ακυρότητας, επομένως και την απόλυτη ακυρότητα λόγω ελλείψεως του νόμιμου συστατικού τύπου, την οποία θα μπορούν να επικαλεσθούν μόνον τα ίδια πρόσωπα. Μπορεί όμως να παρουσιασθεί και άλλη περίπτωση ακυρότητας, λ.χ. λόγω αντιθέσεως του περιεχομένου με τα χρηστά ήθη (ΑΚ 178) ή λόγω εικονικότητας (ΑΚ 138 παρ. 1). Αυτό, επειδή αντίθετα με το γάμο, το ελάττωμα αυτό δεν θα καλύπτεται από τη σύναψη του συμφώνου. Και σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να δεχθούμε ότι το Σχέδιο Νόμου εισάγει τον ίδιο περιορισμό του κύκλου των δικαιουμένων προσώπων. Αυτό όμως δεν φαίνεται να έρχεται σε συμφωνία με τις ΑΚ 138, 178, 180. Η νομιμοποίηση του Εισαγγελέα να επικαλεσθεί την ακυρότητα, αν θίγεται η δημόσια τάξη, θα καλύψει μόνον έως ένα βαθμό και αυτές τις περιπτώσεις.Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι η μη καθιέρωση ανυποστάτου σε συνδυασμό με τον σχετικώς μικρό κύκλο των προσώπων που μπορεί να επικαλεσθεί την ακυρότητα, μπορεί να οδηγήσει και σε αρνητικά αποτελέσματα. Εάν, για παράδειγμα, συναφθεί ένα σύμφωνο με ιδιωτικό συμφωνητικό, κατά το γράμμα του άρθρου 3, δεν θα μπορεί να επικαλεσθεί την ακυρότητα η ασφαλιστική εταιρεία που θα κληθεί να αποζημιώσει τον επιζώντα σύντροφο επί θανατώσεως του ενός συντρόφου. Δεδομένου και του κινδύνου συνάψεως εικονικών συμφώνων, είναι προτιμότερο να προτιμηθεί γενικότερη διατύπωση του έννομου συμφέροντος, χωρίς την προσθήκη δηλ. του προσδιορισμού «οικογενειακό» ή «κληρονομικό» και να απαλειφθεί η λέξη «σχετική» από τον παράτιτλο.Η ακυρωσία που θα κριθεί κατά τις γενικές διατάξεις κατά την αιτιολογική έκθεση, θα είναι σπανιότατη, λόγω της ευχέρειας μονομερούς λύσης. Πάντως μόνον ο καθένας από τους συντρόφους θα νομιμοποιείται, με αναλογία της ΑΚ 1378 περ. 2.
3. Σύμφωνο και συγγένεια. Πέραν των κωλυμάτων του γάμου που ισχύουν και για τη σύναψη του συμφώνου, δεν προκύπτει με σαφήνεια αν το σύμφωνο δημιουργεί συγγένεια εξ αγχιστείας με όλες τις συνέπειες που η συγγένεια αυτή έχει. Για παράδειγμα, ερωτάται αν αποτελεί κώλυμα γάμου ή συνάψεως άλλου συμφώνου, η «συγγένεια» του συντρόφου σε σύμφωνο με την «πεθερά» του, δηλ. τη μητέρα της συντρόφου του. Αν η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2, σύμφωνα με την οποία, όπου γίνεται λόγος για συζύγους, οι διατάξεις έχουν ανάλογη εφαρμογή και σε όσους συνήψαν το σύμφωνο, έχει εφαρμογή και για τη θεμελίωση της συγγένειας, τότε θα πρέπει να δημιουργείται τέτοιο κώλυμα. Από την άλλη μεριά, αφού αγχιστεία είναι η συγγένεια που δημιουργείται μόνο με το γάμο μεταξύ του ενός συζύγου και τους συγγενείς εξ αίματος του άλλου και συνεχίζει να υπάρχει και μετά τη λύση ή ακύρωση του γάμου κατά την ΑΚ 1462, δεν δημιουργείται κώλυμα. Άλλωστε δύσκολα θα μπορούσε να γίνει κατανοητή δυνατότητα αναλογικής εφαρμογής μιας διατάξεως αυστηρού δικαίου, όπως η ΑΚ 1462. Αλλά και πέραν αυτού μπορεί η αγχιστεία να έχει σημασία και για άλλες περιπτώσεις. Για παράδειγμα, στην απαγόρευση που ισχύει σε συγγενείς εξ αγχιστείας του διαθέτη να συμπράξουν ως συμβολαιογράφοι ή μάρτυρες κατά τη σύνταξη μιας δημόσιας διαθήκης (ΑΚ 1725 περ. 2), ερωτάται αν θα περιλαμβάνονται και πρόσωπα που τελούν σε μια τέτοια σχέση μετά τη σύναψη του συμφώνου. Η συνεπέστερη λύση θα ήταν να μη δημιουργεί το σύμφωνο σχέση αγχιστείας, αφού αυτή είναι συνέπεια μόνον της συνάψεως γάμου, η λύση όμως αυτή θα επέφερε αναστάτωση στις οικογενειακές σχέσεις, διότι δεν θα παρήγαγε κωλύματα για τη σύναψη γάμου.
4. Σύμφωνο και παιδιά. Ως προς τις συνέπειες για τα τέκνα, αυτές φαίνεται ότι είναι εντελώς εξομοιωμένες με τη σύναψη γάμου. Με το άρθρο 9 ρυθμίζεται το επώνυμο των παιδιών ανάλογα με το γάμο, με τη διαφορά ότι εάν η δήλωση για το επώνυμο παραλειφθεί, το τέκνο θα έχει σύνθετο επώνυμο, αποτελούμενο από το επώνυμο των γονέων του. Με το άρθρο 8 καθιερώνεται μαχητό τεκμήριο πατρότητας για τον άνδρα που συζεί με σύμφωνο με τη μητέρα του παιδιού, που εξακολουθεί να ισχύει ακόμη και αν το σύμφωνο έχει αναγνωρισθεί ως άκυρο ή ακυρωθεί. Η πατρότητα προσβάλλεται αναλόγως με αυτή των τέκνων που κατάγονται από γάμο.Και εδώ προκύπτει καταρχάς πρόβλημα με τη θεμελίωση της συγγένειας για τον πατέρα και συγκεκριμένα ερωτάται ποια είναι η σχέση του άρθρου αυτού με την ΑΚ 1463 εδ. 2, σύμφωνα με την οποία η συγγένεια με τον πατέρα και τους συγγενείς του συνάγεται από το γάμο της μητέρας με τον πατέρα ή ιδρύεται με αναγνώριση. Με άλλα λόγια το σύμφωνο φαίνεται να τροποποιεί την ΑΚ 1463 εδ. 2 και να προσθέτει και το τεκμήριο από σύμφωνο δίπλα στο τεκμήριο από το γάμο στους γενεσιουργούς λόγους της συγγένειας, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε αναγνώριση. Όσο και να φαίνεται ότι το μέτρο αυτό είναι προς το συμφέρον των παιδιών, είναι αμφίβολης ορθότητας. Το σύμφωνο μπορεί να είναι άκυρο λόγω μη τηρήσεως τύπου, να συναφθεί π.χ. με ένα ιδιωτικό συμφωνητικό. Είτε γίνει επίκληση της ακυρότητας είτε όχι, το τεκμήριο της πατρότητας ισχύει, με αποτελέσμα να έχει γεννηθεί με εντελώς ανορθόδοξο τρόπο και μακριά από κάθε δημοσιότητα μία τόσο σοβαρή συνέπεια για την προσωπική κατάσταση του τέκνου.Εξάλλου η καθιέρωση του τεκμηρίου καταγωγής από το γάμο συνδέεται με την μεγάλη πιθανότητα να κατάγεται το τέκνο από το σύζυγο της μητέρας του, από τον άνθρωπο δηλ. που συμβιώνει μαζί της σε μια σχέση με προοπτική απεριόριστης διάρκειας. Αντιθέτως η καθιέρωση τεκμηρίου «καταγωγής από σύμφωνο», πώς θα συμβιβασθεί με το ότι κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της η μητέρα μπορεί να είχε συνάψει διαδοχικώς περισσότερα του ενός σύμφωνα; Ας σημειωθεί ότι το ίδιο μπορεί να συμβεί και μέσα σε τριακόσιες ημέρες από τη λύση του συμφώνου. Όσο και αν η τελευταία περίπτωση θα λυθεί με την ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 1466, το πρόβλημα παραμένει.