ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η ανήλικη παραβατικότητα είναι ένα φαινόμενο που αφορά στο πιο ευάλωτο τμήμα του πληθυσμού, τα παιδιά και τους εφήβους. Η ανήλικη παραβατικότητα έχει σοβαρές και συχνά δια βίου, αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία και στην κοινωνική λειτουργικότητα του ανηλίκου. Αν και ορισμένα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές συμβάλουν στην εμφάνιση παραβατικής συμπεριφοράς του ανηλίκου, η οικογένεια παίζει τον καθοριστικό ρόλο. Η κλασική εικόνα του ανήλικου παραβάτη από διαταραγμένη οικογένεια εξακολουθεί να δεσπόζει και σήμερα. Ως προς τη δυναμική και τη λειτουργικότητα της οικογένειας, οι κυριότεροι παράγοντες κινδύνου είναι οι αναποτελεσματικές γονικές πρακτικές/συμπεριφορές, η παραβατικότητα των γονέων ή των αδελφών, οι ενδοοικογενειακές συγκρούσεις και η κακομεταχείριση του παιδιού. Οι αντίστοιχοι προστατευτικοί παράγοντες είναι ο στενός δεσμός παιδιού-γονέα και οι κατάλληλες γονικές πρακτικές/συμπεριφορές. Ως προς τα χαρακτηριστικά της οικογένειας, οι κυριότεροι παράγοντες κινδύνου είναι η μονογονεικότητα, η ψυχική υγεία των γονέων, ο αριθμός των παιδιών, το εισόδημα και η απουσία οικογενειακής σταθερότητας ενώ οι αντίστοιχοι προστατευτικοί παράγοντες είναι η οικογενειακή και οικονομική σταθερότητα καθώς και η θρησκευτικότητα της οικογένειας.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η ανήλικη παραβατικότητα (στο εξής α.π.) συγκεντρώνει το ενδιαφέρον επιστημόνων ποικίλων ειδικοτήτων όπως νομικών, κοινωνιολόγων, αναπτυξιολόγων και παιδοψυχιάτρων. Στο πλαίσιο αυτό έχει καταβληθεί ιδιαίτερη μέριμνα για τη διερεύνηση της σχετικής φαινομενολογίας, την αναζήτηση των γενεσιουργών παραγόντων και την αντιμετώπισή του από τους φορείς της ποινικής δικαιοσύνης.1
Το ενδιαφέρον αυτό δικαιολογείται από το ότι αυτό έχει σοβαρές, συχνά δια βίου, αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχική και κοινωνική λειτουργικότητα του ανηλίκου. Πέρα από τις επιπτώσεις στο ίδιο το άτομο (ως ανήλικο αλλά και ως ενήλικο αργότερα), η α.π. υπονομεύει τον κοινωνικό ιστό, την παραγωγικότητά του και αυξάνει σημαντικά το κόστος της υγείας, της κοινωνικής πρόνοιας και των υπηρεσιών ποινικής δικαιοσύνης.2
Στην Ελλάδα, η έρευνα έχει δείξει ότι η α.π. είναι «ήπια» και συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με χρήση ναρκωτικών ουσιών, μαθησιακές δυσκολίες και προβλήματα ψυχικής υγείας. Οι επίμονες και σοβαρότερες μορφές παραβατικής συμπεριφοράς σχετίζονται με υψηλότερα επίπεδα ψυχοκοινωνικής και οικογενειακής δυσλειτουργίας.3
Η κοινωνικοοικονομική κρίση στη χώρα μας χαλαρώνει τους κοινωνικούς δεσμούς. Έτσι συμβάλει σημαντικά στο βίαιο έγκλημα (ποσοτικά και ποιοτικά) που τελείται από κάποιον ανήλικο, το οποίο σε καλύτερες συνθήκες θα τελούταν με πολύ μικρότερη βία.4
Οι τρείς συχνότεροι παράγοντες που χαρακτηρίζουν τους ανηλίκους παραβάτες είναι: α) να προέρχονται από μονογονεική οικογένεια, β) να είναι περισσότερο εκτεθειμένοι σε βία στο σπίτι ή τον κοινωνικό τους περίγυρο και γ) να έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση.5
Ιδιαίτερα μεγάλο ποσοστό, έως και 90% των ανηλίκων που εμπλέκονται με την δικαιοσύνη έχουν κάποιου είδους τραυματική εμπειρία στη ζωή τους. Στην πλειονότητα αυτών των περιπτώσεων αυτή σχετίζεται με απουσία του γονέα, με βία στο σπίτι καθώς και σωματική ή συναισθηματική κακοποίηση/παραμέληση.6
Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΩΣ ΡΥΘΜΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΑΝΗΛΙΚΗΣ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Η έρευνα έχει δείξει ότι το οικογενειακό περιβάλλον ασκεί έναν σημαντικό ρυθμιστικό ρόλο στην ανάπτυξη της α.π. και μπορεί να αποτελέσει είτε παράγοντα κινδύνου, είτε προστατευτικό παράγοντα. Ο παράγοντας κινδύνου είναι ένα χαρακτηριστικό που όταν παρουσιαστεί, προάγει την υιοθέτηση επιβλαβών συμπεριφορών (όπως η παραβατικότητα). Όσο ο αριθμός των παραγόντων κινδύνου στους οποίους ένα νεαρό άτομο εκτίθεται αυξάνει, τόσο αυξάνει η και η πιθανότητα εμπλοκής αυτού του ατόμου σε παραβατική συμπεριφορά. Επιπλέον η παρουσία ενός παράγοντα κινδύνου μπορεί να προωθήσει την ύπαρξη ενός άλλου παράγοντα κινδύνου, η οποία με την σειρά της οδηγεί σε μεγαλύτερη πιθανότητα προβληματικής συμπεριφοράς. Οι οικογένειες που εκτίθενται σε πολλαπλούς παράγοντες κινδύνου θεωρούνται «ευάλωτες οικογένειες» ή «οικογένειες που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο». Αντίθετα, ένας προστατευτικός παράγοντας είναι ένα χαρακτηριστικό που αντισταθμίζει τις αρνητικές επιπτώσεις των παραγόντων κινδύνου και μειώνει την πιθανότητα παραβατικής συμπεριφοράς.7
Βασικός λόγος, που στη χώρα μας, η α.π. είναι ακόμα περιορισμένη - συγκριτικά με άλλες χώρες του δυτικού κόσμου - είναι κατά τους επιστήμονες, το γεγονός ότι η οικογένεια παραμένει ακόμα ένας θεσμός που δεν έχει διασπαστεί αν και οι ειδικοί κρούουν τον κώδωνα του κίνδυνου και υποστηρίζουν ότι η υφή της ελληνικής οικογένειας αρχίζει να αλλάζει, και ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα.8
Ο ρόλος της οικογένειας, ως παράγοντα αποτροπής παραβατικής συμπεριφοράς, εξηγείται εύκολα αν αναλογιστεί κανείς ότι η ίδια διαδραματίζει το σημαντικότερο ρόλο στην κοινωνικοποίηση του παιδιού καθώς μέσα σε αυτήν, το παιδί αφομοιώνει τις πρώτες αξίες, τα πρότυπα συμπεριφοράς και διαμορφώνει την προσωπικότητα του. Άλλωστε η κλασική εικόνα του ανήλικου παραβάτη από διαταραγμένη οικογένεια εξακολουθεί να δεσπόζει και σήμερα.8
Επίσης η αύξηση των μονογονεικών οικογενειών και η απουσία συζυγικών δεσμών είναι ένα δείγμα των μεγάλων αυτών αλλαγών που συμβάλουν στην ανάπτυξη της ΑΠ. Ήδη σε πολλές χώρες της Ευρώπης, όπως Σουηδία, Ολλανδία, Αγγλία κ.α., τα παιδιά που γεννιούνται εκτός γάμου και οικογένειας πλησιάζουν ή και ξεπερνούν αυτά που γεννιούνται εντός. Η Ελλάδα αν και παραδοσιακά εμφανείζει μικρά αντίστοιχα ποσοστά, τα τελευταία χρόνια τα έχει διπλασιάσει (από 4,3% το 2001 στο 7,6% το 2012 επί του συνόλου το γεννήσεων), διατηρώντας ωστόσο το χαμηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε.9
Η επίδραση της οικογένειας, στην ανάπτυξη ή μη παραβατικών συμπεριφορών αλλά και άλλων αντικοινωνικών ή επικίνδυνων για την υγεία (ψυχική και σωματική) συμπεριφορών, επιβεβαιώθηκε και από πρόσφατη μελέτη σε εθνικό δείγμα περίπου 9000 νέων ηλικίας 14-23 ετών με ίση αναλογία αγοριών-κοριτσιών. Το δείγμα χωρίστηκε σε 4 ομάδες ανάλογα με τον βαθμός της α.π.10
