Κού-κου, λεπτομέρεια ἀπὸ ἔργο τοῦ Νικολάου Γύζη
A΄ Κρίση στα πρότυπα παιδείας
Ἡ μελέτη τῶν σχέσεων ἀνάμεσα στοὺς γονεῖς καὶ τὰ παιδιὰ ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ δύσκολα κεφάλαια τῶν ἐπιστημῶν ποὺ ἀναφέρονται στὴν Παιδεία. Συνήθως οἱ σχέσεις αὐτὲς ἐπηρεάζονται ἀπὸ πλῆθος ἑτερογενῶν κοινωνικῶν καὶ θεσμικῶν παραγόντων, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ψυχο- συναισθηματικὲς καταστάσεις. Οἱ γονεῖς λειτουργοῦν ὡς φορεῖς μηνυμάτων καὶ ἀποδέκτες παιδικῶν καὶ νεανικῶν ἀντιδράσεων. Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ παρεμβαίνουν ἀποτελεσματικὰ στὴν καθοδήγηση τῶν παιδιῶν τους, ἀφοῦ ὁ τύπος τοῦ πολιτισμοῦ ποὺ κυριαρχεῖ κάνει δύσκολο τὸ ἔργο τους. Εἶναι φανερὸ ὅτι στὴ διαμόρφωση τοῦ νεανικοῦ χαρακτῆρα τὸν πιὸ σημαντικὸ ρόλο κατακτᾶ σήμερα ὁ εὐρύτερος θεσμικὸς χῶρος, οἱ ἐπιρροὲς τῆς κοινωνίας, τὰ media καὶ ὁ σύγχρονος πολιτισμὸς ποὺ παρέκαμψαν προοδευτικὰ τὸ παιδαγωγικὸ ἔργο τῆς οἰκογένειας καὶ αὐτὴν τὴν ἀποτελεσματικότητα τοῦ σχολείου. Τὰ προβλήματα αὐτὰ μᾶς ὁδηγοῦν στὴν ἀναζήτηση τῶν αἰτίων ποὺ παράγουν «ἀντισώματα», ἢ μᾶλλον «ἐμπόδια», στὴν κατανόηση τῆς συμπεριφορᾶς τῶν παιδιῶν ἀπὸ τοὺς γονεῖς. Τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 20οῦ αἰώνα ἐκδηλώθηκαν οἱ περισσότερες ἀρνητικὲς συνέπειες ἀπὸ μιὰ ἐπικίνδυνη λογικοποίηση τοῦ πολιτισμοῦ. Ἡ λογικοποίηση ἐκείνη ὑπερτόνισε τὶς τεχνολογικὲς κατακτήσεις τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοποθέτησε σὲ δευτερεύουσα θέση τὶς μεταφυσικές, ἀνθρωπιστικὲς καὶ συναισθηματικὲς ἀναζητήσεις του. Στὴν περίοδο αὐτὴ δόθηκε ἰδιαίτερη ἔμφαση στὸν «ἐκσυγχρονισμὸ» τῆς κοινωνικῆς καὶ πολιτιστικῆς ζωῆς. Ἡ ἀνάγκη βελτίωσης τοῦ πολιτιστικοῦ ἐπιπέδου, συμμετοχῆς στὰ ἀγαθὰ τοῦ πολιτισμοῦ, αὔξησης τῶν οἰκονομικῶν πόρων καὶ ἐξασφάλισης μιᾶς πολυεπίπεδης εὐημερίας, μετατόπισε τὰ ἀνθρώπινα ὁράματα, ἰδιαίτερα τῶν δυτικῶν κοινωνιῶν, στὴν περιοχὴ τοῦ καταναλωτικοῦ καὶ εὐδαιμονιστικοῦ προγραμματισμοῦ καὶ συρρίκνωσε προοδευτικὰ τὴν ἔμφυτη πνευματικὴ καὶ μεταφυσικὴ ἔφεση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Παιδεία, κεντρικὴ θεσμικὴ περιοχὴ γιὰ τὴν ἀγωγὴ καὶ τὴν ἀνάπτυξη τῆς προσωπικότητας καὶ τὸν προσανατολισμὸ τοῦ πνεύματος στὴ γνώση, καθὼς καὶ τῶν κοινωνιῶν στὸν ἐξευγενισμὸ ἐνστίκτων καὶ συναισθημάτων, ἀπολυτοποίησε μονόπλευρα τοὺς στόχους της. Εὐθυγραμμίστηκε στὸ αἴτημα μιᾶς τεχνολογικῆς χρησιμοθηρίας καὶ στράφηκε ἀποκλειστικὰ σὲ γνωσιολογικὲς ἀρτιότητες μέσα ἀπὸ τὶς προτάσεις ἑνὸς ἐγωιστικοῦ «νεοθετικισμοῦ». Παλαιότερες ὑπαρξιακὲς ἀγωνίες τῆς πνευματικῆς διανόησης γιὰ βελτιστοποίηση τῆς προσωπικῆς καὶ τῆς συλλογικῆς ἠθικῆς, φιλοσοφικὲς ὑποδείξεις γιὰ καλλιέργεια ψυχικῶν ἀρετῶν καὶ θρησκευτικὲς ἀναφορὲς στὴ «θεοειδῆ καταγωγή», ποὺ γίνεται δίοδος γιὰ τὴν τελείωση τοῦ ἀνθρώπου, λησμονήθηκαν ἢ καὶ ἀποσιωπήθηκαν ὁλότελα. Ἡ νέα παιδεία ἑστίασε τοὺς ἀπώτερους στόχους της στὴν ἀνάπτυξη, τὴν παραγωγή, τὴν ἐξέλιξη, τὸ κέρδος, δηλαδὴ τὴν οἰκονομικὴ καὶ τεχνολογικὴ προώθηση τοῦ πολιτισμοῦ. Ὁλόκληρο τὸ ἐκπαιδευτικό μας σύστημα προσανατολίστηκε στὴ γνωσιολογικὴ προετοιμασία ὑποψηφίων γιὰ τὴν ἀνώτερη καὶ ἀνώτατη παιδεία, χωρὶς νὰ προσφέρονται οὐσιαστικὰ στοιχεῖα πνευματικῆς ἀγωγῆς, ἠθικῶν καὶ μεταφυσικῶν προσανατολισμῶν. Ἡ παιδεία γέννησε τὴν «παραπαιδεία», κι ἐκείνη μὲ τὴ σειρά της τὴν «ἐμπορευματοποίηση τῆς γνώσης», ποὺ δὲν εἶναι γνώση, ἀλλὰ ἄκριτη ἀπομνημόνευση ποσότητας στοιχείων μέχρι νὰ συμπληρωθεῖ ἡ ἀπαίτηση γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τῆς θέσης. Σ’ αὐτὸ τὸ σύστημα παιδείας, δὲν ἔγινε λόγος γιὰ ἀρετή, ἔτσι τὰ ἀποτελέσματά του, ἀντὶ νὰ μορφώνουν, παραμόρφωσαν. Γνωστὴ ἡ συνταγὴ τοῦ ἐκφυλισμοῦ, τὴν εἶχαν ἐντοπίσει οἱ πρόγονοί μας ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα, γι’ αὐτὸ καί, ὅπως ἔγραψε ὁ Πλάτων στὸν Μενέξενο:, «πᾶσα ἐπιστήμη (παιδεία), χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς, πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται».