Εξίσου σοβαρές είναι οι συνέπειες οι σχετικές με τη γονική μέριμνα. Αυτή ασκείται κατά το άρθρο 10, όπως και στο γάμο, δηλ. ανήκει αυτοδικαίως και στους δύο γονείς από κοινού. Ερωτάται όμως αν είναι ορθό για το συμφέρον των τέκνων να ανατίθεται αυτοδικαίως η γονική μέριμνα σε πρόσωπα, καθένα από τα οποία μπορεί να διαλύσει αυτοδικαίως το σύμφωνο. Εάν αντιταχθεί ότι αυτό δεν βλάπτει τα τέκνα, νομίζω ότι η απόφαση των γονεών να διάγουν βίο με μία πιο χαλαρή μορφή συμβιώσεως, έχει επίδραση και στο αίσθημα ευθύνης που έχουν ως γονείς. Τουλάχιστον στα τέκνα που γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους η ανάθεση της κατά κανόνα γονικής μέριμνας και στον πατέρα εξαρτάται κατά κανόνα από δικαστική απόφαση (ΑΚ 1515 παρ. 2). Η δικαστική ανάθεση ίσως θα ήταν στην περίπτωση του συμφώνου η σκοπιμότερη λύση, οπότε όμως θα έπρεπε να αναφέρεται και στους δύο γονείς. Κάτι τέτοιο δεν είναι ξένο προς το δίκαιό μας, το οποίο γνωρίζει την ανάθεση και στους δύο γονείς από κοινού σε περίπτωση διαζυγίου ή ακύρώσεως του γάμου ή διαστάσεως (ΑΚ 1513 παρ. 1 εδ. 2, 1514).Εάν το σύμφωνο λυθεί, το άρθρο 10 παρ. 2 ορίζει ότι θα εφαρμοσθεί αναλόγως η ΑΚ 1513 για τη δικαστική ανάθεση της γονικής μέριμνας επί διαζυγίου ή ακυρώσεως του γάμου, δηλ. η ανάθεση στον έναν ή και στους δύο γονείς ή σε τρίτο. Εκτός από τους δεσμούς του τέκνου με τους γονείς ή τα αδέλφια και τις συμφωνίες των γονέων που θα λάβει υπόψη το δικαστήριο ( ΑΚ 1513 παρ. 2), ερωτάται πώς θα σεβασθεί την ισότητα μεταξύ των γονέων (πρβλ. ΑΚ 1511 παρ. 2), εάν ο ένας από αυτούς διαλύσει μονομερώς το σύμφωνο. Θα βαρύνει αρνητικά η απόφαση αυτή του γονέα στην απόφαση σχετικώς με την ανάθεση της γονικής μέριμνας; Νομίζω πως το δικαστήριο θα προτάξει το συμφέρον του τέκνου, χωρίς καταρχήν να επηρεασθεί από την πρωτοβουλία λύσης του συμφώνου. Εμμέσως βεβαίως μπορεί να λάβει υπόψη τη λύση και τις συνέπειες για το τέκνο, λ.χ. εάν η λύση επήλθε με τη σύναψη γάμου με άλλο πρόσωπο, δεν θα είναι κατά κανόνα η ανάθεση της ασκήσεως της γονικής μέριμνας στο γονέα που έχει συνάψει γάμο και συμβιώνει πλέον με το (την) σύζυγο η καλύτερη για το τέκνο λύση.
