Αναμφίβολα, ο κορωνοϊος, αποτελεί έναν πανεθνικό λοιμό, που απειλεί, αδιάκριτα, το σύνολο του ελληνικού λαού και ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Ωστόσο, απέναντι σε μια τέτοια εθνική απειλή, σε έναν, όπως χαρακτηρίστηκε από την ελληνική πολιτεία, «αόρατο πόλεμο», αν θέλαμε να αμυνθούμε αποτελεσματικά, σύμφωνα με την ελληνική διαχρονική εμπειρία και παράδοση, θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν όλες οι συνήθεις διαθέσιμες δυνάμεις.
Δυστυχώς, όμως, η χώρα μας χρησιμοποίησε, εξ’ αρχής, μόνον τα ανθρώπινα και ορθολογικά μέσα, ενώ απέκλεισε τα θεία και πνευματικά, θεωρώντας τα, μάλιστα, για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας, όχι μόνον ακατάλληλα και ανίκανα να συμβάλουν στην άμυνα κατά του ιού αλλά και επικίνδυνα!
Δεν αμφιβάλλει κανείς ότι η συμβολή και η βοήθεια της Ιατρικής Επιστήμης, είναι σπουδαία και απαραίτητη. Όμως, για ποιον λόγο αποκλείστηκε και υποτιμήθηκε, μεθοδευμένα και προκλητικά, η Θεία βοήθεια από τους Ιθύνοντες, την Πολιτεία και τη διοικούσα Εκκλησία;
Γιατί διώκονται οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί και απομακρύνονται, με αυτόν τον αυταρχικό και αψυχολόγητο τρόπο, από το ψυχικό τους θεραπευτήριο, τη Μητέρα τους, την Εκκλησία;
Γιατί, ενώ, σε όλες τις εθνικές πανδημίες, ο λαός μας έσπευδε συλλογικά και ζητούσε στις Εκκλησίες του τη θεία προστασία, δύναμη, βοήθεια και σωτηρία του από τα επερχόμενα δεινά, εκφράζοντας έτσι την πίστη και την ελπίδα του στον Τριαδικό Θεό και στους Αγίους του, στην προκειμένη περίπτωση, δεν του επιτρέπεται να το κάνει;
Η επίκληση του κινδύνου μετάδοσης του ιού σε εκκλησιαστικές συναθροίσεις αποτελεί προκλητική, αντιφατική και αδικαιολόγητη πρόφαση.
Διότι, πώς είναι δυνατό να βρίσκονται υγειονομικές λύσεις, για να πηγαίνουν οι Έλληνες πολίτες στα καταστήματα αγοράς τροφίμων, στις Τράπεζες, στα φαρμακεία, σε αθλητικές δραστηριότητες, στην έξοδο των κατοικίδιων ζώων τους και δεν μπόρεσαν να βρεθούν παρόμοιες υγειονομικές λύσεις, για να μπορούν οι πιστοί να εκκλησιάζονται;
Πώς είναι δυνατόν να καταργεί η Πολιτεία, με τη σύμφωνη γνώμη της διοικούσας Εκκλησίας, το ίδιο το Σύνταγμα της χώρας, που κατοχυρώνει, ρητά και κατηγορηματικά, το δικαίωμα των πιστών πολιτών, να λατρεύουν τον Θεό τους, τηρώντας, φυσικά, τόσο τους υγειονομικούς όρους όσο και τους κανόνες της πίστεώς τους;
Όλοι, οι νουν έχοντες, αντιλαμβάνονται ότι δημιουργείται, δυστυχώς για πρώτη φορά, τεράστιο οντολογικό θέμα στον ορθόδοξο λαό της χώρας, όταν του απαγορεύουν, στο όνομα οποιασδήποτε ανάγκης ή κινδύνου, χωρίς να αναζητείται μάλιστα λύση αναλογίας, να λειτουργεί ως Εκκλησία, σύναξη, συνάθροιση.
Ουσιαστικά, με την πρωτόγνωρη, για την πίστη μας, αποδοχή ενός αναπόδεικτου κινδύνου, της δήθεν μετάδοσης του ιού, μέσω της συμμετοχής των πιστών στη Θ. Ευχαριστία, αμφισβητείται η αλήθεια της Εκκλησίας περί του μυστηρίου της Θείας Κοινωνίας, ως μετοχής στο σώμα και το αίμα του Χριστού, προς ίαση της ψυχής και του σώματος.
Με άλλα λόγια, οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί στερούνται τη δύναμη που παίρνουν από τη Θεία Ευχαριστία, την κοινή προσευχή, την κοινή έκφραση της πίστεως, μέσω της οποίας αιτείται, εν τη ενώσει, και λαμβάνεται από τον Θεό κάθε αγαθό, στο όνομα του Ιησού Χριστού, σύμφωνα με τη ρήση του Ίδιου: «Πάλι σας διαβεβαιώνω ότι, εάν δύο από σας συμφωνήσουν μεταξύ τους, ό, τι αγαθό πράγμα και αν ζητήσουν, διά της προσευχής τους, θα το λάβουν από τον Πατέρα μου. Διότι, όπου δύο ή τρεις είναι συναθροισμένοι στο όνομά μου, εκεί είμαι και εγώ, εν μέσω αυτών» (Ματθ. 18. 19-20).
Υποστηρίζεται ότι ο αόρατος πόλεμος, που δεχόμαστε από τον Κορωνοϊό, εκτός των άλλων, έχει και χαρακτηριστικά βιολογικού πολέμου και, επομένως, αποτελεί μια δύσκολη συλλογική δοκιμασία, για την αντιμετώπιση της οποίας, είναι ανάγκη να συνυπάρχει, μαζί με τα επιστημονικά ιατρικά μέτρα και μέσα της σωματικής προστασίας και θεραπείας, μια επίσης δυνατή και έντονη θεία παρέμβαση, η οποία όμως, είναι ανάγκη, να αιτείται, για να έρχεται, μέσα από συλλογική εκκλησιαστική προσευχή και επίκληση: «αιτείτε και δωθήσεται υμίν» (Ματθ. 7, 7).
Γι αυτό, δεν είναι λίγοι εκείνοι που διαφωνούν και αντιστέκονται ως διωκόμενοι πιστοί, στην εξορία που υφίστανται, από τα πνευματικά τους καταφύγια, που είναι οι τοπικές τους Εκκλησίες.
Διότι, εάν ο παρών λοιμός αποτελεί έργο του αρχέκακου διαβόλου, ο οποίος, μέσω του ιού, καραδοκεί και περιπατεί ωρυόμενος, ζητώντας κάποιους ευάλωτους για να τους κατασπαράξει, τότε, η βίαιη απομάκρυνση των πιστών από τον Χριστό του Ποτηρίου και την Εκκλησία τους, δεν αποτελεί τη βέλτιστη λύση, όπως θεωρείται από εκείνους που την επέβαλαν, σε αντίθεση, μάλιστα, με αυτό που ορίζει ο ίδιος ο Χριστός, ως λύση, που είναι η δυνατή πίστη.
Ως παράδειγμα, αναφέρουμε τη θεραπεία του δαιμονιζόμενου παιδιού (Μάρκ. 9, 17-29), του οποίου ο πατέρας ζήτησε από τους μαθητές του Χριστού να εκδιώξουν από το παιδί το κακό πνεύμα, αλλά εκείνοι δεν μπόρεσαν να το πράξουν.
Όταν, έπειτα, ανέφερε ο πατέρας του παιδιού στον Χριστό, την αδυναμία των μαθητών να κάνουν το θαύμα, Εκείνος θεώρησε, ως αιτία, την έλλειψη πίστεως και από την πλευρά των μαθητών και από την πλευρά του πατέρα, χαρακτηρίζοντάς τους ως «γενεά άπιστη».
Αυτό διαπιστώνεται, στη συνέχεια, όταν ζητάει ο πατέρας από τον ίδιο τον Ιησού, αν μπορεί, να τους σπλαχνιστεί και να τους βοηθήσει.
Εκείνος αντέστρεψε την ερώτηση και του απάντησε: Εάν εσύ μπορείς να πιστέψεις, τότε όλα είναι κατορθωτά στον πιστεύοντα.
Τότε, ο πατέρας του παιδιού, με δάκρυα στα μάτια, έκραξε και είπε: Πιστεύω Κύριε, βοήθησέ μου να απελευθερωθώ από την απιστία και να αποκτήσω πιο ζωντανή πίστη.
Έτσι, ο Χριστός διέταξε τα δαιμόνια και εξήλθαν αμέσως από το παιδί και το παιδί απελευθερώθηκε και θεραπεύτηκε.
Όταν, μετά το θαύμα, τον ρώτησαν, κατ ιδίαν, οι Μαθητές, γιατί δεν μπόρεσαν εκείνοι να διώξουν το ακάθαρτο πνεύμα, Εκείνος τους απάντησε: «Αυτό το γένος των δαιμονίων, με τίποτε άλλο δεν φεύγει, παρά μόνον με προσευχή και νηστεία», δηλαδή με τη διαρκή και οντολογική σύνδεση με τον Θεό και την αποφυγή και άρνηση του κακού.
Άραγε, συνειδητοποιείται σήμερα από όλους μας ότι η αιτία όλων των κακών, «τούτο το γένος», όπως επισημαίνει ο Χριστός, είναι τα κακά πνεύματα των δαιμόνων, που μας εμπνέουν, μας προτείνουν και, ουσιαστικά, μας οδηγούν στο κακό και, συνεπώς, ότι η κατά του κορωνοϊού μάχη, ως δαιμονικό έργο, είναι, εκτός από επιστημονική, και μία πνευματική μάχη, η έκβαση της οποίας συνδέεται τόσο με την επιστήμη όσο και με την πίστη;
Μήπως, εθισμένοι, όπως είμαστε, να ζούμε υλιστικά, ξεχνούμε ότι επιστήμη και πίστη, λογική και θρησκευτικότητα, δεν αποτελούν αντίθετες και εχθρικές περιοχές, αλλά δύο, ομόκεντρα λειτουργούσες συμμαχικές δυνάμεις της ανθρώπινης ψυχοσωματικής οντότητας;
Μήπως είναι ανάγκη, με αφορμή την παρούσα παγκόσμια πανδημία, να σκεφτούμε, παράλληλα με την αναζήτηση των θεραπευτικών εμβολίων του σώματος, την αναζήτηση, επίσης, των πνευματικών θεραπευτικών εμβολίων της ψυχής;
Μήπως ο Κορωνοϊός μπορεί να λειτουργήσει και ως θετική ευκαιρία, για να ανανήψουμε από την πνευματική μας αοπλία, ραθυμία και απιστία, να λειτουργήσουμε, ως κατ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού οντότητες, να αλλάξουμε τρόπο σκέψης και ζωής και να βρούμε, υπαρκτικά, την ψυχοσωματική μας ισορροπία;
Άραγε, η παρούσα συμφορά θα μπορούσε, ενδεχομένως, να λειτουργήσει ως σειρήνα αφύπνισης και αποδοχής των θείων προτάσεων του Ιησού Χριστού για άσκηση της προσευχής και της νηστείας, ως μέσων ζωοδόχου αναφοράς και σχέσεως με τον Θεό και Δημιουργό μας και ως αποτελεσματικών φαρμάκων και όπλων εναντίον της ασθένειας, που προκαλείται στον άνθρωπο, λόγω, αφενός, της αποστασίας του από τον Θεό και, αφετέρου, της σύνδεσής του με τον πονηρό εφευρέτη των κακών;
Από θεολογικής πλευράς, καθίσταται σαφές ότι, απ’ όπου και αν ξεκίνησε το κακό της τωρινής πανδημίας, αποτελεί έναν, όντως αόρατο, καταστροφικό, μισάνθρωπο και δαιμονικό πόλεμο.
Η αποτελεσματική του αντιμετώπιση δεν είναι, απλώς και μόνον, θέμα ανακάλυψης του θεραπευτικού φαρμάκου ή εμβολίου, αλλά, παράλληλα και κυρίως, θέμα πίστεως και παρακλήσεως στον Ιησού Χριστό, τον Μόνο, που, αποδεδειγμένα, μπορεί να αποτρέπει και να νικά την αιτία κάθε κακού, λυτρώνοντας τον άνθρωπο από τη μισάνθρωπη παρουσία του αρχέκακου διαβόλου.
Πηγή: (Άρθρο από την εφημ. «Ορθόδοξη Αλήθεια», 08-04-2020),