Η ομάδα χαμηλής α.π. χαρακτηρίζεται από αρκετούς προστατευτικούς παράγοντες, όπως υψηλότερα ποσοστά αυθεντικού προτύπου ανατροφής των παιδιών από την μητέρα, και χαμηλότερα ποσοστά εκπολιτισμού (δηλαδή διατήρηση των παραδοσιακών αξιών). Το τελευταίο αυτό εύρημα συνδέθηκε και με διατήρηση αυξημένης θρησκευτικότητας αλλά και αυξημένη γονική επίβλεψη. Χαρακτηριστικά της ομάδας αυτής ήταν επίσης, η όψιμη έναρξη χρήσης ουσιών, χαμηλότερα ποσοστά πρώιμης παραβατικής δραστηριότητας, λιγότερη έκθεση σε περιβαλλοντική ή προσωπική βία, υψηλότερα ποσοστά αντίληψης της έννοιας της ποινής σε αδικίες .10
Αντίθετα, η ομάδα υψηλής α.π. χαρακτηρίζεται από ποικίλους παράγοντες κινδύνου, κατ' ουσία, το αντίστροφο των προστατευτικών παραγόντων. Εκτός από αυξημένα επίπεδα παραβατικότητας και ιδιαίτερα βίαιης συμπεριφοράς εμφανίζει και γενικότερη πρώιμη έναρξη χρήσης ναρκωτικών ουσιών, αλκοόλ και χαμηλότερη σχολική επίδοση.10
Φαίνεται πως οι οικογενειακοί προστατευτικοί παράγοντες και οι αντίστοιχοι παράγοντες κινδύνου που συνδέονται με την ανάπτυξη της παραβατικής συμπεριφοράς σχετίζονται και με ένα μεγαλύτερο φάσμα συμπεριφορών υψηλού κινδύνου όπως η πρώιμη χρήση ουσιών (ναρκωτικά, κάπνισμα, αλκοόλ) αλλά και των σεξουαλικών συμπεριφορών υψηλού κινδύνου. 10,11,12,15
Η εντόπιση και η κατανόηση των επιρροών των οικογενειακών προστατευτικών παραγόντων και παραγόντων κινδύνου, είναι ιδιαίτερα σημαντική για την προστασία των παιδιών και των εφήβων από την εμπλοκή τους σε παράνομες, επιβλαβείς και αντικοινωνικές συμπεριφορές.
Σε αυτή την ανασκόπηση οι οικογενειακοί παράγοντες διακρίνονται σε 7 κατηγορίες: οι σχέσεις των γονέων με τα παιδιά και τα πρότυπα συμπεριφοράς των γονέων κατά την ανατροφή του παιδιού, η παραβατική και αντικοινωνική συμπεριφορά των γονέων, τα ψυχοκοινωνικά χαρακτηριστικά των γονέων, η διαταραγμένη και δυσλειτουργική οικογένεια, η κακοποίηση ή παραμέληση του παιδιού, η οικονομική κατάσταση και το μέγεθος της οικογένειας και η θρησκευτικότητα της οικογένειας.
ΣΧΕΣΕΙΣΓΟΝΕΩΝ-ΠΑΙΔΙΩΝ & ΓΟΝΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ
Η ποιότητα σχέσης γονιού-παιδιού είναι καθοριστικός παράγοντας στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ατόμου και του τρόπου διαχείρισης των δυσκολιών της ζωής του. Η παραβατική συμπεριφορά προέρχεται και από την έντονη αγωνία και έναν ανεπεξέργαστο θυμό προς τα άτομα από τα οποία εξαρτιόνταν ως βρέφη η επιβίωσή τους.14
Σε ανάλυση 74 μελετών, που διερευνούν τη σχέση αυτή, βρέθηκε ότι είναι ιδιαίτερα σημαντική και για τα δύο φύλα. Είναι σημαντικά ισχυρότερη όταν ο γονέας και το παιδί είναι του ίδιου φύλου και εξασθενεί όσο το παιδί μεγαλώνει. Η παραβατική συμπεριφορά μπορεί να ανασταλεί κατά τη διάρκεια της παιδικής και εφηβικής ηλικίας μέσω των δεσμών με το σχολείο και την οικογένεια ή και κατά την διάρκεια της ενήλικης ζωής μέσω των κοινωνικών δεσμών.15
Σε δείγμα 12.500 παιδιών ηλικίας 12-17 ετών, βρέθηκε ότι ο δεσμός μεταξύ γονέα-παιδιού εμφανίζει αρνητική επίδραση στην εμφάνιση της α.π. αλλά και αντιστρόφως, η α.π. επιδρά αρνητικά στον βαθμό του δεσμού γονέα. Η αμφίδρομη αυτή σχέση παρατηρείται σε όλους τους τύπους α.π.16
Παρά το γεγονός ότι οι σχέσεις γονέα-παιδιού μεταβάλλονται κατά τη διάρκεια της εφηβείας, η διατήρηση της συναισθηματικής σύνδεσης ανάμεσά τους έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς έτσι αισθάνεται ελεύθερος να αποκαλύψει σχετικές με τον ίδιο πληροφορίες στους γονείς. Επομένως, η αίσθηση ενός υποστηρικτικού περιβάλλοντος, μπορεί να αποτελέσει σημαντικό προστατευτικό παράγοντα έναντι της α.π.17
Σε δείγμα 500 αγοριών, ηλικίας 7-19 ετών, βρέθηκε ότι τα μη παραβατικά παιδιά εμφάνιζαν υψηλά και σταθερά επίπεδα στη σχέση με τους γονείς τους μέχρι την ηλικία των 16 ετών. Στις οικογένειες των μη παραβατικών ανηλίκων η ποιότητα της σχέσης παρέμενε σταθερά υψηλή τόσο κατά την παιδική ηλικία όσο και κατά τη διάρκεια της εφηβείας όπου παρέμενε η συναισθηματική σύνδεση γονέα-παιδιού. Τα περιορισμένης παραβατικότητας διατηρούσαν τέτοια σχέση μόνο μέχρι την ηλικία των 10 ετών, η οποία μειώθηκε σημαντικά κατά την εφηβεία ενώ τα παιδιά με επίμονη παραβατικότητα εμφάνιζαν ασθενέστερη σχέση με τους γονείς τους σε όλες την ηλικίες η οποία μειωνόταν ακόμα περισσότερο κατά την εφηβεία.16
Ποικίλες αρνητικές γονικές πρακτικές και έλλειψη δεξιοτήτων έχουν αναγνωριστεί ως σημαντικοί παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση της παραβατικότητας ιδιαίτερα σε παιδιά σχολικής ηλικίας και στις αρχές της εφηβείας.18
Η γονική επίβλεψη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ΑΠ και αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα μεταξύ των πρακτικών ανατροφής18,19 Η απουσία γονικής επίβλεψης συνδέεται και με ανεπαρκείς σχέσεις μεταξύ γονιών και παιδιών, συγκρούσεις και απροθυμία από πλευράς των παιδιών να μιλήσουν για τις δραστηριότητες τους και εμπλοκή τους σε παραβατικές δραστηριότητες.14
Η γονική πειθαρχία αναφέρεται στο πως οι γονείς αντιδρούν στη συμπεριφορά του παιδιού. Είναι ξεκάθαρο ότι η σκληρή πειθαρχία (συμπεριλαμβανομένης και της σωματικής τιμωρίας) αποτελούν παράγοντα κινδύνου για την ΑΠ. Η σωματική τιμωρία στην προεφηβική ηλικία αποτελεί παράγοντα κινδύνου για μεταγενέστερη παραβατική συμπεριφορά ως έφηβος αλλά και σοβαρή αυστηρή μεταχείριση στο δικό του παιδί και συζυγική κακοποίηση. Η γονική θαλπωρή θα μπορούσε να δράσει ως προστατευτικός παράγοντας ενάντια στις επιπτώσεις της σωματικής τιμωρίας από τον ίδιο τον γονέα.19
Η ασταθής και ασυνεπής πειθαρχία αποτελεί επίσης παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη της ΑΠ. Αυτό αφορά τόσο τους γονείς που παραβλέπουν λανθασμένες συμπεριφορές του παιδιού και άλλες φορές τιμωρούν ετεροχρονισμένα όσο και τις περιπτώσεις ασυνέπειας μεταξύ των δύο γονέων όπου ο ένας είναι ανεκτικός ή επιεικής και ο άλλος τιμωρεί σκληρά. Η έλλειψη γονικής ενίσχυσης στην καλή συμπεριφορά αποτελεί επίσης σημαντικό παράγοντα κινδύνου.14,19
Η ψυχρή και απορριπτική συμπεριφορά του γονέα, η χαμηλή γονική συμμετοχή, η ανεπαρκής επικοινωνία γονέα-παιδιού καθώς και η έλλειψη οικογενειακής συνοχής, αποτελούν σημαντικούς παράγοντες κινδύνου βίαιης συμπεριφοράς του παιδιού.19 Ο ρυθμιστικός ρόλος της γονικής συμμετοχής στην σχέση με την ΑΠ είναι ισχυρότερος στα κορίτσια από ότι στα αγόρια.20
Ιδιαίτερη σημασία στην ανάπτυξη της ΑΠ έχουν και τα πρότυπα συμπεριφοράς του γονέων τα οποία διακρίνονται σε 4 κυρίως κατηγορίες. Το αυθεντικό, το αυταρχικό, το επιτρεπτικό και το απορριπτικό (αδιάφορο/αμελές).21
Το αυθεντικό θεωρείται το ιδανικότερο πρότυπο συμπεριφοράς καθώς ο γονέας ασκεί έλεγχο θέτοντας ξεκάθαρα όρια και διατηρώντας μια σταθερή στάση παρέχοντας αποδοχή, κατανόηση και συμπαράσταση.