5. Σύμφωνο και υιοθεσία. Επιτρέπεται η από κοινού (ταυτόχρονη) ή και η διαδοχική υιοθεσία και στο ζεύγος που συμβιώνει έχοντας καταρτίσει σύμφωνο, δηλ. επεκτείνεται και στους συντρόφους ό,τι ισχύει για τους συζύγους με την ΑΚ 1545. Τονίζεται ακόμη ρητά ότι η ακυρότητα ή ακυρωσία του συμφώνου δεν επηρεάζει το κύρος της υιοθεσίας, προφανώς για λόγους προστασίας του θετού τέκνου (άρθρο 11 ΣχΝ).Εξάλλου, επειδή η διαδοχική υιοθεσία επιτρέπεται κατά την ΑΚ 1545 παρ. 1 εδ. 2 μόνον στο σύζυγο αυτού που υιοθέτησε πρώτος, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται, αν αυτός που υιοθέτησε πρώτος είχε συνάψει σύμφωνο και ο σύντροφός του υιοθέτησε ταυτόχρονα ή διαδοχικά τον ανήλικο και μετά το σύμφωνο λύθηκε. Δηλαδή η ταυτόχρονη ή διαδοχική υιοθεσία από συντρόφους εμποδίζει τη μεταγενέστερη υιοθεσία από σύζυγο του συντρόφου.Ερωτάται αν επιτρέπεται στον καθέναν από τους συντρόφους η υιοθεσία ενηλίκου με τους όρους της ΑΚ 1579. Κατά τη διάταξη αυτή, η υιοθεσία ενηλίκου επιτρέπεται όταν ο υιοθετούμενος είναι συγγενής έως και τον τέταρτο βαθμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας αυτού που υιοθέτησε. Για τη συγγένεια εξ αίματος δεν τίθεται πρόβλημα, αλλά για τη συγγένεια εξ αγχιστείας υποστηρίχθηκε ήδη ότι δεν μπορεί αυτή να δημιουργηθεί μόνον με τη σύσταση συμφώνου. Εάν όμως ο ένας σύντροφος υιοθετήσει ενήλικο με τον οποίο συνδέεται με δεσμούς αίματος μέχρι και τον τέταρτο βαθμό ή αγχιστείας από τον προηγούμενο γάμο του, μπορεί ο σύντροφος να υιοθετήσει τον ίδιο ενήλικο διαδοχικά, λόγω της ανάλογης εφαρμογής των διατάξεων που ισχύουν στην υιοθεσία ανηλίκων (ΑΚ 1580).Πάντως το επιτρεπτό της υιοθεσίας κατά το Σχέδιο Νόμου προκαλεί ευλόγως αντιρρήσεις, διότι η «υπό αίρεση» μονιμότητα του συμφώνου θέτει υπό αμφισβήτηση όχι τη μονιμότητα της υιοθεσίας, αφού αυτή διατηρείται και παρά την ακυρότητα ή την ακυρωσία του συμφώνου (άρθρ. 11 παρ. 2 ΣχΝ), αλλά το αν αυτή η υιοθεσία είναι προς το συμφέρον του ανηλίκου. Αυτό το στοιχείο μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο κατά τον έλεγχο του συμφέροντος του τέκνου (ΑΚ 1542 εδ. 2) ή και πιο νωρίς κατά τη σύνταξη της κοινωνικής έρευνας από την αρμόδια κοινωνική υπηρεσία (ΑΚ 1557). Επειδή πάντως το δικαστήριο δεν επιλέγει γονείς μεταξύ των καταλληλοτέρων, προτιμότερο είναι να μην επιτραπεί η ταυτόχρονη ή διαδοχική υιοθεσία στους συντρόφους του συμφώνου.
6. Σύμφωνο και κληρονομικό δικαίωμα. Με το άρθρο 12 του Σχεδίου Νόμου αναγνωρίζεται εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα στον επιζώντα σύντροφο, μειωμένο σε σχέση με αυτό του επιζώντος συζύγου, δηλαδή ένα έκτο όταν συντρέχει με κληρονόμους της πρώτης τάξης και ένα τρίτο όταν συντρέχει με κληρονόμους των υπόλοιπων τάξεων. Όταν δεν υπάρχουν κληρονόμοι άλλων τάξεων, καλείται σε ολόκληρη την κληρονομία. Αναγνωρίζεται επίσης δικαίωμα νόμιμης μοίρας ίσο με το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας. Ας σημειωθεί ότι ο επιζών σύντροφος δεν συνυπάρχει με επιζώντα σύζυγο, διότι δεν μπορούν να συνυπάρξουν ταυτόχρονα σύμφωνο και γάμος. Είναι όμως δυνατόν ο επιζών σύντροφος να συνυπάρξει με τέκνα από γάμο, τέκνα από σύμφωνο και τέκνα από αναγνώριση.Το μειωμένο σε σχέση με το αντίστοιχο του συζύγου κληρονομικό δικαίωμα δικαιολογείται από την αναγνώριση μειωμένου βαθμού προστασίας στους συντρόφους ενός συμφώνου σε σχέση με το γάμο. Η αναγνώριση όμως και νόμιμης μοίρας παραμένει προβληματική. Εάν ο διαθέτης επιθυμεί να αποκλείσει το σύζυγό του από το δικαίωμα νόμ-μης μοίρας, θα πρέπει κατά την ΑΚ 1842 να διαθέτει βάσιμο λόγο διαζυγίου αναγόμενο σε υπαιτιότητα του συζύγου του. Κανονικά θα έπρεπε η διάταξη αυτή να εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση του διαθέτη - συντρόφου για να του δίδεται η δυνατότητα να αποκληρώσει το σύντροφό του από το δικαίωμα νόμιμης μοίρας. Λόγω όμως του ελεύθερα διαλυτού του συμφώνου, δεν μπορεί η ΑΚ 1842 να τύχει αναλογικής εφαρμογής και ο επιζών σύντροφος δεν μπορεί να αποκλεισθεί από το δικαίωμα νόμιμης μοίρας. Αυτό καθιστά τη θέση του πλεονεκτικότερη και αυτής του επιζώντος συζύγου και έρχεται σε αντίθεση με τη ratio του συμφώνου, να μη χορηγηθούν δηλαδή μεγαλύτερα δικαιώματα από αυτά του συζύγου. Ακόμη, δεν συμβιβάζεται με το δίκαιο της αναγκαστικής διαδοχής που αναγνωρίζει πάντοτε για εξαιρετικούς λογους την αποκλήρωση. Επιπλέον θα οδηγούσε τον διαθέτη - σύντροφο στην επιλογή της λύσης του συμφώνου, αφού δεν θα μπορούσε να αποκληρώσει το σύντροφό του. Ας σημειωθεί ότι για ανάλογους λόγους είναι προβληματική έως αδύνατη η εφαρμογή της ΑΚ 1822, σύμφωνα με την οποία ο επιζών σύζυγος στερείται του κληρονομικού δικαιώματος, αν ο κληρονομούμενος έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου είχε ασκήσει τη σχετική αγωγή. Η κρατούσα άποψη που δέχεται αναλογία της ΑΚ 1822 και στην περίπτωση συναινετικού διαζυγίου9 δεν καλύπτει τον κύριο τρόπο λύσης του συμφώνου, δηλ. τη μονομερή διάλυση. Ο μόνος τρόπος για να στερηθεί το κληρονομικό δικαίωμα ο επιζών σύντροφος είναι αναπόφευκτα η μονομερής λύση του συμφώνου.Το αδιέξοδο σχετικώς με τη νόμιμη μοίρα θα μπορούσε να αρθεί με τη μη αναγνώριση δικαιώματος νόμιμης μοίρας στον επιζώντα σύντροφο, το οποίο άλλωστε δεν είναι και ιδιαιτέρως υψηλό (1/12 όταν συντρέχει με κληρονόμους της πρώτης τάξης). Άλλωστε ζήτημα αναγκαστικής διαδοχής θα προκύψει, εάν ο διαθέτης - σύντροφος καταλείψει όλη την περιουσία του σε άλλα πρόσωπα εκτός του συντρόφου του, οπότε αυτός θα προτιμήσει συγχρόνως να λύσει μονομερώς το σύμφωνο. Είναι όμως προτιμότερο για τον επιζώντα να μη λυθεί το σύμφωνο και ας μην κληρονομήσει τίποτε, επειδή με το θάνατο του συντρόφου μπορεί να επέλθουν στο πρόσωπό του άλλες ωφέλειες, σύνταξη λόγω θανάτου κλπ.
7. Σύμφωνο και αξίωση διατροφής. Στο άρθρο 7 ρυθμίζεται η διατροφή μετά τη λύση του συμφώνου[iv]. Πρέπει η συμφωνία, αμοιβαία ή μονομερής, να περιλαμβάνεται υποχρεωτικά στο συμβολαιογραφικό έγγραφο με το οποίο συστήνεται το σύμφωνο και δεν θα ισχύει για την περίπτωση που δεν θα συντρέχει απορία του δικαιούχου. Η συμφωνία δεν θα ισχύει αν το σύμφωνο λυθεί με γάμο ή θάνατο. Αν όμως ο υπόχρεος έχει σκοπό να συνάψει νέο σύμφωνο μετά τη λύση του ισχύοντος, δεν μπορεί να απεμπολήσει την υποχρέωσή του, διότι θα πρέπει πρώτα να λύσει το σύμφωνο μονομερώς ή με συμφωνία, με συνέπεια να δεσμεύεται από την υποχρέωση διατροφής που είχε αναλάβει με τη σύναψη του συμφώνου. Ακόμη, παρά τη διατύπωση του άρθρου 7 παρ. 1 ΣχΝ , δεν υπάρχει λόγος να αρνηθούμε και τη μεταγενέστερη δυνατότητα ρυθμίσεως της διατροφής, με τους ίδιους όρους και τον ίδιο, συμβολαιογραφικό τύπο.Ερωτάται αν εφαρμόζονται αναλογικώς οι λόγοι αποκλεισμού ή περιορισμού της διατροφής για σπουδαίο λόγο ή η παύση του δικαιώματος διατροφής που θεσπίζονται με την ΑΚ 1444 για τη διατροφή μετά το διαζύγιο. Νομίζω ότι η ΑΚ 1444 δεν μπορεί να εφαρμοσθεί αναλογικά, με αρνητική συνέπεια ότι ο πρώην σύζυγος έρχεται έτσι σε μειονεκτικότερη θέση. Καταρχάς το άρθρο 7 παρ. 1 εδ. 2 ΣχΝ προβλέπει διαφορετικά ως προς το θάνατο του υποχρέου, αφού δεν ισχύει η συμφωνία για διατροφή αν το σύμφωνο λήξει με θάνατο, ενώ κατά την ΑΚ 1444 παρ. 2 εδ. 2 το δικαίωμα διατροφής δεν παύει με το θάνατο του υποχρέου. Κατά τα λοιπά πρέπει όμως να υπερισχύσει ο συμβατικός χαρακτήρας της διατροφής που οι σύντροφοι συμφώνησαν μόνον για την λύση και προφανώς ανεξαρτήτως άλλων λόγων (εκτός του γάμου και του θανάτου), π.χ. αν η λύση επήλθε μονομερώς για να συναφθεί άλλο σύμφωνο ή να συζήσει ένας από τους πρώην συντρόφους με άλλον. Άλλωστε η υπαιτιότητα σε ένα σύμφωνο μονομερώς διαλυτό είναι πολύ δύσκολο να διαπιστωθεί. Ενδέχεται όμως η άσκηση της αξιώσεως διατροφής μετά τη λύση του συμφώνου να είναι καταχρηστική, π.χ ο δικαιούχος πρώην σύντροφος συζεί μονίμως με άλλον ή έχει συνάψει νέο σύμφωνο και προκάλεσε επίτηδες την απορία του.Στο ζήτημα της «συρροής» με άλλους δικαιούχους ή υποχρέους γίνεται νομίζω ένας λογικός συμβιβασμός, διότι ο δικαιούχος από σύμφωνο συμπορεύεται με το διαζευγμένο σύζυγο[v]. Από την άλλη όμως μεριά, ο υπόχρεος δεν μπορεί να επικαλεσθεί την υποχρέωση διατροφής του πρώην συντρόφου, όταν ενάγεται από το σύζυγο ή τα ανήλικα τέκνα, είτε κατά τη διάρκεια του γάμου ή μετά το διαζύγιο. Δηλαδή, εάν αυτός ενάγεται από σύζυγο και τέκνα, η οφειλόμενη μετά τη λύση του συμφώνου διατροφή δεν θα συγκαταλεχθεί στις «λοιπές υποχρεώσεις» του υποχρέου, οι οποίες κατά την ΑΚ 1487 εδ. 1 ΑΚ λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο για να υπολογισθεί η ευπορία του υποχρέου διατροφής. Αντιθέτως, όταν ο υπόχρεος ενάγεται από τον πρώην σύντροφο, θα δικαιούται να επικαλεσθεί την υποχρέωση διατροφής του πρώην συζύγου του για να υπολογισθούν οι δυνατότητές του.
