Ο δικτάτορας Ε. Χότζα, από την πρώτη στιγμή που πήρε την εξουσία, στόχευε με μίσος και βαρβαρότητα ν’ αφανίσει τους ανθρώπους με δημοκρατικά φρονήματα, καθώς και τη θρησκεία η οποία συγκέντρωνε στους Ναούς της το μεγαλύτερο μέρος του λαού. Για να τρομοκρατήσουν το λαό, άνθρωποι των γραμμάτων, δάσκαλοι, ιερείς και πρόκριτοι, δολοφονηθήκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν και διαπομπεύτηκαν ως εχθροί του λαού και του κόμματος. Το καμπανάκι χτύπησε πένθιμα για τη θρησκεία στο Αλύκο και στις 10.04.1959, με τη σύλληψη των: Βασίλη Β. Παππά και Βαγγέλη Χρ. Δημόπουλο απ’ το Αλύκο και τον Πέτρο Μ. Λιώλη απ’ το Τσαούσι, προσωπικότητες με κύρος στο χώρο και συνάμα εκλεκτά μέλη της Εκκλησιαστικής Επιτροπής της Αγίας Βαρβάρας. Κατάσχεσαν τις περιουσίες τους και το ταμείο της εκκλησίας (185 χρυσές λίρες) όπου τις κατείχε ο επίτροπος Ευ. Δημόπουλος. Το τελευταίο χτύπημα κατά της θρησκείας και των Ναών ολοκληρώθηκε με το νόμο 4337/13.11.1967, με τον οποίο καταργήθηκε η θρησκεία και θεωρούνταν ποινικό αδίκημα η πίστη στο Θεό. Συνεχίστηκαν πρωτοφανείς βανδαλισμοί και βιαιοπραγίες. Οι ιερείς αποσχηματίστηκαν, οι Ναοί γκρεμίστηκαν ή μετατράπηκαν σε αποθήκες και στάβλους.
Άρπαξαν χρυσούς σταυρούς και ιερά σκεύη, τάματα των πιστών και εικόνες μεγάλης αξίας. Κομμάτιασαν το ξυλόγλυπτο, Τέμπλο, Άμβωνα και Δεσποτικό, τημάνθη, ιερά άμφια, θρησκευτικά βιβλία και το Μητρώο της εκκλησίας Αγίας Βαρβάρας, μεγάλης ιστορικής αξίας για τα χωριά της ενορίας. Είχε όλες τις γεννήσεις, βαπτίσεις, γάμους και θανάτους. Τα φόρτωσαν σε κάρα με βόδια και τα ’ριξαν στο πύρινο στόμα του φούρνου του συνεταιρισμού, για να ψήσουν τη μπομπότα (καλαμποκίσιο ψωμί). «Όλα στη φωτιά. Όλα στη φωτιά. Είναι ποτισμένα με όπιο και αντίδραση, γι’ αυτό κι εμείς τα καίμε», έλεγαν αμιλλώμενοι οι «οργανωτές επιφορτισμένοι» του συστήματος, στραγγαλίζοντας τα ήθη και έθιμα της φυλής μας, αφαιρώντας και την μοναδική ελευθερία που τους είχε απομείνει, την πίστη στο Θεό.
Οι αθεϊστικοί βανδαλισμοί συνεχίστηκαν με την αφαίρεση των σταυρών από τους τάφους των κοιμητηρίων. Κατέστρεψαν ακόμα και τα καντηλοκούτια και τις καντήλες. Έκαναν εκστρατεία στα σπίτια των πιστών, συγκεντρώνοντας τις εικόνες και τις καντήλες από τα εικονοστάσια. Γκρέμισαν κι όλα τα απόμερα παρεκκλήσια, για να μην μπορούν ν’ ανάψουν κεριά και καντήλια στα κρυφά οι πιστοί. Την ίδια τύχη είχαν: το Μοναστήρι του Αϊ Βασίλη στο Τσαούσι, όπου λεηλατήθηκε και καταστράφηκε. Η εκκλησία της Άγιας Μαρίνας στο Νεοχώρι, όπου την μετέτρεψαν σε αποθήκη, αφού λεηλάτησαν και έκαψαν όλον τον εσωτερικό εξοπλισμό της και η πανάρχαια εκκλησία του Αγίου Ανδρέα στη Ραχούλα. Το σατανικό και ρατσιστικό σχέδιο των αρχών περιλάμβανε κάθαρση σε ο,τιδήποτε χριστιανικό και ελληνικό. Οι ληξίαρχοι διατάχτηκαν να μη γράφουν στα νεογέννητα, χριστιανικά και ελληνικά ονόματα, αλλά τους έδειχναν έναν κατάλογο με ονόματα Ιλλυρικά. Αφαίρεσαν και την εθνικότητα από Έλληνες που ζούσαν στις πόλεις. Στόχος του ολοκληρωτικού καθεστώτος ήταν η παντελής εξάλειψη της χριστιανικής πίστης και της ελληνικής εθνικότητας από την Εθνική Ελληνική Μειονότητα. Όμως, οι άθεοι δεν λογάριασαν καλά. Δεν τρόμαξαν τους Έλληνες ούτε το γκρέμισμα των εκκλησιών, ούτε η αφαίρεση των εικόνων και των σταυρών, ούτε οι φυλακές, εξορίες και διαπομπεύσεις των ιερέων, επιτρόπων, ψαλτών και πολλών άλλων αφιερωμένων πιστών, γιατί, για να ξεριζώσουν την πίστη έπρεπε να ξεριζώσουν τις καρδιές και τις ψυχές των πιστών μας, γιατί εκεί ήταν ριζωμένη βαθιά η Χριστιανική Ορθόδοξη πίστη.
Είναι αλήθεια ότι οι Ιεροί Ναοί βεβηλώθηκαν, αλλά η πίστη του λαού μας ΟΧΙ. Και εικόνες έκρυψαν στα σπίτια τους και καντήλες άναβαν και κόκκινα αυγά έβαφαν το Πάσχα, και όλες τις θρησκευτικές γιορτές γιόρταζαν, μόνον μακριά από τα μικρά παιδιά και τους ανεπιθύμητους επισκέπτες.
Σ’ ένα γεγονός αλλιώτικο, που μοιάζει απίστευτο κι όμως αληθινό και που συνέβηκε Χριστούγεννα του 1967, θα ήθελα ν’ αναφερθώ: Όταν οι «επιφορτισμένοι» έριχναν στο φούρνο του συνεταιρισμού όλο το ξύλινο υλικό από το χαλασμό της εκκλησίας της Αγίας Βαρβάρας, οι θεοσεβούμενοι φούρναροι του Αλύκου αντέδρασαν: «Δεν ψήνεται το ψωμί με ξυλεία μπογιατισμένη με χρώματα και βερνίκια», είπαν και απομακρύνθηκαν από τη δουλειά κινδυνεύοντας την ελευθερία τους, γιατί την εργασία ήδη την είχαν χάσει. Όταν το ψωμί βγήκε από το φούρνο, για απορία όλων, ήταν κατακίτρινο και πικρό σαν κινίνο. Δεν γνωρίζω αν έφαγε κανείς απ’ αυτή την μπομπότα, αλλά γνωρίζω καλά πως πολλοί πιστοί δεν το ’δωσαν ούτε στα ζωντανά τους, αλλά το θεώρησαν μήνυμα ιερό που τους το έστελνε η Αγία Βαρβάρα.
Πηγή: Σ.Φ.Ε.Β.Α.