Το αυταρχικό και το επιτρεπτικό συνδέονται με αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη και διαμόρφωση της προσωπικότητας του παιδιού, όπως αυξημένη εξάρτηση από ενηλίκους, μειωμένη αυτοαντίληψη, μειωμένη σχολική επίδοση, αυξημένη παραβατικότητα κ.ά.
Το απορριπτικό, δηλαδή η απουσία στοργής και θαλπωρής, η έλλειψη ορίων και η χρήση της σωματικής τιμωρίας σχετίζονται με την εκδήλωση επιθετικότητας και αντικοινωνικής συμπεριφοράς καθώς και με την χρήση ουσιών.14
Το αυταρχικό πρότυπο θεωρείται ο δεύτερος σημαντικότερος παράγοντας κινδύνου (μετά την υπερκινητικότητα και την ελλειμματική προσοχή) για την εμφάνιση βίαιης συμπεριφοράς.19
Σε πρόσφατη μελέτη βρέθηκε ότι τα υψηλότερα επίπεδα παραβατικότητας σχετίζονται με το απορριπτικό πρότυπο για τα αγόρια και το επιτρεπτικό για τα κορίτσια. Επίσης, στα αγόρια η επίδραση αυτή διατηρείται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα
Γενικά, η ΑΠ εξαρτάται από τον συνδυασμό των προτύπων συμπεριφοράς που ακολουθούν οι δύο γονείς. Ειδικότερα εμφανίζονται χαμηλότερα επίπεδα ΑΠ στις οικογένειες με τουλάχιστον ένα γονέα που ακολουθεί το αυθεντικό πρότυπο και υψηλότερα στις οικογένειες με τους δύο γονείς που ακολουθούν το απορριπτικό. 21
ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΟΙΝΩΝΙΚΟΙ ΓΟΝΕΙΣ
Οι αντικοινωνικοί και παραβατικοί γονείς τείνουν να έχουν αντικοινωνικά και παραβατικά παιδιά όπως έχουν δείξει αρκετές μελέτες. Το να έχει ένα παιδί γονείς ή αδέλφια που έχουν καταδικαστεί, αυξάνει την πιθανότητα καταδίκης και του ίδιου του παιδιού. Η σχέση αυτή είναι ισχυρότερη μεταξύ του ίδιου φύλου με ισχυρότερη αυτή με τον πατέρα. Το ίδιο συμβαίνει και με τον παραβατικό αδελφό, ιδίως όταν αυτός είναι μεγαλύτερος.19
Τα παιδιά των φυλακισθέντων γονέων βιώνουν συχνά πολλαπλά και στρεσογόνα γεγονότα, πριν, κατά, αλλά και μετά τη αποφυλάκιση του γονέα και μπορεί να βρίσκονται σε κίνδυνο για μια σειρά από δυσμενείς εκβάσεις της συμπεριφοράς τους. Η έρευνα έχει δείξει ότι η φυλάκιση του γονέα σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για αντικοινωνική συμπεριφορά του παιδιού αλλά όχι και για προβλήματα ψυχικής υγείας ή χρήσης ναρκωτικών.22
Η παραβατική συμπεριφορά του πατέρα κατά την διάρκεια της προσχολικής ηλικίας του παιδιού, που συνοδεύεται συνήθως και από επιθετικές και αντικοινωνικές συμπεριφορές είτε προς το παιδί (πχ. σκληρή πειθαρχεία) είτε μέσα στο σπίτι παρουσία του παιδιού, αποτελόντας ένα σημαντικό παράγοντα κινδύνου αύξησης των προβληματικών συμπεριφορών του παιδιού και της παραβατικότητας. Η παραπάνω συμπεριφορά καταργεί την αίσθηση εμπιστοσύνης και ασφάλειας του παιδιού και το οδηγούν τελικά σε συναισθήματα άγχους, φόβου και λύπης που συμβάλλουν με την σειρά τους στην εμφάνιση παραβατικών συμπεριφορών.23
Οι μητέρες που είχαν ιστορικό παραβατικότητας είναι πιο πιθανό να εκθέσουν τα παιδιά και σε πολλαπλούς παράγοντες κινδύνου, όπως οι κοινωνικές αντιξοότητες, η συμμετοχή της μητέρας σε ποινικές διαδικασίες, η εναλλαγή συντρόφου στην ενήλικη ζωή κ.α. η συσσώρευση των οποίων συμβάλει στην ανάπτυξη αντικοινωνικής συμπεριφοράς του παιδιού. Φαίνεται πως αυτά τα παιδιά εμφανίζουν πιο πρώιμη έναρξη και μεγαλύτερου βαθμού επιθετικής συμπεριφοράς.24
Τέλος, τα παιδιά των εξαρτημένων γονέων, λαμβάνουν συχνά ακατάλληλη γονική φροντίδα, παραμένουν εκτός σπιτιού για σημαντικά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και βιώνουν επανειλημμένα επεισόδια κακοποίησης ή απομάκρυνσης από το σπίτι θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την υγιή ανάπτυξή τους που οδηγεί συχνά στην εμφάνιση παραβατικής συμπεριφοράς.25
ΨΥΧΟΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ
Η μικρή ηλικία των γονέων ή η εφηβική εγκυμοσύνη αποτελούν παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση της ΑΠ. Οι κύριοι ρυθμιστικοί παράγοντες στην σχέση αυτή είναι τόσο τα χαρακτηριστικά της μητέρας (π.χ. παραβατικότητα, νοημοσύνη) όσο και οικογενειακοί παράγοντες (π.χ. χαμηλό οικογενειακό εισόδημα, ανεπαρκείς μέθοδοι ανατροφής, έλλειψη προσοχής και εποπτείας, διαλυμένη οικογένεια) αλλά και η παρουσία ή μη του πατέρα καθώς η παρουσία του βιολογικού πατέρα μετριάζει πολλούς από αυτούς τους δυσμενείς παράγοντες που συνοδεύουν καταστάσεις εφηβικής εγκυμοσύνης.19 Επίσης έχει βρεθεί ότι και η μεγάλη ηλικία του πατέρα κατά την γέννηση του παιδιού σχετίζεται με αύξηση της βίαιης συμπεριφοράς του παιδιού.26
Ακόμα μεγαλύτερος κίνδυνος παραβατικότητας έχει βρεθεί μεταξύ των θυγατέρων εφήβων μητέρων. Η έφηβη μητέρα σχετίζεται και με άλλους παράγοντες κινδύνου που συνυπάρχουν και που οδηγούν στην ανάπτυξη παραβατικών συμπεριφορών του παιδιού. Οι νεαρές γυναίκες είναι πιο πιθανό να μείνουν μητέρες χωρίς προσωπικό εισόδημα κάτι που μπορεί να επηρεάσει τις πιθανότητες της οικονομικής τους ανάκαμψης και να οδηγήσει σε αύξηση της συχνότητα των προβλημάτων συμπεριφοράς μεταξύ αυτών και των παιδιών.27
Ο αριθμός των γονικών εναλλαγών δηλαδή οι αλλαγές των προσώπων που φροντίζουν το παιδί αναφέρεται συχνά ως ο σημαντικότερος ρυθμιστικός παράγοντας στην σχέση μεταξύ νεαρών μητέρων και παραβατικότητας. H εναλλαγή των σχέσεων της μητέρας, ιδιαίτερα εκείνων που συμβαίνουν στην πρώιμη παιδική ηλικία, μέσω της σύγχυσης που προκαλεί στο παιδί, σχετίζονται με σημαντικά υψηλότερα επίπεδα παραβατικότητας στην ηλικία 14-17 ετών.28
Η ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου, με μακροχρόνια επίδραση στην εμφάνιση, γενικότερα, προβλημάτων ψυχικής υγείας και συμπεριφοράς του παιδιού και ειδικότερα επιθετικής συμπεριφοράς καθώς και της πρώιμης έναρξης κατανάλωσης αλκοόλ από την ηλικία των 14 ετών.29
Το κάπνισμα κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης έχει βρεθεί ότι αυξάνει τον κίνδυνο αντικοινωνικής συμπεριφοράς του παιδιού, όπως παραβατικότητα και χρήση ουσιών.30,31 Ειδικότερα, όταν το κάπνισμα κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης συνδυάζεται με εφηβική μητρότητα, ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και μονογονεική οικογένεια ο κίνδυνος για βίαιη ή μακρόχρονη παραβατικότητα 10πλασιάζεται.19