Ιν. Τελικές παρατηρήσεις Από τις σκέψεις που διατυπώθηκαν παραπάνω, είναι εύκολο να διαπιστωθεί ο σκεπτικισμός απέναντι στην κυοφορούμενη ρύθμιση. Τα θετικά στοιχεία είναι ότι αναγνωρίζοντας μια κοινωνική πραγματικότητα προσπαθεί να τη ρυθμίσει, χωρίς να την ονομάζει γάμο, διότι τότε απλώς θα γινόταν χαλαρότερος ο ισχύων θεσμός του γάμου. Υπάρχουν όμως βάσιμες αμφιβολίες και για την πραγματική ανάγκη θεσπίσεως ενός νομικού ενδύματος των ελεύθερων ενώσεων και για την αποτελεσματικότητα των συνεπειών. Οι αμφιβολίες δεν στρέφονται, όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, τόσο στο περιεχόμενο αυτό καθαυτό των συνεπειών, αλλά στην επίδραση στο γάμο και στις οικογενειακές σχέσεις. Για παράδειγμα, αν τελικώς θεσπισθεί το σύμφωνο, δεν μπορεί παρά να προβλέπει το ελεύθερα διαλυτό, διότι αλλιώς θα αποτελεί απλώς άλλη μορφή γάμου. Αυτό όμως ακριβώς είναι και το επικίνδυνο: Μια ευκολότερη και χαλαρότερη εναλλακτική μορφή θα πλήξει τη μεγαλύτερη δέσμευση (το γάμο) και θα μειώσει την υπευθυνότητα των προσώπων που την επιλέγουν. Και ακόμη πιο πέρα: Θα εδραιώσει με το μανδύα του νόμου μια σχέση ουσιαστικά αδέσμευτη. Προφανώς θα είναι καλύτερο, τουλάχιστον να αναβληθεί[1].Μαζί με τις παρατηρήσεις στις ειδικότερες ρυθμίσεις καταβλήθηκε και μια πρώτη ερμηνευτική προσπάθεια του συμφώνου. Η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του ισχύοντος δικαίου για τους συζύγους δεν είναι ευχερής και συχνά προσκρούει σε ανυπέρβλητες δυσχέρειες. Εφόσον περαιτέρω το Σχέδιο Νόμου δεν επιθυμεί να εισαγάγει χαλαρό γάμο, συνήθως δεν θα είναι και σκόπιμη. Τελικώς μήπως θα συντελούσε περισσότερο στην προστασία του γάμου και της οικογένειας η λήψη ουσιαστικών μέτρων ανακουφίσεως της οικογένειας, ενισχύσεως της μητρότητας, διευκολύνσεως των προσώπων που συνάπτουν γάμο και όχι αντιστρόφως, ενισχύσεως όσων ενώσεων δεν αποτελούν γάμο; Στο ερώτημα προσήκει απάντηση από την Πολιτεία. ΕφΑΔ 4/2008 Ετος 1ο σελ.386-392
Υποσημειώσεις:
1.Βλ. Σταθόπουλου/Σταμπέλου στον ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, τ. VII (2007) Εισαγ 1350 - 1371, αρ. 14-15. Εναντίον της αναλογικής εφαρμογής διατάξεων που ρυθμίζουν θέματα γάμου, υπέρ όμως της εφαρμογής των γενικών διατάξεων, λ.χ. αδικαιολογήτου πλουτισμού, βλ. Σπυρδάκη, ΟικΔ (2006), αρ. 23.3.Πρβλ. Σταθόπουλο/Σταμπέλου στον ΑΚ Γεωργιάδη 2. Βλ. ΠρΚαρδ 153/1976, ΝοΒ 25, 776, αντίθ. ΑΠ 434/2005, ΕπΔΚοινΑ 3, 257 (με σημείωμα Σπυρδάκη), ΑΠ 1141/2007 (ΝΟΜΟΣ). 3. Σταθόπουλου, τ. VII (2007) Εισαγ 1350 - 1371, αρ. 19. Για τη συνταγματική προστασία του γάμου και της οικογένειας βλ. εκτεταμένα, Μχαηλίδη - Νουάρο, ΕρμΑΚ, Γενική Εισαγωγή ΟικΔ (1987) αρ. 47 επ. 4.