Μετά από τις δηλώσεις του Υπουργού Παιδείας για τη μετατροπή του μαθήματος των Θρησκευτικών σε Θρησκειολογία, την άρνηση της γενοκτονίας και τις αλλαγές που προαναγγέλλονται για τη διδασκαλία της Ιστορίας, ο Ελληνισμός δέχτηκε νέο πνευματικό κεραυνό. Τις μέρες που ο λαός μας εόρταζε χαρμόσυνα τη μεγάλη εορτή της Θείας Ενανθρωπήσεως, ήλθε η ελληνική πολιτική ηγεσία να ψηφίσει τον νόμο για το σύμφωνο συμβίωσης ομοφύλων. Με αυτόν τον νόμο, συνεχίζει το έργο της πνευματικής αποδόμησης με θύμα αυτή τη φορά την οικογένεια, και τις προϋποθέσεις της, όπως αυτές διασώθηκαν στην ελληνορθόδοξη παράδοση διά μέσου των αιώνων. Η Εκκλησία, ως ο παρατεινόμενος Χριστός στους αιώνας, δεν αποδέχεται και δεν μπορεί να αποδεχθεί την ομοφυλοφιλία ως μία φυσική ένωση, διότι, σύμφωνα με τη διδασκαλία της, πρόκειται για πάθος, εκτροπὴ ή ανατροπή της ανθρώπινης φυσιολογίας και οντολογίας. Ακολουθώντας τον Απ. Παύλο (Ρωμ. 1,26-27), θεωρεί ότι πρόκειται για μια μετάλλαξη της φυσικής χρήσης «εις παρά φύσιν».Ο Πλάτων και πολλοί άλλοι αρχαίοι συγγραφείς, επίσης, μαρτυρούν ότι οι αρχαίοι μας πρόγονοι υπήρξαν αντίθετοι στην ομοφυλοφιλία, θεωρώντας αφενός ως αποδεκτή και σύμφωνη με τη φύση τη συμβίωση και την ένωση του άνδρα με τη γυναίκα,αφετέρου ως παρά φύση τη συζυγία των ομοφύλων (Πλάτ. Νόμοι 636c).
Η μεθόδευση ορισμένων να συκοφαντούν ως συντηρητική την Εκκλησία, επειδή δεν δέχεται να ανατρέψει τις αλήθειες της πίστεως την οποία υπηρετεί και να δεχθεί την ομοφυλική συμβίωση και άλλα πολλά, δείχνει ότι δεν σέβονται τον Χριστό και τις αιώνιες αλήθειες που παρέδωσε, πἀνω στις οποίες είναι δομημένη, οντολογικά, η χριστιανική πίστη ως θεσμός. Αυτό που δεν έχει συνειδητοποιηθεί, ίσως, από τα πολιτικά πρόσωπα είναι ότι η Εκκλησία διαχρονικά, ως πνευματικός θεσμός, είναι διατηρούσε και διατηρεί το ήθος, το πνεύμα και το νόημα της αληθινής ζωής, ιδιαίτερα σε περιόδους, που διακρίνονται ιδιαίτερα για την πνευματική ρηχότητα και αδιαφορία. Ωστόσο,αυτοί που διοικούν και νομοθετούν δεν έχουν κατανοήσει φαίνεται ότι κάθε τι που αποφασίζουν είναι για τον άνθρωπο και έχει και υλικές και πνευματικές διαστάσεις, αφού ο άνθρωπος είναι όντως ψυχοσωματική ύπαρξη και ότι οι νέοι άνθρωποι, για τους οποίους έχουν ευθύνη με βάση αυτά που ψηφίζουν, μιμούνται ή ταυτίζονται με τα πρότυπα που τους προσφέρουν οι μεγαλύτεροι και σημαντικοί γι’ αυτούς.