Η κατάθλιψη των γονέων (ιδίως της μητέρας) που επιδρά τόσο στις θετικές όσο και στις αρνητικές γονικές πρακτικές (μειώνοντας τις πρώτες και αυξάνοντας τις δεύτερες) αλλά και η απόπειρα αυτοκτονίας του γονέα συνδέονται με την εμφάνισης παραβατικής συμπεριφοράς του παιδιού.32,33
ΑΠΟΔΙΟΡΓΑΝΩΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΡΑΓΜΕΝΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ
Η σχέση μεταξύ της οικογενειακής αποδιοργάνωσης και της α.π., εστιάζεται στο διαζύγιο διαμέσου των γονικών συγκρούσεων και των παθολογικών στοιχείων της συμπεριφοράς των γονέων, διότι αυτοί οι παράγοντες ακριβώς δυσκολεύουν τη λειτουργία της οικογένειας και την εκδήλωση υγιών συναισθημάτων που προστατεύουν τα παιδιά.5,19,34
Η αποδιοργάνωση της οικογένειας, τα διαζύγια και η απώλεια συνολικά των παραδοσιακών λειτουργιών της οικογένειας προκαλούν συχνά την αντίδραση των παιδιών που εκδηλώνεται με παραίτηση από την οικογενειακή και σχολική ζωή, επιθετικότητα και αγωνιώδη αναζήτηση του υποκατάστατου του απόντος γονέως.14
Οι διαταραγμένες οικογένειες σχετίζονται σε μεγαλύτερο βαθμό με την α.π. όταν προκαλούνται από διάσταση των γονέων ή διαζύγιο παρά από το θάνατο του γονέα όπου δεν παρατηρείται καμία διαφορά σε σύγκριση με οικογένειες που οι γονείς ήταν συνεχώς παρόντες.14 Η αρνητική επίδραση του διαζυγίου στην ανάπτυξη της α.π. είναι ισχυρότερη όταν συμβαίνει σε ηλικία του παιδιού μικρότερη των 4 ετών ενώ είναι ασθενέστερη μεταξύ 11-15 ετών19 και επίσης σημαντικότερη για τα διαζύγια που είχαν σημειωθεί κατά τη διάρκεια της ζωής του παιδιού όπως βρέθηκε σε δείγμα 1200 έφηβων.35
Ο δεύτερος γάμος (ο οποίος είναι συχνότερος μετά από χωρισμό ή διαζύγιο παρά μετά από θάνατο) επίσης συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο παραβατικότητας δείχνοντας συνήθως ανεπιθύμητα αποτελέσματα από την παρουσία του πατριού.19
Η κρίση του διαζυγίου μπορεί να επηρεάσει και τις συνθήκες φροντίδας του παιδιού και να οδηγήσει σε κακοποίηση ή παραμέλησή του. Η συχνότητα κακοποίησης είναι μεγαλύτερη στα παιδιά που ζουν σε μικτές οικογένειες και συγκεκριμένα με τη μητέρα και τον εκάστοτε φίλο της.14
Όταν το διαζύγιο ακολουθείται από αλλαγές στην πατρική φιγούρα παρατηρείται υψηλότερη συχνότητα παραβατικότητας από τα παιδιά σε σχέση με το διαζύγιο που ακολουθείται από σταθερότητα. Τόσο οι γονικές συγκρούσεις όσο και οι αλλαγές στα άτομα που είχαν την αρχική φροντίδα του παιδιού προβλέπουν αντικοινωνική συμπεριφορά του παιδιού.19
Οι έφηβοι που ζουν και με τους δύο βιολογικούς γονείς εμφανίζουν μικρότερο κίνδυνο παραβατικής συμπεριφοράς από εκείνους που ζουν σε οποιαδήποτε άλλη δομή οικογένειας και οι έφηβοι που ζουν μόνο με τη μητέρα σημαντικά μικρότερο από αυτούς που ζουν μόνο με τον πατέρα ή με κανέναν βιολογικό γονέα (τρίτους ή θετούς γονείς). Ανάλογη εικόνα εμφανίζει και η χρήση ουσιών (αλκοόλ, κάπνισμα και ναρκωτικά) από τους εφήβους.36
Στις μονογονεϊκές οικογένειες, ο γονέας αντιμετωπίζει περισσότερες δυσκολίες στην φροντίδα του παιδιού ή του εφήβου. Η απουσία του αισθήματος ασφάλειας στο σπίτι, που είναι πολύ σημαντικό για τους εφήβους, είναι ιδιαίτερα απειλητική και μπορεί να σχετίζεται με την ανάπτυξη της παραβατικότητας.5
Οι γυναίκες βιώνουν μεγαλύτερα οικονομικά μειονεκτήματα από ότι οι άνδρες και εμφανίζουν λιγότερο συνεπή επίπεδα ελέγχου και πειθαρχίας. Ωστόσο αυτό αντισταθμίζεται από το είναι πιο επιτυχημένες στην καλλιέργεια κατάλληλων δεσμών και διαπροσωπικών ικανοτήτων με τα παιδιά τους και γενικότερα εμφανίζουν καλύτερη επικοινωνία με τα παιδιά τους σε σχέση με τους άνδρες.37
Οι μονογονεικές πατρικές οικογένειες (σε σχέση με τις μητρικές) συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο συχνής αλόγιστης κατανάλωσης αλκοόλ, χρήσης ναρκωτικών ουσιών και παραβατικής συμπεριφοράς.37
Οι γονικές συγκρούσεις επηρεάζουν εξίσου και τα δύο φύλα, και περισσότερο τους εφήβους από ότι τα μικρότερα παιδιά, όταν αυτές γίνονται παρουσία αυτών. Στις παραδοσιακές οικογένειες, αν οι γονείς περιορίζουν τη συχνότητα των οικογενειακών συγκρούσεων παρουσία των παιδιών, αυτές δεν επηρεάζουν δυσμενώς τα παιδιά ή μπορεί ακόμη και να συμβάλουν σε μια θετική μάθηση στρατηγικών επίλυσης που μπορούν να χρησιμοποιήσουν σε δικές τους διαπροσωπικές συγκρούσεις αργότερα στη ζωή τους.38
ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΕΛΗΣΗ ΠΑΙΔΙΩΝ
Παιδιά τα οποία έχουν υποστεί οποιασδήποτε μορφής κακοποίηση (σωματική, σεξουαλική, συναισθηματική, λεκτική) ή παραμέληση, τείνουν αν γίνουν παραβατικά αργότερα στη ζωή τους. Στην βιβλιογραφία επιβεβαιώνεται επανειλημμένα ότι παιδική και εφηβική κακοποίηση και παραμέληση αποτελούν σημαντικό και ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου στην εμφάνιση α.π.39,40,41,42 Τα μισά από τα κακοποιημένα ή παραμελημένα αγόρια, βρέθηκαν να σε σχετική έρευνα, να έχουν συλληφθεί για σοβαρή παραβατικότητα ή έχουν γίνει αλκοολικοί ή ήταν ψυχικά ασθενείς ή είχαν πεθάνει πριν την ηλικία των 30 ετών.19 Γενικότερα, δηλαδή, η παιδική τραυματική εμπειρία αναμένεται να έχει σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένου και της αντικοινωνικής και επιθετικής συμπεριφοράς, στην ενήλικη ζωή.43
Η πρώιμη παιδική κακοποίηση έχει συνδεθεί με υψηλό κίνδυνο εμφάνισης πολλών ψυχικών και συμπεριφορικών διαταραχών στην εφηβεία και στην ενήλικη ζωή όπως παραβατικότητα, διαταραχή διαγωγής, κατάθλιψη, αυτοκτονικότητα, χρήσης ναρκωτικών ουσιών, αλόγιστη κατανάλωση αλκοόλ, σεξουαλική συμπεριφορά υψηλού κινδύνου, πρώιμη εγκυμοσύνη, κατάθλιψη και θυματοποίηση.40,44 Ιστορικό πρώιμης παιδικής κακοποίησης υπάρχει σε ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά μεταξύ των ανήλικων κοριτσιών που εμπλέκονται με την δικαιοσύνη και την χρήση ναρκωτικών ουσιών.45 Επίσης, το να βιώνει ένα παιδί πολλαπλές μορφές κακοποίησης αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα παραβατικότητας.46
Η σχέση μεταξύ α.π. και παιδικής κακοποίησης ή παραμέλησης είναι ισχυρότερη στα κορίτσια από ότι στα αγόρια.19,41,44 Τα δύο φύλα αντιδρούν διαφορετικά στην συναισθηματική και σωματική κακοποίηση από τους γονείς και εμφανίζουν διαφορετικούς αμυντικούς μηχανισμούς που οδηγούν στην εκδήλωση παραβατικής συμπεριφοράς.
