Ὅταν οἱ νέοι μάθουν ν’ ἀγαποῦν...
Στὴν Ἐκκλησία ἀγωγὴ σημαίνει ὁδηγία, ὁδήγηση τῶν ἀνθρώπων ὄχι πρὸς συγκεκριμένες ἰδέες ἢ ἀξίες ἢ ἰδανικά, ἀλλὰ ὁδήγηση τῶν ἀνθρώπων στὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀγωγὴ στὴν Ἐκκλησία σημαίνει νὰ μάθει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀγαπᾶ τὸν Χριστό, γιατί αὐτὸ εἶναι τὸ ζητούμενό της.
Ἡ Ἐκκλησία μιλᾶ γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ.
Μία ἐκκοσμικευμένη ἀντίληψη τῆς θρησκείας, τῆς Ἐκκλησίας, μιλᾶ γιὰ τὴν πίστη στὸν Θεὸ καὶ μόνο αὐτή. Ἐνῶ τὸ τέλειο στὴν Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀγάπη ἡ ὁποία θὰ παραμείνει στοὺς αἰῶνες, ἀφοῦ τόσο ἡ πίστη ὅσο καὶ ἡ ἐλπίδα θὰ καταργηθοῦν στὴν ἐσχάτη ἡμέρα καὶ ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἀπομείνει θὰ εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἑπομένως τὸ ζητούμενο στὸν ἄνθρωπο εἶναι νὰ μάθει νὰ ἀγαπᾶ τὸν Θεό.
Τό νὰ πιστεύει στὸν Θεὸ εἶναι ἕνα βασικὸ σκαλί, εἶναι τὸ πρῶτο, τὸ ὁποῖο τὸ πατᾶ καὶ ἀνεβαίνει στὸ ἑπόμενο καὶ στὸ ἑπόμενο. Δὲν μένει σ’ αὐτὸ μόνο, γιατί ἕνας ἄνθρωπος, δὲν μπορεῖ νὰ παραδώσει τὴ ζωὴ του ὁλόκληρη σὲ κάτι τὸ ὁποῖο ἁπλῶς τὸ πιστεύει. Ἂν εἶναι τόσο ἰδεολόγος, μπορεῖ νὰ τὸ κάνει, ὅπως γίνεται σὲ ἄλλες περιπτώσεις στὴν καθημερινότητα ποὺ βλέπουμε γύρω μας. Ἀλλὰ ὅμως στὴν Ἐκκλησία αὐτὸ τὸ ὁποῖο ὑπάρχει εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Σὲ μας ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ ζητούμενο. Ὁ Χριστὸς εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ Διδάσκαλος τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Βλέπετε πόσο ὡραία ὁ Κύριος στὸ Εὐαγγέλιο μᾶς λέει: “Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ…”. Δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος μαθαίνει ἀπὸ τὸν Χριστό, ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ προπάντων ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μέσα του. Γι’ αὐτὸ αὐτὴ ἡ ἐμπειρία εἶναι...
τόσο δυνατὴ ποὺ νικᾶ ὅλες τὶς ἀγάπες τοῦ κόσμου τούτου.
Δὲν εἶναι ἀρκετό, ἀδελφοί μου, νὰ λέμε στὰ παιδιά μας γιὰ τὶς ἰδέες τοῦ Εὐαγγελίου, δὲν εἶναι ἀρκετὸ νὰ λέμε ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ καλύτερο ποὺ μπορεῖ κανεὶς νὰ τοὺς δώσει, ὅτι εἶναι ὡραία ἡ ἀγάπη, ἡ χαρά, ἡ ἐλευθερία, ἡ δικαιοσύνη. Βέβαια εἶναι ὡραία ὅλα αὐτά, ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ χρειάζεται ὁ νέος ἄνθρωπος σήμερα εἶναι νὰ μάθει νὰ ἀγαπᾶ τὸν Χριστό. Νὰ μάθει ὅτι αὐτὸ ποὺ τοῦ δίδει ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστός, καὶ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ δώσει ὁ κόσμος. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ παντοῦ νὰ μάθει νὰ σέβεται τοὺς συνανθρώπους του, νὰ τοὺς ἀγαπᾶ, νὰ εἶναι τίμιος, εἰλικρινής, δίκαιος, δημοκρατικός, φιλελεύθερος καὶ ὅλα αὐτά. Δὲν χρειαζόταν ἡ Ἐκκλησία γιὰ νὰ μᾶς μάθει αὐτὰ τὰ πράγματα, ποὺ μᾶς τὰ διδάσκει ἡ ἴδια ἡ φύση μας. Γιατί ἄλλωστε ὁ ἀνθρώπινος ἐαυτός μας καὶ ἡ ἀνθρώπινή μας ὑπόσταση, μᾶς διδάσκει τὴν ἐλευθερία, τὴ δικαιοσύνη, τὴ δημοκρατία, τὸν σεβασμό, τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἄλλους.
