ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ:
Ὁ ἐνδεδειγμένος χῶρος δημοσιεύσεως τοῦ κειμένου ποὺ ἀκολουθεῖ ἦταν ἡ ἐφημερίδα «Ὀρθόδοξος Τύπος», καὶ ἐκεῖ πραγματικὰ ἐστάλη αὐτὸ πρὶν ἀπὸ 14 μῆνες (12.7.2022) ὡς ἀπάντηση σὲ ἐπικρίσεις κατὰ τοῦ Τρεμπέλα ἀπὸ τὸν π. Βασίλειο Βολουδάκη ποὺ εἶχαν δημοσιευτεῖ σ᾿ αὐτή. Ὅμως ἡ Ἐφημερίδα ἀρνήθηκε νὰ δημοσιεύσει τὸ κείμενο. Μάλιστα δὲν καταδέχτηκε νὰ δώσει ἐξήγηση γιὰ τοὺς λόγους τῆς ἀρνήσεώς της, παρὰ καὶ τὴ σχετικὴ τηλεφωνικὴ αἴτηση πρὸς τὸν διευθυντή της. Κατόπιν αὐτοῦ παρεκάλεσα τὸν κ. Λουδάρο νὰ φιλοξενήσει τὸ κείμενο στὸ ORTHODOXIA INFO, καὶ τὸν εὐχαριστῶ ὁλόψυχα γι᾿ αὐτό. Πρὸς διευκόλυνση τῶν ἀναγνωστῶν ποὺ τυχὸν θὰ ὑποβληθοῦν στὸν κόπο νὰ τὸ μελετήσουν, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ σημειωθοῦν κάποια στοιχεῖα:
Στὶς 11 Φεβρουαρίου 2022 δημοσιεύτηκε στὴν Ἐφημερίδα «Ὀρθόδοξος Τύπος» ἀπομαγνητοφωνημένο κείμενο ὁμιλίας τοῦ π. Βασιλείου Βολουδάκη μὲ τὸν τίτλο: «Διατί θέλουν ἔγγαμον τὴν Παναγίαν;» (ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ, ἀρ. φύλλου 2388).
Στὴν ὁμιλία του αὐτὴ ὁ π. Βασίλειος, ἀντικρούοντας τὸν ἰσχυρισμὸ τοῦ καθηγητοῦ Χρυσοστόμου Σταμούλη ὅτι ὁ Χριστός μας θὰ μποροῦσε νὰ γεννηθεῖ καὶ ἀπὸ ἔγγαμη γυναίκα, αἰφνιδίως στράφηκε κατὰ τῶν ἀειμνήστων καθηγητῶν Ἀνδρέα Θεοδώρου, Μέγα Φαράντου καὶ ἰδιαίτερα κατὰ τοῦ καθηγητοῦ Τρεμπέλα, λέγοντας μεταξὺ ἄλλων ἐπὶ λέξει καὶ τὰ ἑξῆς: «Ὁ μακαριστὸς Παναγιώτης Τρεμπέλας, ὁ Μέγας Φαράντος, καθηγητὴς Δογματικῆς, ἔχουν πέσει σὲ πολλὰ λάθη καὶ παραπέμπει ὁ ἕνας στὸν ἄλλον. Ὁ Μέγας Φαράντος παραπέμπει στὸν Παναγιώτη Τρεμπέλα, ὁ ὁποῖος λέει βλάσφημα πράγματα καὶ ἦταν εὐσεβέστατος ἄνθρωπος». Προσθέτει δὲ ὁ π. Βασίλειος συγκαταβατικά: «Δὲν γνώριζαν οἱ ἄνθρωποι. Εἶχαν προσεγγίσει ἀκαδημαϊκά. Οἱ Ἱεράρχες μας ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον σὲ ὅλη τὴν περίοδο αὐτὴ δὲν εἶχαν τὴ δυνατότητα νὰ πιάσουν αὐτὰ τὰ λάθη τὰ μεγάλα».
Στὴ συκοφαντική του αὐτὴ ἐπίθεση κατὰ τοῦ Τρεμπέλα ἀπάντησα μὲ κείμενο ποὺ δημοσιεύτηκε στὴν Ἐφημερίδα στὶς 20 Μαρτίου 2022 μαζὶ μὲ μακροσκελὴ ἀνταπάντηση τοῦ π. Βασιλείου.
(https://orthodoxostypos.gr/θεολογικοσ-διαλογοσ/)
Στὴν ἀνταπάντησή του ὁ π. Βασίλειος ἐπιτέθηκε μὲ ἀπίστευτη δριμύτητα κατὰ τοῦ Τρεμπέλα. Ἔτσι ἄρχισε νὰ συντάσσεται τὸ παρὸν κείμενο πρὸς ἀναίρεση τῶν νέων συκοφαντιῶν. Στὸ μεταξὺ ἀπέστειλα ἐπιστολὴ στὸν «Ὀρθόδοξο Τύπο», μὲ τὴν ὁποία ἔθετα στὸν π. Βασίλειο δύο ἐρωτήματα, μὲ τὴν ἀμυδρὴ ἐλπίδα ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ βοηθηθεῖ νὰ κατανοήσει δυὸ κραυγαλέα λάθη του καὶ μὲ μία αἴτηση συγγνώμης νὰ θέσει τέλος στὴν ἀντιπαράθεση. Ἀντ᾿ αὐτοῦ δέχθηκα νέα ἐπίπληξη, συνοδευόμενη ἀπὸ εἰρωνικὲς ἐκφράσεις.
(https://orthodoxostypos.gr/θεολογικοσ-διαλογοσ-2/)
Στὸ ἀποκορύφωμα, ὅταν ἀπεστάλη ἡ ἀπάντηση στὸν «Ὀρθόδοξο Τύπο», συνάντησε ἄρνηση δημοσιεύσεως. Ἔτσι – ὅπως τονίστηκε στὴν ἀρχὴ τοῦ παρόντος σημειώματος – προέκυψε ἡ δημοσίευσή του ἐδῶ μὲ ἐλάχιστες, κυρίως ὀρθογραφικές, διορθώσεις ὡς χρέος ἱερὸ στὴ μνήμη τοῦ Καθηγητοῦ Παναγιώτου Τρεμπέλα, τοῦ μεγάλου αὐτοῦ θεολόγου ποὺ ἀναλώθηκε ὐπηρετώντας τὴν Ὀρθοδοξία μας, ὁ ὁποῖος ὅμως πολεμήθηκε, συκοφαντήθηκε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ συκοφαντεῖται ἀδίκως μέχρι καὶ σήμερα.
Πιθανὸν κάποιους τὸ παρὸν κείμενο νὰ τοὺς στενοχωρήσει.
Ὅμως τὸ χρέος πρὸς τοὺς νεκρούς, ποὺ πιὰ ἀδυνατοῦν νὰ ἀπαντήσουν, βαραίνει πολύ).
Ὁ Τρεμπέλας συκοφαντούμενος Γ΄
ΜΕΡΟΣ Α΄
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ β΄ΑΠΑΝΤΗΣΕΩΣ τοῦ π. Βασιλείου
Θὰ σχολιάσω πρῶτα τὴν ἀπάντηση τοῦ π. Βασιλείου στὸ δεύτερο κείμενό μου, ὅπου τοῦ ἔθετα δύο ἐρωτήματα. Ἴσως κάποιοι δὲν τὰ ἔχουν ὑπ᾿ ὄψιν τους, διότι, πιθανὸν ἐκ παραδρομῆς, αὐτὰ δὲν δημοσιεύτηκαν στὴν Ἱστοσελίδα τῆς ἐφημερίδας.
Τὸ πρῶτο ἐρώτημα ἦταν νὰ δώσει ἀκριβὴ παραπομπὴ τοῦ κειμένου, βάσει τοῦ ὁποίου ἐπέκρινε σφοδρῶς τὸν Τρεμπέλα. Ἀπὸ τὴν ἀπάντηση τοῦ π. Βασιλείου ἀποδείχτηκε ὅτι τὸ κείμενο δὲν ἀνήκει στὸν ἀείμνηστο καθηγητή.
Ὑπενθυμίζω ὅτι ὁ π. Βασίλειος δήλωνε κατηγορηματικὰ τὰ ἑξῆς:
«Ποῦ εἶδε ὁ κ. Μποζοβίτης τὴν συκοφαντία µου κατὰ τοῦ Τρεµπέλα; Παραχάραξα τὰ λόγια του; Δὲν µετέφερα ἐπακριβῶς τὶς φράσεις του, στὶς ὁποῖες παραπέµπει ὁ Μέγας Φαράντος; Συκοφαντία θεωρεῖ τὰ λόγια µου ὁ κ. Μποζοβίτης, γιατί συντάσσεται µὲ τὸ λάθος τοῦ Τρεµπέλα καὶ ὄχι µὲ τὴν Ὀρθόδοξη Δογµατική. Ἔγραψε ἢ δὲν ἔγραψε τὰ παρακάτω λόγια ὁ Τρεµπέλας; Βεβαίως τὰ ἔγραψε καὶ σ᾿ αὐτὰ παραπέµπει καὶ ὁ Μέγας Φαράντος. Τὰ παραθέτω: «Ἡ ἄποψις, καθ᾿ ἢν ὁ Ἰησοῦς ὑπερενίκα εὐκόλως τὴν ἀµαρτίαν στερεῖ τὸν Ἰησοῦν τῆς ψυχικῆς ζωῆς αὐτοῦ· ὁ Ἰησοῦς ἐπάλαισε διὰ νὰ νικήσῃ τὴν ἀµαρτίαν» (!), συµπληρώνει, ὅµως: «Βεβαίως πρέπει νὰ ἀπορριφθῇ πάσα σκέψις οὐ µόνον περὶ ἁµαρτίας, ἀλλὰ καὶ ἁµαρτητικῆς ροπῆς καὶ διαθέσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ»! (Δογµατικὴ Β΄, 1959, σελ. 136 ἑξ.)! Ἐπάλευε κατὰ τὸν Τρεµπέλα ὁ Χριστὸς µὲ τὴν ἀµαρτία καί, µάλιστα τὴν νικοῦσε µὲ δυσκολία, ἀλλὰ δὲν ἁµάρτανε! Ἡ ψυχικὴ ζωὴ κατὰ τὸν Τρεµπέλα εἶναι ἡ πάλη µὲ τὴν ἀµαρτία! Γνωρίζει, ἄραγε, τί γράφει; Γνωρίζει τί εἶναι ἡ ἁµαρτία; Ἀσφαλῶς, ὄχι!».
Διαβεβαιώσεις μὲ ἔντονα γράμματα… καὶ τελικὰ μᾶς παραπέμπει στὴ σελίδα 92 τῆς Χριστολογίας τοῦ Φαράντου, ὅπου ὅμως ἀποδεικνύεται ὅτι τὸ κείμενο αὐτὸ δὲν εἶναι τοῦ Τρεμπέλα. Ἀνεξαρτήτως τοῦ ἂν εἶναι σωστὸ ἢ λανθασμένο, τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι πρόκειται γιὰ κείμενο τοῦ Φαράντου.
Συνεπῶς ἡ διαβεβαίωση τοῦ π. Βασιλείου: «Ἔγραψε ἢ δὲν ἔγραψε τὰ παρακάτω λόγια ὁ Τρεµπέλας; Βεβαίως τὰ ἔγραψε…» ἀποδεικνύεται ἀναληθής. Καὶ πάνω σ᾿ αὐτὴ τὴν ἀνακρίβεια στηρίζει τὴν ἔντονη ἐπίκρισή του λέγοντας γιὰ τὸν Τρεμπέλα: «Γνωρίζει, ἄραγε, τί γράφει; Γνωρίζει τί εἶναι ἡ ἁµαρτία; Ἀσφαλῶς, ὄχι!». Περιττὸ νὰ σημειώσω ὅτι εἶναι πολὺ μικροπρεπὴς αὐτὴ ἡ τελευταία του φράση. Ἀλλὰ μόνο μικροπρεπής; Σὲ ἕναν Τρεμπέλα ἀπευθύνεται… πῶς μπορεῖ νὰ ἐκφράζεται τόσο ὑποτιμητικά;
Καὶ βέβαια εἶναι ἀπαράδεκτος καὶ ὁ τωρινὸς ἰσχυρισμὸς τοῦ π. Βασιλείου: «Αὐτὰ εἶναι ἄραγε λόγια τοῦ Φαράντου καὶ τὰ ἀποδίδει ψευδῶς στὸν Τρεμπέλα; Καὶ ἐὰν εἶναι ἔτσι, δὲν βρέθηκε κανεὶς τόσα χρόνια νὰ βάλῃ τὰ πράγματα στὴ θέση τους;».
Γράφω ἀπαράδεκτος, διότι προσπαθεῖ νὰ ἀποδώσει εὐθύνη στὸν καθηγητὴ Φαράντο γιὰ τὸ δικό του στοιχειῶδες λάθος. Ἡ πρώτη του ἐντύπωση γιὰ τὴν ἔννοια αὐτῆς τῆς παραπομπῆς θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ ἀποδοθεῖ σὲ βεβιασμένη καὶ ἐπιπόλαιη ἀνάγνωση. Ἡ τωρινὴ ὅμως ἐπιμονή του στὴν ἴδια ἀντίληψη φανερώνει ἢ ἐπιστημονικὴ ἄγνοια ἢ ἔνοχη ὑπεκφυγή.
Ὁ Φαράντος, ὡς σωστὸς ἐπιστήμων, ἔκανε τὴν παραπομπὴ στὴ Δογματικὴ τοῦ Τρεμπέλα μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια καὶ ἐπιστημονικὴ εὐσυνειδησία. Συμπλήρωσε δὲ ἀπὸ κάτω τὰ ἑξῆς δικά του λόγια: «Ἡ ἄποψις, καθ᾿ ἢν ὁ Ἰησοῦς ὑπερενίκα εὐκόλως τὴν ἀµαρτίαν στερεῖ τὸν Ἰησοῦν τῆς ψυχικῆς ζωῆς αὐτοῦ· ὁ Ἰησοῦς ἐπάλαισε διὰ νὰ νικήσῃ τὴν ἀµαρτίαν». Δὲν ἀπέδωσε τὰ λόγια αὐτὰ στὸν Τρεμπέλα. Εἶναι ὁλοφάνερο. Συνεπῶς δὲν χρειαζόταν νὰ βρεθεῖ κάποιος «νὰ βάλῃ τὰ πράγματα στὴ θέση τους», ὅπως διερωτᾶται ὁ π. Βασίλειος. Ἐδῶ δυστυχῶς (καὶ εἶναι πολὺ λυπηρὸ αὐτό) ὑπεισέρχεται τὸ θέμα τοῦ κατὰ πόσον γνωρίζει κάποιος νὰ διαβάζει σωστὰ τὶς ἐπιστημονικὲς παραπομπὲς ἤ… δὲν θέλω νὰ σκεφτῶ κάτι ἄλλο. Καὶ βέβαια ἐρχόμαστε σὲ πολὺ δύσκολη θέση, ὅταν εἴμαστε ἀναγκασμένοι νὰ τὸ σημειώνουμε αὐτό.
Συμπέρασμα: Ὁ π. Βασίλειος, ἐξ ἀγνοίας ἢ ἐκ βιασύνης ἢ ὅ,τι ἄλλο, ἀρχικὰ θεώρησε ὅτι τὸ κείμενο τοῦ Φαράντου ἀνήκει στὸν Τρεμπέλα. Ἔκανε βέβαια λάθος σοβαρό. Ἀνθρώπινο μὲχρις ἑνὸς σημείου. Στὴν ἀπάντησή του ὅμως τὸ ἐπαναλαμβάνει, ἐπιχειρώντας μάλιστα νὰ τὸ ἀποδώσει στὸν Φαράντο. Ἄρα τώρα δὲν δικαιολογεῖται οὔτε ἄγνοια οὔτε βιασύνη. Ἂς ἀναμετρήσει ἐδῶ τὴν εὐθύνη του κι ἂς ξαναδιαβάσει τὶς βαρύτατες ἐκφράσεις ποὺ ἔγραψε. Δὲν ἔπρεπε, στὴν ἀρχὴ ἀκόμη τῆς ἀπαντήσεώς του, νὰ τὸ παραδεχθεῖ ξεκάθαρα καὶ νὰ ζητήσει συγγνώμη; Μιὰ εὐθεία καὶ τίμια συγγνώμη ἦταν ἡ μόνη ἐπιλογὴ ποὺ εἶχε. Δυστυχῶς δὲν τὸ ἔκανε.
Τὸ θέμα τῶν σωστῶν παραπομπῶν δὲν εἶναι ἀσήμαντο. Διάλογος, καὶ μάλιστα θεολογικός, χωρὶς ἀκρίβεια στὶς παραπομπὲς δὲν νοεῖται. Καὶ εἶναι λυπηρὸ ὅτι ὁ π. Βασίλειος ὄχι μόνο ὁ ἴδιος τὸ κάνει αὐτό, ἀλλὰ καὶ μὲ ἐπικρίνει ποὺ ζητοῦσα καὶ ἀπὸ τὸν Σακαρέλλο ἀκρίβεια στὶς παραπομπές. Δηλώνει μάλιστα, ἂν κατάλαβα σωστά, ὅτι ἀποχωρεῖ ἀπὸ τὸν διάλογο γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο· ἐπειδὴ δηλαδὴ ἐγὼ ζητῶ καὶ τώρα, ὅπως ζητοῦσα καὶ τότε ἀπὸ τὸν Σακαρέλλο, ἀκρίβεια στὶς παραπομπές.
Εἶναι βέβαια ἀκατανόητο αὐτὸ τὸ πράγμα. Πάντως, φειδόμενος τῆς θέσεως τοῦ π. Βασιλείου, θὰ ἀποφύγω, τουλάχιστον ἐπὶ τοῦ παρόντος, νὰ ἐπιμείνω ἢ νὰ ἐπεκταθῶ στὸ σοβαρότατο αὐτὸ ζήτημα τῶν ἀνακριβῶν παραπομπῶν, στὸ ὁποῖο ἐκεῖνος ὑποκύπτει καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ Σακαρέλλος θὰ μποροῦσε νὰ διεκδικήσει παγκόσμια πρωτιά.
Ὅσο γιὰ τὴν ἀναφορὰ τοῦ π. Βασιλείου στὴ Διατριβὴ τοῦ μακαρίτη πρώην ἐπισκόπου Ράτσκας Ἀρτεμίου Ραντοσάβλιεβιτς, αὐτὴ εἶναι ἐξίσου ἀκατανόητη, ἀφοῦ ὁ Ἀρτέμιος δὲν ἀποδίδει τὸ κείμενο αὐτὸ στὸν Τρεμπέλα. Παραπέμπει βέβαια στὴ Χριστολογία τοῦ Φαράντου, τὶς ἀπόψεις τοῦ ὁποίου ἐπικρίνει. Στὸ ἴδιο σημεῖο ἐπικρίνει καὶ τὴ θέση τοῦ Τρεμπέλα. Ὅμως ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τοῦ νὰ τὴν κατανοεῖ πραγματικά. Κάνει ἀκριβῶς τὸ ἴδιο λάθος μὲ τοὺς ἄλλους ἐπικριτὲς τοῦ Τρεμπέλα. Γιὰ τὴν οὐσία ὅμως τῆς ἐπικριτικῆς αὐτῆς ἀναφορᾶς τοῦ Ἀρτεμίου θὰ δοθεῖ πλήρης ἀπάντηση στὴ συνέχεια, ἀφοῦ συμπίπτει μὲ τὴν ἀντίστοιχη ἐπίκριση τοῦ π. Βασιλείου.
