Τό θέμα τῆς μετά θάνατον καύσης καί ἀπό-τέφρωσης τῶν ἀνθρώπινων σωμάτων ἀπασχολεῖ τήν ἐκκλησιαστική κοινότητα ἰδιαίτερα κατά τήν τελευταία εἰκοσαετία, ἀφότου ἄρχισαν συζητήσεις γιά τήν νομοθέτηση τῆς (θεσπίσθηκε μέ διαδοχικούς νόμους τό 2006, 2014 καί 2016).
Ἀσφαλῶς ἤ Ἑλληνική Πολιτεία εἶναι ἀρμόδια νά νομοθετεῖ, ἄλλα καί ἤ Ἐκκλησία παραμένει ἐλεύθερη ἔναντι τοΰ Κράτους νά τηρεῖ τίς παραδόσεις Της, μακριά ἀπό κάθε κοσμική ἐπιρροή καί ἐπέμβαση, καί ὑποχρεοῦται νά ἀπευθύνεται στά μέλη Τῆς καταθέτοντας τήν ἄποψη καί τήν μαρτυρία Τῆς ἐπί του ζητήματος αὐτοῦ, καθώς ἄφορα ἄμεσα στήν ζωή καί στήν Θεολογία Της.
Τό ἀνθρώπινο σῶμα καί ἤ ἐπιλογή τῆς ταφῆς
Τό σῶμα συνιστᾶ στοιχεῖο τῆς ὑπόστασης τοΰ ἄνθρωπου, ὅ ὅποιος ἔχει πλασθεῖ κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ (Γέν. 1,24) μέ προοπτική ὄχι τόν θάνατο, ἄλλα τήν αἰωνιότητα καί τήν ἐλπίδα τῆς Ἀνάστασης. Ἤ Ἐκκλησία θεωρεῖ τό ἀνθρώπινο σῶμα ὡς «ἱερό», ὀνομάζοντας τό ναό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Ἀ’ Κόρ. 6,19). Τρανό παράδειγμα γι’ αὐτό ἀπό τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ ἤ τιμητική προσκύνηση τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων. Ἀφοῦ τό σῶμα τῶν Ἁγίων κοπίασε γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, αὐτοί ἔλαβαν ὡς θεία δωρεά καί μετά τόν σωματικό θάνατο τούς χάρη, ἔλεος καί δύναμη, μέ ἀποτέλεσμα νά θαυματουργοῦν.
Ἤ ταφῆ ἀνήκει στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἤ ὁποία ἔχοντας ὡς βάση τήν Εὐαγγελική καί Πατερική διδασκαλία σέβεται τό ἀνθρώπινο σῶμα ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό καί τό ἐνταφιασμένο σῶμα γίνεται ἀντικείμενο φροντίδας καί προσευχῶν. Τό νεκρό σῶμα τό θεωρεῖ ὄχι ὡς «στερεό ἀπόβλητο», δπῶς (κατ’ ἀποτέλεσμα) τό ἀντιμετωπίζουν οἵ θιασῶτες τῆς ἀποτέφρωσης, ἄλλα τό περιβάλλει μέ σεβασμό καί τιμή.
Τούς δέ ἄνθροιπους πού φεύγουν ἀπό τήν ζωή ἤ Ἐκκλησία τούς ὀνομάζει κεκοιμημένους, διότι βρίσκονται σέ ἀναμονή γιά νά ξυπνήσουν, ἀφοῦ ἤ ἀνθρώπινη ζωή δέν κλείνεται σέ δυό ἡμερομηνίες, δέν ἔχει τήν χρονική διάρκεια πού γράφεται στίς ταφόπλακες, καί οἵ κεκοιμημένοι θά ἀναστηθοῦν τήν ἥμερά της Δευτέρας καί ἐνδόξου Παρουσίας τοῦ Κυρίου. Γι’ αὐτό καί τούς τόπους ὅπου φιλοξενοῦνται τά σώματα τῶν κεκοιμημένων, καί ὡς ἐκ τούτου διαθέτουν καί αὐτοί ἱερότητα, τούς ὀνομάζει «κοιμητήρια». Ἤ ἐπιλογή λοιπόν τῆς Ἐκκλησίας νά ἐναποθέτει τά κεκοιμημένα μέλη Τῆς μέσα στήν γῆ καί σέ στάση κοίμησης, συμβολίζει τήν προσδοκία τῆς Ἀνάστασης καί ἐκδηλώνει τήν ἀγάπη Τῆς πρός τόν ἄνθρωπο, ἀκόμη καί ὡς νεκρό.
