Το Πιτέστι – Η κόλαση στη γη
Στο Πιτέστι η «Αναμόρφωση» δε θα κάρπιζε τόσο πολύ, αν πρωτύτερα δεν πραγματοποιούνταν μερικές προύποθέσεις: η τρομοκρατία, η απομόνωση, η επίπληξη, η ανευθυνότητα.
Η πείνα έκανε τους υπό αναμόρφωση νέους, σκελετούς. Η καθημερινή μερίδα φαγητού δεν έφτανε ούτε τις 800 θερμίδες. Τους προσφέρονταν σούπες με 20-30 σπόρους πλιγούρι, 10-15 σπόροι φασόλια, 7-8 λαχανόφυλλα και κάποτε σούπες με απλό βραστό νερό στο οποίο έπλεαν 2-3 αστερίσκοι λαδιού. Το ψωμί ήταν 250 γραμμαρίων ή ένα μεγάλο στρογγυλό καρβελάκι των 350 γραμμαρίων, ανάλογα. Το πρωΐ μας έδιναν βραστό νερό με μυρωδιά καμένης ζάχαρης. Όλοι οι κρατούμενοι είχαν δυστροφία, κι όμως στα μάτια τους έκαιγε πιο δυνατά το φως των δυνατών ψυχών τους.
Στήν φυλακή Πιτέστι ξεκίνησε η τρομερή «Aναμόρφωση» (Πλύση εγκεφάλου). Αυτή η φυλακή προοριζότανε, σύμφωνα μέ τά σχέδια τών κομμουνιστών, γιά τούς φοιτητές. Οι κομμουνιστές σκόπευαν τήν εξόντωση τής χριστιανικής νεολαίας. Τήν περίοδο 1948-1951 σ’αυτήν τήν φυλακή περισσότερο από 4-5 χιλιάδες φοιτητές υπέστησαν τήν «αναμόρφωση».
Όλες οι οικογενειακές επαφές κόπηκαν, σταμάτησαν και όλες οι συναναστροφές. Δεν υπήρχε ούτε χαρτί, ούτε μολύβι, ούτε βιβλίο. Απαγορευόταν να κοιτάξεις προς το παράθυρο, παρόλο που ήταν σκεπασμένο με σανίδες. Σ΄ ένα κρατητήριο των 2×4 μέτρων ήταν στοιβαγμένοι 7 μέχρι 12 κρατούμενοι, ώστε να τρελαθείς τελείως από τη σκληρή αυτή ομαδική απομόνωση. Οι στοιβαγμένοι κρατούμενοι ζούσαν, φυσικά, σε φοβερή αποπνικτική ατμόσφαιρα.
Στο άνοιγμα της πόρτας οι κρατούμενοι ήταν υποχρεωμένοι να σηκώνονται όρθιοι, να βγάζουν το σκούφο τους και να χαιρετούν το δεσμοφύλακα με τις λέξεις: «Να ζήσεις»! Στο κλείσιμο της πόρτας έπρεπε να λένε όλοι: «Ζήτω η δόξα της Λαϊκής Δημοκρατίας».
Για 17 ωρες έπρεπε ν΄ αγρυπνούν, μή έχοντας το δικαίωμα να νυστάξουν ή να ξαπλώσουν. Δεν επιτρεπόταν να υπάρχει ένα συστηματικό πρόγραμμα συζητήσεων. Κουβέντιαζαν ψιθυριστά. Απαγορευόταν κάθε δουλειά ή απασχόληση. Δεν μπορούσαν να ράψουν ούτε μία πατσαβούρα.
Στο κελλί αυτό-δεσμωτήριο έτρωγαν, κοιμούνταν, πλένονταν και έκαμναν όλα τα άλλα. Ο αέρας είχε αφόρητη μυρωδιά και πολλή σκόνη. Η βόλτα στην αυλή επιτρεπόταν ανά πέντε-έξι μήνες, μόνο για λίγα λεπτά και στη συνέχεια ακολουθούσαν τιμωρίες με ξύλα. Αν όμως ένας κρατούμενος πήγαινε έξω από το κρατητήριο, του φορούσαν μαύρα γυαλιά, ώστε δεν έβλεπε τίποτε. Το μπάνιο γινόταν ανά δύο εβδομάδες.
Απαγορευόταν αυστηρώς κάθε επαφή μεταξύ των κρατητηρίων. Ανάμεσα στους κρατουμένους είχαν μπει και αρκετοί πράκτορες του Κόμματος για πληροφοριοδότες. Δεν μπορούσε να συνομιλήσει κανείς με τους φύλακες. Επιθεωρήσεις γίνονταν σπάνια και παραδέχονταν οι επιθεωρητές με χαρά ότι οι επιβληθείσες τιμωρίες γίνονταν με πρέπουσα σκληρότητα. Η ιατρική περίθαλψη είχε απαγορευθεί. Ο γιατρός είχε μετατραπεί σε τραμπούκο. Οι δεσμοφύλακες έκαναν την οποιαδήποτε αυθαιρεσία.
Εκτός από τον ξυλοδαρμό, βασανίζονταν και με τον εγκλεισμό τους σε μπουντρούμι. Το μπουντρούμι ήταν στο υπόγειο του δεσμωτηρίου. Τα παράθυρα ήταν κλεισμένα και μέσα ήταν πηκτό σκοτάδι. Στο πάτωμα υπήρχαν μεγάλες ποσότητες ανθρωπίνων κοπράνων, και έμοιαζε μ΄ ένα βρομισμένο βάλτο, όπου δεν υπήρχε ούτε μία λωρίδα ξηρού και καθαρού τόπου. Οι τοίχοι ήταν υγροί. Το κρύο τρυπούσε τα κόκαλα.
Ένα από τα πρώτα βάσανα στήν «Αναμόρφωση» ήταν το ξύλο. Οι «αναμορφωτές» κτυπούσανε συνέχεια, μέχρι εξαντλήσεως, χρησιμοποιώντας διάφορες μεθόδους,τούς άλλους πολιτικούς κρατουμένους πού έπρεπε να «αναμορφωθούν».
Επί πλέον, λόγω μιας πολύ παράξενης ακουστικής, το μπουντρούμι αυτό επηύξανε υπερβολικά ακόμη και τους πιο μικρούς θορύβους: Αν κάποιος μιλούσε με κανονική φωνή, γινόταν μέσα ένας εκκωφαντικός θόρυβος που έκανε να αντιβουίζουν οι τοίχοι και να δονείται όλος ο αέρας.
Εδώ μεταφέρονταν οι νεαροί «κερατάδες», ομάδες-ομάδες, συνήθως γυμνοί και ξυπόλυτοι. Αντί τροφής, τους δινόταν μια κουτάλα με καυτό, αλμυρό νερό. Συνήθως πριν να έλθουν στο μπουντρούμι, έπαιρναν ένα δυνατό μαστίγωμα.
Γνωρίζω ανθρώπους που έκαναν, σταδιακά, πάνω από 60 μέρες στην κάβα-μπουντρούμι μέσα σε τέτοιες συνθήκες. Τρεις μέρες στην κάβα ήταν το ελάχιστο και έφτανε μέχρι 8-10 μέρες, δηλαδή μέχρι την κατάπτωση και το πέσιμο στον βάλτο. Όταν οι τιμωρημένοι επαναφέρονταν στα δωμάτια, ήταν άρρωστοι και αγνώριστοι. Σχεδόν όλοι οι κρατούμενοι πέρασαν την κάβα του Πιτέστι. Όλες αυτές οι μέθοδοι έξουδενώσεως και θανατώσεως επιβάλλονταν με τη σιωπηρή έγκριση της Εξουσίας.
Η σύμβαση Ποπίκ-Τσουρκάνου από την Σουτσεάβα
Οι προετοιμασίες για τη μύηση της «αναμόρφωσης» στο Πιτέστι έγιναν στο δεσμώτηριο της Σουτσεάβας. Εδώ ο συνταγματάρχης Ποπίκ της Ασφάλειας του Κράτους -ένα ψεύτικο όνομα, διότι δεν ξέρουμε πως λεγόταν πριν ή αργότερα- στρατολόγησε από τους κρατουμένους τον άνθρωπο που χρειαζόταν. Ήταν ο Μπογδανοβίτσι, ένας νεαρός από την Αδελφότητα του Σταυρού. Ήταν έξυπνος, ενεργητικός, φιλόδοξος και χαρισματικός, αλλά με ένα ασταθές ηθικό υπόβαθρο, το οποίο τον έκανε να υποχωρεί εύκολα σε συμβιβασμούς.
Ο Ποπίκ άρχισε μέσω του Μπογδανοβίτσι το έργο της «αναμόρφωσης» των πολιτικών κρατουμένων. Ήταν, στην άρχή, μια ρητορική ζωντανή συζήτηση. Ονομαζόταν μαρξιστική-λενινιστική διδασκαλία. Ταυτόχρονα κατακρινόταν το φασιστικό, αστικό και θρησκευτικό παρελθόν. Αλλά οι κρατούμενοι δεν τον δέχτηκαν τον Μπογδανοβίτσι και τον κατηγόρησαν για προδότη. Μερικοί τον απείλησαν και μετά υπέφεραν πάρα πολύ. Ωστόσο τα αποτελέσματα μαζί του δεν ήταν ικανοποιητικά. Τότε ο Ποπίκ βρήκε ένα άλλο «εργαλείο» πιο ικανό: Τον Τσουρκάνου Ευγένιο.
