Μὲ ἀφορμὴ τὸ νομοσχέδιο ποὺ ἀφορᾶ τὴν ἀναδοχὴ τέκνων ἀπὸ ὁμόφυλα ζευγάρια δημιουργήθηκε σύγχυση μεταξὺ τῶν ὅρων ἀναδοχὴ καὶ υἱοθεσία. Ἡ λέξη ἀναδοχὴ εἶναι οἰκεία στοὺς περισσότερους Ἕλληνες. Τὴν χρησιμοποιοῦμε μὲ τὴ σημασία τῆς ὑποχρέωσης ἐκτέλεσης ἔργου: ἀνάληψη δημοσίων ἔργων. Ὑπάρχει βέβαια καὶ ἡ πνευματικὴ ἀναδοχή, ἤτοι τὸ νὰ γίνῃ κάποιος ἀνάδοχος, νονός, νὰ βαπτίση ἕνα παιδί.
Ὡς νομικὸς ὅρος ἡ αναδοχὴ ἔχει τελείως διαδορετικὴ σημασία. Ἕνα ἀνήλικο παιδὶ ποὺ οἱ ἁρμόδιες κοινωνικὲς ὑπηρεσίες τὸ ἔχουν ἀπομακρύνει ἀπὸ τοὺς γονεῖς του γιὰ διάφορους λόγους τοποθετεῖται ὑπὸ τὴν προστασία μίας ἀνάδοχης οἰκογένειας ἕως ὅτου ἐνηλικιωθῆ (ἢ πάψουν οἱ συνθῆκες ποὺ ἐπέβαλαν τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς βιολογικοὺς γονεῖς του), ἔτσι ὥστε νὰ μὴν περάση ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια σὲ κάποιο ἵδρυμα. Οἱ βιολογικοὶ γονεῖς διατηροῦν τὰ δικαιώματα καὶ τὶς ὑποχρεώσεις τους ὅπως καὶ τὴ συγγενικὴ σχέση μὲ τὸ παιδί. Τὸ παιδὶ μένει στὴ νέα του οἰκογένεια, χωρὶς ὅμως νὰ διακόπτεται ἡ ἐπαφὴ μὲ τοὺς φυσικούς του γονεῖς. Σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση μιλᾶμε γιὰ ἀναδοχή.
Ἡ υἱοθεσία εἶναι ἡ διαδικασία μὲ τὴν ὁποία ὁ θετὸς γονέας ἀποκτᾶ ὅλα τὰ δικαιώματα καὶ τὶς ὑποχρεώσεις τοῦ γονέα, καθὼς καὶ τὴ συγγενικὴ σχέση μὲ ἕνα ἀνήλικο παιδὶ ποὺ οἱ ἁρμόδιες κοινωνικὲς ὑπηρεσίες τὸ ἔχουν ἀπομακρύνει ἀπὸ τοὺς γονεῖς του γιὰ πολὺ σοβαροὺς λόγους. Ὁρισμένοι γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὴ γλωσσικὴ ἀνδροκρατία στὴ γλῶσσα ἀντικαθιστοῦν τὴ λέξη υἱοθεσία μὲ τὶς λέξεις παιδοθεσία καὶ τεκνοθεσία. Ἡ υἱοθεσία ὅμως ἔχει ἐπικρατήσει. Εἶμαι μερικὲς λέξεις ποὺ εἶναι δύσκολο νὰ ἀλλάξουν, ὅπως ὁ ἀνδριάντας, τὸ ἀνδράποδο, τὸ παντρεύομαι (ἀπὸ ὑπανδρεύομαι, γίνομαι ὕπανδρος), τὸ ἀνδραγάθημα, ἀνδρεία, ἀνανδρία, αὔτανδρος, λειψανδρία.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη