Η βάση της κοινωνικής οργάνωσης των ανθρώπων βρίσκεται στην οικογένεια, το αρχικό κύτταρο της οποίας ανιχνεύεται στις απαρχές της δημιουργίας, εντοπιζόμενο στην συνύπαρξη ανδρός και γυναικός, την οποία το ένστικτό του επέβαλε στον άνθρωπο. Το ανθρώπινο ον λόγω της ατέλειάς του και του πεπερασμένου της υπάρξεώς του ρέπει προς τον συντροφικό βίο, η δε διαφορά των φύλων έστρεψε την ενστικτώδη αυτή ροπή αμοιβαίως προς το έτερον φύλο και έτσι δημιουργήθηκε η πρώτη εν ενώσει συνύπαρξη ανδρός και γυναικός, δηλαδή η πρώτη οικογένεια.
Η ανάγκη της οικογένειας λοιπόν, ως βιοτικής σχέσης του ανθρώπου, εντοπίζεται στην διαφορά των φύλων και την αμοιβαία αυτών έλξη. Αυτό προκύπτει όχι τόσο από την κοινωνιολογική μελέτη του θέματος, όσο κυρίως από την Θείαν δημιουργία. Ανατρέχοντας λοιπόν στη Θεία δημιουργία, όπως αυτή περιγράφεται στο βιβλίο του Μωϋσέως «Η Γένεσις» διαβάζομε τα εξής σχετικά με τη σύσταση της οικογένειας: «Και είπεν ο Θεός ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν… Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον …άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς. Και ευλόγησεν αυτούς ο Θεός λέγων: αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε τη γη… Και είπε Κύριος ο Θεός: ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον, ποιήσομεν αυτώ βοηθόν κατ’ αυτόν… Και επέβαλεν ο Θεός έκστασιν επί τον Αδάμ, και ύπνωσεν και έλαβε μίαν των πλευρών αυτού και ανεπλήρωσε σάρκα αντ’ αυτής. Και ωκοδόμησεν ο Θεός την πλευράν, ην έλαβεν από του Αδάμ εις γυναίκα και ήγαγεν αυτήν προς τον Αδάμ. Και είπεν Αδάμ, τούτο νυν οστούν εκ των οστέων μου και σαρξ εκ της σαρκός μου, αύτη κληθήσεται γυνή ότι εκ του ανδρός ελήφθη αύτη. Ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα και προσκολληθήσεται προς την γυναίκα αυτού, και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν…» (Γεν. α’26-28, β’18, 21- 24).
Από το παλαιοδιαθηκικό αυτό χωρίο δεν καταλείπεται καμία αμφβολία ότι η οικογένεια έχει θεία την προέλευση της, και ότι έχει δημιουργηθεί ταυτόχρονα με τον άνθρωπο για να αποτελέσει τη βάση της κοινωνικής του οργάνωσης. Προκύπτει ακόμα ότι από την αρχή της δημιουργίας η οικογένεια πρόβαλε ως «θεσμός», αφού την βλέπομε οργανωμένη από τότε πάνω σε κανόνες όχι μόνο φυσικούς, αλλά και κονωνικοπολιτικούς θα λέγαμε, όπως ότι η οικογένεια συνιστάται μόνο από ετερόφυλα άτομαμ τον άνδρα και την γυναίκα, μέσα σ’ αυτή πολλαπλασιάζονται οι άνθρωποι, κατά την εντολή του Θεού «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε», ότι η δημιουργία οικογένειας είναι επιδίωξη του ανθρώπου, αφού «ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον».