Εἶναι ἐπίσης κατανοητό, ὅτι ὑπάρχουν καί ἄνθρωποι πού ἀδυνατοῦν νά ἀποδεχθοῦν μέ ρεαλισμό τό γεγονός τοῦ θανάτου. Ἤ ἀνθρώπινη αὐτή ἀδυναμία, μεταξύ ἄλλων, ἐξηγεῖ γιατί δέν ἀντέχουν στήν διατήρηση τῆς μνήμης, τῆς σχετικῆς μέ τόν θάνατο τῶν οἰκείων τους (ὅπως τά ταφικά μνημεῖα), ἤ στήν ἰδέα τῆς ἀποσύνθεσης τοϋ δικοῦ τους σώματος. Τήν ἀδυναμία αὐτή νικᾶ καί ὑπερβαίνει ἤ θετική ἀπάντηση στό κρίσιμο ἐρώτημα: Ὑπάρχει ζωή μετά τόν θάνατο; Ἤ ἀπάντηση σέ αὐτό τό ἐρώτημα καθορίζει καί τήν ἀνάλογη στάση ἀπέναντι στό νεκρό σῶμα.
Οἵ ὑπέρμαχοι τῆς καύσης
Ἀπό τους ὑπερασπιστές τῆς καύσης γίνεται ἐπίκληση «τεχνικῶν» λόγων (χωροταξικῶν, περιβαλλοντικῶν, οἰκονομικῶν), οἵ ὅποιοι, τουλάχιστον μέσα ἀπό μιά θεολογική θεώρηση τῶν πραγμάτων, δέν μποροῦν νά ἀποτελέσουν γιά τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἐπαρκεῖς λόγους γιά τήν βίαιη καταστροφή τοῦ ἀνθρώπινου σώματος. Ἔξαλλου, κράτη μέ πολυπληθέστερα ἀστικά κέντρα, ὅπου οἵ κάτοικοι τούς ἀκολουθοῦν τήν παράδοση τῆς ταφῆς (π.χ. μουσουλμάνοι), ἔχουν βρεῖ λύσεις στά παραπάνω ζητήματα.
Ἀκόμη, διατυπώνεται ἤ ἄποψη, ὅτι καθένας πρέπει νά ἔχει ἐλευθερία ἐπιλογῆς ἀνάμεσα στήν ταφή ἤ τήν καύση. Ἤ Ἐκκλησία ὡς κοινότητα, πού εἶναι κατ’ ἐξοχήν χῶρος ἐλευθερίας, δέν καταναγκάζει κανέναν ἄνθρωπο νά τηρεῖ τίς παραδόσεις Της. Ἔχει ὅμως τό δικαίωμα νά θεωρήσει τήν καύση ὡς μεταχείριση ἀντίθετη πρός τίς ἀρχές, τήν παράδοση καί τά ἔθιμά Της καί νά ἀποφανθεῖ ὅτι ὅποιος ἐπιλέξει τήν καύση αὐτονομεῖται, ἄφοϋ διαφοροποιεῖται ἀπό βασικές διδασκαλίες καί τόν τρόπο τῆς ζωῆς Της. Προφανῶς, ὅσοι δέν θέλουν νά ἀκολουθήσουν τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουν τό δικαίωμα νά ἐπιλέξουν τήν ἀποτέφρωση, ὅποτε δέν θά τύχουν Ἔξοδιου Ἀκολουθίας (Κηδείας) ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Προβάλλεται καί τό παιδαριῶδες ἐπιχείρημα, ὅτι ἤ Ἐκκλησία ἀπορρίπτει τήν καύση καί προτιμᾶ τήν ταφή γιά ἰδιοτελεῖς λόγους. Ὅμως, πρῶτον, οἵ Δῆμοι εἶναι πού λειτουργοῦν τά κοιμητήρια καί εἰσπράττουν τά τέλη ἀπό τους τάφους καί τά ὀστεοφυλάκια. Δεύτερον, ἐάν ἤ Ἐκκλησία ἔθετε ὡς προτεραιότητα ὁποιοδήποτε (δῆθεν) οἰκονομικό ὄφελος, θά ἔπραττε τό ἀντίθετο καί θά προέτρεπε τούς ὀρθόδοξους κληρικούς νά ψάλουν τήν Νεκρώσιμο Ἀκολουθία καί γιά ὅσους ἀποτεφρώνονται.