Η βασική πνευματική απήχηση του συμφώνου συμβίωσης είναι ότι για πρώτη φορά αναγνωρίζεται επισήμως και θεσμικά στην ελληνική πολιτισμική πραγματικότητα, ως φυσική κατάσταση, η κοινή συμβίωση υπό μορφή περίπου γάμου, άνδρα με άνδρα ή γυναίκας με γυναίκα. Αυτή η νομιμοποίηση μίας πράξης, που αντιτίθεται στις αρχές και στην πίστη της πνευματικής αρχής του τόπου μας που είναι η Εκκλησία, δημιουργεί και αντίφαση και σύγχυση στα χορηγούμενα πρότυπα παιδείας, δηλαδή τα αναπτυξιακά πρότυπα που προσφέρονται στην ελληνική νεολαία για την μορφή της -κατά τα άλλα- συνταγματικά προστατευόμενης οικογένειας, ενός από τους πιο σημαντικούς πνευματικούς, κοινωνικούς και πολιτισμικούς θεσμούς της χώρας μας. Η αγιορείτικη κοινότητα, με την πνευματική σοφία που την διακρίνει, γνωρίζοντας την αρνητική επίδραση που πρόκειται να ασκήσει στους νέους μας ένα τέτοιο νομοθέτημα, με απόφασή της απευθύνθηκε εγγράφως στον αρμόδιο Υπουργό και σε όλα τα πολιτικά κόμματα. Με αυτήν εκφράζει την έντονη πνευματική της ανησυχία διά την απειλούμενη εκτροπή (διά νόμου πλέον) από τις αρχές και τις αξίες που συνιστούν την ταυτότητα και τις ρίζες της ορθοδόξου παραδόσεως και του πολιτισμού μας, σημειώνοντας ότι «είναι σαφώς ξένον προς τα ήθη του λαού μας και ιδιαιτέρως προκλητικό προς την ελληνική κοινωνία, να αφήνεται να εννοηθεί ότι το “ομόφυλο ζεύγος” είναι δυνατόν να θεωρείται ως οικογένεια, με όλες τις εντεύθεν νομικές και κοινωνικές συνέπειες, ως η υιοθεσία τέκνων».
Η Βουλή,βέβαια, έχει το δικαίωμα και το χρέος να νομοθετεί, αλλά όχι μακράν του πνευματικού και πολιτισμικού πλαισίου της ζωής, των ηθών, των προτύπων και των αρχών αυτού του λαού, διότι, έτσι, θα βρεθεί η χώρα σε μια ακόμη περιπέτεια πνευματικής πτώσεως και φθοράς. Από την αρχαιότητα έως σήμερα υπήρχαν και υπάρχουν ομόφυλοι. Ποτέ, όμως, δεν νομιμοποιήθηκε, ως θεσμός, η οικογένεια ομοφύλων. Η οικογένεια, όπως έχουν μάθει μικροί και μεγάλοι στο ελληνικό πνευματικό και πολιτισμικό τοπίο έχει ανδρόγυνη συγκρότηση, διότι έτσι είναι η φύση των όντων, αφού «άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς ο Θεός». Η απόφαση της Βουλής, διαστρέφει και αλλάζει την αλήθεια της ζωής και των όντων, νομιμοποιώντας την παρά φύση συμβίωση ομοφύλων και υποσκάπτοντας τις πνευματικές και πολιτισμικές δομές του γάμου, της οικογένειας και, όπως όλοι καταλαβαίνουν, στη συνέχεια, και της ανατροφής των τέκνων. Η νομιμοποίηση της συμβιώσεως των ομόφυλων ζευγαριών δημιουργεί ένα νέο είδος κοινωνικής μονἀδας, μια «νέα μορφὴ οικογένειας», που αντιστρατεύεται άμεσα τον καθιερωμένο απὸ τον Θεό, και αποδεκτό από τη φύση και την κοινωνία,οικογενειακό θεσμό.
Αυτά όλα σημαίνουν, από παιδαγωγικής πλευράς, την αλλαγή βασικών προτύπων αγωγής και, κατά συνέπεια, την ανάλογη μετατροπή της συνειδήσεως και της πνευματικής ταυτότητας των Ελλήνων σε μια κατεύθυνση, σαφώς, ηθικοκοινωνικής, πνευματικής και πολιτισμικής απαξίωσης του ανθρωπίνου προσώπου και του θεσμού της οικογένειας. Με τη θέσπιση, επομένως, ενός παράλληλου προτύπου οικογένειας, εντελώς ξένου από το ένα και μοναδικό διά μέσου των αιώνων πρότυπο ετερόφυλων συζύγων, δημιουργείται ένα ισχυρό αντι-πρότυπο, επικίνδυνο για την αγωγή, δυνάμενο βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα να προξενήσει, εκτός από τη σύγχυση, ανυπολόγιστες πνευματικές πληγές εντός της παιδικής και εφηβικής ψυχής των νέων μας, ιδιαίτερα, μάλιστα, εάν ακολουθήσει και η χορήγηση δυνατότητας υιοθεσίας στα ομόφυλα ζευγάρια.