Β΄ Προβλήματα και αδιέξοδα
Ὅταν ἀναφερόμαστε σὲ προβλήματα καὶ ἀδιέξοδα τῆς σύγχρονης νεότητας, εἶναι ἀνάγκη νὰ ὁρίζουμε ἐκεῖνα ποὺ ἀποτελοῦν ἔκφραση κοινωνικῆς παθολογίας. Τὰ προβλήματα τῆς νεότητας στὴν ἐποχή μας ἔπαυσαν νὰ εἶναι ἐνδοοικογενειακά. Βγῆκαν στὸν ὁρίζοντα τῶν ἐθνικῶν προβληματισμῶν καὶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο πέρασαν στὴν παγκόσμια συνείδηση. Τίποτε ἀπ’ ὅ,τι υἱοθετοῦν οἱ νέοι στὴν «ἐκ διαμέτρου» ἀντίθετη πλευρὰ τῆς Γῆς δὲν παραμένει ἀποκλειστικότητά τους, ἀφοῦ σὲ λίγα λεπτὰ ἀποκτᾶ χαρακτήρα συρμοῦ καὶ γίνεται μόδα γιὰ τὴν παγκόσμια νεολαία. Κι οἱ μεταβολὲς δὲν περιορίζονται κάπου, ἀλλὰ ἐκτείνονται σὲ ὅλους τους κοινωνικοὺς θεσμούς. Εἶναι εὔκολο νὰ τὶς ἐντοπίσουμε στὴν οἰκονομία, τὴν πολιτική, τὴν ἐπιστήμη, τὴν τεχνολογία, τὴν ἠθική, τὴν τέχνη, ἀλλὰ κι αὐτὴν τὴν θρησκευτικὴ πίστη. Ὅλα αὐτὰ ὀφείλονται στὶς «πρόοδους» τῆς Ἐπιστήμης καὶ τῆς Τεχνολογίας. Τὸ μέλλον, ποὺ ἔρχεται, μᾶς ἐπιφυλάσσει φανταστικὲς μεταμορφώσεις καὶ μεταβολές. Ὅλα αὐτὰ στὰ μάτια τῶν μεγαλυτέρων, ἀκόμη καὶ ὅταν δὲν μποροῦν νὰ ἑρμηνευθοῦν, μοιάζουν συνήθως μὲ αὐτονόητες συνέπειες τοῦ πολιτισμοῦ. Στὰ μάτια ὅμως τῆς νεότερης γενιᾶς ἐκπροσωποῦν ἕνα πλῆθος ἀντιφάσεων ποὺ ἀπειλοῦν ὄχι μόνο τὸν δεδομένο πολιτισμό, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρη τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας. Κι εἶναι ἀλήθεια, ἀφοῦ οἱ ἀντιφάσεις ἀποκαλύπτουν διάσπαση ἰσορροπιῶν ποὺ ἔχουν τεθεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Δημιουργό. Στὸ σημεῖο αὐτὸ φαίνεται ἡ ἐνοχὴ τῶν ἰδεολογιῶν ποὺ λειτούργησαν ὡς ὑποκατάστατα θρησκευτικῆς πίστης, ὅταν στὸ μεσοδιάστημα τῶν δύο πολέμων διακηρύχτηκε ἀπὸ τοὺς «δῆθεν τολμηροὺς» ὁ «θάνατος» τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὑποκατάσταση πραγματοποιήθηκε μὲ δόλιο τρόπο. Νεκραναστήθηκαν ξεχασμένες οὐτοπίες γιὰ δῆθεν τέλειους κόσμους, γιὰ δῆθεν ἰδανικὲς πολιτεῖες ποὺ ὑπόσχονταν μαγικὲς ἀλλαγὲς τοῦ κόσμου, χωρὶς προηγούμενες ἐσωτερικὲς μεταλλαγὲς τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι κέρδισαν τὰ «ρομαντικὰ νειάτα» καὶ λέγε-λέγε πίστεψαν πὼς μὲ φωνὲς καὶ συνθήματα θὰ γινόταν τὸ θαῦμα. «Θαύματα, γράφει ὁ Σαίξπηρ, δὲν γίνονται στὴ χώρα τῶν τεμπέληδων καὶ τῶν ὀνειροπαρμένων». Καὶ δυστυχῶς οἱ ἰδεολογίες γέμισαν τὴν ἀνθρωπότητα μὲ ὀνειροπαρμένους καὶ τεμπέληδες. Μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ξαναῆρθε στὴν ἐπικαιρότητα καὶ ἡ μεταμόρφωση τῆς