Τὸ δεύτερο ἐρώτημα ἦταν ἂν ἔχει παραπέμψει καὶ ὁ Τρεμπέλας σὲ κείμενα τοῦ Φαράντου, ὅπως εἶχε ἰσχυριστεῖ ὁ π. Βασίλειος στὴν ὁμιλία του λέγοντας: «Ὁ μακαριστὸς Παναγιώτης Τρεμπέλας, ὁ Μέγας Φαράντος, καθηγητὴς Δογματικῆς, ἔχουν πέσει σὲ πολλὰ λάθη καὶ παραπέμπει ὁ ἕνας στὸν ἄλλον» (ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ, τ. 2388, 11.2.2022, σελ.6).
Στὸ ἐρώτημά μου ποῦ ὁ Τρεμπέλας παρέπεμψε στὸν Φαράντο, ὁ π. Βασίλειος ἀπάντησε εἰρωνικὰ καὶ ὑποτιμητικά, γράφοντας: «Ἔγραψα ὅτι ὁ ἕνας παραπέμπει στὸν ἄλλο, ἐννοῶντας προφανῶς τὸν Φαράντο… Τί, ἄραγε, προσδοκᾶ ὁ κ. Μποζοβίτης ἀπὸ τὴν ἀπάντησή μου ὅτι δὲν παραπέμπει ὁ Τρεμπέλας στὸν Φαράντο; Τὴν ἐρώτησή του αὐτὴν τὴν ἐκλαμβάνω ὡς καλή του πρόθεση νὰ ἀστειευθῆ».
Ὥστε ἡ ἀκρίβεια στὰ λεγόμενά μας εἶναι ὑπόθεση ἀστειότητας; Ἂς γνωρίζει ὁ π. Βασίλειος ὅτι καὶ ἄλλοι ἀπόρησαν μὲ τὸν λόγο του καὶ ρωτοῦσαν: Πότε ὁ Τρεμπέλας παρέπεμψε στὸν Φαράντο, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀρκετὰ μεταγενέστερός του; Προσωπικὰ ἐρεύνησα ἐπισταμένως τὰ μεταγενέστερα κείμενα τοῦ Τρεμπέλα, προσπαθώντας νὰ ἐντοπίσω κάποια παραπομπή του στὸν καθηγητὴ Φαράντο. Καὶ ἐπειδὴ δὲν βρῆκα τίποτε, ὑπέβαλα τὸ σχετικὸ ἐρώτημα. Ἀστεῖο εἶναι αὐτό;
Καὶ κρίμα ὅτι οὔτε ἐδῶ θέλησε ὁ π. Βασίλειος νὰ ἀναγνωρίσει ξεκάθαρα ὅτι ἔσφαλε. Καὶ ἀντὶ νὰ ζητήσει συγγνώμη, τὸ στρέφει στὸ ἀστεῖο. Τί νὰ πῶ; Θλίβομαι πραγματικά. Μὲ ἀνακρίβειες καὶ λανθασμένες παραπομπὲς γίνεται θεολογικὸς διάλογος;
Ἔρχομαι τώρα νὰ ἀπαντήσω στὰ θέματα ποὺ εἶχε θέσει στὴν πρώτη του ἀπἀντηση ὁ π. Βασίλειος.
ΜΕΡΟΣ Β΄
ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΑΙΤΙΑΣΕΙΣ
1. Η ΑΛΛΗ ΟΔΟΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Γράφει ὁ π. Βασίλειος: «λόγῳ τῶν ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν πνευματικῶν δεσμῶν ποὺ ἔχει ἡ ἐνορία μας (ἐνν. τοῦ ἁγίου Νικολάου Πευκακίων) μὲ τὴν Ἀδελφότητα τοῦ Σωτῆρος ὑπῆρχε καὶ ἄλλη ὁδὸς ἐπικοινωνίας πρὸ τῆς δημοσιοποιήσεως τῶν ἀπόψεών μας».
Ὑπονοεῖ μὲ αὐτὸ ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐπιδιώξω νὰ ἔχω μία συνάντηση μαζί του πρὶν στείλω στὸν Ὀρθόδοξο Τύπο τὴν πρώτη ἀπάντησή μου.
Βέβαια οἱ πνευματικοὶ δεσμοὶ ὑπῆρχαν καί, σὺν Θεῷ, θὰ ἐξακολουθήσουν – πρέπει νὰ ἐξακολουθήσουν – νὰ ὑπάρχουν. Ὅμως τὴ σωστὴ αὐτὴ σύστασή του ὁ π. Βασίλειος ἔπρεπε νὰ τὴν ἀπευθύνει πρωτίστως πρὸς τὸν ἑαυτό του «πρὸ τῆς δημοσιοποιήσεως τῶν ἀπόψεών» του. Εἶναι δυνατὸν νὰ πιστεύει ὅτι θὰ συκοφαντεῖτο ὁ Τρεμπέλας καὶ οἱ θεολόγοι τῆς Ἀδελφότητος τοῦ «Σωτῆρος» θὰ σιωπούσαμε; Κάτι τέτοιο θὰ ἦταν πραγματικὴ προδοσία τῆς ἱερῆς μνήμης τοῦ Παναγιώτου Τρεμπέλα, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος ἔγραψε ὅτι εἶναι Διδάσκαλος τοῦ Γένους, καὶ ὁ π. Μᾶρκος Μανώλης, ὅπως ἤδη ἀνέφερα, σημείωσε ὅτι εἶναι Λέων τῆς Ὀρθοδοξίας!
Ὁ ἴδιος ὁ π. Βασίλειος πράγματι θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει θέσει ὑπόψιν τῶν θεολόγων τοῦ «Σωτῆρος» τὶς ἀρνητικὲς ἀπόψεις του περὶ τοῦ Τρεμπέλα, καὶ ἂν δὲν τὸν ἱκανοποιοῦσαν οἱ ἀπαντήσεις τους, τότε τὶς θέσεις του νὰ τὶς δημοσιοποιοῦσε. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἐπέλεξε τὴ δημόσια μὲ βαρύτατους χαρακτηρισμοὺς προσβολὴ τῆς μνήμης τοῦ Τρεμπέλα, ἄλλη ὁδὸ ἀπὸ τὴ δημόσια ἀπάντηση οἱ θεολόγοι τῆς Ἀδελφότητος δὲν εἴχαμε.
2. ΤΟ ΦΥΛΛΑΔΙΟ «ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΗ ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ»
Ἀναφερόμενος στὴν κατὰ τὸ ἔτος 1984 ἀντιπαράθεσή μου μὲ τὸν κεντρικὸ τότε ἀρθρογράφο τοῦ Ὀρθοδόξου Τύπου Ἀθανάσιο Σακαρέλλο ποὺ εἶχε ἐπιτεθεῖ δριμύτατα καὶ ἀδικότατα κατὰ τοῦ Τρεμπέλα, ἔγραψε ὁ π. Βασίλειος τὰ ἑξῆς: «Ὁ π. Μᾶρκος δὲν διέκοψε τὴν ἀρθρογραφία τοῦ Σακαρέλλου, ἀλλὰ τὴν ὑπερασπιστικὴ συζήτηση ἀπὸ τὴν Ἀδελφότητα, ἀρνούμενος νὰ δημοσιεύσει τὴν (ἀπὸ 12-9-1984) ἐπιπρόσθετη ἀπάντηση τοῦ κ. Μποζοβίτη πρὸς τὸν Σακαρέλλο».
Κάνει στὸ σημεῖο αὐτὸ πολὺ μεγάλο λάθος.
Ἡ πλήρης ἀλήθεια ἔχει ὡς ἑξῆς:
Στὸ θέμα τῆς ἐπιστολῆς μου ὁ ἀείμνηστος Σακαρέλλος διέπραξε μιὰ ἀπίστευτη ἀθλιότητα. Εἶχε γράψει σωρεία συκοφαντικῶν κρίσεων γιὰ τὸν Τρεμπέλα. Τοῦ ἀπάντησε ὁ ἀείμνηστος Εὐστάθιος Μπάστας, σημαῖνον μέλος τῆς Ἀδελφότητος τοῦ Σωτῆρος. Συνέχισε ὁ Σακαρέλλος νὰ γράφει μὲ ἀκόμη ἐπιθετικότερο ὕφος. Ὁ Εὐστάθιος Μπάστας σὲ ἀπάντηση τοῦ ἔστειλε τὴ μελέτη τοῦ Τρεμπέλα «Ἡ ἠθικὴ τελειότης τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸ ἀνθρώπινον». Παραλλήλως ἐπενέβην καὶ ἐγώ, κατόπιν συνεννοήσεως μὲ τὸν Εὐστάθιο Μπάστα, ἀποστέλλοντας 14σέλιδη ἐπιστολή.
Τί ἔκανε ὁ Σακαρέλλος; Κάτι πρωτοφανὲς καὶ σχεδὸν ἀπίστευτο. Δήλωσε ὅτι ὀ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ» δημοσίευσε δεκάδες ἐπιστολῶν «οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται σὲ θέματα περὶ τὸν ‘’διάλογο’’ καὶ δὲν ἀναφέρονται στὸ κύριο θέμα τοῦ διαλόγου».
Ἀρνήθηκε ὅμως νὰ δημοσιεύσει τὴν ἐπιστολή μου, γιατί;
Ἰδού, τὶ ἐπὶ λέξει ἔγραψε: «Οἱ λόγοι δὲ διὰ τοὺς ὁποίους δὲν δημοσιεύθηκε ἡ ἐπιστολὴ τοῦ κ. Μποζοβίτη εἶναι τὸ ὅτι αὕτη ἦταν πολυσέλιδη καὶ ἔθιγε θέματα, τὰ ὁποῖα ἦταν τὸ κύριο θέμα τοῦ διαλόγου μας μὲ τὸν κ. Μπάστα, τὸν ὁποῖον νομίζουμε κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ὑποκαταστήση χωρὶς κάποια ἐξουσιοδότησή του, ἔστω κι ἂν ἀνήκουν στὴν ἴδια Ἀδελφότητα, στὴν ὁποίαν ἄλλωστε ἀνῆκε καὶ ὁ ἀείμνηστος Τρεμπέλας» (ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ 625/26.10.1984/σελ. 2, Ο «ΔΙΑΛΟΓΟΣ» ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ)!
Ἂν ἔχει ξαναγίνει ποτὲ κάτι τέτοιο! Δηλαδὴ τί εἶπε; Δημοσιεύουμε ἐπιστολὲς γιὰ τὰ περὶ τὸν διάλογο, ἀλλὰ ὅταν αὐτὲς ἀναφέρονται στὴν οὐσία τοῦ διαλόγου, δὲν τὶς δημοσιεύουμε, διότι τὴν οὐσία τὴ συζητοῦμε μόνο μὲ τὸν κ. Μπάστα, ὁ δὲ Μποζοβίτης δὲν ἔχει ἐξουσιοδότηση τοῦ κ. Μπάστα. Κι ἀλήθεια, μεγαλύτερη «έξουσιοδότηση» ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι εἴμαστε στὴν ἴδια Ἀδελφότητα μὲ τὸν ἀείμνηστο Εὐστάθιο Μπάστα, ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψη ἄλλωστε τοῦ ὁποίου ἔγραψα, ἦταν δυνατὸν νὰ ὑπάρξει; Κι ἐπιτέλους, γιατί ζητοῦσε ἐξουσιοδότηση; Δὲν εἶχα δικαίωμα ἐγὼ νὰ ἀπαντήσω στὶς κατὰ τοῦ Τρεμπέλα συκοφαντίες του;
Θλιβερὸ τὸ ἐπιχείρημα. Διότι βέβαια ὁ πραγματικὸς καὶ μόνος λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Σακαρέλλος ἀρνήθηκε νὰ δημοσιεύσει τὴν ἐπιστολή μου ἦταν ὅτι αὐτὴ ἀνέτρεπε τὰ ἐπιχειρήματά του καὶ φανέρωνε ὅτι συνειδητὰ διαστρεβλώνει τὰ κείμενα τοῦ Τρεμπέλα ἢ ὅτι ἔχει ἄγνοια τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας, ὅπως ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὸ σχετικὸ κείμενο ποὺ παρέθεσα στὸ πρῶτο μου ἄρθρο, ὅπου ὁ Σακαρέλλος στὸν λόγο τοῦ Τρεμπέλα ὅτι ὁ Κύριος εἶχε «ἠθικὴν πρὸς τὸ ἁμαρτεῖν ἀδυναμίαν» ἔδινε τὴ διεστραμμένη ἑρμηνεία ὅτι ὁ Χριστὸς εἶχε τὸ ἐλάττωμα («ἀδυναμίαν») νὰ ἁμαρτάνει καὶ ὄχι τὴ μόνη σωστὴ ἑρμηνεία ὅτι ὁ Χριστὸς καὶ ἠθικῶς ἦταν ἀδύνατον νὰ ἁμαρτήσει. Ἀλλὰ ἦταν ἄραγε ἄγνοια ἢ συνειδητὴ συκοφαντικὴ διαστρέβλωση, στηριζόμενη στὴν πεποίθηση ὅτι οἱ ἀναγνῶστες δὲν θὰ τὸ ἀντιλαμβάνονταν αὐτό;
Φυσικὰ δὲν ἦταν μόνο αὐτὸ τὸ κείμενο. Στὴν ἐπιστολή μου ἀποδείκνυα ὅτι ὁ Σακαρέλλος συνεχῶς διαστρέβλωνε τὰ κείμενα τοῦ Τρεμπέλα σὲ βαθμὸ ἀνεξέλεγκτο. Μάλιστα εἶχα γράψει μὲ πολλὴ εὐγένεια, πιστεύοντας ὄτι εἶχα νὰ κάνω μὲ κάποιον σχετικὰ καλόπιστο ἄνθρωπο. Ἀγνοοῦσα ἄλλωστε τότε ὅτι πίσω ἀπὸ τὸν Σακαρέλλο κρυβόταν ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης καὶ ὁ μοναχὸς Μάξιμος Λαυριώτης, πού, ὅπως σημείωσα στὴν πρώτη ἀπάντησή μου, αὐτοὶ οὐσιαστικὰ ἔγραφαν τὰ κείμενα τοῦ Σακαρέλλου, βρισκόμενοι ἐκείνη τὴν περίοδο στὴν Ἀγγλία. Αὐτὸ τὸ ἔμαθα σχεδὸν μιὰ δεκαετία ἀργότερα ἀπὸ πρόσωπο ποὺ ἦταν μαζί τους καὶ συμμετεῖχε στὶς σχετικὲς συζητήσεις. Ἦταν δὲ πολὺ ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὸ χαμηλὸ ἐπίπεδο ἐκείνων τῶν συζητήσεων μὲ ἀστεῖα, γέλια καὶ συνεχεῖς εἰρωνεῖες καὶ ἀπὸ τὸν Ρωμανίδη καὶ ἀπὸ τὸν Μάξιμο.
Ὑπῆρχε ἑπομένως ὁλόκληρος σχεδιασμὸς στὴν κατὰ τοῦ Τρεμπέλα ἐπίθεση. Κι εἶναι κρίμα ὅτι τὸ βάρος τὸ φορτώθηκε τελικὰ τὸ πιὸ ἀδύναμο μέλος τῆς τριάδας, ὁ Σακαρέλλος. Κι ἂν μιλάω γιὰ συνειδητὴ διαστρέβλωση τῶν κειμένων τοῦ Τρεμπέλα, τὸ κάνω γιὰ τὸν λόγο ὅτι τὴν ὀργάνωσαν οἱ τρεῖς. Διότι ἀκόμη κι ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Σακαρέλλος (καὶ ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης περισσότερο ὡς ἀμερικανοτραφής) εἶχαν μειωμένη γνώση τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας, ὁ μοναχὸς Μάξιμος Λαυριώτης ἦταν πολὺ καλὸς γνώστης της καὶ δεινὸς χειριστής της. Ἑπομένως, τουλάχιστον ὁ ἕνας τους καταλάβαινε, καὶ ἄρα γνώριζαν. Καὶ εἶναι πολὺ ἀπογοητευτικὸ νὰ διαπιστώνει κανεὶς ὅτι αὐτὰ τὰ πρόσωπα συκοφαντοῦσαν συνειδητὰ τὸν Τρεμπέλα.
Λοιπὸν νὰ τελειώνουμε. Ὁ π. Μᾶρκος δὲν διέκοψε «τὴν ὑπερασπιστικὴ συζήτηση ἀπὸ τὴν Ἀδελφότητα», ὅπως ἀνακριβῶς γράφει ὁ π. Βασίλειος. Ἡ τελευταία ἀπὸ πλευρᾶς Ἀδελφότητος ὑπεράσπιση ἦταν ἡ ἐπιστολή μου τῆς 12ης Σεπτεμβρίου. Ἡ ὑπεράσπιση τοῦ Τρεμπέλα στὴ συνέχεια γινόταν κατὰ βάσιν ἀπὸ τὸν καθηγητὴ Ἀνδρέα Θεοδώρου καὶ αὐτὴ ὁλοκληρώθηκε μὲ τὸ 8ο ἄρθρο του στὶς 7.12.84 ἀρ. φύλλου 631. Μιὰ ἑβδομάδα ἀργότερα (φ. 632, 14.12.84) στὴν ἐπιθετικὴ δημοσιογραφία κατὰ τοῦ Τρεμπέλα κατέβαινε καὶ ὁ μοναχὸς Μάξιμος Λαυριώτης μὲ τὸ κείμενό του «ΟΙ ΔΥΟ ΔΟΓΜΑΤΟΛΟΓΟΙ», ὁ μέχρι τότε ἐκ τοῦ ἀφανοῦς ἀπὸ τὸ Λονδίνο μαζὶ μὲ τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη καθοδηγὸς τοῦ Σακαρέλου στὴν ἐπίθεση.
Τὸ πράγμα ἤδη εἶχε ξεφύγει πολύ. Μία ἐπιστολὴ τοῦ π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου στὸ ἴδιο φύλλο τοῦ Ὀρθοδόξου Τύπου (14.12.84) φαίνεται ὅτι ἐπέφερε τὸ τέλος. Μὲ τὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ ὁ π. Ἐπιφάνιος ἤλεγχε ἀδελφικὰ τὸν π. Μᾶρκο γιὰ τὴν ἀρθρογραφία τῆς Ἐφημερίδας, λέγοντας ὅτι κάποια ἄρθρα «ἐμφανίζουν διαθέσεις αὐτόχρημα ‘’ἀνθρωποφαγικάς’’». Συνιστοῦσε μάλιστα στὸν π. Μᾶρκο νὰ προσέχει τὰ δημοσιευόμενα κείμενα, τονίζοντας τὸ ἑξῆς: «Εἰς ὅλα τὰ Γραφεῖα ὑπάρχουν κάλαθοι ἀχρήστων. Εἰς τὸ ἰδικόν σας δὲν ὑπάρχει;».
Ὁ π. Μᾶρκος κατάλαβε τὸ μέγεθος τῆς ἐκτροπῆς, σταμάτησε τὸν κατ᾿ εὐφημισμὸ διάλογο, παραμέρισε τὸν Σακαρέλλο ἀπὸ τὸν Ὀρθόδοξο Τύπο καὶ ἀνέλαβε τὴν ὑποχρέωση νὰ στείλει σὲ ὅλους τοὺς συνδρομητὲς τοῦ Ὀρθοδόξου Τύπου τὸ φυλλάδιο «Ὀφειλομένη ἀπάντησις», ποὺ εἶχε ἐκδώσει ἡ Ἀδελφότητά μας μὲ κείμενο τοῦ Εὐσταθίου Μπάστα καὶ τὴ δική μου ἀδημοσίευτη ἐπιστολή.
Ἐπιπλέον ὁ π. Μᾶρκος φρόντισε νὰ ἐκδοθεῖ ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις τοῦ Ὀρθοδόξου Τύπου τὸ βιβλίο «Παναγιώτης Ν. Τρεμπέλας. Ὁ Μεγάλος Πρόμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας» τοῦ ἀειμνήστου καθηγητοῦ Κωνσταντίνου Μουρατίδου, ποὺ περιέχει τὰ δημοσιευθέντα στὸν Ὀρθόδοξο Τύπο ἄρθρα τοῦ καθηγητοῦ ὡς ἀπάντηση στὶς συκοφαντίες τοῦ Σακαρέλλου.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια γιὰ τὸ ζήτημα αὐτό. Καὶ δὲν εἶναι μικρὸ τὸ λάθος ἡ ἀστήρικτη ἐπινόηση τοῦ π. Βασιλείου.
3. Η ΙΣΟΒΑΡΗΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΣΤΑΜΟΥΛΗ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ
Ὀ π. Βασίλειος γράφει ὅτι, προκειμένου νὰ ἀπαντήσει στὸν καθηγητὴ Σταμούλη, «στοιχειώδης διάκριση καὶ δικαιοσύνη ἀπαιτοῦσε νὰ παρατεθοῦν καὶ ἰσοβαρῆ λανθασµένα Θεολογικὰ κείµενα εὐσεβῶν Θεολόγων, τῶν µακαριστῶν Μέγα Φαράντου, Παναγιώτη Τρεµπέλα καὶ Ἀνδρέα Θεοδώρου».
Ἀδιανόητος ἰσχυρισμός. Θὰ εἶχε ἴσως κάποιο νόημα, ἂν οἱ ἀείμνηστοι αὐτοὶ καθηγητὲς εἶχαν γράψει κάτι ἀνάλογο μὲ τὴν ἀντίληψη τοῦ κ. Σταμούλη ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε γεννηθεῖ καὶ ἀπὸ ἔγγαμη γυναίκα (πάντα βέβαια μὲ ὑπερφυσικὴ σύλληψη ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, καθὼς ἀντιλαμβάνομαι τὸ κείμενο τοῦ καθηγητοῦ). Ὅμως κανεὶς ἀπὸ τοὺς τρεῖς δὲν ἔχει πεῖ κάτι τέτοιο καὶ σίγουρα ὄχι ὁ Τρεμπέλας.
Κι ὅμως ὁ Τρεμπέλας δέχεται τὴ βιαιότερη ἐπίθεση ἀπὸ τὸν π. Βασίλειο, διότι δῆθεν εἶπε (ὁ Τρεμπέλας) βλάσφημα πράγματα. Βέβαια ὁ Τρεμπέλας δὲν εἶπε ποτὲ βλάσφημα πράγματα. Καὶ πάντως, ἀκόμη κι αὐτὰ ποὺ θεώρησε ὁ π. Βασίλειος βλάσφημα, εἶναι οὕτως ἢ ἄλλως ἄσχετα μὲ τὸν λόγο τοῦ καθηγητοῦ Σταμούλη. Ἐδῶ πραγματικὰ ἀπορεῖ κανείς. Ὑποθέτω ὅτι ὁ π. Βασίλειος ἔχει μέσα του ἀρνητικὲς ἀντιλήψεις περὶ τοῦ Τρεμπέλα καὶ αὐτὲς ξεπηδοῦν ἀπὸ τὸ στόμα του εὐκαίρως ἀκαίρως. Ὅπως εἶναι φυσικό, ἀδυνατῶ νὰ σχολιάσω περισσότερο αὐτὸν τὸν ἀδιανόητο συνδυασμὸ τελείως διαφορετικῶν θεμάτων.
4. Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΩΣ ΜΑΣ
Ὡς σημαντικὸ θέμα στὴν ἀπάντησή του ὁ π. Βασίλειος θέτει τὴν προϊστορία, ὅπως τὴν ὀνομάζει, ἐπικρίσεών μου κατὰ τοῦ προσώπου του. Ποιὲς εἶναι αὐτὲς οἱ ἐπικρίσεις; Εἶναι μία ὑποσημείωση στὴν πραγματεία μου «Τὰ αἰώνια σύνορα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι».
Ὄντως, ὅταν κατὰ τὸ ἔτος 1999 συνέγραφα αὐτὴ τὴ μελέτη, στὸ σημεῖο ποὺ ἐξηγοῦσα τὸν ἐπηρεασμὸ τοῦ Ἰουστινιανοῦ ἀπὸ τὶς ἰδέες τῶν Ἀφθαρτοδοκητῶν ἔβαλα καὶ μιὰ ὑποσημείωση, στὴν ὁποία τόνιζα ὅτι δὲν πρέπει νὰ μᾶς ξενίζει αὐτὸς ὁ ἐπηρεασμός, ἀφοῦ ὑπῆρχαν μεγάλες ἐντάσεις τὴν ἐποχὴ ἐκείνη καὶ ἀφοῦ «καὶ σήμερα παρόμοιες ἰδέες βρίσκουν ἔδαφος ἀκόμη καὶ μέσα στὸν Ὀρθόδοξο χῶρο. Δὲς π.χ. π. Βασιλείου Βολουδάκη «Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΕΠΕΚΕΙΝΑ», Ἀθήνα 1990, κατὰ τῶν ἰδεῶν τοῦ ὁποίου ἀντεπεξῆλθε μὲ σειρὰ ἐμπεριστατωμένων ἄρθρων στὴν ἐφημερίδα «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ» ὁ καθηγητὴς κ. Ἀνδρέας Θεοδώρου (τεύχη 835, 839, 843 καὶ 859-873 τῶν ἐτῶν 1989-90)».
Αὐτὴ ἦταν ὅλη κι ὅλη ἡ ἀναφορὰ στὶς θέσεις τοῦ π. Βασιλείου. Μία ἐπιγραμματικὴ φράση σὲ ὑποσημείωση. Θὰ μποροῦσα νὰ γράψω περισσότερα καὶ ἐμφανέστερα. Προτίμησα νὰ ἀκολουθήσω τὴν προτροπὴ τῆς Γραφῆς «δίδου σοφῷ ἀφορμήν, καὶ σοφώτερος ἔσται» (Παρ. θ΄ 9, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ κατανοηθεῖ ἡ ἐκτροπή.
Ἀπὸ τὴ μακρότατη παράθεση τοῦ π. Βασιλείου γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ θὰ σχολιάσω τρία σημεῖα ὅσο πιὸ σύντομα μπορῶ.
5. Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΦΘΑΡΤΟΔΟΚΗΤΙΣΜΟ
Ὁ π. Βασίλειος διερωτᾶται πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ θεωρῶ ἀξιόπιστη τὴ μελέτη τοῦ καθηγητοῦ Θεοδώρου γιὰ τὸν Ἀφθαρτοδοκητισμό, τὴ στιγμὴ ποὺ ἐγὼ στὸ προαναφερθὲν πόνημά μου ἐπέκρινα ὡς λανθασμένο τὸ συμπέρασμα ἄλλης μελέτης τοῦ καθηγητοῦ γιὰ τὸν Σεβῆρο Ἀντιοχείας.
Δηλαδὴ ἐδῶ παρουσιάζεται ἡ ἀντίληψη ὅτι, ἂν κάποιος ἔχει κάνει ἕνα λάθος σὲ μιὰ μελέτη, πρέπει νὰ θεωρεῖται ἀναξιόπιστο καὶ ὁποιοδήποτε ἄλλο ἔργο του. Ὁμολογῶ ὅτι ἡ θέση αὐτὴ εἶναι παράδοξη καὶ ἄγνωστη στὸν ἐπιστημονικὸ χῶρο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ θεωρῶ ὅτι μιὰ τέτοια θέση δὲν πρέπει κἂν νὰ τὴ σχολιάσω.
Στὸ ἴδιο ζήτημα ὁ π. Βασίλειος θεωρεῖ ἀναξιόπιστη τὴ μελέτη τοῦ καθηγητοῦ Θεοδώρου, ἐπειδὴ ἐκεῖνος σ᾿ αὐτὴ χρησιμοποιεῖ τὸ ἀποδιδόμενο στὸν Λεόντιο Βυζάντιο «βιβλίο ‘’De sectis’’, ἀγνώστου συγγραφέως, ὁ ὁποῖος τελεῖ σὲ πλήρη θεολογικὴ σύγχυση». Ἂς ξεκινήσω ἀπὸ τὸν τίτλο. Τὸ ἔργο εἶναι γραμμένο στὴν Ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ στὸν ἐπιστημονικὸ κόσμο χρησιμοποιεῖται μὲ τὸν τίτλο «Σχόλια» ἢ «Περὶ αἱρέσεων». Ὁ π. Βασίλειος ἔγραψε καὶ τότε παλαιά, ἐπαναλαμβάνει καὶ τώρα τὴ Λατινικὴ μετάφραση «De sectis» ὡς τίτλο τοῦ ἔργου αὐτοῦ. Γιατί; Γιὰ νὰ κάνει ἐντύπωση; Δὲν μπορῶ νὰ τὸ κατανοήσω.
«Σχόλια» λοιπόν, ἢ «Περὶ αἱρέσεων», γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ συνεννοούμαστε. Ἔτσι ἄλλωστε χρησιμοποιεῖ τὸν τίτλο καὶ ὁ συνεφημέριος τοῦ π. Βασιλείου π. Ἠλίας Φρατσέα στὴν ἀξιόλογη διδακτορική του διατριβὴ γιὰ τὸν Λεόντιο Βυζάντιο, στὴν ὁποία παραπέμπει ὁ π. Βασίλειος. Καὶ λοιπὸν τί; Ἀκόμη κι ἂν δὲν τὸ ἔγραψε ὁ Λεόντιος ὁ Βυζάντιος αὐτὸ τὸ ἔργο, καὶ ἀκόμη ἂν δεχτοῦμε ὅτι ὁ ὅποιος συγγραφέας του «τελεῖ σὲ πλήρη θεολογικὴ σύγχυση», ὅπως ὑποστηρίζει ὁ π. Βασίλειος, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἐπιστημονικῶς δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὸ χρησιμοποιήσει ἕνας ἐπιστήμονας, δίνοντάς του ὁποιαδήποτε μικρὴ ἢ μεγάλη βαρύτητα κρίνει; Μπορεῖ νὰ γίνει δεκτὴ μιὰ τέτοια ἀντίληψη;
Ὅσο γιὰ τὸ ὅτι ὁ συγγραφέας τοῦ ἔργου αὐτοῦ «ὑπερασπίζεται καὶ θαυμάζει τὸν πατέρα τοῦ Νεστοριανισμοῦ Θεόδωρον Μοψουεστίας, τὸν ὁποῖο κατεδίκασε ἡ Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος», ὅπως διατείνεται ὁ π. Βασίλειος, εἶναι ἀναγκαῖο νὰ διευκρινίσουμε ὅτι τὸ ἀντίθετο συμβαίνει. Ὁ συγγραφέας, ἀντιμετωπίζοντας τὶς κατηγορίες τῶν Μονοφυσιτῶν κατὰ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὅτι δὲν καταδίκασε τὸν Θεόδωρο Μοψουεστίας, ἐξηγεῖ γιὰ ποιὸ λόγο δὲν ἔγινε αὐτό. Τὴ μεγάλη Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος ὑπερασπίζεται, δὲν θαυμάζει τὸν Θεόδωρο. Στὸ πλαίσιο αὐτὸ φέρει ὡς ἐπιχείρημα τὸ ὅτι ὁ Θεόδωρος καὶ ὁ Διόδωρος Ταρσοῦ ἀπολάμβαναν τότε μεγάλης τιμῆς, λόγῳ τῶν ἀγώνων τους κατὰ τῶν Ἀρειανῶν καὶ Πνευματομάχων, ὥστε καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος νὰ τοὺς ἐπαινοῦν: «Καὶ Βασίλειος γὰρ αὐτοὺς ἐγκωμιάζει, καὶ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος» (P.G. 86, 2221Α). Ἡ πλάνη τους στὸ θέμα τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ, τονίζει, ἔγινε φανερὴ μετὰ τὸν θάνατό τους ὅταν παρουσιάστηκε ἡ αἵρεση τοῦ Νεστορίου. «Διὰ τοῦτο δὲ ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν οὐδεὶς αὐτοῖς ἀντεῖπεν, ἐπειδὴ τὸ μάχεσθαι πρὸς τὰς μείζους αἱρέσεις ἔσκεπε τὰ τοιαῦτα δόγματα» (P.G. 86, 2221Β).
Μὲ τὸ ἔργο αὐτὸ (μαζὶ καὶ μὲ τὰ ἄλλα) καὶ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Λεοντίου Βυζαντίου κορυφαῖοι ξένοι πατρολόγοι ἀσχολοῦνται σχεδὸν δύο αἰῶνες τώρα, καὶ μέχρι σήμερα γίνονται ἔντονες θεολογικὲς συζητήσεις. Γιὰ ποιὸ λόγο δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὸ χρησιμοποιήσει ὁ καθηγητὴς Θεοδώρου; Μάλιστα, ὅπως σημειώνει στὴν ἐξαίρετη διατριβή του ὁ π. Ἠλίας Φρατσέα, τὸ ἔργο αὐτὸ (τὸ «Περὶ αἱρέσεων») «εἶχε μεγάλη ἐπίδραση ἐπάνω στοὺς μεταγενέστερους πατέρες, ἰδιαίτερα λόγῳ τοῦ χαρακτήρα του ὡς προπαρασκευῆς στὴ θεολογία» (Ο ΛΕΟΝΤΙΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ, σελ. 247). Καὶ βέβαια ὁ συγγραφέας του δὲν τελεῖ «σὲ πλήρη θεολογικὴ σύγχυση», ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ π. Βασίλειος. Ὡς Ὀρθόδοξος θεολόγος ἀνατρέπει μία-μία τὶς αἱρέσεις καὶ ὑπερασπίζεται μὲ ἐξαιρετικὴ δύναμη τὴ Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος. Αὐτὸ λοιπὸν τὸ ἔργο ποὺ καταπολεμεῖ μὲ δύναμη τὶς αἱρέσεις καὶ προπαντὸς «εἶχε μεγάλη ἐπίδραση ἐπάνω στοὺς μεταγενέστερους πατέρες», εἶναι ἀνεπίτρεπτο νὰ τὸ χρησιμοποιεῖ ὡς πηγὴ πληροφοριῶν ὁ καθηγητὴς Ἀνδρέας Θεοδώρου; Τέτοιες ἰδέες ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία μας δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὶς δεχτεῖ.
Ἄλλος βέβαια εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἀπαξιώνει ὁ π. Βασίλειος τὸ φερόμενο ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ Λεοντίου ἔργο «Περὶ αἱρέσεων». Κι αὐτὸς εἶναι ὅτι ὁ συγγραφέας του περιγράφει μὲ ἀκρίβεια τὶς ἀντιλήψεις τῶν ἀφθαρτοδοκητῶν ποὺ εἶναι λέξη πρὸς λέξη ὅμοιες μὲ αὐτὲς ποὺ προβάλλει ὡς δῆθεν Ὀρθόδοξες καὶ ὁ ἴδιος ὁ π. Βασίλειος. Καὶ ἔρχομαι ἤδη σ᾿ αὐτὸ τὸ ζήτημα.
6. Ο ΑΦΘΑΡΤΟΔΟΚΗΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Ἡ διατύπωσή μου γιὰ «ἀφθαρτοδοκητίζουσες ἀντιλήψεις» τοῦ π. Βασιλείου ἦταν μιὰ ἐπιεικής, κατὰ τὸ δυνατόν, διατύπωση ἐκ σεβασμοῦ πρὸς τὸ πρόσωπό του. Ὅμως, ἀφοῦ τώρα ἐπαναφέρει τὸ θέμα, ἀναγκάζομαι νὰ πῶ ὅτι οἱ διατυπώσεις του δὲν εἶναι ἁπλῶς ἀφθαρτοδοκητίζουσες, εἶναι καθαρὰ ἀφθαρτοδοκητικές. Δὲν θέλω νὰ δεχτῶ ὅτι ὁ ἴδιος ἔχει ἀποδεχτεῖ συνειδητὰ τὶς ἀφθαρτοδοκητικὲς πλάνες. Πιστεύω, ὅπως ἤδη ἔγραψα, ὅτι, κινούμενος ἀπὸ ἀξιέπαινο ζῆλο νὰ ἀποδομήσει τὶς νεονεστοριανικὲς ἀντιλήψεις συγχρόνων θεολόγων, ὁδηγήθηκε στὸ ἀντίθετο ἄκρο, ἀποδεχόμενος ἀφθαρτοδοκητικὴ ὁρολογία. Δὲν εἶναι κάτι παράξενο ἢ ἀσυνήθιστο αὐτό. Ὁ Μέγας Βασίλειος λέει ὅτι ὁ ἅγιος Διονύσιος Ἀλεξανδρείας ἀπὸ τὴν ἔντονη πολεμική του κατὰ τοῦ Σαβελλιανισμοῦ ὁδηγήθηκε στὸ νὰ ὑποστηρίζει τὴν αἵρεση τῶν Ἀνομοίων καὶ εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ ἕσπειρε τὰ σπέρματα αὐτῆς τῆς αἱρέσως. Ὅμως τὸ ἔκανε αὐτὸ «οὐ πονηρίᾳ γνώμης, ἀλλὰ τῷ σφόδρα βούλεσθαι ἀντιτείνειν τῷ Σαβελλίῳ» (Μαξίμῳ Φιλοσόφῳ ἐπιστ. Θ΄ P.G. 32, 269).
Εἶναι ἐπίσης σημαντικὸ νὰ σημειώσουμε ὅτι ὁ π. Βασίλειος ὁδηγήθηκε ὄχι στὸν Ἀφθαρτοδοκητισμὸ τῶν Ἀκτιστιτῶν, ἀλλὰ αὐτῶν τοῦ Ἰουλιανοῦ, τῶν Γαϊανιτῶν. Ὑπάρχουν δύο ὁμάδες Ἀφθαρτοδοκητῶν. Οἱ μετριοπαθεῖς τοῦ Ἰουλιανοῦ καὶ οἱ Ἀκτιστίτες. Ὅπως δὲ χαρακτηριστικὰ σημειώνει ὁ ἀείμνηστος Βασίλειος Στεφανίδης, «οἱ ᾿Αφθαρτοδοκῆται ἦσαν ἄκροι μονοφυσῖται, οἱ ἀκτιστῖται ἦσαν ἀκρότατοι» («ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», ΑΣΤΗΡ 1948, σελ. 219). Αὐτὰ ποὺ ὁ π. Βασίλειος περιγράφει στὶς σελίδες 22 καὶ 23 τοῦ βιβλίου του ὅτι ἀποτελοῦν διδασκαλία τοῦ Ἀφθαρτοδοκητισμοῦ καὶ δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὶς δικές του διατυπώσεις, εἶναι ὁ Ἀφθαρτοδοκητισμὸς τῶν Ἀκτιστιτῶν. Οἱ δικές του ἀφθαρτοδοκητικὲς διατυπώσεις συνάδουν μὲ αὐτὸν τοῦ Ἰουλιανοῦ.