Κι αυτός ήταν ένας νεαρός που είχε περάσει λίγες εβδομάδες από την Αδελφότητα του Σταυρού. Το 1945 μπήκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα, κρύβοντας ότι στο παρελθόν ήταν Σταυραδελφός. Ο Τσουρκάνου ζήτησε από τον Μπογδανοβίτσι, το συνάδελφο του να ξεχάσει αυτό το κομμάτι της ζωής του, αλλά ο Μπογδανοβίτσι το είπε όταν συνελήφθη το 1940. Εν τω μεταξύ, ο Τσουρκάνου αναδείχθηκε στο κόμμα, προωθήθηκε στη διπλωματία και ήταν μια μεγάλη ελπίδα των κομμουνιστών. Όμως καταδόθηκε, συνελήφθη και καταδικάστηκε, διότι δεν ήταν «ειλικρινής» με το κόμμα. Μετά απ΄ αυτό μισούσε θανάσιμα τον Μπογδανοβίτσι και όλους τους εχθρούς του κόμματος. Ήθελε ν΄ αποδείξει την αυταπάρνησή του για το κόμμα, ήθελε να ικανοποιήσει τους υπερήφανους πόθους του, ήθελε να εκδικηθεί.
-Θα περάσω επάνω από πτώματα, έλεγε, αλλά θα ξαναδώ την οικογένειά μου και θα προαχθώ στη σταδιοδρομία μου!
Αυτός ο άνθρωπος ήταν έξυπνος, με ισχυρή βούληση, φιλόδοξος, σκληρός και βάναυσος. Έπασχε από μια υπερτροφική φιλαυτία. Και αποδείχτηκε, όπως θα δούμε παρακάτω, ο πιο κατάλληλος άνθρωπος για το συνταγματάρχη Ποπίκ.
Το έτος 1949 ο Τσουρκάνου, ο Μπογδανοβίτσι και άλλοι φοιτητές από την Σουτσεάβα μεταφέρθηκαν στο Πιτέστι. Οι κομμουνιστικές Αρχές έβγαλαν το συμπέρασμα ότι διά της μεθόδου της πειθούς δεν μπορούν να νικήσουν την ψυχική δύναμη των Ρουμάνων νέων. Συνεπώς, καθιερώθηκε ένας νέος τρόπος «αναμορφώσεώς» τους, διά των βασάνων.
Τυφλή υποταγή ή εξουθένωση
Μόλις έφτασε στο Πιστέστι ο Τσουρκάνου, ανέλαβε «υπεύθυνη» εργασία. Στρατολόγησε γρήγορα άλλους δύο τραμπούκους για βοηθούς του, με την υπόσχεση ότι θα αποφυλακιστούν, και σ΄ ένα δωμάτιο, όπου ήταν 25-30 νεαροί, ζήτησε να δηλώσουν όλοι ότι ξεχνούν το παρελθόν τους και γίνονται άνθρωποι του καθεστώτος. Αλλά όχι έτσι όπως έκανε ο Μπογδανοβίτσι. Έπρεπε ν΄ αποδείξουν έμπρακτα την αφοσίωσή τους. Θα ήταν λοιπόν όλοι καλεσμένοι να πολεμούν από εδώ και πέρα για να καταστρέφουν τους «κερατάδες» με οποιαδήποτε μέθοδο.
Όμως οι κρατούμενοι οργίσθηκαν από την αυθάδεια του Τσουρκάνου και τον «στόλισαν» για τα καλά. Του είπαν πως είναι προδότης, άνανδρος, λιπόψυχος, κομμουνιστής, θηρίο, δολοφόνος!
Ο Τσουρκάνου τότε, και οι ακόλουθοι του, έδωσαν τη δική τους απάντηση. Έβγαλαν τα ρόπαλα και άρχισαν να χτυπούν δεξιά και αριστερά, τυφλά και αμείλικτα. Το πλήθος, όμως αντέδρασε με βία, σε μια νόμιμη άμυνα, και οι τρεις μαντατοφόροι της «αναμόρφωσης» δέχτηκαν τις γροθιές και τα ποδοπατήματα των κρατουμένων. Ο Τσουρκάνου χτύπησε τότε την πόρτα και ζήτησε τη βοήθεια της διοίκησης. Είναι γεγονός ότι ο διευθυντής, η Ασφάλεια του Κράτους και πολλοί δεσμοφύλακες περίμεναν κιόλας στην πόρτα.
-Να ζήσετε! είπε ο Τσουρκάνου. Σας αναφέρουμε ότι εδώ έγινε μια αντεπαναστατική και εγκληματική ομαδική ανταρσία και, αν εμείς δεν αντιστεκόμασταν, θα δραπέτευαν οι κρατούμενοι.