Στα αγόρια, ο κύριος μεσολαβητικός μηχανισμός είναι η μείωση της αυτοεκτίμησης και η άρση των αναστολών, δηλαδή του αυτοελέγχου, με αποτέλεσμα την δημιουργία εχθρικών σχέσεων που οδηγούν στην ανάπτυξη παραβατικής συμπεριφοράς.47 Τα αγόρια με ιστορικό πρώιμης παιδικής κακοποίησης είναι πιο πιθανό να συμμετάσχουν σε βίαιες δραστηριότητες.44 Η ψυχοπάθεια στα αγόρια μπορεί επίσης να αποτελεί μεσολαβητικό παράγοντα στη σχέση μεταξύ της πρώιμης παιδικής κακοποίησης (σωματικής και συναισθηματικής) και της μεταγενέστερης παραβατικής συμπεριφοράς.43
Στα κορίτσια ο κύριος μεσολαβητικός μηχανισμός είναι ο θυμός και η απογοήτευση. Οι επιπτώσεις της κακοποίησης στα κορίτσια εκδηλώνονται περισσότερο ως κατάθλιψη παρά ως παραβατικότητα. Σε αυτά η λεκτική κακοποίηση μπορεί να είναι πιο σημαντική από τη σωματική τιμωρία, τουλάχιστον στην εμφάνιση διαταραχών της συμπεριφοράς.47
Ο χρόνος αλλά και η διάρκεια της κακοποίησης του παιδιού έχουν ιδιαίτερη σημασία στην εμφάνιση παραβατικής συμπεριφοράς. Η εφηβική κακοποίηση, έχει γενικά ισχυρότερη επίδραση στη παραβατική συμπεριφορά (υποτροπή, βιαιότητα, φυλάκιση), στη χρήση ναρκωτικών ουσιών, στη σεξουαλική συμπεριφορά υψηλού κινδύνου και στις αυτοκτονικές σκέψεις με γενικότερη επίπτωση στην πρώιμη ενήλικη ζωή.40 Αυτό πιθανόν οφείλεται στο ότι τα μεγαλύτερα θύματα είναι πιο ικανά να κατανοήσουν το κίνητρο και την πρόθεση του θύτη και να αντιδράσουν, με τη σειρά τους, με σοβαρά ξεσπάσματα βίαιης συμπεριφοράς.41
Η παραμέληση, δηλαδή η έλλειψη γονικού ελέγχου, και ιδίως η παρατεταμένη, κατά τη διάρκεια της εφηβείας, διαδραματίζει επίσης έναν κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη μακρόχρονης παραβατικής συμπεριφοράς στους εφήβους υψηλού κινδύνου.39
Η ανεπαρκής ποιότητα της σχέσης γονέα-παιδιού έχει συνδεθεί με την πρώιμη κακοποίηση του παιδιού, καθώς συνοδεύεται συνήθως από έλλειψη γονικής υποστήριξης, παραδοσιακά μιας ασπίδας κατά του στρες, που αναμένεται να αυξήσει τον κίνδυνο για κακή έκβαση σε εφήβους που εμπλέκονται με σωματική κακοποίηση. Αντίθετα οι καλές σχέσεις γονέα-παιδιού, ιδιαίτερα σε εφήβους υψηλού κινδύνου λειτουργεί ως προστατευτικός παράγοντας, από την παιδική ηλικία ως την πρώιμη ενήλικη ζωή.42
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΜΕΓΕΘΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ
Το μέγεθος της οικογένειας, δηλαδή ο μεγάλος αριθμός των παιδιών αναφέρεται συχνά στην βιβλιογραφία ως ένας σημαντικός προγνωστικός παράγοντας στην εμφάνιση της παραβατικότητας. Σχετικές μελέτες, έχουν δείξει ότι το να έχει ένα αγόρι 4 ή περισσότερα αδέρφια ήδη από την ηλικία των 10 ετών19 ή κατά άλλους 2 ή περισσότερα αδέρφια από την ηλικία των 4 ετών27 ήταν σημαντικός παράγοντας κινδύνου για την εκδήλωση παραβατικότητας.
Η πιο αποδεκτή ερμηνεία της παραπάνω σχέσης είναι ότι, όσο αυξάνει ο αριθμός των παιδιών της οικογένειας, τόσο μειώνεται και η γονική εποπτεία στο καθένα από αυτά.19 Επίσης είναι πιθανό τα μεγαλύτερα αδέλφια, όταν μεγαλώσουν, να επωμίζονται ευθύνη (εν μέρει ή εξ ολοκλήρου) για τη συντήρηση της οικογένειας και κατά συνέπεια, να υφίστανται στερήσεις ή απογοητεύσεις που μπορεί να επηρεάσουν τη κοινωνική τους συμπεριφορά. Οι οικογένειες με μεγαλύτερο αριθμό παιδιών συχνά ζουν σε φτωχές περιοχές με υψηλά επίπεδα παραβατικότητας, με εύκολη πρόσβαση σε όπλα, ναρκωτικά και αλκοόλ. Επιπλέον, οι οικογένειες με νεότερες και μη μορφωμένες μητέρες με τρία ή περισσότερα παιδιά έρχονται αντιμέτωπες με στρεσογόνες καταστάσεις σε καθημερινή βάση. Αυτό μειώνει την ικανότητα τους στην ανατροφή και στις τεχνικές πειθαρχίας των παιδιών καθώς και στην κατάλληλη επίλυση των οικογενειακών συγκρούσεων που αποτελούν και ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση της παραβατικότητας.27
Η επίδραση των κοινωνικο-οικονομικών παραγόντων, εξαρτάται από το πώς αυτοί γίνονται αντιληπτοί και πως αντιμετωπίζονται από τους γονείς. Στις περιπτώσεις που αυτά τα προβλήματα επηρεάζουν την αυτοεκτίμηση του γονέα και του προκαλούν υψηλά επίπεδα θυμού, άγχους και στρες, ο γονέας μπορεί να μεταθέσει αυτά τα συναισθήματα στο παιδί.14
Το εισόδημα της οικογένειας είναι ο πιο σημαντικός κοινωνικο-οικονομικός παράγοντας που σχετίζεται με την βίαιη παραβατικότητα και στα δύο φύλα. Έτσι, έχει βρεθεί ότι τα νέα παιδιά από φτωχές οικογένειες έχουν υψηλότερο κίνδυνο να καταδικαστούν για βίαιη παραβατικότητα, επιδιώκοντας συχνά να ανέβουν κοινωνικά ή να ξεπεράσουν τις ιδιαίτερες οικονομικές δυσκολίες μέσω δραστηριοτήτων που είναι παράνομες.27
Η έρευνα έχει δείξει ότι η οικονομική δυσχέρεια της οικογένειας συνδέεται με υψηλά ποσοστά οικογενειακών συγκρούσεων και τα παιδιά των οικογενειών αυτών βιώνουν περισσότερους στρεσογόνους παράγοντες. Οι οικογένειες αυτές είναι όχι μόνο πιο επιρρεπείς στην αντιμετώπιση στρεσογόνων παραγόντων και συγκρούσεων αλλά, βιώνουν σοβαρότερες και περισσότερες αρνητικές επιπτώσεις αυτών των παραγόντων. Η σκληρή/ασυνεπής γονεικότητα και η επιθετικότητα από τα μεγαλύτερα αδέρφια σε συνθήκες οικονομικής δυσχέρειας, επηρεάζουν την παραβατικότητα του νεότερου αδερφού μέσω και της ενίσχυσης των δεσμών με αντικοινωνικούς συνομηλίκους. Έτσι, η επίδραση των παραπάνω παραγόντων σε οικογένειες με οικονομική δυσχέρεια είναι πολύ πιο ισχυρή στην μετάδοση της εφηβικής παραβατικότητας. Δεδομένου δε, ότι τα νεότερα και τα μεγαλύτερα αδέλφια έχουν δεχθεί παρόμοια ανατροφή, τα μικρότερα αδέρφια βιώνουν τις συνέπειες αυτής της γονικής μέριμνας δύο φορές, μία απευθείας και μία μέσω της συμπεριφοράς από τα μεγαλύτερα αδέλφια. Έτσι φαίνεται πως η οικονομική πίεση στην οικογένεια επηρεάζει σημαντικά τις σχέσεις μεταξύ των γονέων, αδελφών και συνομηλίκων, συμβάλλονταςστην παραβατική συμπεριφορά του εφήβου.48