Βλ. για το repudium («αποστάσιον»), Δασκαρόλη, Παραδόσεις ΟικΔ Ι (1992), σελ. 347 επ. 5.Βλ. Luderitz/Dethloff, Familienrecht, 28. Aufl. (2007), παρ. 7 σελ. 200 επ., Gernhuber/Coester-Waltjen, Familienrecht, 5. Aufl. (2006), παρ. 42, σελ. 480 επ. 6. Βλ. Σπυρδάκη, ΟικΔ (2006), αρ. 29.4.2. 7.Για το ότι το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι οικογενειακής φύσεως με ηθικό ή και περιουσιακό χαρακτήρα, βλ. Παπαχρίστου, ΕγχΟικΔ, 3. έκδ (2005) σελ. 60, Κουνουγέρη - Μανωλεδάκη, ΟικΔ Ι , 3. έκδ (2003) σελ. 136, αντίθ. Ράμμος ΕρμΑΚ 1378, αρ. 12 και Απ. Γεωργιάδης, στον ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, τ. VII (2007), άρθρ. 1377-1379, αρ. 8, υπέρ του ότι η σχετική αγωγή μπορεί να ασκηθεί κατά την ΚΠολΔ 72 και από τους δανειστές των συζύγων και από άλλα πρόσωπα στων οποίων την περιουσιακή κατάσταση θα έχει θετική επίδραση η ακύρωση του γάμου. 8.Βλ. Δασκαρόλη, Παραδόσεις ΟικΔ Ι (1992), σελ. 129. 9. Για τον αποκλεισμό του συζύγου από το κληρονομικό δικαίωμα με αναλογία της ΑΚ 1822 και στην περίπτωση υποβολής κοινής αιτήσεως για την έκδοση συναινετικού διαζυγίου, αλλά και δηλώσεως της συναινέσεως κατά τη δεύτερη συνεδρίαση, βλ. Λφάνη, ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, άρθρ. 1822, αρ. 9. Για την σχέση ΑΚ 1822 με την ΑΚ 1842, βλ. Λιώση, ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, άρθρ. 1842, αρ. 7 επ., που τονίζει ότι ο σύζυγος κατά την ΑΚ 1822 στερείται το κληρονομικό δικαίωμα, άρα και τη νόμιμη μοίρα και δεν υπάρχει έδαφος για απο-κλήρωση. 10. Πρβλ. Ανδρουλιδάκη - Δημητριάδη, στον ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, τ. VII (2007), Εισαγ 1485-1504, αρ. 91, για το ότι σήμερα η υποχρέωση συνεχίσεως της διατροφής μετά τη λύση της εξώγαμης συμβιώσεως με αναλογία της ΑΚ 1442, θεμελιώνεται στον de facto οικογενειακό σύνδεσμο που δημιουργήθηκε από την εξώγαμη συμβίωση. 11. Πρβλ. Ανδρουλιδάκη - Δημητριάδη, στον ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, τ. VII (2007), άρθρ. 1492, αρ. 24 για τη συμπόρευση διαζευγμένου με τον νυν σύζυγο. 12. Πρβλ. Σπυριδάκη, ΟικΔ (2006), παρ. 12, υποσημ. 1, που σημειώνει: Ειδικά για θέματα ΟικΔ πρέπει να καταβάλλεται ιδιαίτερη προσπάθεια, ώστε κατά την όποια αναθεώρηση ή μεταρρύθμιση η «ευαισθησία» αυτή (εννοεί την κοινωνική ευαισθησα του ΟικΔ) να μην επηρεάζεται (ή και να διαμορφώνεται) από τις τάσεις υποτιθέμενης «προοδευτικότητας», που εύκολα και περιστασιακά γίνονται «του συρμού».
* Προδημοσίευση από τον τόμο προς τιμή του Καθηγητή Γεωργίου Καλλμόπουλου.