Ἐπιπλέον ὑποστηρίζεται ὅτι ἤ σύγχρονη ἀποτέφρωση εἶναι περισσότερο «ἀξιοπρεπής» γιά τό ἀνθρώπινο σῶμα ἀπό τήν ταφή. Πρός τόν σκοπό αὐτό γίνεται σύγκριση τῆς σύγχρονης ἀποτέφρωσης ὄχι μέ τήν ταφή καθ’ ἔαυ-τήν ὡς νεκρικό ἔθιμο, ἄλλα μέ τά κακῶς κείμενα, τά φαινόμενα ἐκμετάλλευσης ἤ τήν ἄπαξιωτική μεταχείριση σέ διάφορα δημοτικά κοιμητήρια (π.χ. κορεσμένα κοιμητήρια, ὑψηλά δημοτικά τέλη, ἔκταφες μέ τρόπο πού δέν τιμᾶ τόν νεκρό). Αὐτή ὅμως δέν εἶναι ὀρθή βάση σύγκρισης. Ἤ ἀπάντηση στό ἐπιχείρημα αὐτό θά πρέπει νά εἶναι ἤ ἀπαίτηση τῶν πολιτῶν νά βελτιωθοῦν οἵ συνθῆκες στά δημοτικά κοιμητήρια, νά ἱδρυθοῦν νέα κοιμητήρια, νά ὑπάρχει τιμητική, ἀξιοπρεπής καί ἀνθρώπινη μεταχείριση τῶν νεκρῶν καί τῶν συγγενῶν τους ἀπό τίς ἁρμόδιες δημοτικές ὑπηρεσίες, καί ὄχι ἤ ἀποτέφρωση.
Γι’ αὐτό καί εἶναι σημαντικό, ὅσοι δέν θέλουν νά ἀκολουθήσουν τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, νά ἔχουν πλήρη ἐνημέρωση γιά τό περιεχόμενο τῆς ἀποτέφρωσης, ὥστε νά κρίνουν ἐάν πράγματι εἶναι τιμητική γιά τό ἀνθρώπινο σῶμα, πρίν προβοῦν στήν ἐπιλογή αὔτη.