Ἐκεῖνο ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἔχει νὰ μᾶς πεῖ εἶναι γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Κι ἐδῶ, νὰ μοῦ ἐπιτρέψετε, νὰ σᾶς πῶ ὅτι εἶναι τὸ σημεῖο στὸ ὁποῖο σκοντάφτουμε ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ Χριστιανοί, γιατί θεωροῦμε τὴν Ἐκκλησία ὡς ἕνα σύστημα ἰδεολογικὸ καὶ εἶναι ἀρκετὸ γιὰ μᾶς νὰ εἴμαστε καλοὶ ἄνθρωποι. Εἶναι ἀρκετὸ γιὰ μᾶς νὰ τηροῦμε τὰ καθήκοντά μας. Εἶναι ἀρκετὸ τὰ παιδιά μας νὰ ἔχουν τὰ ὅριά τους. Νὰ μὴν κάνουν ἀταξίες. Νὰ μὴν κάνουν ἄσχημα πράγματα. Λένε καμιὰ φορᾶ πράγματα ποὺ τ’ ἀκοῦμε, χαμογελοῦμε βέβαια μὲ ἐπιείκεια, ἀλλὰ δὲν ἐκφράζουν τὴν Ἐκκλησία. Τί λένε: “Παρὰ νὰ εἶναι κάποιος στὰ ναρκωτικά, καλύτερα στὴν Ἐκκλησία”. “Παρά νὰ εἶναι κάποιος στὴ φυλακή, καλύτερα στὴν Ἐκκλησία”. Λὲς καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ ἀντίθετο τῶν ναρκωτικῶν καὶ τῆς φυλακῆς. Θὰ ἔλεγε κανείς, ὅπως ἔλεγε καὶ ἡ καμήλα: “Καλὰ δὲν ὑπάρχει ἴσιος δρόμος, μέσος δρόμος”; Δηλαδὴ ἢ ναρκωτικὰ ἢ Ἐκκλησία; Δηλαδὴ ὅποιος δὲν εἶναι στὴν Ἐκκλησία εἶναι στὰ ναρκωτικά; Ἀσφαλῶς ὄχι! Μπορεῖ νὰ μὴν εἶσαι τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ εἶσαι τίμιος, σωστός, εἰλικρινής, καλὸς σύζυγος, καλὸς πατέρας, καλὸς μαθητὴς κι ὅλα τὰ καλὰ νὰ ἔχεις πάνω σου.
Γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ καταλάβουμε πολλὲς φορὲς γιατί τὰ παιδιὰ μας ἔχουν μία ἄλλη σχέση μὲ τὸν Θεό. Γιατί ἐμεῖς οἱ μεγαλύτεροι δὲν μποροῦμε νὰ τὸ καταλάβουμε. Λέμε: “Γιατί θέλεις αὐτὸ τὸ πράγμα; Δὲν εἶναι ἀρκετὸ γιὰ σένα ὅτι ἔγινες καλὸς ἄνθρωπος καὶ καλὸς ἐπιστήμονας κι ἔχεις τὴ δουλειά σου καὶ προσφέρεις στὸν κόσμο καὶ στὴν κοινωνία; Τὰ περισσότερα τί τὰ θέλεις; Αὐτὰ εἶναι ὑπερβολές, εἶναι φανατισμοί, ἐκκεντρικότητες, ἄρρωστα πράγματα”. Γιατί ὅμως ἐκφράζουμε τέτοιες ἀπόψεις; Διότι μετροῦμε τὴ ζωή μας ὄχι μὲ τὴν ἀγάπη, ἀλλὰ μὲ τὴν καθηκοντολογία. “Τό καθῆκον σου νὰ κάνεις καὶ εἶναι ἀρκετό”. Ἀλλὰ ἡ ἀγάπη, ἀδελφοί μου, δὲν ἔχει ὅρια. “Όταν ἀγαπᾶς τὸν Θεό, δὲν ἔχεις ὅρια. Ὅπως καὶ ὅταν ἀγαπᾶς ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο. Ἐὰν ἀγαπᾶς ἕναν ἄνθρωπο, θέλεις νὰ εἶσαι μαζί του, νὰ ἑνώσεις τὴ ζωή σου μαζί του. Μπορεῖς νὰ βάλεις ὅρια σ’ αὐτὴ τὴν ἀγάπη; Ἡ ἀγάπη εἶναι φωτιὰ ποὺ καίει μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν μπαίνει σὲ ὅρια καὶ σὲ καλούπια τῆς λογικῆς, ἀλλὰ ἐνεργεῖ ἀπὸ μόνη της, γιατί ἐνεργεῖ καρδιακὰ κι ὄχι ἐγκεφαλικά. Ἡ Ἐκκλησία διδάσκει καὶ καλεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀγαπήσει τὸν Χριστὸ πάνω ἀπ’ ὅλα.
Ξέρετε, παρατηροῦνταν παλαιότερα τὸ φαινόμενο στὴν Ἐκκλησία νὰ ὑπάρχουν πάρα πολλὰ παιδιά. Θυμόμαστε, ὅσοι εἴμαστε μεγαλύτεροι, ὅτι μέχρι μία ἡλικία σχεδὸν ὅλα τὰ παιδιὰ πήγαιναν στὸ κατηχητικό, στὴν Ἐκκλησία, εἶχαν σχέση μὲ τὸν Θεό. Ἀπὸ μία ἡλικία καὶ ὕστερα χάνονταν. Στὰ δεκατέσσερα, στὰ δεκαπέντε ἢ τὰ δεκαοχτώ. Ἐρχόταν ὁ στρατός, τὸ πανεπιστήμιο, ἐξαφανιζόταν ὅλη αὐτὴ ἡ προσπάθεια τῶν ἀνθρώπων, τῶν κατηχητῶν, τῶν κύκλων, τῶν συνάξεων, τῶν πάντων. Γιατί, νομίζετε; Ποῦ ἦταν τὸ λάθος; Ἐντάξει βέβαια ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία, οἱ ἀνθρώπινες προκλήσεις, τὰ αἴτια τὰ ὁποῖα πληθαίνουν, ὅταν μεγαλώνει ὁ ἄνθρωπος. Ἀλλὰ τὸ “λάθος”, ἂς τὸ πῶ ἔτσι ἐντὸς εἰσαγωγικῶν, “τῆς Ἐκκλησίας”, ὄχι τῆς Ἐκκλησίας καθαυτό, ἀλλὰ ἐμᾶς τῶν ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας, ἦταν ὅτι, δυστυχῶς, δὲν ἀντιληφθήκαμε ὅτι αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ δώσουμε στὰ παιδιὰ μας ἦταν ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τοὺς μαθαίναμε τὶς ἰδέες τοῦ Εὐαγγελίου: “Νὰ’ σαι καλὸ παιδί, τίμιο παιδί, ν’ ἀγαπᾶς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, νὰ κάνεις ἐλεημοσύνες, νὰ’ σαι σωστὸς ἀνθρωπος”, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δὲν μιλούσαμε. Ἐπειδὴ καὶ γιὰ ἐμᾶς ἡ θεολογία ἦταν ἰδεολογική, φιλοσοφική, ἀνθρωποκεντρική. Ἀγνοούσαμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὸ τί σημαίνει ν’ ἀγαπᾶς τὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο δὲν ἦταν ἰδιαίτερα σημαντικὸ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους νὰ μάθουν νὰ νηστεύουν, νὰ ἀγρυπνοῦν, νὰ κοινωνοῦν, νὰ ἐξομολογοῦνται, νὰ διαβάζουν τοὺς βίους τῶν Ἁγίων. Ὄχι. Ἦταν ἀρκετὸ νὰ διαβάζουν ἄλλα βιβλία. Οἱ βίοι τῶν Ἁγίων παραμερίστηκαν. Ἡ ἀσκητικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας παραμερίστηκε. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος καλοῦνταν νὰ βιώσει τὸν Χριστὸ μέσα στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας ἦταν περιθωριοποιημένος. Ἔμπαιναν ἄλλα πράγματα μπροστά.
Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο χάναμε τοὺς ἀνθρώπους, τὸν ἕναν μετὰ τὸν ἄλλο, μόλις πλησίαζαν στὴν ἐφηβικὴ ἡλικία. Γιατί βέβαια ἡ ἁμαρτία ἔχει δύναμη καὶ εἶναι ἐμπειρία. Εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο ἑλκύει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν αἰχμαλωτίζει. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, τί θὰ τραβήξει τὸν ἄνθρωπο πέρα; Οἱ ἰδέες; Οἱ ἰδέες εἶναι νεκρὲς σκιὲς τῶν πραγμάτων. Δὲν μπορεῖ μία ἰδέα νὰ σὲ κρατήσει, ὅσο ἰδεολόγος καὶ νὰ εἶσαι. Εὐτυχῶς παρῆλθε ἡ ἐποχὴ αὐτὴ καὶ σήμερα βλέπουμε ὅτι ἀνακαλύψαμε, ξαναβρήκαμε τὸν ἑαυτό μας, τὶς ρίζες μας, τὴν παράδοσή μας. Καὶ βλέπουμε νέους ἀνθρώπους στὴν Ἐκκλησία, βλέπουμε νέους ἀνθρώπους νὰ ἀγαποῦν τὸ Θεό, νὰ μπαίνουν στὴν Ἐκκλησία μὲ νέα δεδομένα, μὲ νέες προϋποθέσεις. Μπορεῖ νὰ ἔχουν τὶς δυσκολίες τους, τὰ προβλήματά τους, τὶς πτώσεις τους, τὶς ἀδυναμίες τους, ὅπως κι ὅλοι μας. Ἀλλὰ ἀκοῦν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτὸ εἶναι ποὺ πρέπει, ἀδελφοί μου, νὰ λέμε στὰ παιδιά μας. Νὰ μάθουν νὰ ἀγαποῦν τὸν Θεό.
Ὅταν ἀγαποῦν τὸν Θεό, τότε ἀνακαλύπτουν μέσα τους τὴ μεγάλη ἐμπειρία τῆς ἀγάπης Του. Τότε μαθαίνουν καὶ ἀποκτοῦν ἕνα ἰσχυρὸ πνευματικὸ ἀντίσωμα μέσα τους, τὸ ὁποῖο εἶναι ἕνα ἀντίβαρο στὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ὅτι, κι ἂν πληγωθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἡ παρουσία τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ παρηγορεῖ τὴν καρδιά του. Ξέρει ὅτι δὲν θὰ σωθεῖ ἀπ’ τὶς δικές του δυνάμεις, δὲν θὰ σωθεῖ μὲ τὰ δικά του δεδομένα. Ἀλλὰ μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ἐλεημοσύνη τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ πάνω στὸν Σταυρὸ γιὰ μᾶς ὅλους. Ἂν μιλοῦμε γιὰ ἀγωγὴ σήμερα στὴν Ἐκκλησία, μιλοῦμε ἀκριβῶς γι’ αὐτὴ τὴ μύηση, γι’ αὐτὴ τὴν ὁδηγία. Νὰ βοηθήσεις τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀγαπήσει τὸν Θεό.
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό