Στις 27 Σεπτεμβρίου 2001 – διηγείται ο Στυλιανός … – έπαθα ένα βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο (θρομβωτικό) και το αριστερό χέρι και πόδι ήταν σε πλήρη ακινησία. Ο λόγος μου ήταν αργός και όχι σταθερός. Έμεινα στο Νοσοκομείο δέκα μέρες και ύστερα πήγα στο σπίτι. Κατά το τέλος Δεκεμβρίου του ιδίου έτους άρχισα να σηκώνωμαι και να κυκλοφορώ με μπαστούνι.
Στις 9 Ιανουαρίου 2002 και ενώ έκανα αντιπηκτική αγωγή, παθαίνω το δεύτερο εγκεφαλικό επεισόδιο και ταυτόχρονα πνευμονική εμβολή. Πάλι το αριστερό χέρι και πόδι μένουν χωρίς κίνηση. Οι γιατροί λένε ότι δεν υπάρχει σωτηρία για μένα. Μ’ αυτή την αγωγή δεν δικαιολογείται ο θρόμβος που προκάλεσε το εγκεφαλικό και την πνευμονική εμβολή. Βρίσκομαι και πάλι στο ΑΧΕΠΑ στο κρεββάτι του πόνου.
Στις εννέα προς δέκα Ιανουαρίου, στις τρεις μετά τα μεσάνυχτα, ενώ με είχε πάρει για λίγο ο ύπνος, ξύπνησα και είδα όλο τον θάλαμο φωτισμένο άπλετα με ένα λευκό φως που δεν μπορώ να το περιγράψω. Γύρισα προς την πόρτα και αντί να δω κάποια νοσηλεύτρια, βλέπω δυο άνδρες με γαλάζια άμφια, με μορφή γαλήνια, την οποία γαλήνη μετάδωσαν και σε μένα πριν ακόμη τους μιλήσω. Όταν πλησίασαν κοντά μου τους ρώτησα ποιοι είναι και με πραεία φωνή μου είπαν: «Ο Κοσμάς και ο Δαμιανός είμαστε, Στυλιανέ, γιατροί είμαστε».
Ο ένας κρατούσε ένα μικρό Άγιο Ποτήριο με την λαβίδα. Ο άλλος ένα δοχείο γυάλινο με ένα Σταυρό στην μέση και τρία κλωνάρια βασιλικό. Πλησίασαν, με ράντισαν με τον αγιασμό και έπειτα ράντισαν και τον άλλο ασθενή του θαλάμου, τον Αναστάσιο από ένα χωριό της Κοζάνης.
Στην συνέχεια έρχονται να με κοινωνήσουν. Τους είπα ότι την προηγούμενη μέρα το απόγευμα είχα φάει κρέας και μου απάντησαν: «Μη στενοχωριέσαι, εμείς το γνωρίζουμε. Και ένα να γνωρίζης. Αυτόν που εμείς φέραμε σε σένα, Αυτόν και εσύ από εδώ και στο εξής θα δίνεις στους ανθρώπους».
Μου έδωσαν το μάκτρο και με κοινώνησαν. Το ίδιο έκαναν και στον Αναστάση. Αφού μας ευλόγησαν, έφυγαν και το φως έσβησε μόνο του. Τότε τινάχθηκα πάνω στο κρεββάτι και ένιωσα κάτι παράξενο. Πριν ακόμα αρχίσω να σκέφτωμαι και να συνειδητοποιώ τι συνέβη, ένιωθα την ευλογία τους. Έβγαλα από το στόμα μου τον Άγιο Άρτο και το χέρι μου κοκκίνισε. Τότε κατάλαβα πως ήταν κάτι το αληθινό, κάτι το υπαρκτό. Με δέος τον κατέλυσα. Δόξασα τον Θεό και πραγματικά περίμενα με αγάπη μέσα μου τον θάνατο.
Αλλά συνέβη το αντίθετο. Ενώ ήμουν με 80 τοις εκατό αναπηρία και σύμφωνα με το νόμο 2643 ήμουν άτομο με ειδικές ανάγκες, από εκείνη την στιγμή άρχισαν όλα να πηγαίνουν προς το καλύτερο. Η αποκατάσταση της υγείας μου ήταν γρήγορη, θεαματική και οι γιατροί απορούσαν γι’ αυτό.
Όταν μετά από λίγους μήνες βρέθηκα με κάποιον Γέροντα Αγιορείτη και του διηγήθηκα όλα αυτά, μου είπε: «Στυλιανέ, τι ήταν αυτό που σου έφεραν οι Άγιοι εκείνη τη νύχτα; Ήταν ο Χριστός, το Σώμα και το Αίμα Του, η θεία Κοινωνία. Ποιος είναι αυτός που δίνει στους ανθρώπους την θεία Κοινωνία; Ο Ιερέας. Στυλιανέ, παιδί μου, ήρθε η ώρα για τον θάνατο, όχι τον πνευματικό, αλλά τον θάνατο του παλαιού Στυλιανού, ήρθε η ώρα για να γίνης Ιερέας».
Έτσι στις 14-12-2003, χωρίς προηγουμένως να το έχω σκεφθή ποτέ, χειροτονήθηκα Διάκονος από τα ευλογημένα χέρια του αειμνήστου Μητροπολίτου Σισανίου και Σιατίστης κυρού Αντωνίου, και στις 23-5-2004 πρεσβύτερος σε ηλικία 41 ετών.
Πηγή: (Από το βιβλίο: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τ. Α’, Άγιον Όρος 2009, σελ. 394), Κοινωνία Ορθοδοξίας