Ἤ καύση τῶν νεκρῶν στήν ἀρχαιότητα
Προβάλλεται δτί ἤ ἀποτέφρωση, ὅπως γίνεται σήμερα, ἀνήκει δῆθεν στήν ἀρχαία ἑλληνική παράδοση, γιατί σέ πολλές πόλεις οἵ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἔκαιγαν τά σώματα τῶν νεκρῶν. Ὅμως, στίς ἀρχαῖες πόλεις – κράτη συνηθιζόταν εἴτε ἤ ταφῆ εἴτε ἤ καύση τῶν νεκρῶν σωμάτων καί ἀκολούθως ἤ ταφῆ τῶν ὀστῶν πού ἀπέμεναν ἀπό τήν πυρά. Δηλαδή, ἀκόμα καί στήν περίπτωση τῆς καύσης στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, ἀκολουθοῦσε πάντοτε ἤ ταφῆ τοῦ σκελετοῦ καί οἵ ταφικές τιμές πρός τόν νεκρό. Μέχρι σήμερα ἤ ἀρχαιολογική σκαπάνη βρίσκει ταφές μέ σκελετούς ἤ μέ καμένα ὄστα (λ.χ. τοποθετημένα σέ νεκρικές λάρνακες ἤ ἀγγεῖα) μαζί μέ σημαντικά κτερίσματα, πού συνόδευαν τόν νεκρό, δεῖγμα τῆς θρησκευτικότητας καί τοῦ σεβασμοῦ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων πρός τούς νεκρούς τους. Αὐτή εἶναι ἤ πολιτιστική παράδοση τῆς χώρας μας. Ἤ σύγχρονη ἀποτέφρωση, δπῶς ἀναλύεται κατωτέρω, δέν ἔχει καμία σχέση μέ τήν καύση τῶν νεκρῶν στήν ἀρχαία Ἑλλάδα.
Ἤ ἀποτέφρωση σήμερα
Σήμερα πλανᾶται ἀπό κερδοσκόπους ἤ ψευδῆς εἰκόνα δτί δῆθεν ἤ ἀποτέφρωση γίνεται μέ ἅπλη καύση τοῦ σώματος στήν πυρά, ὅπως σέ ὁρισμένες περιπτώσεις γινόταν στήν ἀρχαιότητα. Αὐτό εἶναι ἀναληθές.
Κατά τήν σύγχρονη διαδικασία τῆς -κατ’ εὐφημισμόν- «ἀποτέφρωσης», μετά ἀπό τήν καύση τοῦ νεκροῦ σέ κλίβανο ὅ ἀνθρώπινος σκελετός ρίχνεται σέ ἠλεκτρικό σπαστήρα (μίξερ, cremulator), θρυμματίζεται καί μετατρέπεται σέ σκόνη. Εἰδικότερα ἤ ἀποτέφρωση διεξάγεται σέ δυό φάσεις:
ἅ) Στήν πρώτη φάση ὅ νεκρός μεταφέρεται σέ κλίβανο καί μετά τήν καύση τοῦ σώματός του δέν ἀπομένει ἤ τέφρα, ἄλλα ὅ ἀνθρώπινος σκελετός. Ὅ,τι δηλαδή θά ἀπέμενε καί μετά τήν ταφή στό κοιμητήριο. Ἐνίοτε, κατά τήν διάρκεια τῆς καύσης, ὅ ὑπάλληλος τοϋ ἄποτεφρωτηρίου ἀνοίγει τόν κλίβανο καί μέ σιδερένια ἐργαλεῖα σπάει τά ὄστά του νεκροῦ σέ μικρότερα τμήματα.
β) Στήν δεύτερη φάση συλλέγονται τά ὄστα ἀπό τόν κλίβανο καί ρίχνονται σέ μίξερ (σπᾶστήρα ὀστῶν, cremulator). Τό μίξερ κονιορτοποιεῖ τόν σκελετό καί τόν μετατρέπει σέ σκόνη. Ἤ σκόνη συλλέγεται σέ δοχεῖο («τεφροδόχο») καί παραδίδεται στούς οἰκείους του νεκροῦ.
Ἑπομένως, ὅταν σήμερα γίνεται λόγος γιά «ἀποτέφρωση», δέν κυριολεκτεῖται ὅ ὅρος. Οὔτε οἵ συγγενεῖς παραλαμβάνουν τήν «τέφρα» τοῦ νεκροῦ ἀπό τό ἄποτεφρωτηριο. Αὐτό πού παραλαμβάνουν δέν εἶναι τό προϊόν της καύσης (τέφρα, στάχτη), ἄλλα ἤ σκόνη (τρίμματα) ἀπό τά ὄστα, τά ὅποια ρίχθηκαν σέ σπαστήρα ὀστῶν (μίξερ) μετά τήν καύση.
Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, ἤ σύγχρονη «ἀποτέφρωση νεκρῶν» δέν διαφέρει καί πολύ ἀπό τήν «ἀνακύκλωση ἀπορριμμάτων». Εἶναι σαφές δτί, τουλάχιστον γιά τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας μας, αὐτή ἤ διαδικασία μηχανικού ἀφανισμοῦ τοῦ σώματος δέν τιμᾶ τόν νεκρό. Ἤ Ἐκκλησία ἀρνεῖται ὅτι εἶναι ἀξιοπρεπές γιά τόν κεκοιμημένο ἄνθρωπο νά καεῖ σέ κλίβανο καί νά θρυμματισθεῖ σέ μίξερ.
Σέ ὅ,τι ἄφορα στήν διαχείριση τῆς «τέφρας», ἤ νομοθεσία (Νόμος 4368/2016, ἄρθρο 92, ΦΕΚ Ἀ’ 21/2016) τήν ὑποβιβάζει στήν κατηγορία τῶν ἰδιωτικῶν ἀπορριμμάτων. Ἤ μετέπειτα τύχη τῆς «τέφρας» ἀποτελεῖ ἰδιωτική ὑπόθεση τῶν συγγενῶν, χωρίς κρατικό ἔλεγχο προστασίας τοῦ περιβάλλοντος καί τῆς δημόσιας ὑγείας (π.χ. τροφικῆς ἁλυσίδας). Ἐπιτρέπεται στούς συγγενεῖς (ἐάν θέλουν νά ἀποφύγουν τά ἔξοδα φύλαξης τῆς τεφροδόχου σέ κοιμητήριο ἤ ἄποτεφρωτηριο) νά σκορπίσουν τήν «τέφρα», εἴτε ἐλεύθερα στήν θάλασσα εἴτε σέ περιοχή ἐκτός σχεδίου πόλης (ἀδιάφορο δν εἶναι κατοικημένη ἤ καλλιεργούμενη), εἴτε νά ρίξουν τήν τεφροδόχο στήν θάλασσα, ὑπό τόν ὄρο ὅτι τό σκεῦος μπορεῖ νά διαλυθεῖ στό νερό. Δέν προβλέπεται κανένας ἔλεγχος ἀπό κρατική ἤ δημοτική ὑπηρεσία πρός διασφάλιση τῆς δημόσιας ὑγείας καί ἀπόκειται στήν νομιμοφροσύνη καί εὐαισθησία τῶν συγγενῶν, ἐάν καί πώς θά τηρήσουν τίς παραπάνω ἐπιλογές τοῦ νόμου. Πρακτικά, δηλαδή, μετά ἀπό τήν παράδοση τῆς τεφροδόχου στήν οἰκογένεια τοῦ νεκροῦ, ἤ τύχη τῆς ἀγνοεῖται ἀπό τό Κράτος.
Συμπερασματικά
Ὅλα τά παραπάνω δέν εἶναι εὐρέως γνωστά στήν πλειοψηφία τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, ἤ ὁποία γίνεται δέκτης συνθημάτων ἤ διαφημίσεων περί τῆς δῆθεν ἀξιοπρεποῦς λύσης τῆς ἀποτέφρωσης, ἄλλα προφανῶς ἀγνοεῖ τήν βιαιότητα καί ἐχθρότητα πρός τό ἀνθρώπινο σῶμα, ἤ ὁποία ἐπιδεικνύεται κατά τήν σύγχρονη διαδικασία ἀποτέφρωσης.
Ἀξιοσημείωτο δέ εἶναι δτί κάποιοι ψυχολόγοι θεωροῦν πώς ἤ σύγχρονη μέθοδος ἀποτέφρωσης ἀποτελεῖ σέ ἐπίπεδο φαντασιακό ἕνα ἰσοδύναμό της αὐτοκτονίας.