οἰκογένειας κάτω ἀπὸ τὶς νέες πιέσεις τῆς Βιομηχανικῆς Ἐπανάστασης. Ἐδῶ χρειάζεται νὰ σταθοῦμε, ἀφοῦ ἡ οἰκογένεια εἶναι ὁ πρῶτος χῶρος τῶν ἀδιεξόδων. Ἀπὸ τὴ μιὰ ἡ «ἀστικὴ» κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ «ἀγροτικὴ» οἰκογένεια βιώνουν σήμερα δύο ὀντολογικὲς ἑτερότητες. Ἡ ἀστικὴ τρέχει στὸν χρόνο καὶ βιάζεται νὰ ἀποβάλει τὰ στοιχεῖα τοῦ παρελθόντος. Φιλελεύθερη καὶ τολμηρή, ἐξοικειώνεται μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς ἠθικῆς τῶν ἀπρόσωπων σχέσεων, ποὺ ἐξισώνει χωρὶς νὰ ἱεραρχεῖ, ποὺ ὑπερτονίζει τὸ δικαίωμα σὲ βάρος τῆς ὑποχρέωσης καὶ ὑποσκάπτει καταλυτικὰ τὴν ἱεράρχηση τῶν κοινωνικῶν ρόλων. Ἡ οἰκογένεια αὐτὴ θεοποιεῖ τὴν ἄνεση, τὸν καταναλωτισμό, τὸν θρησκευτικὸ συγκρητισμὸ ἢ τὴν θετικιστικὴ ἐκτίμηση τῆς πίστης ὡς κάτι τὸ ἀναχρονιστικό, καὶ τὴν ὑπέρβαση τῶν ἠθικῶν δεσμεύσεων «ἐν ὀνόματι» δῆθεν τῆς ἐλευθερίας. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἡ ἀγροτικὴ οἰκογένεια ἐγκλωβίζεται ἐπίμονα στὴ στατικότητα τῶν ἠθῶν καὶ τῶν ἐθίμων, χωρὶς νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ ἀπαντήσει στὰ αἰτήματα τῶν καιρῶν. Συντηρητικὴ καὶ δύσκαμπτη, χωρὶς ἐπιχειρήματα, κρατᾶ τὸν τύπο τῆς παράδοσης καὶ χάνει τὰ νειάτα. Γίνεται ἀσφυκτικὴ γιὰ τὰ μέλη της καὶ μοιραῖα προκαλεῖ τὸ «χάσμα τῶν γενεῶν», τὴν ἐπανάσταση τῶν νέων καὶ τὴ φυγή τους ἀπὸ τὴν οἰκογενειακὴ στέγη. Τελικά, γιὰ τὴν προοπτικὴ αὐτὴ ὁ ὅρος «ἐπανάσταση» ἀπέκτησε μικροκοινωνικὴ σημασία, ἐγκωμιάστηκε ὡς ἡρωισμὸς χωρὶς τὶς ἀναστολὲς καὶ τοὺς φραγμοὺς τῶν «μή», τῶν «ὄχι», τῶν «πρόσεχε», τῶν «φυλάξου». Πρὶν ἀφήσουμε τὸν χῶρο τῆς οἰκογένειας εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀναφερθοῦμε, ἔστω καὶ βιαστικά, στὶς τάσεις «ὑπερπροστατευτισμοῦ», ποὺ ὡς ἕνα μεγάλο βαθμὸ προσδιορίζουν τὶς σχέσεις τῶν συγχρόνων γονέων ἀπέναντι στὰ παιδιά τους. Τὸ φαινόμενο αὐτὸ δὲν εἶναι ἄγνωστο καὶ σὲ παλαιότερες ἐποχές. Ἀναπτύσσεται ὡς πολὺ θετικὴ διάθεση παροχῶν καὶ ἀποτελεῖ ψυχολογικὴ ἀντιστροφὴ ἐμπειριῶν στερήσεων ποῦ ἔζησαν οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς σὲ ἀνάλογες ἡλικίες. Ἡ διάθεση αὐτὴ εἶναι φανερὸ ὅτι τροφοδοτεῖται ἀπὸ μιὰ «ἀλόγιστη ἀγάπη», ποὺ ἀδυνατεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ τὴν παιδαγωγικὴ σημασία τοῦ «ὄχι» καὶ τῆς «ἀπαγόρευσης». Ὅμως μὲ τὶς διαρκεῖς παροχὲς ἀμβλύνεται προοδευτικὰ ἡ αἴσθηση τοῦ μέτρου καὶ τῆς ἰσορροπίας καὶ καθυστερεῖ ἐπικίνδυνα ἡ ἀνάπτυξη τῆς αὐτοσυνείδησης καὶ τῆς εὐθύνης στὸν νέο.