Προσπάθησαν οι κρατούμενοι να πάρουν το λόγο, αλλά σκεπάστηκαν τα στόματά τους με τις γροθιές. Οι τραμπούκοι τους ξυλοφόρτωσαν, τους έσπασαν τις πλευρές τους με τα ρόπαλα, καταπάτησαν τα σώματα τους με τις μπότες. Οι δεσμοφύλακες και οι «αναμορφωμένοι» ξυλοκοπούσαν όλη τη μέρα εκείνους τους άτυχους και απροστάτευτους νεαρούς. Ύστερα τους έκλεισαν πάλι στις φυλακές και τους μήνυσαν:
-Αν τολμήσει κάποιος ν΄ αντισταθεί στη διαδικασία της «αναμόρφωσης», θα δολοφονηθεί!
Η επίπληξη ήταν πολύ μεγάλη, τρομακτική. Καταλάβαιναν και δεν καταλάβαιναν τί γίνεται. Ο Τσουρκάνου θριάμβευε απειλητικός. Οι φοιτητές αισθάνονταν αβοήθητοι. Δεν υπήρχε διέξοδος, δεν είχαν σε ποιόν να απευθυνθούν. Έπρεπε να εκλέξουν: τυφλή υποταγή ή εξουθένωση.
Ύστερα γύρω στον Τσουρκάνου μαζεύτηκαν εθελοντικά 10-15 τραμπούκοι, μεταξύ των οποίων ήταν και δύο Εβραίοι. Αυτός ο μικρός πυρήνας διέπραξε μεγάλες φρικαλεότητες στο Πιτέστι, διότι τους είχαν υποσχεθεί την ελευθερία. Ονειρεύονταν λοιπόν ότι θα γίνουν συνταγματάρχες της Ασφάλειας του Κράτους και ταυτίζονταν, κατά κάποιο τρόπο, με τον κινητήρα της πιο θερμής επαναστατικής πράξης.
Ο θάλαμος 4 του Νοσοκομείου
Οι βασανιστές είχαν ώς έδρα τους το θάλαμο 4 του Νοσοκομείου. Ήταν ένας μεγάλος θάλαμος, μέσα στον οποίο χωρούσαν εκατοντάδες άνθρωποι. Τριγύρω είχε ξύλινα κρεβάτια και στο κέντρο του υπήρχε ένα είδος ρίνγκ, πολύ κατάλληλο για τη διαδικασία της «αναμόρφωσης».
Οι τραμπούκοι άρχισαν τα βασανιστήρια χωρίς σύστημα, αλλά με άγριο δάρσιμο, για «ξεπάτωμα». Μπαίναμε στα βασανιστήρια με τη σειρά, ανά 15-20 θύματα, στο κέντρο του δωματίου, ενώ οι άλλοι κρατούμενοι ήταν καθισμένοι σε «θέση διαλογισμού», δίπλα στα ξύλινα κρεβάτια, με τα χέρια στα γόνατα, χωρίς να έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ή να μιλήσουν. Μια ομάδα τραμπούκων έκαναν αστυνομικά μπλόκα γύρω γύρω στα κρεβάτια και κοπανούσαν δυνατά κάθε μικρή αντίδραση των θυμάτων και με καθορισμένες διαταγές.
Οι τραμπούκοι ονομάζονταν «κύριοι» και τα θύματα ήταν «κερατάδες», που υβρίζονταν, δέχονταν εμπαιγμούς, εξευτελισμούς με τους πιο ελεεινούς και φοβερούς τρόπους. Για να είναι ο εξευτελισμός πιο μεγάλος, τα θύματα ήταν γυμνά.
Τη νύχτα κοιμούνταν με το πρόσωπο ακάλυπτο και τα χέρια βγαλμένα έξω από την κουβέρτα, διότι οι περισσότεροι προσπάθησαν κρυφά, κάτω από την κουβέρτα, ν΄αυτοκτονήσουν -αλλά το δικαίωμα να πεθάνεις, απαγορευόταν. Επιδιωκόταν η ψυχική θανάτωση, για να επιτευχθεί η μαρξιστική-λενινιστική αναδιάρθρωση.
Στην πρώτη περίοδο μια ομάδα απελπισμένων νεαρών όρμησαν με τα χέρια και τα κεφάλια τους προς τα παράθυρα, αλλά δεν πρόλαβαν να αυτοκτονήσουν. Μετά, που θεραπεύθηκαν από τις πληγές τους, μπήκαν στη σειρά.
Διάφορες μαρτυρίες για βασανιστήρια
Εφαρμόσθηκαν όλα τα συστήματα βασανιστηρίων.
Το πιο συχνό ξυλοκόπημα γινόταν με γροθιές και με το ρόπαλο. Οι τραμπούκοι είχαν γίνει μεγάλοι αριστοτέχνες στο να μαστιγώνουν στα πιο ευαίσθητα σημεία του σώματος. Το αίμα που κυλούσε τους εξαγρίωνε περισσότερο. Τους είχαν ξεσκίσει πλευρές, κόκκαλα, ραχοκοκκαλιά. Έβλεπες σπασμένα κεφάλια, βγαλμένα μάτια, κατεστραμμένα τύμπανα.