Ἀσφαλῶς ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού δέν ἀποδέχονται τήν κοινή Πίστη καί Ζωή τοῦ Σώματος τοΰ Χριστοῦ ἤ ἐπιλέγουν κατά τό δοκοῦν ποιούς κανόνες καί παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας θά ἀκολουθοῦν. Ἀκριβῶς ἐπειδή ἤ Ἐκκλησία σέβεται τήν ἐλευθερία τῆς ἐπιλογῆς τους νά παραδοθοῦν στήν πυρά, εἴτε ἐπιθυμοῦν Κηδεία εἴτε ὄχι. παρόμοια καί ἐκεῖνοι ὀφείλουν νά ἀναγνωρίσουν τήν ἐλευθερία τῆς Ἐκκλησίας νά μήν ὑποχρεωθεῖ νά τελέσει Ἔξοδιο Ἀκολουθία γιά κάποιον πού ἀποφάσισε νά μήν ἀνήκει καθόλου ἤ νά ἀνήκει ἐπιλεκτικά στήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἀπορρίπτει ὁρισμένες ἀπό τίς νεκρικές Της παραδόσεις, δπῶς τήν ταφή.
Διαφορετική εἶναι ἤ ἀντιμετώπιση τῆς Ἐκκλησίας πρός ἐκείνους οἵ ὅποιοι ἀκούσια ἤ μαρτυρικά (π.χ. στίς καταστροφικές πυρκαγιές) γνώρισαν τέτοιο σκληρό θάνατο καί φυσικά τίποτα καί κανείς δέν θά μπορέσει νά «ἐμποδίσει» τόν Θεό, στήν Δευτέρα Παρουσία, νά ἀναστήσει τούς ἀνθρώπους, τόσο ἀπό τά ὄστα, ὅσο καί ἀπό τήν τέφρα τους.
Πρέπει, ὅμως, νά κατανοήσουν ὅλοι, ἀκόμη καί ἐάν δέν εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἤ «ἀρνοῦνται τήν ἀθανασία» ἤ ψάχνουν τρόπους ὅσο τό δυνατόν πιό «ἀνώδυνου» χειρισμοῦ τοῦ θανάτου, ὅτι ἤ ἀπανθράκωση τοῦ σώματος καί ἤ σύνθλιψη τοῦ ἀποτελεῖ ἐκδήλωση πού κατ’ οὔσιαν «βεβηλώνει» τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Γιά τήν Ἐκκλησία ὅ κάθε ἄνθρωπος εἶναι «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» πλασμένος. Τά νεκρά σώματα δέν εἶναι ἀπορρίμματα! Δέν εἶναι ἄχρηστα ἀντικείμενα, τά ὅποια πρέπει νά παραδοθοῦν στήν φωτιά καί στόν θρυμματισμό, δηλαδή σέ ἕνα βίαιο ἀφανισμό. Ἤ Ἐκκλησία ἀρνεῖται τήν καύση, ἐπειδή ἀρνεῖται τό ἀμετάκλητο ἀνθρώπινο τέλος καί τήν βία πρός τό ἀνθρώπινο πρόσωπο. Εἶναι τραγικό νά καῖμε καί νά κονιορτοποιοῦμε ὅ,τι ἔχει ἀληθινή ἀξία.
Ἤ Ἐκκλησία ἐπιλέγει καί ἐφαρμόζει τήν ταφή, διότι σέβεται τό σῶμα τοῦ κεκοιμημένου ἄνθρωπου, ἔχει πίστη καί ἐλπίδα στό αἰώνιο μέλλον καί ἀναθέτει στήν φύση τήν εὐθύνη τῆς φθορᾶς τοῦ φυσικοῦ παρόντος τοῦ ἄνθρωπου.
Πηγή: Ορθόδοξος Τύπος