Συμπερασματικά φαίνεται πως το πρότυπο γονικής συμπεριφοράς είναι αυτό που παίζει καθοριστικό ρυθμιστικό ρόλο στην σχέση της οικονομικής δυσχέρειας της οικογένειας και της παραβατικότητας. Έτσι, η οικονομική πίεση επιδρά δυσμενώς στην συμπεριφορά του εφήβου κυρίως μέσω της μειωμένης υποστηρικτικής γονεικότητας (μειωμένη στήριξη από τους γονείς, αναποτελεσματική επικοινωνία, μειωμένη συμμετοχή στης δραστηριότητες του παιδιού) ενώ αντίστροφα η παρουσία υποστηρικτικής γονεικότητας αποτελεί ιδιαίτερα σημαντικό προστατευτικό παράγοντα έναντι των δυσμενών επιδράσεων της οικονομικής πίεσης της οικογένειας στην ανάπτυξη της παραβατικότητας αλλά και γενικότερα των συμπεριφορών υψηλού κινδύνου (αλκοόλ, κάπνισμα) στον έφηβο.49
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ
Μεγάλο μέρος της έρευνας σχετικά με το πώς οι γονείς αποτρέπουν τα παιδιά τους από την ανάπτυξη παραβατικής συμπεριφοράς, έχει επικεντρωθεί στην «λειτουργικότητα» των γονέων υιοθετώντας μοντέλα διαπαιδαγώγησης που προωθούν την υγιή ανάπτυξη του παιδιού. Οι παραπάνω παράγοντες είναι πράγματι ζωτικής σημασίας για το παιδί, ιδίως της μικρότερης ηλικίας. Σίγουρα όμως δεν είναι επαρκείς για να το προστατεύσουν από την μελλοντική επίπτωση των αντικοινωνικών ή παραβατικών συμπεριφορών αν δεν έχει τονισθεί εξίσου η πνευματική πτυχή της ανατροφής του παιδιού.50 Ένας τομέας, της ψυχοκοικωνικής ανάπτυξης του ανηλίκου, που συχνά υποτιμάται, είναι η θρησκευτικότητα ή πνευματικότητα του παιδιού, η οποία έχει επίσης βρεθεί ότι συνδέεται με την παραβατικότητα και επηρεάζεται σημαντικά από τη θρησκευτικότητα των γονέων και γενικότερα του περιβάλλοντος του παιδιού.51
Σε ανασκόπηση 115 μελετών που εξέτασαν την σχέση της θρησκευτικότητας με την ψυχική υγεία των εφήβων και συγκεκριμένα, την χρήση ουσιών, την παραβατικότητα, την αυτοκτονικότητα, το άγχος και την κατάθλιψη, στο 92% βρέθηκε τουλάχιστον μια σημαντική σχέση μεταξύ θρησκευτικότητας - για καθεμιά από τις πτυχές της όπως, εκκλησιασμός, σημασία της πίστης, πεποιθήσεις, δόγματα, αξίες - και καλύτερης ψυχικής υγείας. Στο 89% των σχετικών μελετών βρέθηκε να υπάρχει σχέση μεταξύ χαμηλής παραβατικότητας με μια τουλάχιστον παράμετρο της θρησκευτικότητας επιβεβαιώνοντας την σχέση της πίστης με τις διαταραχές της συμπεριφοράς.52
Η πίστη και η αίσθηση του νοήματος της ζωής, έχουν αναγνωριστεί ως απαραίτητα για την θετική ανάπτυξη, προσαρμογή και στήριξη των εφήβων σε δύσκολες συνθήκες. Κατά τη διάρκεια μιας κρίσης αυτά μπορούν να βοηθήσουν τον έφηβο στην ανάκτηση του νοήματος της ζωής, του αυτοελέγχου και της αυτοεκτίμησης. Ο ρόλος της θρησκευτικότητας στην αντιμετώπιση αγχωτικών καταστάσεων της ζωής είναι συχνά υποτιμημένος.53 Υψηλά επίπεδα θρησκευτικότητας συνδέονται με χαμηλότερα ποσοστά παραβατικότητας και συμπεριφορών υψηλού κινδύνου (που συχνά συνυπάρχουν με την παραβατικότητα) όπως η ευκαιριακή αλόγιστη κατανάλωση αλκοόλ, κάπνισμα, χρήση ναρκωτικών ουσιών, σεξουαλική συμπεριφορά υψηλού κινδύνου.50,53,54,55.56
Έτσι η έρευνα έχει καταλήξει στην θετική επίδραση της θρησκευτικότητας στην ψυχική υγεία των εφήβων.54 Η θετική επίδραση της θρησκευτικότητας περιλαμβάνει επίσης ψυχολογικές εκφάνσεις κατά την εφηβεία και την πρώιμη ενηλικίωση όπως, αυτοεκτίμηση, ευσυνειδησία, ευχάριστη διάθεση και ειλικρίνεια. Οι θρησκευόμενοι έφηβοι δαπανούν περισσότερο χρόνο μέσα σε μια υποστηρικτική κοινότητα ιδιαίτερα σημαντική για την προσαρμογή στις πολλές αλλαγές και προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι έφηβοι. Έτσι, ο έφηβος περιβάλλεται από τη θρησκευτική κοινότητα που τον θεωρεί πολύτιμο ως άτομο και μάλιστα σε ένα περιβάλλον ανάγουν την αξία του ατόμου στο Θεό.53
Η επίδραση της θρησκευτικότητας των εφήβων θα πρέπει να μελετάται στο πλαίσιο της οικογένειας, συμπεριλαμβανομένων δύο γενεών καθώς φαίνεται πως η θρησκευτικότητα; των γονέων ασκεί επήρεια σε αυτήν των εφήβων που με τη σειρά τους αυξάνουν τις θρησκευτικές πρακτικές τους, οι οποίες τελικά μειώνουν την ελάσσονα αλλά και την μείζονα παραβατικότητα. Έχει βρεθεί οι επιδράσεις της θρησκευτικότητας της οικογένειας στην α.π. είναι εξίσου σημαντικές με τον γονικό έλεγχο (ο οποίος ούτε επηρεάζει, ούτε επηρεάζεται από την θρησκευτικότητα της οικογένειας).50 Ως προς το φύλο, αν και τα έφηβα κορίτσια εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά θρησκευτικότητας, τα αγόρια είναι πιο πιθανό να επηρεαστούν από την θρησκευτικότητα των γονέων.54
Ο σημαντικότερος ρυθμιστής της σχέσης της θρησκευτικότητας του ανηλίκου και της παραβατικότητας είναι ο αυτοέλεγχος, ο οποίος αποτελεί προστατευτικό παράγοντα έναντι της ανάπτυξης της αποκλίνουσας συμπεριφοράς.54,55,57
Εξετάζοντας την φύση της σχέσης της θρησκευτικότητας και της παραβατικότητας, πρόσφατη Εθνική Διαχρονική Μελέτη Εφηβικής Υγείας σε δείγμα 6500 εφήβων ηλικίας 12-18 ετών σε 132 σχολεία των ΗΠΑ κατέληξε στα εξής συμπεράσματα: 1) Η θρησκευτικότητα ως γενικός παράγοντας αλλά και ξεχωριστά καθεμιά από τις μεταβλητές της (ο βαθμός της πίστης, η συχνότητα της προσευχής και η συμμετοχή σε θρησκευτικές τελετές) που μελετήθηκαν συνδέονται με μικρότερη πιθανότητα παραβατικότητας. 2) Η σημαντική σχέση των παραπάνω μεταβλητών με την παραβατικότητα βρέθηκε ανεξάρτητη των οικογενειακών παραγόντων και των σχέσεων με τους συνομηλίκους. 3) Η σχέση θρησκευτικότητας με μείζονες παραβατικές συμπεριφορές είναι ασθενέστερη (καθώς αυτές είναι το ίδιο καταδικαστέες από την κοινωνία), ωστόσο, κάθε είδος παραβατικότητας εμφάνιζε τουλάχιστον μια μεταβλητή της θρησκευτικότητας που μείωνε την παραβατικότητα, δείχνοντας ότι η θρησκευτικότητα έχει σημαντική επιρροή σε μια ποικιλία παραβατικών συμπεριφορών. 4) Η σχέση θρησκευτικότητας και παραβατικότητας παραμένει σημαντική με την πάροδο του χρόνου.58
Έτσι φαίνεται πως η θρησκευτικότητα των γονέων που επηρεάζει ή και καθορίζει την θρησκευτικότητα των παιδιών, μπορεί να θεωρηθεί ως μια μορφή κοινωνικού ελέγχου που μειώνει όλους τους τύπους παραβατικότητας των παιδιών.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Στις μέρες μας όλο και περισσότεροι παράγοντες κινδύνου συσσωρεύονται στις οικογένειες αυξάνοντας την πιθανότητα εμφάνισης της παραβατικής συμπεριφοράς των παιδιών και των εφήβων καθώς και των συμπεριφορών υψηλού κινδύνου όπως η χρήση ουσιών.
Θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση, τόσο σε προγνωστικό όσο και θεραπευτικό επίπεδο για τη σωματική και την ψυχική υγεία των παιδιών και των εφήβων, στον περιορισμό των αρνητικών επιπτώσεων των οικογενειακών παραγόντων κινδύνου και στην ενίσχυση των θετικών επιπτώσεων των οικογενειακών προστατευτικών παραγόντων. Στην παρούσα ανασκόπηση παρουσιάστηκε εν συντομία ο τρόπος με τον οποίο διαφορετικοί οικογενειακοί παράγοντες δρουν ως προστατευτικοί ή ως παράγοντες κινδύνου.
Ένα υγιές οικογενειακό περιβάλλον είναι απαραίτητο για να κρατήσει τα παιδιά μακριά από την παραβατική συμπεριφορά. Ο πιο σημαντικός προστατευτικός παράγοντας έναντι της ανήλικης παραβατικότητας είναι ένα υποστηρικτικό και σταθερό γονεικό περιβάλλον που βοηθά επίσης και στην δυσμενή επίδραση άλλων παραγόντων κινδύνου όπως το διαζύγιο και η φτώχια.
Επίσης, η θρησκευτικότητα της οικογένειας φαίνεται ότι είναι ένας σημαντικός παράγοντας προστασίας και επίσης μια οικογενειακή επιρροή που συνήθως παραμένει και μετά την ενηλικίωση του παιδιού και κρατάει τον έφηβο μακριά από παραβατικές συμπεριφορές ανεξάρτητα από τις δυσμενείς επιδράσεις από την οικογένεια ή τους συνομηλίκους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κατσιγαράκη Ε, Κατρινάκη Α, Πανάγος Κ, Τσιώρος Ι. ΕΙΔΙΚΕΣ ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΩΝ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΤΟΥΣ 2009-2010 ΣΕ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ. The art of crime.(25):2013(Νοεμ) http://www.theartofcrime.gr/index.php?pgtp=1&aid=1385912820
World Health Organization (WHO), Youth violence, August 2011, http://www.who.int/mediacentre/factsheets/fs356/en/
Γιαννοπούλου Ι, Δουζένης Α, Λύκουρας Λ. Ψυχιατροδικαστική Παιδιών και Εφήβων, Εκδόσεις Π.Χ. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Αθήνα 2010
Κουράκης Ν. Συνέντευξη. The art of the crime (20)2011
http://www.theartofcrime.gr/index.php?pgtp=1&aid=1322849910
Erdelja S, Vokal P, Bolfan M, Erdelja SA, Begovac B, Begovac I. Delinquency in incarcerated male adolescents is associated with single parenthood, exposure to more violence at home and in the community, and poorer self-image. Croat Med J. 2013 October; 54(5): 460–468
Dierkhising CB, Ko SJ, Woods-Jaeger B, Briggs EC, Lee R, Pynoos RS. Trauma histories among justice-involved youth: findings from the National Child Traumatic Stress Network. Eur J Psychotraumatol. 2013 Jul 16;4
SAVIGNAC J. Families, youth and delinquency: The state of knowledge, and family based juvenile delinquency programs (Research Report 2009‐1). Ottawa: National Crime Prevention Centre, Public Safety Canada 2009
Xατζητσιράκογλου Χ. Η νεανική παραβατικότητα. [Μεταπτυχιακή εργασία] Τμήμα Νομικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2012
Eurostat, http://epp.eurostat.ec.europa.eu/tgm/table.do?tab=table&init=1&plugin=1&language=en&pcode=tps00018
Murphy DA, Brecht ML, Huang D, Herbeck DM. Trajectories of Delinquency from Age 14 to 23 in the National Longitudinal Survey of Youth Sample. Int J Adolesc Youth. 2012 Mar 1;17(1):47-62
Kask K, Markina A, Podana Z. The Effect of Family Factors on Intense Alcohol Use among European Adolescents: A Multilevel Analysis. Psychiatry J. 2013;2013:250215
Carney T, Myers BJ, Louw J, Lombard C, Flisher AJ. The relationship between substance use and delinquency among high-school students in Cape Town, South Africa. J Adolesc. 2013 Jun;36(3):447-55
Aalsma MC, Tong Y, Wiehe SE, Tu W. The impact of delinquency on young adult sexual risk behaviors and sexually transmitted infections. J Adolesc Health. 2010 Jan;46(1):17-24
Γεωργιάδης Σ, Βυζάκου Σ, Παπαστυλιανού Ν. Η συσχέτιση της βίας ενάντια στα παιδιά μέσα στην οικογένεια με την νεανική παραβατικότητα (Έκθεση έρευνας 2009). Λευκωσία: Συμβουλευτική Επιτροπή Πρόληψης & Καταπολέμησης της Βίας στην Οικογένεια
Hoeve M, Stams GJ, van der Put CE, Dubas JS, van der Laan PH, Gerris JR. A meta-analysis of attachment to parents and delinquency. J Abnorm Child Psychol. 2012 Jul;40(5):771-85
Keijsers L, Loeber R, Branje S, Meeus W. Bidirectional links and concurrent development of Gault-Sherman M. It's a two-way street: the bidirectional relationship between parenting and delinquency. J Youth Adolesc. 2012 Feb;41(2):121-45
Keijsers L, Loeber R, Branje S, Meeus W. Bidirectional links and concurrent development of parent-child relationships and boys' offending behavior. J Abnorm Psychol. 2011 Nov;120(4):878-8
Hoeve M, Semon Dubas J, Eichelsheim VI, van der Laan PH, Smeenk W, Gerris JRM. The Relationship Between Parenting and Delinquency: A Meta-analysis. J Abnorm Child Psychol. Aug 2009; 37(6): 749–775
Springer DW, Roberts AR. Juvenile Justice and Delinquency. Jones and Bartlett Publishers, LLC, 2011
Walters GD. Delinquency, parental involvement, early adult criminality, and sex: Evidence of moderated mediation. J Adolesc. 2013 Aug;36(4):777-85
Hoeve M, Dubas JS, Gerris JR, van der Laan PH, Smeenk W. Maternal and paternal parenting styles: unique and combined links to adolescent and early adult delinquency. J Adolesc. 2011 Oct;34(5):813-27
Murray J, Farrington DP, Sekol I. Children's antisocial behavior, mental health, drug use, and educational performance after parental incarceration: a systematic review and meta-analysis. Psychol Bull. 2012 Mar;138(2):175-210
Colley RL, Carrano J, Lewin-Bizan S. Unpacking links between fathers' antisocial behaviors and children's behavior problems: direct, indirect, and interactive effects. J Abnorm Child Psychol. 2011 Aug;39(6):791-804
Tzoumakis S, Lussier P, Corrado R. Female juvenile delinquency, motherhood, and the intergenerational transmission of aggression and antisocial behavior. Behav Sci Law. 2012 Mar-Apr;30(2):211-37
Douglas-Siegel JA, Ryan JP. The effect of recovery coaches for substance-involved mothers in child welfare: impact on juvenile delinquency. J Subst Abuse Treat. 2013 Oct;45(4):381-7
Kuja-Halkola R, Pawitan Y, D'Onofrio BM, Långström N, Lichtenstein P. Advancing paternal age and offspring violent offending: a sibling-comparison study. Dev Psychopathol. 2012 Aug;24(3):739-53
Caicedo B, Gonçalves H, González DA, Victora CG. Violent delinquency in a Brazilian birth cohort: the roles of breast feeding, early poverty and demographic factors. Paediatr Perinat Epidemiol. 2010 Jan;24(1):12-23