Αὐτὰ π.χ. ποὺ γράφει στὸ βιβλίο του ὅτι ὁ Κύριος πεινοῦσε καὶ διψοῦσε πραγματικά, «ἀλλὰ μόνον ὅταν ἐνεργώντας θεληματικά, Ἐκεῖνος καλοῦσε τὴν πεῖνα καὶ τὴν δίψα» (Ο ΧΡΙΣΤΟΣ «ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΕΠΕΚΕΙΝΑ», σελ. 32), εἶναι καθαρὸς Ἀφθαρτοδοκητισμός. (Καὶ Μονοθελητισμὸς ταυτόχρονα, γιὰ νὰ εἴμαστε ἀκριβεῖς. Ἄλλωστε ὁ Ἀφθαρτοδοκητισμὸς εἶναι ἀκραία μορφὴ Μονοφυσιτισμοῦ). Ἂν ὁ Κύριος καλοῦσε τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα, σημαίνει ὅτι δὲν εἶχε φυσικὸ ἀνθρώπινο θέλημα. Ὅμως ὄχι. Ὁ Κύριος εἶχε δύο ἀκέραια φυσικὰ θελήματα, Θεῖο καὶ ἀνθρώπινο. Ἑπομένως καὶ τὸ ἀνθρώπινο θέλημά Του ἐκινεῖτο φυσικῶς, ὅπως ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἐκινεῖτο «αὐτεξουσίως» καὶ ὄχι «νεύματι τοῦ Λόγου», ὅπως δίδασκαν οἱ Ἀφθαρτοδοκῆτες καὶ γενικότερα οἱ Μονοφυσίτες τοῦ μετριοπαθοῦς Μονοφυσιτισμοῦ τοῦ Σεβήρου.
Ὅπως σημειώνει ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ· «γιὰ τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Σευήρου τὸ “ἀνθρώπινο” στὸν Χριστὸ δὲν ἦταν ἐντελῶς ἀνθρώπινο, γιατὶ δὲν ἦταν δραστήριο, δὲν ἦταν “αὐτο-κινούμενο”. Κατὰ τὴν θεώρηση τῶν Μονοφυσιτῶν τὸ ἀνθρώπινο στὸν Χριστὸ ἦταν σὰν ἕνα παθητικὸ ἀντικείμενο τῆς θεϊκῆς ἐπιδράσεως» («ΟΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΟΥ 5ου ΑΙΩΝΑ», Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 604). Στὴ λέξη ‘’αὐτο-κινούμενο’’ ποὺ χρησιμοποιεῖ ὀ Φλωρόφσκυ βρίσκεται ἡ καίρια διαφορὰ Ὀρθοδοξίας καὶ Ἀφθαρτοδοκητισμοῦ.
Ὁ π. Βασίλειος ἔχει διαβάσει ἐπιμελῶς, ἔτσι τουλάχιστον φαίνεται, τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχει προσέξει τὸν ἀκριβέστατο τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ μεγάλος αὐτὸς δογματικὸς τῆς Ἐκκλησίας μας ὁριοθετεῖ τὴν Ὀρθόδοξη ἀλήθεια ἀπέναντι στὴν ἀφθαρτοδοκητικὴ πλάνη. Τὸ κείμενο τοῦ Ἁγίου ἀπὸ τὸ κλασσικὸ ἔργο του «Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως» εἶναι ξεκάθαρο: «Ὥστε ἤθελε μὲν αὐτεξουσίως κινουμένη ἡ τοῦ Κυρίου ψυχή, ἀλλ᾿ ἐκεῖνα αὐτεξουσίως ἤθελεν, ἃ ἡ θεία αὐτοῦ θέλησις ἤθελε θέλειν αὐτήν. Οὐ γὰρ νεύματι τοῦ Λόγου ἡ σὰρξ ἐκινεῖτο» (P.G. 94, 1076C)! Αὐτὴ ἡ τελευταία φράση ὁριοθετεῖ καὶ φωτίζει πολὺ καθαρὰ ὅλο τὸ πρόβλημα. ῞Οπως βλέπουμε, ὁ Ἅγιος τονίζει ὅτι ἡ ψυχὴ τοῦ Κυρίου μας, δηλαδὴ ἡ φυσικὴ ἀνθρώπινη θέλησή Του, ἤθελε κινούμενη αὐτεξουσίως, τουτέστιν αὐθορμήτως, ἐλευθέρως· ἦταν “αὐτο-κινούμενη”, κατὰ τὸν Φλωρόφσκυ. Ἀλλὰ ποιὰ πράγματα τελικῶς ἤθελε κινούμενη αὐτεξουσίως; Ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἡ Θεία θέλησή Του ἤθελε νὰ θελήσει! Δὲν ἐκινεῖτο μὲ νεῦμα τῆς θεότητός Του ἡ ἀνθρώπινη θέλησή Του. Τὸ «αὐτεξουσίως» ἀναφέρεται στὴν ἀνθρώπινη θέληση τοῦ Κυρίου καὶ ὄχι στὴ Θεία Του θέληση, ὅπως κακῶς ἑρμηνεύει τὸ κείμενο τοῦ Ἁγίου ὁ π. Βασίλειος γράφοντας: «Δὲν καλοῦμε ἐμεῖς αὐτεξουσίως (ὅπως ὁ Χριστός) τὴν πεῖνα, τὴ δίψα, τὸν θάνατο καὶ τὰ λοιπά, ἀλλὰ ἔρχονται μόνα τους» (Ο ΧΡΙΣΤΟΣ «ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΕΠΕΚΕΙΝΑ», σελ. 32).
Λοιπὸν καὶ στὸν Κύριο αὐτὰ ἔρχονται μόνα τους, «αὐτεξουσίως». Τὸ λάθος τοῦ π. Βασιλείου βρίσκεται στὸ ὅτι δὲν διακρίνει μεταξὺ τῆς ἐκδηλώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου θελήματος τοῦ Κυρίου καὶ τῆς ἱκανοποιήσεώς Του. Ἄλλο ἡ ἐκδήλωση τοῦ ἀνθρωπίνου θελήματος ποὺ γίνεται αὐθορμήτως, φυσικῶς ὅπως καὶ σὲ μᾶς, αὐτεξουσίως, κατὰ τὴ διατύπωση τοῦ ἱεροῦ Πατρός, καὶ ἄλλο ἡ ἱκανοποίησή του ποὺ ὑπόκειται στὴ Θεία θέλησή Του τὴ δυνάμενη νὰ τὴν ἀναστείλει ἢ νὰ τὴ ματαιώσει, κάτι ποὺ σπανίως ἔπραττε. Ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου ἐκδηλώνει τὰ ἀδιάβλητα πάθη (τῆς πείνας, τῆς δίψας, τοῦ φόβου, τοῦ κόπου, τῆς δειλίας) φυσικῶς, ὅπως ὅλων μας. Δὲν καλεῖ ὁ Κύριος π.χ. τὴν πείνα. Τὸ σῶμα Του πεινάει ὅπως ὅλων μας. Ἡ Θεία ὅμως θέληση τοῦ Κυρίου ἐπιτρέπει τὴ λήψη τροφῆς καὶ τὴν ἱκανοποίηση τῆς πείνας. Αὐτὸ σημαίνει τὸ «θέλων ἐπείνασε» καὶ ὄχι ὅτι καλοῦσε τὴν πείνα, ὅπως οἰ ἀφθαρτοδοκῆτες δίδασκαν καὶ ὁ π. Βασίλειος ἀποδέχεται.
Ὁ Δαμασκηνὸς ἐντοπίζει τὴν αἵρεση τοῦ Ἀφθαρτοδοκητισμοῦ σ᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς: Γράφει ὅτι οἱ Ἀφθαρτοδοκῆτες: «τὰ μὲν πάθη ὑπομεῖναι τὸν Κύριον ὁμολογοῦσι· πεῖνάν φημι, καὶ δίψαν καὶ κόπον· οὐ τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον ἡμῖν ταῦτα ὑπομεμενηκέναι φασίν. Ἡμᾶς γὰρ ἐξ ἀνάγκης φυσικῆς· τὸν δὲ Χριστὸν ἑκουσίως ὑπομεῖναι λέγουσι, καὶ τοῖς τῆς φύσεως νόμοις μὴ δουλεῦσαι» (Περὶ αἱρέσεων πδ΄, P.G. 94, 756Α). Εἶναι δὲ αὐτὸ τὸ κείμενο τοῦ Δαμασκηνοῦ παρμένο σχεδὸν κατὰ λέξιν ἀπὸ τὸ ἀποδιδόμενο στὸν Λεόντιο Βυζάντιο «Περὶ αἱρέσεων» (P.G. 86, 1260C), γιὰ τὸ ὁποῖο κάναμε λόγο προηγουμένως.
Εἶναι φανερὸ ὅτι οἱ διατυπώσεις τοῦ π. Βασιλείου πάσχουν σοβαρά. Ἡ δὲ ἀντίληψή του ὅτι ὁ Κύριος «καὶ πρὸ τῆς Ἀναστάσεώς Του ὅταν ἔτρωγε, δὲν τὸ ἔκανε, ἐπειδὴ τὸ Ἄχραντον καὶ Ἄφθαρτον Σῶμα Του εἶχε ἀνάγκη φαγητοῦ» εἶναι παντελῶς ἀπαράδεκτη καὶ ὁδηγεῖ σὲ δοκητισμό.
Σημεῖο ἀφετηρίας τῆς λανθασμένης θεολογίας τοῦ π. Βασιλείου εἶναι ἡ ἐπιμόνως διατυπούμενη ἀντίληψή του ὅτι ὁ Κύριος ἔλαβε τὴν προπτωτικὴ φύση τοῦ Ἀδάμ. Ναί, αὐτὴν ἔλαβε. Ἡ ἄσπορη σύλληψή Του Τὸν ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὴ γενεαλογικῶς μεταδιδόμενη προγονικὴ ἀσθένεια. Ἔλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀμόλυντη, ὅπως τοῦ Ἀδὰμ πρὸ τῆς πτώσεως. Ὅμως γιὰ νὰ ἀναμετρηθεῖ μὲ τὸν ἀντίπαλο σὲ πραγματικὲς συνθῆκες, ὑπόταξε ἑκουσίως τὴν ἀνθρώπινη φύση Του στὶς συνθῆκες τῆς πτώσεως, ὥστε νὰ ἔχει καὶ Αὐτὸς φύση φθαρτὴ καὶ παθητὴ καὶ θνητή, ὑποκείμενος στὶς ἴδιες ἀνάγκες μὲ μᾶς, μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο. Ἔγινε ἄνθρωπος καθόλα ὅμοιος μὲ μᾶς ἐκτὸς τῆς ἁμαρτίας.
Ὅπως γράφει ὁ Λεόντιος Βυζάντιος «σάρκα τοιαύτην ὁ Κύριος ἥνωσεν ἑαυτῷ καθ᾿ ὑπόστασιν, ὁποίαν ἔχων ἐφάνη μετὰ τὴν παράβασιν ὁ κατάκριτος, ἡμεῖς τε πάντες οἱ ἐκ τοῦ αὐτοῦ φυράματος. Οὐ γὰρ τὸν ἀναμάρτητον Ἀδὰμ ἦλθεν σῶσαι, ἵνα ὁμοιωθῇ ἐκείνῳ, ἀλλὰ τὸν ἡμαρτηκότα καὶ πεπτωκότα, ἵνα δὴ συμπεπονθὼς αὐτῷ καὶ συναναστήσῃ» (Κατὰ Ἀφθαρτοδοκητῶν, P.G. 86, 1348D).
7. Η ΚΑΤΑ ΚΛΗΡΙΚΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Ὁ π. Βασίλειος ἐξανίσταται ἐναντίον μου ρωτώντας με ἂν γνωρίζω «πόσο βαρὺ εἶναι νὰ κατηγορῇ ὁ λαϊκὸς ἕνα κληρικὸ γιὰ αἱρετίζουσες ἀντιλήψεις». Θὰ συμφωνήσω μὲ τὸ συμπέρασμά του καὶ ἀναγνωρίζω ὅτι ὄντως εἶναι βαρύ. Ὅμως μεγαλύτερο χρέος εἶναι ἡ ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθόδοξης ἀλήθειας. Ὅπως ἐπίσης καὶ τῶν ἀδικούμενων προσώπων. Κι ἐγὼ αἰσθάνομαι πράγματι δύσκολα καὶ γιὰ ὅσα ἔγραψα καὶ γι᾿ αὐτὰ ποὺ γράφω στὸ παρὸν κείμενο. Ὅμως ἀναγκάστηκα νὰ τὰ γράψω, διότι εἶχα χρέος νὰ ἐκθέσω τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ νὰ ἀντιμετωπίσω τὴν ἀναίτια ἐπίθεση τοῦ π. Βασιλείου κατὰ τοῦ Τρεμπέλα.
Θὰ ἀντιστρέψω ὅμως τὴν κατηγορία. Ὁ π. Βασίλειος ἀντιλαμβάνεται πόσο πολὺ βαρύτερο εἶναι νὰ κατηγορεῖ ὁ ἴδιος ἕναν νεκρὸ ποὺ ἐκεῖνος δὲν εἶναι πλέον σὲ θέση νὰ ἀπαντήσει; Καὶ μάλιστα τὸν Τρεμπέλα, τὸν «Διδάσκαλο τοῦ Γένους», κατὰ τὸν π. Ἐπιφάνιο (ποὺ ὁ π. Βασίλειος τόσο ὑπολήπτεται) καὶ τὸν «Λέοντα τῆς Ὀρθοδοξίας», κατὰ τὸν π. Μᾶρκο; Ἂς κρίνει ὁ ἴδιος ποῦ βρίσκεται τὸ δίκαιο. Καὶ μάλιστα ἂς τὸ κρίνει τώρα, πού, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἀπάντησή μου, ξέσπασε σὲ καταιγισμὸ κατηγοριῶν κατὰ τοῦ Τρεμπέλα, ἀνασκάπτοντας ὅσα κατὰ καιροὺς ἔχουν ἐμέσει κατὰ τοῦ γίγαντος αὐτοῦ ἐμπαθεῖς καὶ ἐν ἐπιγνώσει διαστρεβλωτὲς τῶν κειμένων του.
Καὶ ἤδη προβαίνω σὲ ἀναίρεση ὅλων αὐτῶν τῶν συκοφαντιῶν.
ΜΕΡΟΣ Γ΄
Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΤΡΕΜΠΕΛΑ
1. Η ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΤΟΥ ΤΡΕΜΠΕΛΑ
Ὁ π. Βασίλειος ἐπικρίνει τὸν Τρεμπέλα διότι κακῶς, κατὰ τὴ γνώμη του, ἔγραψε Δογματική, ἀφοῦ ἄλλη ἦταν ἡ εἰδικότητά του στὸ Πανεπιστήμιο. Ἀπαξιώνει λοιπὸν τὴ Δογματικὴ τοῦ Καθηγητοῦ καὶ μάλιστα τὴ συγκρίνει μὲ τὴν ἐσχάτως κυκλοφορήσασα στὴν Ἑλληνικὴ γλώσσα Δογματικὴ τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, καὶ διαπιστώνει ἀνάμεσά τους «ἀβυσσαλέα διαφορά». Ἀποφαίνεται δὲ ὅτι ἔχει ἡ Δογματικὴ τοῦ Τρεμπέλα «πολλὲς διατυπώσεις, οἱ ὁποῖες χαρακτηρίζονται βλάσφημες, ὅταν συγκριθοῦν μὲ τὶς διατυπώσεις τῶν ἁγίων μας».
Ἂς ἀρχίσω μὲ τὸν ἅγιο Ἰουστίνο. Λανθασμένη ἐπιλογὴ ἔκανε ὁ π. Βασίλειος ἐπιλέγοντας νὰ φέρει σὲ ἀντιπαράθεση τὸν ἅγιο Ἰουστίνο μὲ τὸν Τρεμπέλα. Καὶ αὐτό, διότι ὁ ἅγιος Ἰουστίνος ἔτρεφε μεγάλη ἐκτίμηση γιὰ τὸν Τρεμπέλα, ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴ μεταξύ τους ἀλληλογραφία ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Ἰουστίνος μετέφρασε καὶ ἐξέδωσε στὴ Σερβικὴ γλώσσα τὴ δογματικὴ καὶ ἀπολογητικὴ μελέτη τοῦ Τρεμπέλα γιὰ τὸν Χιλιασμό.
Πόση ἐκτίμηση εἶχε ὁ μέγας αὐτὸς ἅγιος γιὰ τὸν Τρεμπέλα φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ παρακάτω ἀπαντητικό του δελτάριο. Τὸ λαμβάνω ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο τοῦ Καθηγητοῦ Τρεμπέλα. Γράφει ἐπὶ λέξει ὁ ἅγιος Ἰουστίνος:
«Λίαν ἀγαπητέ μου ἐν Κυρίῳ κ. Καθηγητά, Σᾶς εὐχαριστῶ ἐγκαρδίως διὰ τὸ πολύτιμον δῶρον· ‘’Ἐπὶ τῆς Οἰκουμενικῆς κινήσεως καὶ τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων ἠμιεπίσημα ἔγγραφα’’. Ὁ πανπλούσιος Κύριος νὰ Σᾶς ἀνταμείψῃ μὲ τὰ αἰώνια δῶρα. Εὔχομαι ὅπως Σᾶς ὁ Κύριος μακροημερεύῃ ἐν τῇ ὑγείᾳ πρὸς τὴν δόξαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ εἰς τὴν χαρὰν τοῦ γνησίου ἐν Κυρίῳ φίλου Σας
Ἀρχιμ. Ἰουστίνου
7.4.1972 Μ. Τσέλιε, Βάλιεβο, Σερβία».
Ἔτσι γράφει ἕνας μεγάλος Ἅγιος καὶ κορυφαῖος θεολόγος πρὸς τὸν Τρεμπέλα, ἕναν ὄντως μεγάλο θεολόγο, ὡς γνήσιος ἐν Κυρίῳ φίλος του. Ἀφήνω νὰ βγάλει καθένας καὶ ὁ π. Βασίλειος τὰ συμπεράσματά του.
Ὅσο γιὰ τὴν ἀξία τῆς Δογματικῆς τοῦ Τρεμπέλα, δὲν καταλαβαίνει ὁ π. Βασίλειος ὅτι ὁ ἴδιος ὑπερβαίνει τὰ ὅριά του, ἀπαξιώνοντας ἕνα ἔργο ποὺ πάνω ἀπὸ 60 χρόνια τώρα παραμένει ἡ μόνη πλήρης Πατερικὴ Ὀρθόδοξη Δογματική; Ὁ π. Βασίλειος ἐπικαλεῖται ἐναντίον τοῦ Τρεμπέλα τὴ διαμάχη του μὲ τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη. Θὰ ἀναφερθῶ στὴ συνέχεια ἐκτενῶς σ᾿ αὐτή. Ὅμως δὲν ἔχει διαβάσει αὐτὰ ποὺ γράφει ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης γιὰ τὴ Δογματικὴ τοῦ Τρεμπέλα; Ἂν ὄχι, ἂς τὰ διαβάσει ἔστω τώρα. Ἰδού: «Ἐξ ἴσου ἀπαραίτητος εἶναι ἡ μελέτη τῆς Δογματικῆς τοῦ κορυφαίου Δογματικοῦ καὶ Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Π. Τρεμπέλα, ὅστις ἐπίσης ἠκολούθησε γραμμὴν ἐπανόδου τῆς νεωτέρας Ὀρθοδόξου Θεολογίας εἰς τὴν Πατερικὴν παράδοσιν» (Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 3-4).