Γ΄ Γεφύρωση του χάσματος των γενεών
Ἂν θέλουμε, λοιπόν, νὰ προσεγγίσουμε τὰ παιδιά μας καὶ νὰ κατανοήσουμε τὴ συμπεριφορά τους, πρέπει νὰ ἐμβαθύνουμε στὶς λεπτομέρειες τῶν προβληματισμῶν τῆς νεότητας. Χρειάζεται νὰ σκύψουμε προσεκτικὰ πάνω στὸ «χάσμα τῶν γενεῶν» καὶ νὰ ψηλαφήσουμε τὶς πτυχὲς τῆς διαμαρτύρησης τῶν νέων της ἐποχῆς μας. Νὰ δοῦμε τί προκαλεῖ τὶς μηδενιστικές τους τάσεις, τὴν περιφρόνηση τῶν θεσμικῶν ἀναγκαιοτήτων κοινωνικῆς συνοχῆς, ὅπως τοῦ γάμου καὶ τῆς οἰκογένειας, τὴ στροφὴ στὰ ναρκωτικὰ καὶ τὰ παραισθησιογόνα, τὴν αὔξηση τῆς ἐφηβικῆς καὶ μετεφηβικῆς ἐγκληματικότητας, τὸν μαρασμὸ κι ἴσως τὸν θάνατο τοῦ ἀνθρωπισμοῦ, τὴν ἀμφισβήτηση τῶν πνευματικῶν καὶ τῶν θρησκευτικῶν ἀξιῶν. Ὅσοι ἀσχολήθηκαν μὲ τὴν ἐξέλιξη τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας ὁμολογοῦν ὅτι σὲ καμμιὰ φάση της ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ δὲν παρουσιάζει τόσο μυστήριο καὶ τόσες ἀντιφάσεις, ὅσες στὴν ἐφηβικὴ καὶ μετεφηβικὴ ἡλικία. Ἡ φάση αὐτὴ προσδιορίζεται ἀπὸ μιὰ ἐσωτερικὴ «κρίση ταυτότητας», κι εἶναι ἡ πιὸ σημαντική της περιόδου. Ὁ νέος ἔχει ἀνάγκη νὰ δείξει ὅτι μεγάλωσε, εἶναι κάποιος, αὐτόνομος, καὶ ὄχι τὸ ἐξάρτημα τῆς οἰκογένειας. Γι’ αὐτό, ἐνῷ ἀπορρίπτει τοὺς μεγάλους, κάνει συνήθως αὐτὰ ποὺ χαρακτηρίζουν τοὺς μεγάλους. Ἀπὸ τὴ μιὰ ἀπορρίπτει τὶς παραδοσιακὲς λύσεις καὶ αὐθεντίες καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νοσταλγεῖ πρότυπα, ἀκολουθώντας τυφλὰ τὶς ἰδεολογίες. Τέτοιοι στοχασμοὶ εἶναι ἀναπόφευκτο νὰ ὁδηγοῦν σὲ σύγκρουση μὲ ἀπόλυτες ἀλήθειες, πρᾶγμα ποὺ φυσιολογικὰ ὁδηγεῖ σὲ κρίσεις ἀμφιβολίας ἢ ἀκόμη καὶ ἀπιστίας. Οἱ μεγαλύτεροι ἀμφισβητίες ὅλων τῶν ἐποχῶν, στὶς περιοχὲς τῆς πνευματικῆς αὐθεντίας, διατύπωσαν τὶς βασικὲς ἀμφισβητήσεις τους κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἐφηβείας. Μιὰ τέτοια περίπτωση σκεπτικισμοῦ καὶ ἀμφισβήτησης