Ένα νεαρό τον σταύρωσαν με σχοινιά και με δύο καρφιά στον τοίχο. Κατόπιν τον χτύπησαν στο συκώτι μέχρι που πέθανε. Ο Τσουρκάνου τον κατέβασε με φτυσίματα από τον τοίχο και τον έσυρε έξω, όπου οι Αρχές και ο διευθυντής υπέγραψαν το πρωτόκολλο του θανάτου, λόγω καρδιακής προσβολής.
Σ΄ έναν άλλο δόθηκε αλμυρό νερό να πιει και πέθανε με φοβερούς πόνους. Πολλούς άλλους τους ξερρίζωναν τα νύχια. Πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε η κινεζική σταγόνα, δηλαδή η στάλα που έπεφτε στο κεφάλι των θυμάτων μέρα νύχτα, μέχρι που τρελαίνονταν. Πολλούς τους κτυπούσαν με το ρόπαλο και τους στούμπιζαν τα πλευρά και το πρόσωπο μέχρι να λιποθυμήσουν. Όσο πιο γνωστό τους ήταν το θύμα, τόσο πιο οδυνηρή ήταν η ένταση των βασάνων.
Άλλη μέθοδος ήταν η στοίβα. Σχημάτιζαν μια στοίβα ανθρώπων, όπως κάνουν τις ξύλινες στοίβες στα δάση, και κατόπιν οι τραμπούκοι ανέβαιναν επάνω και χόρευαν και κοπανούσαν τα θύματα τους, που ούρλιαζαν από τον πόνο, αν και απαγορευόταν να φωνάξεις ή να αναστενάξεις. Εκείνοι λοιπόν που έβγαζαν κραυγές, τιμωρούνταν. Ακόμη έφραζαν τα στόματα τους με βρόμικα κουρέλια, με τα οποία έπλεναν τις τουαλέτες.
Ο Τσουρκάνου είχε τη φιγούρα του λιονταριού: Ξάπλωνε στο ξύλινο κρεβάτι ένα θύμα, καθόταν δίπλα του και άρχιζε βαθμιαία να το πνίγει. Γνώριζε τόσο καλά τις αντιδράσεις των ανθρώπων, ώστε κανόνιζε να κάνει τόσες κινήσεις πνιγμού, όσες αυτός θεωρούσε αναγκαίες μέχρις ότου ο άνθρωπος λιποθυμήσει. Μεταξύ των πρώτων θυμάτων ήταν και ο Μπογδανοβίτσι, τον οποίο ο Τσουρκάνου τον θεωρούσε προσωπικό του αντίπαλο.
Κάποιος είχε παρατηρήσει ότι σε χρονιάρες και σε νηστήσιμες μέρες (την Παρασκευή ιδιαιτέρως) οι «αναμορφωμένοι» ήταν πιο δαιμονισμένοι. Για να πούμε όμως την αλήθεια, δεν υπήρχε καμιά στιγμή ανάπαυσης. Αν δεν ήσουν βασανιζόμενος, τότε ήσουν θεατής στα βάσανα των άλλων.
Πολλοί ξυλοκοπήθηκαν με λεπτά ρόπαλα στα αχαμνά τους και μερικοί απ΄ αυτούς πέθαναν κατόπιν. Άλλους τους ξερρίζωσαν τα μαλλιά τρίχα τρίχα. Τα δόντια τους πηδούσαν από το στόμα τους σαν φασόλια. Άλλους τους κρέμασαν με τα πόδια επάνω και το κεφάλι κάτω, και τους βασάνιζαν. Ούτε η γλώσσα τους δε γλύτωσε από τα βάσανα.
Ήταν γνωστή η περίπτωση ενός νεαρού ο όποιος είχε βυθισθεί με το κεφάλι τόσες φορές στην τουαλέτα ώστε έπαθε μια ψυχωτική άθλια κατάσταση: κάθε μέρα πήγαινε μόνος του, σε μια συγκεκριμένη ώρα, και βύθιζε το κεφάλι του στην τουαλέτα, ενώ το πλήθος χαχάνιζε.
Ένας άλλος νεαρός είχε ομολογήσει: -Έχω φάει τόσες καραβάνες με σκατά, ώστε δε θυμάμαι το νούμερο. Όμως ήμουν ευχαριστημένος να με πιέζουν να τρώω τα δικά μου παρά να μου δίνουν άλλα από την τουαλέτα.
Πολλούς τους ανάγκαζαν να στέκονται μόνο στο ένα πόδι και με το ένα χέρι ανεβασμένο ψηλά. Απαγορευόταν να κουνηθούν. Μ΄ αυτό τον απελπιστικό τρόπο αγκυλωνόταν το πόδι τους απίστευτα για πολλές ημέρες συνεχώς.
Ένα φοιτητή, ο οποίος είχε ξεπεράσει όλα τα ρεκόρ ορθοστασίας, βλέποντας τον ο Τσουρκάνου ότι ακόμη αντέχει, τον χτύπησε, ρίχνοντας τον στο πάτωμα σαν να ήταν ένα ξερό κούτσουρο. Οι μύες του σώματός του είχαν σκληρυνθεί. Δεν ξέρω ακριβώς πόσο διήρκεσε αυτή η κακουχία, αλλά σίγουρα είχε πολλές μέρες ορθοστασίας στο ένα πόδι.
Εάν οι κρατούμενοι ήταν φίλοι μεταξύ τους, οι τραμπούκοι τους ανάγκαζαν ο ένας να κτυπά τον άλλον με σκληρότητα. Εάν όμως ο ένας κτυπούσε το φίλο του ελαφρά και με εύσπλαγχνία, οι τραμπούκοι τον ξυλοφόρτωναν.
Η βλασφημία
Βαθμιαία άρχισε η συστηματικοποίηση των βασανιστικών κακοποιήσεων με ακόμη πιο άθλιους τρόπους. Όταν ο Μπογδανοβίτσι, όντας πιά σε δυσμένεια, ήταν πολύ άρρωστος και κανένας δεν του δινε σημασία, τότε κάποιος είπε τα εξής:
-Κοίτα τον, θα πεθάνει αβάπτιστος. Ελάτε να τον βαπτίσουμε!
Με φρικτά χαχανητά τον πήραν από τα πόδια και τον έχωσαν με το κεφάλι σε μια τουαλέτα γεμάτη ακαθαρσίες, από τις όποιες ρούφηξε αρκετές για να μην πνιγεί. Τέτοιου είδους «βαπτίσεις» γίνονταν συχνά.
Όταν ο Μπογδανοβίτσι ήταν ετοιμοθάνατος, άλλος φιλότιμος είπε στους άλλους:
-Κοιτάξτε, πεθαίνει ακοινώνητος! Και πήρε ακαθαρσίες και τις έβαζε με το ζόρι στο στόμα του.
Τις τελευταίες στιγμές της ζωής του ο Μπογδανοβίτσι είπε σ΄ έναν, ο οποίος τόλμησε να υψώσει τη φωνή του και να τον υπερασπισθεί:
-Σας παρακαλώ να με συγχωρήσετε. Έκαμα λάθη. Δεν πίστευα ότι κάποτε θα φθάσω εδώ. Δεν επιτρέπεται να αστειεύεται κανείς με το διάβολο. Πεθαίνω σαν ένας παλιάνθρωπος και δεν έχω καμιά, ελπίδα. Εάν είναι δυνατό, συγχωρήστε με! Κανείς ποτέ να μη δέχεται ούτε την παραμικρή «συμμαχία» με το διάβολο. Εγώ είμαι θύμα των λαθών μου. Ας διδαχθούν οι άνθρωποι να μη κάνουν ότι έκανα έγώ.
Κοπροφαγία.Άλλο βάσανο πού επινόησαν οι «αναμορφωτές» γιά να συντρίψουν ψυχικά τούς κρατουμένους καί να δεχτούν τήν «αναμόρφωση». Οι κρατούμενοι αναγκάζονταν από τούς «αναμορφωτές» να τρώνε κόπρανα.Σ’αυτούς πού δεν δέχονταν τούς έσπαζαν τα δόντια με σήδερα, τούς άνοιγαν τα στόματα καί με το ζόρι χύνανε μέσα τα κόπρανα.Έχει μαρτυρίες από αυτόπτες μάρτυρες πού λένε ότι φάγανε ολόκληρα κιλά κόπρανα. Όποιος έτρωγε τα δικά του κόπρανα ήταν «τυχερός». Οι κρατούμενοι «βαπτίζονταν» στό δοχείο με κόπρανα. Οι ιερείς έπρεπε να κάνουν «λειτουργία» με ακαθαρσίες (κόπρανα καί ούρα) καί μετά να «κοινωνήσουν» τούς άλλους. Στήν μικρότερη αντίδραση που είχαν, άρχιζε πάλι το ξύλο.
Με τον καιρό η κατάσταση έφτασε σε μια ομαδική τρέλα, όπου οι συμπεριφορές γίνονταν όλο και πιο τραγελαφικές. Ιδού ένα παράδειγμα: Ο Τσουρκάνου βρίσκεται μπροστά σε μια τρομοκρατική και παραμορφωμένη ψυχικά ομάδα για πολλή ώρα. Όλοι τρέμουν, λες και έπαθαν ηλεκτροπληξία, αλλοπαρμένοι και έντρομοι. Κανένας δεν τολμά να σκεφτεί κάτι άλλο, παρά μόνο τη Γραμμή του Τσορκάνου. Πολλοί αμιλλώνται πως να τον ευχαριστήσουν.
-Γδυθείτε! διατάζει ο Τσουρκάνου. Έσύ είσαι παρθένος… ενώ εσύ (και δείχνει κάποιον άλλο) είσαι ο άγιος Ιωσήφ. Θ΄ αποδείξουμε τώρα πως ήταν δυνατό να ενσαρκωθεί ο Υιός του Θεού -νά τον πάρει ο διάβολος- από μια Παρθένο που έμεινε για πάντα Παρθένος. Λοιπόν, Μαρία, δείξε τον πισινό σου! έτσι, έτσι… (ακολουθεί μια ανήκουστη βλασφημία την οποία μόνο ένας δαιμονισμένος νους μπορούσε να φανταστεί). Ο σκοπός ομολογουμένως των βασανιστών ήταν να σκοτώσουν την πίστη στον Θεό μέσα στο νου και στην καρδιά των κρατουμένων. (Λόγω της ευλάβειας μας προς την Θεοτόκο δε γράφουμε εδώ ακέραια την αφήγηση του συγγραφέα).
Ζητώ να με συγχωρήσετε διότι γράφω αυτά τα ασεβή και βλάσφημα λόγια και έργα τους για την Θεοτόκο και για άλλα ιερά πρόσωπα. Το κάνω με τρόμο και πόνο, αλλά πιστεύω ότι ο κόσμος χρειάζεται αυτό το σοκ για να ξυπνήσει. Ένας κόσμος, που ο ίδιος είναι πνευματικά αλλοτριωμένος, χρειάζεται να γνωρίζει τέτοιες φρικαλεότητες για να ξυπνάει και να αισθάνεται έντονα το χάσμα στο οποίο ολισθαίνει.
Αυτό το οποίο διέταξε ο Τσουρκάνου εκτελέσθηκε.
Καθώς εξετελείτο δημόσια αυτό το πανάθλιο και ελεεινό έργο, με ένα σήμα του Τσουρκάνου το ακροατήριο ξέσπασε σε σκανδαλώδη γέλια, ζητωκραυγές και κοροϊδίες των ιερών πραγμάτων.
Εκείνοι οι άθλιοι άνθρωποι είχαν χαμένα και αλλοίθωρα τα βλέμματά τους, έμοιαζαν με φίδια που επιτίθενται, με θηρία που τα δαγκώνουν θανάσιμα, με τρελούς ή δαιμονισμένους. Η έκφραση των προσώπων τους ήταν αγριωπή. Οι χειρονομίες τους ανήσυχες και εξαρθρωμένες. Όλοι ήταν αναγκασμένοι να χειροκροτούν, αλλά όχι στον ίδιο ρυθμό, ένταση και χρόνο, διότι ο καθένας τους είχε φτάσει σ΄ ένα δικό του βαθμό αντοχής.
Η φαντασία άρχισε να λειτουργεί πυρετωδώς και περιγελάστηκαν κλιμακωτά και άλλα ιερά γεγονότα του Χριστιανισμού: Η διαφυγή στην Αίγυπτο, η επί του Όρους Ομιλία, οι Απόστολοι, ο Ιησούς και η Μαρία Μαγδαληνή, το Πάσχα κ.τ.λ. Με αυτά τα μέσα το Καθεστώς επεδίωκε την καταστροφή της πίστεως, το τελευταίο προπύργιο της ανθρώπινης αντίστασης, που έπρεπε να εξορισθεί από τις δυνάμεις του σκότους.
Δημήτριος Μπορντειάνου. Αυτόπτης μάρτυρας της «Αναμόρφωσης» καί συγγραφέας. Έγραψε το συγκλονιστικό βιβλίο-ντοκουμέντο «Μαρτυρίες από το βάλτο τής απογνώσεως». Μέσα στην «Αναμόρφωση» ο Μπορντειάνου δεν αρνήθηκε τον Θεο, απλά δήλωσε δημόσια ότι δεν προσεύχεται πλεον.Δαιμονίστηκε. Θεραπεύτηκε μερικά χρόνια αργότερα, σε άλλη φυλακή από τον Γεώργιο Ζιμπόιου.
Πρέπει να σας καθαρίζουμε το μυαλό κομμάτι κομμάτι!
Τα στάδια, από τα οποία περνούσε η «αναμόρφωση» ήταν τέσσερα:
1. Η καταστροφή της αντοχής των ανθρώπων διά τής βίας, μέχρι το επαναστατικό σόκ, δηλαδή μέχρι την υποχώρηση και την αποδοχή της «αναμόρφωσης».
2. Η αυτοκαταγγελία, η οποία έπρεπε να φανερώνει όλο το παρελθόν και το παρόν, ότι ήξερε ο καθένας για τους φίλους του και για τους ξένους. Αυτή γινόταν εγγράφως. Η ειλικρίνεια έπρεπε να είναι απόλυτη. Εάν η αύτοκαταγγελία ενός δεν ανταποκρινόταν με του αλλουνού, τότε ακολουθούσαν τα πιο φρικιαστικά βάσανα. Άρα κανένας δεν τολμούσε να κρύψει κάτι πια.
3. Ο εμπαιγμός και η απάρνηση όλων των αξιών και των ιδεών του παρελθόντος, ιδιαίτερα η διακωμώδηση της θρησκείας και του Θεού.
4. Η ένταξη του αναμορφωμένου ως στελέχους της «αναμόρφωσης», με σκοπό να καταστρέψει με οποιαδήποτε μέθοδο όλους που αρνούνται ν΄ αναμορφωθούν.
Απ΄ αυτό το ψυχοπαθολογικό σχέδιο φαίνεται ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια επιστήμη καθαίρεσης του άνθρωπου, η οποία έχει εφαρμοστεί άσπλαχνα στις ψυχές και στις συνειδήσεις κάποιων αθώων νεαρών.
Τα θύματα ήταν πάντοτε υπό την παρακολούθηση των τραμπούκων:
-Έε παλιόσκυλο, πες μου τι γίνεται με σένα; ρώτησε ένας τραμπούκος κάποιον βασανισμένο επί μήνες νεαρό από την Κωστάντζα.
Είναι πάρα πολλά, άρχιζε να λέγει με φωνές ο νεαρός. Δεν χορτάσατε πιά; Θέλεις να γίνεις προδότης και της μάνας σου, που θυσιάσθηκε για να σε μεγαλώσει;
Και επειδή απάντησε σωστά, κτυπήθηκε μέχρις αίματος. Αυτός ο άνθρωπος σε κάποια στιγμή απροσεξίας των φυλάκων, πήδηξε από τον τρίτο όροφο με το κεφάλι κάτω στο κενό της εσωτερικής σκάλας και πέθανε. Οι υπεύθυνοι για την παρακολούθηση του, τιμωρήθηκαν. Ο διοικητής έστειλε τότε μια επιτροπή να ερευνήσει για την αιτία του θανάτου του και, κτυπώντας το πτώμα με την μπότα του, είπε:
-Δώσε τον στο… γιατρό και γράφε «τριτογενής σύφιλις»…!
Τα θύματα ήταν συνεχώς υπό την παρακολούθηση των δημίων.
-Τι σκέφτεσαι; ρώτησε ο δήμιος ένα θύμα.
Ο άνθρωπος αυτός χανόταν ψυχικά και μια εσωτερική τρομάρα σκότιζε το νου του. Εάν άρχιζε να ψεύδεται, φοβόταν. Αν έλεγε την αλήθεια, τον τρομοκρατούσαν και τον ράβδιζαν αμέσως.
Το ρίγος της τρομάρας και ο πανικός είχαν γενικευθεί. Οι άνθρωποι αναγκάζονταν ν΄ αποβάλλουν κάθε λογισμό που δεν άρεσε στην «αναμόρφωση» και σκέπτονταν μόνο, όπως τους διέταζαν.
Ένα από τα συνθήματα της «αναμόρφωσης» ήταν, «πρέπει να καθαρίζουμε κομμάτι-κομμάτι το μυαλό σας». Και αληθινά, με τα συνεχή και ανεύθυνα βάσανα έγινε η συνθηκολόγηση μερικών συνειδήσεων σπάνιας ωραιότητας. Μερικοί άντεξαν μια μέρα, άλλοι μια βδομάδα, άλλοι ένα μήνα και άλλοι μερικούς μήνες, αλλά κανένας δεν μπορούσε να αντέξει παντοτινά. Η αντοχή τους στο Πιτέστι εξαρτήθηκε από τρεις συντελεστές: από τη δύναμη των πιέσεων που είχε επιβληθεί σε κάθε άνθρωπο, από την προσωπική, ψυχική και σωματική αντοχή τους, και από τη συνείδηση του καθενός, η οποία είχε μεγάλη σημασία σε κάθε περίπτωση.
Πηγές:
Κείμενο: Ιωάννη Ιανολίδε, Συνταρακτικά περιστατικά φυλακισμένων Ρουμάνων Ομολογητών και Μαρτύρων του 20ου αιώνα, Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη, Έκδοσις Α΄, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 81-95.
Εικονογράφηση: 1. Icoana Noilor Martiri ai pământului Românesc, Editura Bonifaciu, Bacău 2009.
2. Fericiti cei prigoniti -martiri ai temniţelor româneşti-, ed. îngrijită de Matei Marin, Editura Bonifaciu, Bucuresti 2008.
Πηγή: Διακόνημα