Ἀλλὰ ἂς δώσω ἕνα τέλος σ᾿ αὐτὴ τὴν κατηγορία. Ἀφοῦ θεωρεῖ ὁ π. Βασίλειος ὅτι ὑπάρχουν κακόδοξες διατυπώσεις – βλάσφημες, ὅπως τὶς χαρακτηρίζει – στὴ Δογματικὴ τοῦ Τρεμπέλα, γιατί δὲν παραθέτει ἔστω μία, παρὰ καταφεύγει στὴ γνωστὴ λαθροχειρία ποὺ ἀποκαλύψαμε στὴν ἀρχὴ τοῦ παρόντος κειμένου; Αὐτὸ εἶναι ἢ δὲν εἶναι συκοφαντία ἐναντίον ἑνὸς μεγάλου θεολόγου ποὺ ἀνάλωσε τὸν ἑαυτό του στὴ διακονία καὶ τὴν ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας;
2. Η ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ
Τὸ σημαντικότερο σημεῖο τῆς κατὰ τοῦ Τρεμπέλα ἐπιθέσεως τοῦ π. Βασιλείου ὑπῆρξε ἡ ἔννοια τῆς πάλης κατὰ τῆς ἁμαρτίας. Στὸ θέμα αὐτὸ ἀναφέρθηκα ἤδη στὴν ἀρχὴ τοῦ παρόντος, ἀποδεικνύοντας ὅτι τὸ κείμενο ποὺ ἐπικαλέστηκε ὁ π. Βασίλειος δὲν ἦταν τοῦ Τρεμπέλα ἀλλὰ τοῦ καθηγητοῦ Φαράντου.
Ὅμως, ἀνεξαρτήτως τοῦ κειμένου ἐκείνου, τὸ ζήτημα παραμένει, ἀφοῦ καὶ ὁ Τρεμπέλας σαφῶς γράφει στὴ Δογματική του ὅτι πάλεψε ὁ Κύριος κατὰ τῆς ἁμαρτίας.
Θὰ τὸ ἐξετάσουμε αὐτὸ στὴν ἑπόμενη ἑνότητα, ἀφοῦ δοῦμε πρῶτα αὐτὸ ποὺ ὁ π. Βασίλειος, ἀναπτύσσοντας τὴ θέση του, ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ ὑποστηρίζει ὅτι ὄχι μόνο ὁ Κύριος ἀλλὰ οὔτε καὶ οἱ ἅγιοι καὶ ἡ Παναγία πάλεψαν κατὰ τῆς ἁμαρτίας. Μάλιστα στὴν ἀπάντησή του τῆς 18ης Μαρτίου προβαίνει σὲ ἕναν ἀδιανόητο διαχωρισμὸ τῶν ἁγίων σὲ δύο ὁμάδες: Αὐτούς, ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ποὺ πέρασαν χρόνια μέσα σὲ ‘’ζῆλον οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν’’ ἢ σὲ πάθη μικρὰ ἢ μεγάλα», γιὰ τοὺς ὁποίους δέχεται ὅτι «ἀγωνίσθηκαν κατὰ τῆς ἁμαρτίας γιὰ νὰ ἁγιάσουν» καὶ σὲ «ἐκείνους τοὺς μετρημένους, τοὺς ἀταλάντευτους» πού, κατὰ τὴ γνώμη του, δὲν χρειαζόταν νὰ ἀγωνιστοῦν!
Μένει κανεὶς ἄναυδος μπροστὰ στὴν τόλμη ἑνὸς τέτοιου ἀδιανόητου διαχωρισμοῦ τῶν ἁγίων. Δὲν γνωρίζω νὰ ἀποτόλμησε κανεὶς νὰ ὑποστηρίξει κάτι τέτοιο στὴ διάρκεια τῶν δύο χιλιετιῶν τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας οὔτε κἂν θεωρῶ ὅτι μπορεῖ νὰ τὸ διανοήθηκε. Πρόκειται γιὰ λάθος ἀπροσμετρήτων διαστάσεων. Διότι ὄχι μόνο διαχωρίζει τοὺς ἁγίους σὲ δύο τάξεις (ἀπαράδεκτο ἐντελῶς) ἀλλὰ καὶ διότι στὴν πραγματικότητα ἀκυρώνει τὴν ἴδια τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ μας ὅτι «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν» (Ματθ. ια΄ 12).
Εἰδικὰ γιὰ τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας (ποὺ ὁπωσδήποτε δὲν πέρασε «χρόνια μέσα σὲ ‘’ζῆλον οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν’’ ἢ σὲ πάθη μικρὰ ἢ μεγάλα») ἡ ἀντίληψη ὅτι δὲν πάλεψε κατὰ τῆς ἁμαρτίας ἀκυρώνει τὴν ἴδια τὴν ἁγιότητά της, διότι τὴν ἐμφανίζει νὰ ἔχει φτάσει στὴν κορυφὴ τῆς ἁγιότητας χωρὶς ἀγώνα. Ὁ ἴδιος ὁ π. Βασίλειος παρέθεσε ὑπογραμμισμένο κείμενο τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς ὅτι «ἡ ἁμαρτία ἀποτελεῖ τὴν μόνη ἀ-λογία, τὸ μόνον παρά-λογο τοῦ κόσμου». Ἐξανίσταται ὅμως ὅταν ὑποδεικνύουμε ὅτι ἡ ἀντίληψη πὼς ἡ Παναγία δὲν ἀγωνίστηκε κατὰ τῆς μόνης ἀ-λογίας καὶ κατὰ τοῦ μόνου παρα-λόγου τοῦ κόσμου εἶναι δική του ἰδέα, ξένη πρὸς σύνολη τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση.
Κι ἀλήθεια δὲν ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἀρνούμενος τὸν ἀγώνα τῆς Παναγίας, ὑποβιβάζει καὶ ἀκυρώνει τὴν ἁγιότητά της; Ἁγιότητα χωρὶς ἀγώνα εἶναι ἁλάτι ἀνάλατο καὶ δένδρο χωρὶς καρπούς. Ἂν εἶναι ἄξια ὅλης αὐτῆς τῆς μοναδικῆς τιμῆς ἡ Παναγία, εἶναι διότι ἀγωνίστηκε περισσότερο ἀπὸ ὁποιοδήποτε ἄλλο πλάσμα στὸν κόσμο νὰ παραστήσει τὸν ἑαυτό της πανάγιο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ:
«Ταῦτ᾿ ἄρα καὶ τῶν τῆς φύσεως ἀναγκῶν καὶ τῶν τῆς αἰσθήσεως ἡδονῶν ὑπερτέρα γενομένη, καὶ τὰ μὲν πρὸς ὅρασιν ὡραῖα μηδ᾿ ὀπτέα κρίνασα, τὰ δὲ καλὰ πρὸς βρῶσιν παροπτέα, τῷ διὰ τούτων τῇ καθ᾿ ἡμῶν ἐπιτιθεμένῳ τυραννίδι πρώτη καὶ μόνη παντάπασιν ἄληπτος ἐδείχθη, καὶ τὸ κατ᾿ αὐτοῦ τρόπαιον ἐκ μέρους τέως ἔστησε. Καὶ ταῦτ᾿ οὐκ ἐξ ἑώας μέχρι δείλης ὀψίας ἀνταγωνισαμένη, οὐδὲ πρὸς ἑνὸς φυτοῦ καρπόν, ἀλλ᾿ ἐπὶ πολλὰς ἐνιαυτῶν περιόδους πρὸς ποικίλας, μᾶλλον δὲ παντοδαπάς, ἰδέας ἡδονῶν, δέλεαρ ψυχῶν εὑρημένας τοῖς τοῦ σκότους ἄρχουσιν». (Ἔτσι λοιπὸν ἔγινε ἀνώτερη καὶ τῶν ἀναγκῶν τῆς φύσεως καὶ τῶν ἡδονῶν τῆς αἰσθήσεως. Καὶ τὰ μὲν ὡραῖα δὲν τὰ ἔκρινε ἄξια οὔτε νὰ τὰ δεῖ, τὰ δὲ νόστιμα τὰ παρέβλεψε. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ πρώτη καὶ μόνη ἀναδείχθηκε ἐντελῶς ἀπρόσβλητη ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ ἐχθροῦ ὁ ὁποῖος δι᾿ αὐτῶν μᾶς ἐπιτίθεται, καὶ θριάμβευσε ἐναντίον του σὲ ἕνα βαθμὸ ἤδη ἀπὸ τότε. Καὶ κατόρθωσε ὅλα αὐτὰ ἀγωνιζόμενη ἐναντίον του ὄχι ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ οὔτε γιὰ τὸν καρπὸ ἑνὸς φυτοῦ (ὅπως ἡ Εὔα) ἀλλὰ ἐπὶ πολλὰ χρόνια πρὸς ποικίλες ἢ μᾶλλον κάθε εἴδους ἰδέες ἡδονῶν ποὺ ἔχουν ἐφευρεθεῖ ὡς δέλεαρ ψυχῶν ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τοῦ σκότους).
Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ Κυρία Θεοτόκος ἔγινε ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς της βασίλισσα τῶν οὐρανῶν «βασιλὶς εὐθὺς ἐκ τῆς ἀρχῆς αὐτῆς τῶν οὐρανῶν ἐδείκνυτο» (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁμιλία ΝΓ΄, Εἰς τὴν πρὸς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων Εἴσοδον…, ΕΠΕ 11, 320). Ἔτσι ἔγινε Παναγία ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ἁγίασαν καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι μηδενὸς ἐξαιρουμένου· μὲ ἀγώνα! Πόσο πιὰ θὰ προσπαθοῦμε νὰ ἀποδεικνύουμε τὰ αὐτονόητα…
Δὲν θά ᾿θελα νὰ ἐπιμείνω περισσότερο σὲ ἕνα τόσο καταφανὲς λάθος. Λάθος ποὺ ὅμως πηγάζει ἀπὸ λανθασμένη θεολογία. Ἔγραφα σὲ ἀνύποπτο χρόνο, τὸ ἔτος 1999, τὸ ἑξῆς γιὰ τὶς σωτηριολογικὲς συνέπειες τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ: «Μέσα στὸ μονοφυσιτικὸ σύστημα ἡ ἀνθρώπινη θέλησι ἐκμηδενίζεται, ὁ ἄνθρωπος ὑφίσταται «ἐσχάτην ἐξουθένωσιν», πράγματι. Οὐσιαστικὰ μεταβάλλεται σὲ μηχανὴ ἢ σὲ ἕνα ζῶο, ἔξυπνο μέν, χωρὶς ὅμως ἐλεύθερη θέλησι. Γι᾿ αὐτὸ καὶ παύει νὰ ἀγωνίζεται!» (Στ. Μποζοβίτη, Τὰ αἰώνια σύνορα τῆς Ὀρθοδοξίας, σελ. 65). Αὐτὰ τὸ 1999, ἄσχετα μὲ τὸν τωρινὸ διάλογο.
Ἡ ἄρνηση καὶ ἀπουσία ἀγώνα εἶναι μονοφυσιτικὸ καταστάλαγμα. Κι ἐκεῖ, ὡς μονοφυσιτικὴ μορφή του, τείνει καὶ ὁ Ἀφθαρτοδοκητισμός. Σὲ ἀντίθεση βέβαια μὲ τὸν Νεστοριανισμὸ ποὺ ὑπερτονίζει τὸν ἀγώνα καὶ εἶναι γεμάτος μὲ ἀγωνία καὶ νευρικὴ ἔνταση. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δέχεται (ὁ Νεστοριανισμός) ὅτι ὁ Κύριος ἦταν μόνο ἄνθρωπος ποὺ μὲ τὸν ἀγώνα του ἑνώθηκε μὲ τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ. Σύστημα τερατῶδες, ὅπως εἶναι ὁλοφάνερο, γιὰ τὶς σημερινὲς ἐκφάνσεις τοῦ ὁποίου δικαίως καὶ πρὸς ἔπαινόν του ἐξανέστη ὁ π. Βασίλειος. Ἄλλο ὅτι χρειαζόταν περισσότερη προσοχὴ στὶς διατυπώσεις, διότι ἔφτασε στὸ ἀντίθετο ἄκρο. Καὶ ἤδη ἔρχομαι νὰ πραγματευθῶ τὸ θέμα τοῦ ἀγώνα γιὰ τὸ Πρόσωπο τοῦ Κυρίου.
3. Η ΠΑΛΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ
Ἔγραψε ὁ π. Βασίλειος ὅτι ὁ ἀναθεµατισµός τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου κατὰ τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας «ἀναφέρεται µὲν στὸν Θεόδωρο Μοψουεστίας, ἀλλά περιλαµβάνει καὶ ὅλους ἐκείνους, ποὺ θεωροῦν, ὅπως ὁ Μέγας Φαράντος καὶ ὁ Τρεµπέλας, ὅτι ὁ Χριστός ἠνοχλεῖτο ὑπὸ τῆς ἁµαρτίας καὶ ἐπάλαισε κατ᾿ αὐτῆς καὶ ἔτσι ἐνίκησε αὐτήν! Ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας, µάλιστα, ἦταν τοὐλάχιστον λογικώτερος τῶν ἀνωτέρω, διότι ἐφρόντισε νὰ χωρίσῃ τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὸν Θεὸν Λόγον, γιὰ νὰ τοῦ ἀποδώσῃ πάλη κατὰ τῆς ἁµαρτίας, ἐνῶ οἱ ἡµέτεροι δὲν ἐδίστασαν νὰ ἀποδώσουν αὐτὰ στὸν Ἕνα καὶ Μοναδικὸν Σαρκωθέντα Θεὸν Λόγον!».
Περιττὸ νὰ σημειώσω ὅτι πρόκειται γιὰ φριχτὴ κατηγορία, μιὰ ἀπὸ τὶς χειρότερες ποὺ μποροῦν νὰ ἀποδοθοῦν σὲ Ὀρθόδοξο θεολόγο. Καὶ θὰ δικαιολογοῦσε μιὰ ἀπάντηση σὲ αὐστηρότερο ὕφος. Ὡστόσο θὰ τὸ ἀποφύγω, ἐλπίζοντας ὅτι κάποια στιγμὴ ὁ π. Βασίλειος θὰ ἀντιληφθεῖ τὸ πολὺ μεγάλο λάθος του καὶ θὰ τὸ διορθώσει.
Ἡ ἀφετηρία αὐτῆς τῆς βαρύτατης συκοφαντίας βρίσκεται στὴν ἀντίληψη τοῦ π. Βασιλείου ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἀγωνιζόταν κατὰ τῆς ἀμαρτίας. Ὅπως γράφει: «Ὁ Χριστὸς δὲν ἦλθε στὴ γῆ, γιὰ νὰ ἀγωνισθῆ, οὔτε γιὰ νὰ δοκιμάσει τὶς δυνάμεις Του καὶ νὰ ἀναδειχθῆ τροποπαιοφόρος καὶ νικητής. Ἦλθε ἐπὶ τῆς γῆς ἀναδεδειγμένος νικητής, γιὰ νὰ μᾶς σώση. Ὄχι γιὰ νὰ διακινδυνεύση ἀγωνιζόμενος κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς φθορᾶς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεώς Του (ἄπαγε τῆς βλασφημίας), ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς σώση» (Ο ΧΡΙΣΤΟΣ «ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΕΠΕΚΕΙΝΑ», σελ. 13).
Τὸ καίριο ἐρώτημα εἶναι ἀσφαλῶς τὸ ἂν πάλευε ὁ Κύριος κατὰ τῆς ἁμαρτίας ἢ ὄχι. Καὶ τὸ πρῶτο ποὺ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ διευκρινιστεῖ ἐν προκειμένῳ εἶναι τὸ τί ἐννοοῦμε μὲ τὴ διατύπωση «πάλη κατὰ τῆς ἁμαρτίας». Ἂν τὸ κατάλαβα σωστά, ὁ π. Βασίλειος πάλη κατὰ τῆς ἁμαρτίας ἐννοεῖ κυρίως τὴν πάλη κατὰ ἁμαρτωλῶν λογισμῶν ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο. Τουλάχιστον αὐτὸ συμπεραίνω ἀπὸ τὴν ἀπάντησή του. Κατὰ συνέπειαν, ἂν ἡ ὑπόθεση αὐτὴ εἶναι σωστή, καταλήγει στὸ συμπέρασμα ὅτι, ὅποιος μιλάει γιὰ πάλη τοῦ Κυρίου κατὰ τῆς ἁμαρτίας, ὑπονοεῖ ὅτι ὁ Κύριος πολιορκεῖτο ἀπὸ δικούς Του ἁμαρτωλοὺς λογισμοὺς ἢ ὅτι εἶχε ἁμαρτωλὰ πάθη. Αὐθαίρετο βέβαια καὶ ἀπολύτως λανθασμένο συμπέρασμα.
Ὅσον ἀφορᾶ στὸν Τρεμπέλα, ποτέ, πουθενὰ καὶ μὲ κανέναν τρόπο δὲν ἔγραψε ἢ εἶπε κάτι τέτοιο. Προκάλεσα τὸν π. Βασίλειο στὴν πρώτη μου ἀπάντηση καὶ τὸν προκαλῶ καὶ τώρα: Ἂς φέρει ἔστω καὶ μία φράση τοῦ Τρεμπέλα ποὺ νὰ δέχεται ὅτι ὁ Κύριος εἶχε ἁμαρτωλοὺς λογισμούς. Καὶ εἶχα γράψει τότε ἐπίσης: «Ἂν ὑπάρχει κάποιος θεολόγος σὲ ὅλο τὸν πλανήτη ποὺ νὰ διεκήρυξε μὲ τὸν πιὸ ἀπόλυτο τρόπο ὅτι ὁ Χριστὸς ὄχι μόνο ἦταν ἀπολύτως ἀναμάρτητος ἀλλὰ καὶ ὅτι ἦταν ἀδύνατον νὰ ἁμαρτήσει, αὐτὸς εἶναι περισσότερο ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλο ὁ Τρεμπέλας». Σὲ ὅλα τὰ ἔργα του, στὴ Δογματική, στὰ ἑρμηνευτικὰ Ὑπομνήματα, στὶς Ἀπολογητικὲς Μελέτες καὶ στὰ ἑκατοντάδες ἄλλα κείμενά του αὐτὸ διακηρύττει, μὲ τρόπο τόσο ξεκάθαρο ποὺ δὲν ἀφήνει οὔτε τὸ ἐλάχιστο περιθώριο γιὰ ἄλλη ἐκδοχή.