κλείνεται στὸ κείμενο τῆς Παραβολῆς τοῦ Ἀσώτου. Τὸ παλληκαράκι ποὺ γίνεται ἄντρας, καὶ ἀσφυκτιᾶ κάτω ἀπὸ τὴν πατρικὴ προστασία, σὲ μιὰ ἔκρηξη «ἐφηβικῆς ἐπανάστασης», ἐπιζητεῖ τὴν ἀνεξαρτησία του. Μιὰ καὶ δυὸ παρουσιάζεται στὸν πατέρα καὶ χωρὶς περιστροφές, μὲ ἀρκετὴ δόση θρασύτητας, τοῦ λέει: «Γέρο, δός μου ὅ,τι μοῦ ἀνήκει». Τὸ κείμενο τῆς Παραβολῆς δὲν κάνει λόγο οὔτε γιὰ ἄρνηση οὔτε γιὰ ἀντίρρηση τοῦ πατέρα. Μόνο μᾶς πληροφορεῖ ὅτι τοῦ ἔγινε τὸ χατήρι. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα εἶναι γνωστὴ ἡ συνέχεια. Μᾶς ἐνδιαφέρει ὅμως τὸ τέλος τῆς Παραβολῆς καὶ εἰδικὰ ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ ἀσώτου ἀπὸ τὸν πατέρα. Τὸν δέχτηκε, τὸν ἀγκαλίασε, τὸν συγχώρεσε, τὸν ἀποκατέστησε στὴ θέση τοῦ γιοῦ καὶ γιόρτασε τὸ γεγονὸς τῆς ἐπιστροφῆς. Κανένας λόγος γιὰ τὴ χαμένη περιουσία, καμμιὰ νύξη γιὰ τὴν ἐπανάσταση, καμμιὰ συζήτηση γιὰ τιμωρία. Σὲ ὅλες τὶς φάσεις πρυτάνευσε ἡ στοργὴ καὶ ἡ ἀγάπη. Μ’ αὐτὴν γεφυρώθηκε τὸ χάσμα, μ’ αὐτὴν ἀπομακρύνθηκε ἡ σύγκρουση. Τελικά, μπροστά μας ὀρθώνονται δύο ἐρωτήματα. Τὸ πρῶτο: Γιατί μᾶς ταλανίζουν σήμερα τὰ προβλήματα τῆς σύγχρονης νεότητας; Καὶ τὸ δεύτερο: Μήπως δὲν δώσαμε ἀγάπη στὰ παιδιά μας ἢ μήπως ἀντὶ ἐκείνης τοὺς δώσαμε ἀρρωστημένα ὑποκατάστατά της ποὺ ἔφεραν τὰ γνωστὰ δραματικὰ ἀποτελέσματα; Οἱ ἀπαντήσεις στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ εἶναι προσωπικὲς καὶ χρειάζεται νὰ εἶναι ἔντιμες καὶ εἰλικρινεῖς.
Πηγή: (Γ. Ε. Κρασανάκη, Ψυχολογία τοῦ παιδιοῦ, Ἀθήνα 1987. K. R. Muhlbauer, Κοινωνικοποίηση. Θεωρία καὶ Ἔρευνα (μέτ. Δ. Δημοκίδη), Θεσσαλονί- κη 1990. Ε. Π. Παπανούτσου, Ἡ Παιδεία. Τὸ μεγάλο μας πρόβλημα, Ἀθήνα 1976.http://spoudasterion.pblogs.gr/tags/chasmageneon-gr.html ,http://www.mplogk.com/2009/11/26/peri-toxasma-geneon ,http://2opseis.neolaia.de/DaneiaeeU/Oay_ io_7/Oa_daeaeU/oa_daeaeu.html ),Ενωμένη Ρωμηοσύνη