Goodnight JA, D'Onofrio BM, Cherlin AJ, Emery RE, Van Hulle CA, Lahey BB. Effects of multiple maternal relationship transitions on offspring antisocial behavior in childhood and adolescence: a cousin-comparison analysis. J Abnorm Child Psychol. 2013 Feb;41(2):185-98
Hayatbakhsh MR, Najman JM, Khatun M, Al Mamun A, Bor W, Clavarino A. A longitudinal study of child mental health and problem behaviours at 14 years of age following unplanned pregnancy. Psychiatry Res. 2011 Jan 30;185(1-2):200-4
D'Onofrio BM1, Van Hulle CA, Goodnight JA, Rathouz PJ, Lahey BB. Is maternal smoking during pregnancy a causal environmental risk factor for adolescent antisocial behavior? Testing etiological theories and assumptions. Psychol Med. 2012 Jul;42(7):1535-45
Ellis L, Widmayer A, Das S. Maternal smoking during pregnancy and self-reported delinquency by offspring. Crim Behav Ment Health. 2012 Dec;22(5):325-35
Wilson S, Durbin CE. Effects of paternal depression on fathers' parenting behaviors: a meta-analytic review. Clin Psychol Rev. 2010 Mar;30(2):167-80
Jennings WG, Maldonado-Molina MM, Piquero AR, Canino G. Parental suicidality as a risk factor for delinquency among Hispanic youth. J Youth Adolesc. 2010 Mar;39(3):315-25
El-Sheikh M, Hinnant JB, Erath S. Developmental trajectories of delinquency symptoms in childhood: the role of marital conflict and autonomic nervous system activity. J Abnorm Psychol. 2011 Feb;120(1):16-32
Burt SA, Barnes AR, McGue M, Iacono WG. Parental divorce and adolescent delinquency: ruling out the impact of common genes. Dev Psychol. 2008 Nov;44(6):1668-77
Flouri E. Fathers' behaviors and children's psychopathology. Clin Psychol Rev. 2010 Apr;30(3):363-9
Eitle D. Parental gender, single-parent families, and delinquency: Exploring the moderating influence of race/ethnicity. Social Science Research. 2006 Sep;35(3):727-748
Justicia Galiano MJ, Cantón Duarte J. [Conflicts between parents and aggressive and delinquent behavior in children]. [Article in Spanish]. Psicothema. 2011 Feb;23(1):20-5
Ryan JP, Williams AB, Courtney ME. Adolescent neglect, juvenile delinquency and the risk of recidivism. J Youth Adolesc. 2013 Mar;42(3):454-65
Thornberry TP, Henry KL, Ireland TO, Smith CA. The causal impact of childhood-limited maltreatment and adolescent maltreatment on early adult adjustment. J Adolesc Health. 2010 Apr;46(4):359-65
Maas C, Herrenkohl TI, Sousa C. Review of research on child maltreatment and violence in youth. Trauma Violence Abuse. 2008 Jan;9(1):56-67
Salzinger S, Rosario M, Feldman RS. Physical child abuse and adolescent violent delinquency: the mediating and moderating roles of personal relationships. Child Maltreat. 2007 Aug;12(3):208-19.
Krischer MK, Sevecke K. Early traumatization and psychopathy in female and male juvenile offenders. Int J Law Psychiatry. 2008 Jun-Jul;31(3):253-62
Logan JE, Leeb RT, Barker LE. Gender-specific mental and behavioral outcomes among physically abused high-risk seventh-grade youths. Public Health Rep. 2009 Mar-Apr;124(2):234-45
Smith DK, Saldana L. Trauma, Delinquency, and Substance Use: Co-occurring Problems for Adolescent Girls in the Juvenile Justice System. J Child Adolesc Subst Abuse. 2013 Jul 2;22(5):450-465
Mallett CA, Stoddard Dare P, Seck MM. Predicting juvenile delinquency: the nexus of childhood maltreatment, depression and bipolar disorder. Crim Behav Ment Health. 2009;19(4):235-46
Evans SZ, Simons LG, Simons RL. The effect of corporal punishment and verbal abuse on delinquency: mediating mechanisms. J Youth Adolesc. 2012 Aug;41(8):1095-110
Low S, Sinclair R, Shortt JW. The role of economic strain on adolescent delinquency: a microsocial process model. J Fam Psychol. 2012 Aug;26(4):576-84
Kwon JA, Wickrama KA. Linking Family Economic Pressure and Supportive Parenting to Adolescent Health Behaviors: Two Developmental Pathways Leading to Health Promoting and Health Risk Behaviors. J Youth Adolesc. 2013 Nov 20. DOI 10.1007/s10964-013-0060-0
Chamratrithirong A, Miller BA, Byrnes HF, Rhucharoenpornpanich O, Cupp PK, Rosati MJ, Fongkaew W, Atwood KA, Todd M. Intergenerational transmission of religious beliefs and practices and the reduction of adolescent delinquency in urban Thailand. J Adolesc. 2013 Feb;36(1):79-89
Ηρακλή Ε. Εμπειρική διερεύνηση της υποκειμενικής ευζωίας σε σχέση με την θρησκευτικότητα/πνευματικότητα σε ενήλικες 25-40 ετών. [Μεταπτυχιακή εργασία] Τμήμα Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, 2009
Dew RE, Daniel SS, Armstrong TD, Goldston DB, Triplett MF, Koenig HG. Religion/Spirituality and adolescent psychiatric symptoms: a review. Child Psychiatry Hum Dev. 2008 Dec;39(4):381-98
Yonker JE, Schnabelrauch CA, Dehaan LG. The relationship between spirituality and religiosity on psychological outcomes in adolescents and emerging adults: a meta-analytic review. J Adolesc. 2012 Apr;35(2):299-314
Kim-Spoon J, Longo GS, McCullough ME. Parent-Adolescent Relationship Quality as a Moderator for the Influences of Parents’ Religiousness on Adolescents’ Religiousness and Adjustment. J Youth Adolesc. 2012 December ; 41(12): 1576–1587
Lairda RD, Marks LD, Marrero MD. Religiosity, self-control, and antisocial behavior: Religiosity as a promotive and protective factor. Journal of Applied Developmental Psychology Volume 32, Issue 2, March–April 2011, Pages 78–85
Salas-Wright CP, Vaughn MG, Hodge DR, Perron BE. Religiosity profiles of American youth in relation to substance use, violence, and delinquency. J Youth Adolesc. 2012 Dec;41(12):1560-75
Klanjšek R, Vazsonyi AT, Trejos-Castillo E. Religious orientation, low self-control, and deviance: Muslims, Catholics, Eastern Orthodox-, and "Bible Belt" Christians. Adolesc. 2012 Jun;35(3):671-82
Biddle J. Re-assessing the relation between religion and juvenile delinquency [dissertation]. Newark, New Jersey: Rutgers University; 2013
Παναγιώτη Ν. ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ειδικευόμενου Παιδοψυχιατρικής Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης
Παναγιώτη Ν. ΚΑΡΔΑΡΑ, Αν. Καθηγητή Αναπτυξιολογίας και Κοινωνικής Παιδιατρικής ΑΠΘ
Πηγή: http://www.e-child.gr/publications/paediatriki-magazine/item/126-paediatriki 2014_77_no4