Οι οργανωμένες Πολιτείες αντελήφθησαν από αυτής της συστάσεώς τους ακόμη, ότι οφείλουν την ύπαρξη τους σ’ αυτήν ακριβώς την ένωση του άνδρα με την γυναίκα και γι’ αυτό την υπέβαλαν σε αυστηρούς κανόνες, οι οποίοι ανήγαγαν αυτήν σε «θεσμό» του Δικαίου ο οποίος ακούει στο όνομα «γάμος»! Γάμος λοιπόν δεν είναι παρά η μέχρι τελείας συνταύτισης ένωση του άνδρα με την γυναίκα. Είναι το του Θεού: «και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν»! Από αυτή την σε θεσμό ρυθμιζόμενη στο νόμο ένωση του άνδρα με τη γυναίκα γεννάται η οικογένεια. Επομένως η οικογένεια έχει άμεση πηγή της τον γάμο ως θεσμό, διότι στις οργανωμένες κοινωνίες η ένωση του άνδρα με τη γυναίκα νοείται ως γάμος μόνο ως ρυθμισμένη από αυτές έννομη σχέση. Κάθε άλλη συνύπαρξη του άνδρα και της γυναίκας πραγματική, αλλά θεσμικά αρρύθμιστη, δεν είναι γάμος, και η από αυτή την αρρύθμιστη συνύπαρξη των δύο τονίσθηκε ανωτέρω, ότι δηλαδή πηγή της οικογένειας είναι ο γάμος, η θεσμικά δηλαδή ρυθμιζόμενη από την Πολιτεία ένωση του άνδρα με τη γυναίκα. Χωρίς αυτή την κρατική ρύθμιση δεν νοείται οικογένεια.
Από την αρχή της οργάνωσης των ανθρώπων σε κοινωνίες το πρώτο και σπουδαιότερο μέλημα τους υπήρξε η ρύθμιση του γάμου ως βάσης της σκοπούμενης κοινωνίας. Γάμος αρρύθμιστος ποτέ δεν υπήρξεν. Το βέβαιο είναι ότι η ρύθμιση ήταν ανέκαθεν κρατική, ως προερχόμενη δηλαδή και επιβαλλόμενη από την Πολιτεία-Κράτος με έντονη την επίδραση του θείου στοιχείου, αφού σε όλους τους Λαούς, κοινή υπήρξε εξ αρχής η αντίληψη ότι ο γάμος έχει Θείαν την προέλευση του! Στις εξελιγμένες αρχαίες κοινωνίες όπως των Ελλήνων, των Ανατολικών Λαών, και των Ρωμαίων, η ρύθμιση του γάμου και κατ’ επέκταση της οικογένειας ήταν εξαντλητική και αφορούσε τις προϋποθέσεις και τον τύπο της συστάσεως του, την λειτουργία του, τα αποτελέσματα του, τη λύση του. Πάντοτε δε ετελείτο με την αυθεντία της Πολιτείας, υπό την έννοια ότι μετείχε αναγκαίως στην τέλεσή του είτε κρατικός είτε θρησκευτικός λειτουργός ή και οι δύο μαζί. Στη σύζευξη του Ρωμαϊκού Δικαίου και του χριστιανικού Δόγματος οφείλομε τον αρτιότερο, πληρέστερο και ωραιότερο ορισμό του γάμου, αποδιδόμενο στον Ρωμαίο νομοδιδάσκαλο Ερένιο Μοδεστίνο, ο οποίος όπως διασώθηκε στους Πανδέκτες, έχει ως εξής:
«Γάμος εστί ανδρός και γυναικός συνάφεια και συγκλήρωσις του βίου παντός, θείου τε και ανθρωπίνου Δικαίου κοινωνίας»
Και στο λατινικό πρωτότυπο, όπως βγήκε από την κάλαμο του Μοδεστίνου:
«Numptini sunt conjunction maris et feminae et consortium omnis vitae, divini et humani Juris communication»
Αυτός ο ορισμός του γάμου παραμένει αναντικατάστατος, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ρύθμιση του θεσμού, επειδή ακριβώς εκφράζει τη ουσία του γάμου. Διότι ο γάμος κατ’ ουσίαν δεν είναι μόνο φυσική ένωση του άνδρα και της γυναίκας, αλλά είναι προπαντός σχέση ηθική! Με τον γάμο οι σύζυγοι τίθενται υπό τον αυτόν «ζυγόν», όπως τα «αλωώντα» ζώα, και αφοσιώνονται ο ένας στον άλλο, συμμεριζόμενοι τόσο τις καλές και ευτυχείς όσο και τις κακές και δυσάρεστες περιστάσεις του βίου, και έτσι «συγκληρώνουν» τη ζωή τους, έχουν δηλαδή κοινό κλήρο, κοινές επιδιώξεις, κοινή αποστολή. Αυτή είναι η «συγκλήρωσις του βίου παντός». Όταν δε αποκτηθούν και τέκνα από τον γάμο τότε προστίθεται και ένα ακόμη ηθικό στοιχείο σ’ αυτόν: η μέριμνα της ανατροφής και διαπαιδαγωγήσεως των τέκνων, ώστε να καταστούν αυτά χρήσιμα μέλη της κοινωνίας.