Γι᾿ αὐτὸ οὔτε ἔφερε οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ φέρει ὁ π. Βασίλειος κείμενο τοῦ Τρεμπέλα ποὺ νὰ δέχεται ὅτι ὁ Κύριος εἶχε ἁμαρτωλοὺς λογισμούς. Διότι δὲν ὑπάρχει κανένα. Συνεχίζει ὅμως ἀναπόδεικτα νὰ συκοφαντεῖ ἀδίστακτα τὸν Τρεμπέλα. Καὶ φτάνει στὸ σημεῖο νὰ τὸν κατηγορεῖ ὡς χειρότερο καὶ ἀπὸ τὸν ἀναθεματισμένο ἀπὸ τὴν Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο Θεόδωρο Μοψουεστίας. Αὐτὸ πιὰ ξεπερνάει κάθε ὅριο. Δὲν ξέρω ἂν συνειδητοποιεῖ τί γράφει… Λυπᾶμαι βαθύτατα γιὰ τὸ κατάντημά του. Δὲν καταλαβαίνει ὅτι ἔτσι ἀποδεικνύεται συκοφάντης; Εἶναι δυνατὸν νὰ δέχεται νὰ κατεβαίνει τόσο, μὰ τόσο χαμηλά; Δὲν τολμῶ οὔτε νὰ τὸ σκέπτομαι. Καὶ ναί, ἔχει φοβερὴ εὐθύνη ἐνώπιον τοῦ Κυρίου γιὰ τὴ φριχτὴ αὐτὴ συκοφαντία.
Ἂν ἀνοίξει ὁ π. Βασίλειος τὸν Β΄ τόμο τῆς Δογματικῆς τοῦ Τρεμπέλα στὴ σελίδα 135, θὰ διαβάσει τὰ παρακάτω λόγια: «Οἱ μνημονευθέντες δ᾿ ἀνωτέρω λόγοι τῶν ἀγγέλων πρὸς τὴν Παρθένον καὶ τὸν Ἰωσήφ, καθ᾿ οὓς ὁ Κύριος συνελήφθη ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς συλλήψεως ἦτο ἅγιος, βεβαιοῦσιν ἡμᾶς περὶ τοῦ ὅτι ὁ Κύριος ἦτο ἀπηλλαγμένος ὅλως τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, καθὼς καὶ τῆς ἐξ αὐτοῦ προελθούσης πονηρᾶς ἐπιθυμίας (concupiscentia). Ἐντεῦθεν ἡ μὲν Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀναθεματίζει πάντα ἀντιποιούμενον «Θεοδώρου τοῦ Μοψουεστίας τοῦ εἰπόντος» «τὸν Χριστὸν ὑπὸ παθῶν ψυχῆς καὶ τῶν τῆς σαρκὸς ἐπιθυμιῶν ἐνοχλούμενον καὶ τῶν χειρόνων κατὰ μικρὸν χωριζόμενον καὶ οὕτως ἐκ προκοπῆς ἔργων βελτιωθέντα καὶ ἐκ πολιτείας ἄμωμον καταστάντα».
Δὲν εἶναι τόσο ξεκάθαρο τὸ κείμενο αὐτό; Καὶ θὰ τολμήσει στὸ ἑξῆς ὁ π. Βασίλειος νὰ ἐπικαλεστεῖ ξανὰ κατὰ τοῦ Τρεμπέλα τὸν ἀναθεματισμὸ τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὸν ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Τρεμπέλας παραθέτει γιὰ νὰ τονίσει τὴν ἀπόλυτη ἀναμαρτησία τοῦ Κυρίου; Κι ἀλήθεια, γι᾿ αὐτὸ τὸ φοβερὸ ἀτόπημα δὲν θὰ αἰσθανθεῖ τὴν ἀνάγκη νὰ ὁμολογήσει ὅτι ἔσφαλε καὶ νὰ ζητήσει τὴ συγγνώμη τοῦ δεινῶς συκοφαντηθέντος ἀειμνήστου καθηγητοῦ; Καὶ δὲν θὰ ἀναγνωρίσει ὅτι τὸ ἴδιο ἀσύγγνωστο λάθος ἔπραξε καὶ ὁ πρώην Ἐπίσκοπος Ράτσκας Ἀρτέμιος Ραντοσάβλιεβιτς, τοῦ ὁποίου τὴν ἀστήρικτη καὶ ἀπαράδεκτη κρίση ἐπικαλέστηκε;
4. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Ὅμως εἶναι καιρὸς νὰ διευκρινίσω σὲ τί συνίσταται γενικότερα ἡ πάλη κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ ὁ ἀγώνας ἐπομένως τοῦ Κυρίου. Λοιπὸν πάλη κατὰ τῆς ἁμαρτίας δὲν εἶναι ἡ πάλη μόνο κατὰ ἁμαρτωλῶν λογισμῶν ποὺ πηγάζουν ἀπὸ τὸ διεφθαρμένο περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς τοῦ πτωτικοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ ἡ πάλη κατὰ τῶν ποικίλων ἐξωτερικῶν πειρασμῶν καὶ ἡ πάλη σὲ ὅλες τὶς περιστάσεις ποὺ καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νὰ μείνει πιστὸς στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τέτοιους πειρασμοὺς δέχτηκε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στὴν ἔρημο καὶ πάλεψε κατ᾿ αὐτῶν ἀντιμετωπίζοντας τὴν ἐπίθεση τοῦ διαβόλου μὲ κείμενα τῆς Γραφῆς. Πάλη κατὰ τῆς ἁμαρτίας γιὰ τὸν Κύριο ἦταν ὅλη ἡ ζωή Του καὶ μάλιστα τὸ νὰ μὴν προσκρούσει στὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς στὴ Γεθσημανῆ.
Ὁ ἴδιος ὁ π. Βασίλειος παραθέτει τὸ ἑξῆς πολὺ γνωστὸ κείμενο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ: «Ὁ µὲν οὖν πονηρὸς ἔξωθεν προσέβαλεν (τὸν Χριστόν), οὐ διὰ λογισµῶν, ὥσπερ καὶ τῷ Ἀδάµ· κακείνῳ γάρ, οὐ διὰ λογισµῶν ἀλλὰ διὰ τοῦ ὄφεως, ὁ δὲ Κύριος τὴν προσβολὴν ἀπεκρούσατο, καὶ ὡς καπνὸν διέλυσεν» (PG 94,1081C-1084A).
Πολὺ σωστὰ ἔκανε ποὺ τὸ παρέθεσε, διευκρινίζοντας ὅτι ὁ πονηρὸς μὲ ἐξωτερικοὺς πειρασμοὺς πολεμοῦσε τὸν Κύριο. Διαβάζει ὅμως στὴ συνέχεια τὴ φράση: ὁ δὲ Κύριος τὴν προσβολὴν ἀπεκρούσατο. Λοιπόν, δὲν καταλαβαίνει; Αὐτὸ δὲν εἶναι πάλη; Πάλη κατὰ τῆς ἀμαρτίας; Ἀλλὰ βέβαια, ἂν θεωρεῖ, ὅπως ὑπέθεσα, πάλη κατὰ τῆς ἀμαρτίας μόνο αὐτὴ κατὰ τῶν ἐκ τῆς καρδίας προερχόμενων ἁμαρτωλῶν λογισμῶν, εἶναι κατανοητὴ ἡ ἀδυναμία του νὰ ἐννοήσει, ἀφοῦ ὄντως ὁ Κύριος τέτοιους λογισμοὺς δὲν εἶχε. Κάτι ποὺ τὸ ὑπογραμμίζει ἔντονα σὲ πολλὰ σημεῖα ὁ Τρεμπέλας. Τὸ ἴδιο βέβαια κάνει καὶ ὁ Φαράντος στὸ γνωστὸ σημεῖο ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες σελίδες τῆς Χριστολογίας του.
5. Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Τὸ ἑπόμενο ἐρώτημα εἶναι γιὰ ποιὸ λόγο ἦταν ἀπαραίτητο νὰ παλέψει ὁ Κύριος κατὰ τῆς ἁμαρτίας, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐξηγήσαμε. Ἀπάντηση στὸ καιριότατο αὐτὸ ἐρώτημα ἔχουν δώσει οἱ ἅγιοι Πατέρες πλήρη καὶ ἀπολύτως κατατοπιστική. Ξεχωρίζω, ὡς πληρέστερη καὶ ἀποδεικτικότερη ὅλων, ἐκείνη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀπὸ τὴν ἕκτη (ΣΤ΄) ὁμιλία του «ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑ ΣΑΡΚΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙ᾿ ΑΥΤΗΣ ΚΕΧΑΡΙΣΜΕΝΩΝ ΤΟΙΣ ΩΣ ΑΛΗΘΩΣ ΕΙΣ ΑΥΤΟΝ ΠΙΣΤΕΥΟΥΣΙ, Καὶ ὅτι πολυτρόπως ὁ Θεὸς δυνάμενος τῆς τοῦ διαβόλου τυραννίδος λυτρώσασθαι τὸν ἄνθρωπον, εἰκότως ταύτῃ μᾶλλον ἐχρήσατο τῇ οἰκονομίᾳ», τὴν ὁποία ὁμιλία ἐξεφώνησε κατὰ τὸ Μέγα Σάββατον.
Ἀπὸ αὐτὴν παραθέτω ἐν περιλήψει τὰ σημεῖα ποὺ κρίνω πιὸ χαρακτηριστικὰ γιὰ τὸ θέμα μας:
Μποροῦσε, λέει ὁ ἅγιος, νὰ μᾶς λυτρώσει ὁ Θεὸς δυναμικὰ μὲ τὴ θεϊκή Του ἐξουσία. Ὅμως προτίμησε νὰ τὸ κάνει «διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὡς καὶ τὸ δίκαιον ἔχων μεθ᾿ ἑαυτοῦ», ἐπειδὴ αὐτὸ ἦταν δίκαιο. Ἀφοῦ δικαίως μὲ τὴν πτώση μας παραδοθήκαμε στὸν διάβολο, δικαίως καὶ ἔπρεπε νὰ λυτρωθοῦμε. «Ἤρεσε γοῦν τῷ Θεῷ πρῶτον τῇ δικαιοσύνῃ καταβληθῆναι τὸν διάβολον… ὕστερον δὲ τῇ δυνάμει διὰ τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς μελλούσης κρίσεως˙ αὕτη γὰρ ἀρίστη τάξις, προηγεῖσθαι τὴν δικαιοσύνην τῆς δυνάμεως». Ἔπρεπε δηλαδὴ νὰ νικηθεῖ ὁ διάβολος μὲ δικαιοσύνη (ἄνθρωπο νίκησε, ἀπὸ ἄνθρωπο ἔπρεπε νὰ νικηθεῖ) καὶ ἔπειτα νὰ συντριβεῖ τελείως μὲ τὴ Ἀνάσταση καὶ τὴ Μέλλουσα Κρίση. Παρέλειψε ὁ Θεὸς αὐτὸ ποὺ μποροῦσε, γιὰ νὰ ἐνεργήσει πρῶτα «ὅπερ ἐχρῆν», αὐτὸ ποὺ ἔπρεπε. Ἔπρεπε νὰ νικηθεῖ ὁ διάβολος ἀπὸ τὴ νικημένη φύση. Γι᾿ αὐτὸ ἔπρεπε καὶ ἦταν ἀναγκαῖο νὰ ὑπάρξει ἕνας ἄνθρωπος ἄγευστος τῆς ἁμαρτίας. Αὐτὸ ὅμως ἀνῆκε στὰ ἀδύνατα· διότι κανείς, λέει ἡ Γραφή, δὲν εἶναι ἀναμάρτητος, ἀκόμη κι ἂν ἡ ζωή του διαρκέσει μία μέρα… Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν ὁ μόνος ἀναμάρτητος Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ γίνεται υἱὸς ἀνθρώπου… Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ «νικᾶται παρά ἀνθρώπου ὁ τὴν ἀρχὴν τὸν ἄνθρωπον νικήσας διάβολος καὶ ὁ τὴν κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ νικήσας φύσιν, καὶ διὰ τοῦτο μεγαλαυχῶν, καταβάλλεται τῆς ἐπάρσεως». Νικᾶται λοιπὸν ἀπὸ ἄνθρωπο ὁ διάβολος ὁ ὁποῖος ἀρχικὰ εἶχε νικήσει τὸν ἄνθρωπο. Καὶ αὐτὸς ποὺ εἶχε νικήσει «τὴν κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ» φύση καὶ ὑπερηφανευόταν γι᾿ αὐτό, γκρεμίζεται ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειά του, «καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀναπλάττεται» ἀπὸ τὸν «κατὰ τὴν ψυχὴν» θάνατο, ποὺ εἶναι καὶ ὁ κυρίως θάνατος (ΕΠΕ, Γρηγορίου Παλαμᾶ, 9, σελ. 424-32).
Ἀπὸ αὐτὸν τὸν θάνατο «ἐλυτρώσατο τὴν ἡμετέραν φύσιν ὁ Χριστός… κατὰ τὸν ἀνθρώπινον βίον ἑαυτοῦ δι᾿ ἔργων ἐπιδειξάμενος πᾶσαν εὐπείθειαν» (σελ. 434). «Καί δικαιοῦται μέν οὕτως ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, ὡς μή παρ᾿ ἑαυτῆς ἔχουσα τήν πονηρίαν, δικαιοῦται δέ καί ὁ Θεός, ὡς μηδεμιᾶς κακίας αἴτιος καί ποιητής ὤν. Εἰ μή γάρ ὁ συναΐδιος τοῦ Πατρός ἐνηνθρώπησε Λόγος, φύσει ἄν ἔδοξεν εἶναι ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ ἀνθρώπῳ, οὐδείς γάρ ἐξ αἰῶνος ἀναμάρτητος ἐγένετο ἄνθρωπος, καί συνέβαινεν ἐπί τόν κτίστην ἀναφέρεσθαι τήν μέμψιν, ὡς οὐκ ἀγαθῶν ὄντα κτίστην, οὐδ᾿ ἀγαθόν αὐτόν ὄντα, ἔτι δέ καί κριτήν ἄδικον, ὡς μή δικαίως καταδικάσαντα τόν ὑπ᾿ αὐτοῦ γεγονότα καταδίκης ἄξιον ἄνθρωπον». Δικαιώνεται μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ ἀνθρώπινη φύση ὅτι δὲν ἔχει ἀπὸ τὸν ἑαυτό της τὸ κακό, δικαιώνεται δὲ καὶ ὁ Θεὸς ὅτι δὲν εἶναι αἴτιος ἢ δημιουργὸς κανενὸς κακοῦ. Διότι ἂν δὲν εἶχε γίνει ἄνθρωπος ὁ συναΐδιος μὲ τὸν Πατέρα Λόγος τοῦ Θεοῦ, θὰ μποροῦσε νὰ νομιστεῖ ὅτι ἡ ἁμαρτία ὑπάρχει μέσα στὴν ἴδια τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ κανένας ἄνθρωπος δὲν εἶχε φανεῖ ἀναμάρτητος διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Καὶ θὰ ἀποδιδόταν ἡ κατηγορία στὸν Κτίστη, ὅτι δηλαδὴ δὲν ἦταν Κτίστης ἀγαθῶν οὔτε ὁ Ἴδιος εἶναι ἀγαθός, ἐπιπλέον δὲ θὰ ἀποδεικνυόταν καὶ κριτὴς ἄδικος, ὅτι δηλαδὴ δὲν καταδίκασε δικαίως τὸν ἄνθρωπο, ἀφοῦ ὁ Ἴδιος τὸν εἶχε δημιουργήσει «καταδίκης ἄξιον». (σελ. 436).
Καταβλήθηκε ἔτσι ἡ καύχηση (μεγαλαυχία) τοῦ διαβόλου, «ἣν μεγαλαυχίαν οὐκ ἄν ἀπέβαλεν, εἰ δυναστείᾳ θείᾳ κατεπονεῖτο», τὴν ὁποία καύχηση δὲν θὰ τὴν ἀπέβαλε, ἂν εἶχε νικηθεῖ διὰ θεϊκῆς ἐξουσίας (σελ. 452).
Ὁ διάβολος πολέμησε τὸν Κύριο πρῶτα στὴν ἔρημο, «ὡς δὲ ἰσχυρῶς ἀπεκρούσθη καὶ πάλιν προσβαλὼν γενικῶς διὰ πάσης ἡδυπαθείας, κατά κράτος ἡττήθη, ἐκνευρισθείς καί θραυσθείς καί καταισχυνθείς φυγάς ᾤχετο. Διά τί οὖν ἀπεκρούσθη τῷ πάθει τῷ τοῦ σώματος θαρρήσας καί προσβαλών; Ἐπειδή περ ἁμαρτίαν ἐμποιῆσαι τῷ ἀναμαρτήτῳ ἐπεχείρησεν ἀνθρώπῳ» (σελ. 460). Ἀποκρούστηκε μὲ δύναμη ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ ἀφοῦ ἐπιχείρησε μὲ κάθε ἡδυπάθεια νὰ τὸν προσβάλει, νικήθηκε κατὰ κράτος καὶ ὀπισθοχώρησε νικημένος. Καὶ γιατί, ξεθαρρεύοντας καὶ ἐπιτιθέμενος σὲ παθητὸ σῶμα, ἀποκρούστηκε; Ἀποκρούστηκε, ἐπειδὴ ἐπιχείρησε νὰ βάλει ἀμαρτία στὸν ἀναμάρτητο ἄνθρωπο (τὸν Κύριο).
Αὐτὰ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, συμπυκνώνοντας τὴ διδασκαλία ὅλων τῶν Πατέρων καὶ ἀποδεικνύοντας ἀσύστατους τοὺς ἰσχυρισμοὺς τοῦ τύπου: «Ὁ Χριστὸς δὲν ἦλθε στὴ γῆ, γιὰ νὰ ἀγωνισθῆ, οὔτε γιὰ νὰ δοκιμάσει τὶς δυνάμεις Του καὶ νὰ ἀναδειχθῆ τροποπαιοφόρος καὶ νικητής. Ἦλθε ἐπὶ τῆς γῆς ἀναδεδειγμένος νικητής, γιὰ νὰ μᾶς σώση. Ὄχι γιὰ νὰ διακινδυνεύση ἀγωνιζόμενος κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς φθορᾶς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεώς Του (ἄπαγε τῆς βλασφημίας), ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς σώση» (Ο ΧΡΙΣΤΟΣ «ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΕΠΕΚΕΙΝΑ», σελ. 13).
Σίγουρα δὲν ἦρθε γιὰ νὰ δοκιμάσει τὶς δυνάμεις Του ἢ νὰ διακινδυνεύσει. Ὅμως ναί! ἦρθε γιὰ νὰ ἀγωνιστεῖ πραγματικὰ ὡς ἄνθρωπος (καὶ ὄχι ἀναδεδειγμένος νικητής), ἦρθε γιὰ νὰ νικήσει τὸν διάβολο ὡς ἄνθρωπος καὶ νὰ δικαιώσει καὶ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν Δημιουργό του.
6. Η ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Ὁ Κύριος ἀγωνίστηκε ὄχι τυχὸν ἐπειδὴ ὁ Ἴδιος εἶχε ἀνάγκη νὰ ἀγωνιστεῖ γιὰ νὰ ἁγιαστεῖ, ἀλλὰ ἀγωνίστηκε γιὰ νὰ ἁγιάσει ἐμᾶς. Ἀγωνίστηκε ὅμως πραγματικά. Ἔτσι ὅπως ἔπρεπε νὰ ἀγωνιστεῖ ὁ Ἀδὰμ καὶ δὲν τὸ ἔκανε. Ὁ Κύριος ἀγωνίστηκε ὑπὲρ ἡμῶν καὶ ἀντὶ ἡμῶν. «Ἐτύπου τὸ ἡμέτερον», τονίζουν οἱ ἅγιοι Πατέρες. Τὸ τύπωνε ὅμως πραγματικά, δὲν ἔπαιζε θέατρο, ὅπως δέχονταν οἱ Μονοφυσίτες. «Ἐτύπου τὸ ἡμέτερον» διαρκῶς καὶ φυσικῶς, ὄχι ἐκτάκτως καὶ τεχνητῶς, κατὰ τοὺς Ἀφθαρτοδοκῆτες. Ἡ ἀντιπροσώπευσή μας δὲν ἦταν ἕνα στιγμιαῖο καὶ εὐκαιριακὸ «τέχνασμα» τοῦ Κυρίου γιὰ νὰ μᾶς σώσει, ἀλλὰ ὁλόκληρη ἡ ζωή Του ἦταν ἑκούσια πρόσληψη τῆς δικῆς μας ζωῆς πραγματικὴ καὶ ἀληθινή. Προσέλαβε τὰ πάντα, ἐκτὸς τῆς ἁμαρτίας. «Μόνος γὰρ αὐτὸς οὐκ ἐποίησεν ἁμαρτίαν, καίτοι καθ᾿ ἡμᾶς γεγονώς, καὶ σάρκα λαβὼν τὴν φιλαμαρτήμονα» (Μ. Ἀθανασίου εἰς τὸν κα΄ ψαλμόν, P.G. 27, 137). Ναί, τὴν φιλαμαρτήμονα σάρκα προσέλαβε, αὐτὴ ποὺ ἔχουμε ὅλοι μας! Γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶχε τὰ ἀδιάβλητα πάθη καὶ τὸ φυσικὸ ἀνθρώπινο θέλημα ἐξ ἀρχῆς στὴν ἀνθρώπινη φύση Του. «Ὁ Χριστὸς σῶμα καθαρὸν ἁμαρτημάτων εἶχεν, οὐχὶ φυσικῶν ἀναγκῶν ἀπηλλαγμένον· ἐπεὶ οὐδ᾿ ἂν σῶμα ἦν». Ὁ Κύριος, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, εἶχε σῶμα καθαρὸ ἀπὸ ἁμαρτήματα, ὄχι ἀπαλλαγμένο ἀπὸ φυσικὲς ἀνάγκες, διότι τότε δὲν θὰ ἦταν κὰν σῶμα! («ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ» ὁμ. ΞΖ΄ P.G. 59, 371β΄).
7. Η ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ΜΑΣ
Προσέλαβε ὅμως ὁ Κύριος ὄχι μόνο τὰ ἀδιάβλητα πάθη, ἀλλὰ καὶ τὰ ἁμαρτήματά μας. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀποκορύφωμα τῆς προσλήψεως ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀγώνα Του.
Ὁ Κύριος, ὅπως ἤδη ἀνέφερα, δὲν ἀγωνίστηκε ἐναντίον ἐκ τῆς καρδίας Του προερχόμενων ἁμαρτωλῶν λογισμῶν, διότι δὲν εἶχε τέτοιους λογισμούς. Εἶναι ἄραγε ὁ ἀγώνας Του μειωμένης ἀξίας, γιὰ τὸν λόγο ὅτι δὲν εἶχε τέτοιους ἐσωτερικοὺς πειρασμοὺς ὅπως ἐμεῖς; Ὄχι! Διότι εἴτε ἐσωτερικοί, ἐκ τῆς καρδίας προερχόμενοι, εἶναι οἱ πειρασμοὶ εἴτε ἐξωτερικοί, στὴν ἴδια δοκιμασία θέτουν τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ἰὼβ εἶχε σχεδὸν ἐξ ὁλοκλήρου ἐξωτερικοὺς πειρασμούς. Κι ὅμως ἀναδείχθηκε μέγας ἀγωνιστὴς κατὰ τῆς ἁμαρτίας, φθάνοντας σὲ ἀσύλληπτα ὕψη ἀρετῆς. Τὸ ἴδιο καὶ τόσοι ἄλλοι ἅγιοι καὶ μάλιστα οἱ μάρτυρες.
Ὁ ἀγώνας ἑπομένως τοῦ Κυρίου ἔχει πλήρη τὴν ἀξία του. Πολὺ περισσότερο ποὺ ὁ ἀγώνας Του ἦταν ἀφαντάστως πιὸ ἰσχυρὸς ἀπὸ ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου. Καὶ δὲν ὑπάρχει καμία σύγκριση! Διότι Ἐκεῖνος, ὄχι ἀπλῶς ἀπέκρουσε τὶς ἐπιθέσεις τοῦ σατανᾶ, ἀλλὰ – καὶ τὸ μέγιστο – φορτώθηκε πραγματικὰ τὶς ἁμαρτίες ὅλων μας. Εἶναι τόσο φριχτὸ αὐτό, τὸ νὰ ἔρθει ὁ ἀπολύτως ἀναμάρτητος σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ τέρας τῆς ἁμαρτίας, ποὺ ξεπερνάει κάθε ἀνθρώπινο συλλογισμό. Καὶ ὄχι ἀπλῶς νὰ ἔρθει σὲ ἐπαφή, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀναλάβει ὁ Ἴδιος ὅλο αὐτὸ τὸ ἀσήκωτο βάρος, νὰ ἀναλάβει ὄχι μόνο τὴν ποινή μας ἀλλὰ καὶ τὴν ἐνοχή μας.
Ὁ ἀναμάρτητος φορτώθηκε τὰ δικά μας ἁμαρτήματα καὶ τὰ ξέπλυνε μὲ τὸ Αἷμα Του πάνω στὸν Σταυρό. Φορτώθηκε ὁ Ἴδιος τὴν ἐνοχή μας. Αὐτὸς ἦταν ὁ μέγιστος ἀγώνας Του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ κραύγασε στὴ Γεθσημανῆ «παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο» (Ματθ. κστ΄ 39). Ἐκεῖ στὸν κῆπο τῆς ἀγωνίας διεξήχθη ὁ φοβερότερος ἀγώνας πάνω στὴ γῆ, ἔλαβε χώρα ἡ δραματικότερη ἀναμέτρηση ἀνάμεσα στὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι. Κι ἦταν τόσο σκληρή, ἐξουθενωτικὴ καὶ πιεστικὴ αὐτὴ ἡ πάλη, ποὺ ὁ Κύριος «ἤρξατο λυπεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν», καὶ ὡς ἄνθρωπος ποὺ χρειάζεται συμπαράσταση ζήτησε καὶ τὴ βοήθεια τῶν μαθητῶν Του: «περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου», τοὺς εἶπε, «μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε μετ᾿ ἐμοῦ» (Ματθ. κστ΄ 37). Μάλιστα, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ἐμφανίστηκε καὶ ἄγγελος γιὰ νὰ Τὸν ἐνισχύσει: «ὤφθη δὲ αὐτῷ ἄγγελος ἀπ᾿ οὐρανοῦ ἐνισχύων αὐτόν» (Λουκ. κβ΄ 43). Ἐνίσχυε τὴν ἀνθρώπινη φύση Του νὰ σηκώσει τὸ ἀσήκωτο βάρος τῆς δικῆς μας ἀμαρτίας. Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ἐνίσχυση τοῦ ἀγγέλου «γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο. ἐγένετο δὲ ὁ ἱδρὼς αὐτοῦ ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες ἐπὶ τὴν γῆν» (Λουκ. κβ΄ 44), τόσο φοβερὸς ἦταν ὁ ἀγώνας Του.
Ἀγωνία, ἱδρώτας σὰν πηχτὲς σταγόνες αἷμα, θερμὴ προσευχὴ ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν πιεῖ αὐτὸ τὸ κατάπικρο ποτήρι… Ἐδῶ τὸ ἀνθρώπινο θέλημα τοῦ Κυρίου ἐκδηλώνεται στὴ μεγαλύτερή του ἔνταση. Κι ἐδῶ εἶναι ποὺ ἔφταναν σὲ ἀδιέξοδο οἱ κάθε εἴδους Μονοφυσιτίζοντες, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔλεγαν ὅτι οἰκονομικῶς ὁ Κύριος κατὰ τὸν καιρὸ τοῦ Πάθους «ἐτύπου τὸ ἡμέτερον», ἀντιπροσώπευε, ἔλεγαν, ἐμᾶς, ἐκπροσωπώντας τὸ δικό μας θέλημα, τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων.
Ὅμως τὸ ἀνθρώπινο θέλημα ὁ Κύριος δὲν τὸ προσέλαβε οἰκονομικῶς κατὰ τὸν καιρὸ τοῦ Πάθους, ἀλλὰ τὸ εἶχε φυσικῶς, ὅπως ὅλοι μας, ἐξ ἀρχῆς. «Εἰ δὲ ἀπ᾿ ἀρχῆς οὐκ εἶχεν, οὐδὲ κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ πάθους, ἀλλὰ μόνον ἐφάντασε τὴν παραίτησιν, καὶ πρὸς ταύτῃ τὰ λοιπὰ δι᾿ ὧν σεσώσμεθα, οἷον τὸ δάκρυον, τὴν εὐχήν, τὴν λύπην, τὴν ἀγωνίαν, τὸν σταυρόν, τὸν θάνατον, τὴν ταφήν» (P.G. 91, 196). ῍Αν δὲν εἶχε ἐξ ἀρχῆς ἀνθρώπινο θέλημα, αὐτὸ θὰ σήμαινε, λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος, ὅτι τὸ Πάθος καὶ ὅλα ὅσα ἐξεδήλωσε ὁ Κύριος κατ᾿ αὐτὸ καὶ μὲ τὰ ὁποῖα σωθήκαμε, ἦταν φανταστικά — θέατρο, ὑποκρισία! Δηλαδὴ τὰ δάκρυα, ἡ προσευχὴ στὴ Γεθσημανῆ, ἡ λύπη Του, ἡ ἀγωνία, ἡ σταύρωση, ὁ θάνατος, ἡ ταφή, ὅλα αὐτὰ μιὰ φαντασία!
Ἡ Μονοφυσιτικὴ θεολογία, ἀρνούμενη τὴν ἔννοια τοῦ ἀγώνα, εἰσάγει στὴν καρδιὰ τῆς πνευματικῆς ζωῆς τὴν ὑποκρισία, τὸν φαρισαϊσμό.
ΜΕΡΟΣ Δ΄
Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΕΣ ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ
Σὰν νὰ μὴν ἔφταναν ὅλα αὐτὰ τὰ ζητήματα ποὺ ἄνοιξε ὁ π. Βασίλειος, ἔσπευσε νὰ ἀνασκάψει καὶ ὅ,τι ἄλλο ἔχει γραφεῖ ἐναντίον τοῦ Τρεμπέλα, πιστεύοντας ἴσως πὼς θὰ μᾶς τρομάξει ξαναφέρνοντας στὴν ἐπιφάνεια ὅλον αὐτὸ τὸν ὀχετὸ συκοφαντίας καὶ ψεύδους ποὺ εἶχε κατὰ καιροὺς ἐξαπολυθεῖ κατὰ τοῦ ἀειμνήστου καθηγητοῦ.
Κατὰ συνέπειαν εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ ἀπαντήσω καὶ ἀναιρέσω καὶ αὐτὰ τὰ δημοσιεύματα.
1. ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΑΣΧΟΛΟΥΜΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΤΡΕΜΠΕΛΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ;
Γράφει ὁ π. Βασίλειος: «Τὸ περίεργο εἶναι ὅτι ἐνῶ ὁ Τρεµπέλας ἔχει κατηγορηθεῖ πλειστάκις σὲ Θεολογικὲς Διδακτορικὲς Διατριβὲς γιὰ ὅλα αὐτά, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἄλλα… δὲν ἐθορυβήθη οὔτε ἀπησχολήθη ὁ κ. Μποζοβίτης, ἀλλὰ ἐξανέστη ἐναντίον µου, σὰν νὰ ἐλέχθη γιὰ πρώτη φορὰ ὅτι ὁ Τρεµπέλας ἔχει Δογµατικὰ λάθη ἢ σὰν νὰ εἶναι ἡ ἀσηµαντότητά µου ὁ φοβερότερος κίνδυνος γιὰ τὸ θεολογικὸ κύρος τοῦ Τρεµπέλα! Γιατί ἄραγε;».
Μὲ τὴ σειρά μου νὰ ρωτήσω κι ἐγώ, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὑποστηρίζει ὁ π. Βασίλειος ὅτι δὲν ἀπασχολήθηκα μὲ ἄλλες συκοφαντικὲς ἐπιθέσεις κατὰ τοῦ Τρεμπέλα, τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἴδιος ἀνέφερε τὴν παρέμβασή μου στὴν ἐπίθεση τοῦ Σακαρέλλου, μνημονεύοντας καὶ τὴ δική μου (δεκατεσσάρων σελίδων) ἐπιστολὴ ποὺ ἀρνήθηκε νὰ δημοσιεύσει ὁ Σακαρέλλος καὶ συμπεριελήφθη στὸ φυλλάδιο «ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΗ ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ» τῆς Ἀδελφότητός μας; Τὸ ξέχασε μέσα στὸ ἴδιο ἄρθρο του;
Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνο αὐτὴ ἡ παρέμβασή μου. Παρεμβαίνω κάθε φορὰ ποὺ δημόσια ἐξαπολύεται ἐπίθεση κατὰ τοῦ Καθηγητοῦ. Ἔτσι συμμετεῖχα καὶ παρενέβην στὸ σπουδαῖο Συνέδριο γιὰ τὸν Τρεμπέλα τῆς Μητροπόλεως Δημητριάδος στὴν Ἀθήνα στὶς 19 Μαρτίου 2011. Ἡ παρέμβασή μου μάλιστα ἔχει συμπεριληφθεῖ στὰ Πρακτικὰ τοῦ Συνεδρίου σὲ δέκα ὁλόκληρες σελίδες. Σ᾿ αὐτὴν ἀναιρῶ τὴν ἐπικριτικὴ κατὰ τοῦ Τρεμπέλα εἰσήγηση τοῦ κ. Παντελῆ Καλαϊτζίδη μὲ τὸν τίτλο: «Μυστικισμός, ἀποφατισμός, καταφατικὴ θεολογία».
Συμμετεῖχα ἐπίσης στὴν παρουσίαση στὸ πατάρι τοῦ «Ἁρμοῦ» τοῦ γνωστοῦ «Ἐγχειριδίου» τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη. Ἐκεῖ, ὅταν ζήτησα τὸν λόγο, ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνὸς ποὺ συντόνιζε τὴν ἐκδήλωση, μὲ συνεχόμενα προσκόμματα μὲ ἐμπόδιζε νὰ μιλήσω. Κάποτε ὡστόσο μὲ ἄφησε νὰ μιλήσω, καὶ τότε ἀνήρεσα πλήρως τὸ πολυδιαφημισμένο «Ἐγχειρίδιον», ὥστε, μόλις τελείωσα, ὁ π. Γεώργιος πάγωσε, ἐπικράτησε ἀπόλυτη σιωπὴ καὶ ἡ συγκέντρωση διαλύθηκε. Ἐξηγῶ στὴ συνέχεια τὸν λόγο.
Τὸ ἴδιο θὰ κάνω καὶ σὲ ὁποιαδήποτε ἄλλη παρόμοια ἐκδήλωση. Τὸ ἴδιο ἔκανα καὶ τώρα μὲ τὴν παντελῶς ἀναίτια ἐπίθεση τοῦ π. Βασιλείου, ὁ ὁποῖος φιλοδόξησε νὰ ξεπεράσει σὲ μένος ὄλους τοὺς ἄλλους ἐπικριτές.
Ἂς δοῦμε ὅμως καὶ τὶς ἄλλες κατηγορίες τοῦ π. Βασιλείου. Αὐτὲς ποὺ ἀνασύρει ἀπὸ τὸ «Ἐγχειρίδιον» τοῦ Ρωμανίδη καὶ αὐτὲς ποὺ ἀποδίδει στὸ ἔργο τοῦ Τρεμπέλα «Μυστικισμός, ἀποφατισμός, καταφατικὴ θεολογία»
2. ΤΟ «ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ»
Τὸ ζήτημα μὲ τὸ «Ἐγχειρίδιον» τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη χρειάζεται εἰδικὴ πραγμάτευση. Ἐδῶ μόνο τὰ πιὸ σημαντικὰ θὰ ἀναπτύξω. Ὁ π. Ἰωάννης ἦταν πολύπλευρη προσωπικότητα καὶ σὲ ὁρισμένα θέματα ὄντως πρωτοποριακὸς γιὰ τὴν ἐποχή του. Ἦταν βέβαια ταυτόχρονα καὶ αἰνιγματικὴ μορφή. Ἀλλὰ δὲν θὰ ἀναφερθῶ σ᾿ αὐτὸ τὸ θέμα τώρα.
Ὁ π. Βασίλειος μνημονεύει τρία σημεῖα, πού, κατὰ τὴ γνώμη του, διαπιστώνονται στὸ ἔργο αὐτό, τὸ ὁποῖο ἔχει τὸν τίτλο «Ἐγχειρίδιον»: «ὅτι θεωροῦσε ὁ Τρεµπέλας τὶς Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ κτιστὲς [ὅ. ἀν. σελ. 69, 92-93], ὅτι υἱοθετοῦσε τὴν θεολογία τοῦ Ἀνσέλµου [σελ. 69-70], ὅτι ὑπεστήριζε τὴν ὀρθοδοξία τοῦ Θωµᾶ Ἀκινάτη(!) [σελ. 99 καὶ ἑξ.])». Καὶ ἀναφερόμενος σὲ μένα σημειώνει: «Μήπως δὲν ἔλαβε ὑπόψη του τὴν Ἀλληλογραφία Τρεµπέλα-π. Ρωµανίδη ἐπειδὴ στὶς εἰσαγωγὲς τῶν ἐκδοτῶν ἀναφέρεται καὶ ἡ συµφιλίωση Τρεµπέλα-π. Ρωµανίδη;».
Τὸ «Ἐγχειρίδιον», λοιπόν. Ὁ τίτλος «Ἐγχειρίδιον», ποὺ ἔδωσε ὁ ἴδιος ὁ π. Ἰωάννης στὸ ἔργο του, μπορεῖ νὰ σημαίνει ἕνα πρόχειρο βιβλίο πανεπιστημιακῶν σημειώσεων ἢ ἕνα μαχαίρι, στιλέττο. Εἶναι προφανὲς ἀπὸ τὸ περιεχόμενό του ὅτι ἰσχύει τὸ δεύτερο. Ὁ π. Ἰωάννης, παρὰ τὴ συμφιλίωση καὶ τὶς δίκαιες καὶ σωστὲς κρίσεις του γιὰ τὴ Δογματικὴ τοῦ Τρεμπέλα, ἑτοίμασε τὸ «Ἐγχειρίδιον» ὡς δολοφονικὸ στιλέττο τῆς μνήμης τοῦ Τρεμπέλα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ζήτησε ἀπὸ τοὺς φίλους του νὰ τὸ δημοσιεύσουν μετὰ καὶ τὸν δικό του θάνατο. Ὁ Τρεμπέλας βέβαια εἶχε ἤδη ἀναχωρήσει πρὸ δεκαετιῶν.
Στὸ ἔργο αὐτὸ περιέχεται μιὰ ἄτυπη (μέσῳ ἐπιστολῶν πρὸς τὴν Κοσμητεία) «ἀλληλογραφία» μεταξὺ Τρεμπέλα καὶ Ρωμανίδη γιὰ τὴ θεολογικὴ Διατριβὴ τοῦ τελευταίου «ΤΟ ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟΝ ΑΜΑΡΤΗΜΑ».