Ο γάμος και η οικογένεια αποτελούν κατά ταύτα την βάση της κοινωνικής οργάνωσης των ανθρώπων και γι’ αυτό δεν αποβάλλουν ποτέ την κοινωνική τους σπουδαιότητα και αποστολή. Θα εξακολουθούν να παραμένουν ανά τους αιώνες τα κύτταρα του κοινωνικού πυρήνα, χωρίς κανένα υποκατάστατό τους να μπορεί να τα αντικαταστήσει. Μπορεί η κοινωνική οργάνωση να εξελίσσεται και η πρόοδος της κοινωνίας να αναπτύσσεται, όμως ο πυρήνας της παραμένει ο ίδιος, και καμία απολύτως επέμβαση του ανθρώπου δεν μπορεί να τον αλλοιώσει, χωρίς βλάβη στην ίδια την οργανωμένη κοινωνία.
Από τα προηγηθέντα προκύπτει σαφώς ότι ουσιώδες συστατικό στοιχείο του γάμου και κατ’ επέκταση της οικογένειας είναι «το ετερόφυλον των συζύγων». Μόνο η νόμιμη ένωση του άνδρα και της γυναίκας συνιστά αείποτε εν τω Δικαίω γάμον. Τούτο σημαίνει ότι νομικώς δεν νοείται γάμος μη ετεροφυλικός. Εξ ορισμού λοιπόν ο γάμος είναι ετεροφυλικός! Έτσι τον εννοεί ανέκαθεν το Δίκαιον. Έτσι τον εννοεί το Σύνταγμα μας στο άρθρο 21§§1 και 2 και ο Αστικός μας Κώδικας στα άρθρα 1350 επ. Εδικώτερα το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 21§ «Η οικογένεια ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος… τελούν υπό την προστασία του Κράτους». Αυτό σημαίνει ότι ο γάμος έχει όχι μόνο «συντηρητική», αλλά και «προαγωγική» επί του Έθνους ισχύν η οποία αναβλύζει αποκλειστικώς μέσα από την ετεροφυλική σύσταση των αναγκαίων αυτών κοινωνικών κυττάρων. Το Έθνος προάγεται φυσικώς και αποκλειστικώς μέσα από την ετεροφυλική συγκρότηση του γάμου. Κάθε άλλη μη ετεροφυλική ένωση του ανθρώπου στερείται αυτής της συντηρητικής και προαγωγικής ισχύος του Έθνους, την οποία ωστόσο το Σύνταγμα αναγνωρίζει ως τον μοναδικό λόγο αναγκαίας προστασίας του γάμου και της οικογένειας. Αυτό περαιτέρω έχει ως αναγκαία νομική συνέπεια την αντισυνταγματικότητα της νομοθετικής ρύθμισης οποιουδήποτε υποκατάστατου του γάμου, και πολύ περισσότερο της αναγνώρισης της ομοφυλικής ένωσης του ανθρώπου, ωα αντικειμένης στην προαναφερθείσα πολυσήμαντη διάταξη του Συντάγματος.
Βασίλειος Νικολόπουλος, επίτιμος πρόεδρος του Αρείου Πάγου Δ.Ν.