Πράγματι δέ, (ὅπως σημειώνει ὁ π. Βασίλειος), στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ βιβλίου «ἀναφέρεται καὶ ἡ συμφιλίωση Τρεμπέλα-π. Ρωμανίδη». Πρόκειται κυρίως γιὰ τὴ θαυμάσια εἰσαγωγὴ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου. Αὐτὴ ἡ εἰσαγωγὴ θὰ ἀρκοῦσε νὰ πείσει κάθε καλοπροαίρετο ὅτι εἶναι μεγάλο λάθος νὰ ἐπιχειρήσει κάποιος νὰ κρίνει ἐπιπόλαια τὸν Τρεμπέλα ἀπὸ τὴν «ἀλληλογραφία» αὐτή. Δυστυχῶς πολλοὶ δὲν τὸ κάνουν καὶ προσπαθοῦν νὰ ἀντλήσουν ἐπιχειρήματα ἐναντίον του ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἔκδοση. Μιὰ ἔκδοση πάντως, ἡ ὁποία οὕτως ἢ ἄλλως εἶναι ἐλλιπής, ἀφοῦ ἀπουσιάζουν ἀπ᾿ αὐτὴ οἱ καταγεγραμμένες στὰ Πρακτικὰ τῆς Σχολῆς γνῶμες τῶν ὑπολοίπων καθηγητῶν, ποὺ δίνουν πληρέστερη καὶ πολὺ διαφορετικὴ εἰκόνα ἀπὸ τὴν ἀποσπασματικὴ ἔκθεση τοῦ «Ἐγχειριδίου».
Ὁ λόγος ὡστόσο γιὰ τὸν ὁποῖο μέχρι σήμερα δὲν προχώρησα σὲ γραπτὴ ἀναίρεση τοῦ «Ἐγχειριδίου» δὲν εἶναι αὐτὸς τὸν ὁποῖο προβάλλει ὁ π. Βασίλειος. Ὁ κύριος λόγος ἦταν τὸ γεγονὸς ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ ἐκθέσω πολὺ τὸν π. Ἰωάννη· κι αὐτὸ πολὺ μὲ συγκρατοῦσε ἀπὸ τὸ νὰ προχωρήσω. Κι ἀκόμα κι αὐτὴ τὴ στιγμὴ ποὺ πρέπει νὰ ἀναφερθῶ στὸ «Ἐγχειρίδιον», τὸν ἴδιο διασταγμὸ ἔχω. Μετὰ λύπης μου ὅμως εἶμαι πλέον ἀναγκασμένος νὰ φανερώσω τὴ θλιβερὴ ἱστορία ποὺ κρύβεται μέσα σ᾿ αὐτό.
Στὸ «Ἐγχειρίδιον» λοιπὸν ἐκτυλίσσεται μιὰ θεολογικὴ τραγωδία, ἡ ὁποία τὸ διατρέχει ἀπ᾿ ἀρχῆς μέχρι τέλους. Καὶ ἀπορῶ πῶς ὁ τόσο εὐφυής, ἀείμνηστος πλέον, π. Γεώργιος Μεταλληνὸς προχώρησε στὴν ἔκδοση ἑνὸς βιβλίου ποὺ ἐκθέτει ἀνεπανόρθωτα τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη καὶ καταρρακώνει πλήρως τὸ κύρος του. Θὰ τὸ ἐξηγήσω αὐτό, ἀφοῦ ἀναφερθῶ πρῶτα στὸν Ἄνσελμο, τὸν Ἀκινάτη καὶ τὸ θέμα τῶν κτιστῶν ἐνεργειῶν, γιὰ τὰ ὁποῖα κάνει λόγο ὀ π. Βασίλειος.
3. Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΑΝΣΕΛΜΟΥ
Ὁ π. Βασίλειος παραπέμπει στὶς σελίδες 69-70 τοῦ «Ἐγχειριδίου» γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι ὁ Τρεμπέλας ἀποδέχεται τὴ θεωρία τοῦ Ἀνσέλμου περὶ ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης. Ἀλλὰ στὶς σελίδες 69-70 ὑπάρχει μόνο ἡ μονομερὴς καὶ ἄδικη κρίση τοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ· δὲν ὑπάρχει κείμενο τοῦ Τρεμπέλα. Ἔχουμε καὶ ἐδῶ τὴν ἴδια γνωστὴ ἱστορία τῶν ἀνακριβῶν ἢ περικομμένων παραπομπῶν.
Ἂν ὅμως ἀνέτρεχε ὁ π. Βασίλειος στὶς σελίδες 132-139 καὶ 189-193 τοῦ «Ἐγχειριδίου», ὅπου ὁ Τρεμπέλας θέτει ὑπὸ κρίσιν τὴ θεωρία τοῦ Ἀνσέλμου, θὰ διεπίστωνε ὅτι δὲν εἶναι ἀκριβὴς ἡ γνώμη τοῦ π. Γεωργίου. Διότι ἐκεῖ ὁ Τρεμπέλας ἐκθέτει τὰ ἀρνητικὰ στοιχεῖα τῆς θεωρίας, τονίζει ὅμως ὅτι εἶναι ἐπικίνδυνο νὰ ἀπορρίπτει κανεὶς μαζὶ μὲ τὰ λάθη της καὶ τὰ ὀρθὰ στοιχεῖα ποὺ περιέχει. Κάτι τὸ ὁποῖο ἀναπτύσει καὶ στὴ Δογματική του (τόμος Β΄ σελ. 185-6). Εἰδικὰ γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ὁ π. Βασίλειος γνωρίζει μὲ ποιὸν τρόπο γίνεται δεκτὴ στὸν Ὀρθόδοξο χῶρο ἡ διατύπωση «ἱκανοποίηση τῆς θείας δικαιοσύνης», ἀφοῦ ἔχει ὁ ἴδιος πολὺ ἐπιτυχημένα ἀνατρέψει τὴν ἐναντίον τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου βίαιη ἐπίθεση τοῦ κ. Γιανναρᾶ γιὰ τὴν ἴδια αὐτὴ διατύπωση. Μιὰ διατύπωση πού, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἅγιο Νικόδημο, χρησιμοποιεῖ καὶ ὁ ἅγιος Νεκτάριος.
Τὴν ἀποδέχεται μάλιστα τὴ διατύπωση αὐτὴ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Φλωρόφσκυ. Καὶ ἔχει ἰδιαίτερη σημασία τὸ κείμενό του, διότι σχετίζεται καὶ μὲ τὸ θέμα τοῦ ἀγώνα τοῦ Κυρίου ποὺ ἀνέπτυξα παραπάνω. Γράφει ὁ κορυφαῖος αὐτὸς θεολόγος: «Καὶ ἡ δικαιοσύνη ἱκανοποιήθηκε, γιατὶ ἡ Σωτηρία πραγματοποιήθηκε μὲ συγκατάβαση, μὲ μιὰ «κένωση», καὶ ὄχι μὲ δυναμικὰ μέσα. Ἴσως ἡ ἀναγέννηση τῆς πεσμένης ἀνθρωπότητας μὲ τὴ ρωμαλέα παρέμβαση τῆς θείας παντοδυναμίας νὰ φαινόταν σὲ μᾶς πιὸ ἁπλὴ καὶ πιὸ φιλεύσπλαγχνη. Κατὰ ἀρκετὰ περίεργο τρόπο, τὸ πλήρωμα τῆς θείας ἀγάπης, ποὺ ἐπιδιώκει νὰ διατηρήσει τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία μας, μᾶς φανερώνεται μᾶλλον ὡς μιὰ αὐστηρὴ ἀπαίτηση τῆς ὑπερβατικῆς δικαιοσύνης, ἁπλούστατα γιατὶ αὐτὴ προϋποθέτει μιὰ ἔκκληση γιὰ συνεργασία τῆς ἀνθρώπινης θελήσεως» (Δημιουργία καὶ Ἀπολύτρωση, σελ. 115). Τὸ ὑπογραμμισμένο κείμενο τοῦ Φλωρόφσκυ γιὰ «ρωμαλέα παρέμβαση τῆς θείας παντοδυναμίας» φανερώνει καὶ πόσο λανθασμένη εἶναι ἡ ἰδέα ποὺ προβάλλει ὁ π. Βασίλειος γράφοντας ὅτι ὁ Κύριος: «Ἦλθε ἐπὶ τῆς γῆς ἀναδεδειγμένος νικητής, γιὰ νὰ μᾶς σώση».
4. Ο ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ
Ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης εἶναι ὁ σπουδαιότερος μᾶλλον θεολόγος τοῦ παπισμοῦ. Καὶ βέβαια μακριὰ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι ὅλα ὅσα λέει εἶναι λανθασμένα καὶ ἀπόβλητα. Τὴν ἔννοια ποὺ συζητεῖται στὸ «Ἐγχειρίδιον», ὅτι ὁ Θεὸς κατὰ τὸν Ἀκινάτη εἶναι «καθαρὰ ἐνέργεια», ἰδέα ποὺ ἀποδέχεται ὁ Τρεμπέλας, ὁ π. Ἰωάννης τὴν ἀποκρούει ὡς λανθασμένη.
Γιατί; Μὲ ποιὰ ἐπιχειρήματα; Ἰσχυρίζεται ὅτι τὴν ἀπορρίπτει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ὅμως τὸ κείμενο τοῦ Ἁγίου ποὺ παραθέτει δὲν λέει κάτι τέτοιο. Τουλάχιστον ὄχι ἐμφανῶς. Καὶ πάντως γιὰ ποιὸν λόγο εἶναι ἄξιος ἐπικρίσεως ὁ Τρεμπέλας, ὅταν αὐτὴ ἀκριβῶς τὴ διατύπωση τὴ δέχεται ὁ ἅγιος Σωφρόνιος τοῦ Essex; Γράφει ἐπὶ λέξει: «Τὸ Θεῖον Ὄν, ἐξ ἀκεραίου «πεπραγματοποιημένον», τουτέστι μὴ περιέχον ἐν Ἑαυτῷ δυνατότητα μὴ ἀναπτυχθεῖσαν, δύναται νὰ ὀνομασθῇ «Καθαρὰ Ἐνέργεια», ἡ ὁποία φανεροῖ πλήρως τὴν Οὐσίαν καὶ εἶναι, συνεπῶς, ὁμοία πρὸς Αὐτήν» (Ἄσκησις καὶ Θεωρία, 1996, σελ. 132).
Ἀκριβῶς τὸ ἴδιο γράφει καὶ ὁ Τρεμπέλας: «Ὁ ὅρος οὗτος ἀποκλείει πᾶσαν ἐξέλιξιν καὶ ἀλλοίωσιν ἐν τῇ οὐσία τοῦ Θεοῦ. Καθ᾿ ἃ δηλαδὴ μετὰ τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Ἐκκλησίας καὶ οἱ Σχολαστικοὶ ἀποδέχονται, ὁ Θεὸς εἶναι ὁ αὐτὸς πάντοτε (Ipsum Esse), τὸ Ὂν τὸ καθαρὸν καὶ ἁπλοῦν, χωρὶς νὰ λανθάνῃ ἐν αὐτῇ τὸ δυνάμει, ὅπερ δύναται νὰ μεταστῇ εἰς τὸ ἐνεργείᾳ, τὸ Ὂν ὅπερ ὑπάρχει ἐν καθαρᾷ καὶ ἀναλοιώτῳ πραγματικότητι (Actus Purus)» (Ἐγχειρίδιον σελ. 125,6).
Ὅπως εἶναι ὁλοφάνερο τὸ κείμενο τοῦ Τρεμπέλα εἶναι σχεδὸν κατὰ λέξιν ἴδιο μὲ τοῦ ἁγίου Σωφρονίου. Πλανᾶται λοιπὸν καὶ ὁ ἅγιος Σωφρόνιος; Καὶ ποιὸς πρέπει νὰ θεωρηθεῖ πιὸ ἀξιόπιστος στὸ ζήτημα αὐτό, ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἢ ὁ Ρωμανίδης;
5. ΟΙ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΘΕΙΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
Ὁ π. Ἰωάννης (καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸν ἀρκετοί, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὀ π. Βασίλειος) κατηγορεῖ τὸν Τρεμπέλα ὅτι δὲν δέχεται πὼς οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστες. Τὸ πρῶτο ποὺ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἐπισημανθεῖ γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ εἶναι τὸ ὅτι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἡ θεολογία τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν δὲν εἶχε μελετηθεῖ. Οἱ Παλαμικὲς σπουδὲς στὴν Ἑλλάδα ἦταν οὐσιαστικὰ ἀνύπαρκτες. Καὶ τὰ συγγράμματα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἦταν ἀπρόσιτα. Ἀργότερα ἄρχισε τὴν ἔκδοσή τους ὁ Καθηγητὴς Παναγιώτης Χρήστου. Συνεπῶς ἡ δυσκολία γύρω ἀπὸ τὴν κατανόηση αὐτοῦ τοῦ ζητήματος ἦταν ἀναμενόμενη.
Καὶ πράγματι ἡ διατριβὴ τοῦ π. Ἰωάννη στάθηκε ἀφορμὴ νὰ ἀρχίσει συστηματικὴ μελέτη καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου καὶ τοῦ θέματος τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν. Ὅμως ὁ τρόπος ποὺ παρουσίασε τὸ θέμα ὁ π. Ἰωάννης ἦταν λανθασμένος. Διότι παρουσίασε μιὰ φιλοσοφικὴ διάκριση μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς Πατέρες ποὺ διδάσκουν ἐμπειρικὴ διάκριση.
Ποιὸς τὸ λέει αὐτό; Ὁ ἴδιος ὁ π. Ἰωάννης. Ἰδοὺ τί γράφει ἀρκετὰ χρόνια ἀργότερα: «Τὸ Προπατορικὸ Ἁμάρτημα στὴν πρώτη του ἔκδοση ἦταν βασισμένο σ᾿ αὐτὴν τὴν φιλοσοφικὴ διάκριση μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνεργείας στὸν Θεό, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τοῦ τέλους του, ἀλλὰ στὴν νέα ἔκδοσι θὰ τακτοποιηθεῖ τὸ βιβλίο ὡς πρὸς τὸ σημεῖο αὐτό». Στὴ συνέχεια μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἔπεισε ἑτερόδοξους νὰ δεχτοῦν τὴ διάκριση οὐσίας καὶ ἐνέργειας «χρησιμοποιώντας τὴν φιλοσοφικὴ διάκριση μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνεργείας στὸν Θεό». Ἀλλὰ νά τὶ ἔγινε: «Βέβαια, ναὶ μὲν τοὺς ἔπεισα, ἀλλὰ τοὺς ἔπεισα στραβὰ ἐπάνω στὸ θέμα αὐτό». Διότι, προσθέτει ὁ π. Ἰωάννης «ἡ φιλοσοφικὴ διάκρισις μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνεργείας ἔχει γίνει τὸ θεμέλιο καὶ ἡ πηγὴ τῶν αἱρέσεων» (Πρωτοπρεσβυτέρου Ἰωάννου Ρωμανίδου, Πατερικὴ Θεολογία, ἔκδ. Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 260, 61).
Λοιπὸν καὶ τὸ νὰ δεχθεῖ ἐπικρίσεις ὁ Τρεμπέλας σὲ μιὰ πρόωρη περίοδο καὶ μάλιστα γιὰ μιὰ τουλάχιστον ἀδόκιμη (ἂν μὴ καὶ λανθασμένη, κατὰ τὴν παραδοχὴ τοῦ ἴδιου τοῦ π. Ἰωάννη) ἔκθεση περὶ τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν, ἡ ὁποία μάλιστα «ἔχει γίνει τὸ θεμέλιο καὶ ἡ πηγὴ τῶν αἱρέσεων», δὲν εἶναι φυσικό; Καὶ βέβαια τὸ νὰ ἐπικρίνεται ὁ Τρεμπέλας γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ μιὰ μυστικὴ ἀλληλογραφία δὲν εἶναι τὸ λιγότερο ἄδικο, τὴ στιγμὴ μάλιστα ποὺ ἀργότερα στὸ ἔργο του «Μυστικισμός, Ἀποφατισμός, Καταφατικὴ Θεολογία» μὲ τὸν πλέον ξεκάθαρο τρόπο διατρανώνει τὴν ἀλήθεια περὶ τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας;
6. Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΟΥ ‘’ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΥ’’
Ἡ ὑπόθεση αὐτὴ περὶ τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν ἔχει καὶ μιὰ πολὺ σκοτεινὴ πλευρά. Κι εἶναι κρίμα καὶ πολὺ βαρὺ ἀτόπημα ποὺ καὶ ὁ ἴδιος ὁ π. Ἰωάννης καὶ οἱ φίλοι του προσπάθησαν αὐτὴ τὴν πλευρὰ νὰ τὴ συγκαλύψουν. Τὴν ὀνόμασα ἤδη «θεολογικὴ τραγωδία». Ἂς δοῦμε περὶ τίνος πρόκειται.
Ἡ κύρια ἀντιπαράθεση μεταξὺ Τρεμπέλα-Ρωμανίδη στὸ «Ἐγχειρίδιον» διεξάγεται πάνω στὴ βάση ἑνὸς χωρίου ποὺ ὁ Ρωμανίδης προσήγαγε γιὰ νὰ ὑποστηρίξει τὶς θέσεις του. Δήλωσε ὅτι εἶναι κείμενο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ σ᾿ αὐτὸ διαβάζουμε νὰ λέει ὁ ἅγιος ὅτι δὲν πρέπει τὴν ἐνέργειαν «ἑνοῦν τῇ οὐσίᾳ, τὴν μὲν ἄναρχον, ἁπλῆν καὶ ἀτελεύτητον εἰδότες, τὴν δὲ ἐνέργειαν οὐκ ἄναρχον… Λίαν γὰρ μειρακιῶδες καὶ φρενὸς νηπίας ἀγέννητον καὶ ἀτελεύτητον λέγειν τὴν ἐνέργειαν ταὐτὸν τῇ οὐσίᾳ τιθεμένους, μηδενὸς τῶν ἔργων ἀγεννήτως γίγνεσθαι δυναμένου μητ᾿ ἀτελευτήτως»· τί σημαίνει αὐτό; Ἑρμηνεύω: Δὲν πρέπει νὰ ἑνώνουμε τὴν ἐνέργεια μὲ τὴν οὐσία, ἀφοῦ γνωρίζουμε ὅτι ἡ μὲν οὐσία εἶναι ἄναρχη, ἁπλῆ καὶ ἀτελεύτητη, ἡ δὲ ἐνέργεια δὲν εἶναι ἄναρχη. Διότι εἶναι πολὺ παιδιάστικο καὶ νηπιῶδες νὰ λέμε ὅτι ἡ ἐνέργεια εἶναι ἀγέννητη καὶ ἀτελεύτητη ταυτίζοντάς την μὲ τὴν οὐσία, τὴν ὥρα ποὺ κανένα ἔργο δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται ἀγεννήτως καὶ ἀτελευτήτως (P.G. 30, 857-860).
Μὲ ἁπλᾶ λόγια τὸ κείμενο αὐτὸ λέει ὅτι δὲν πρέπει νὰ θεωρεῖται ἡ ἐνέργεια ἕνα μὲ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, διότι ἡ μὲν οὐσία εἶναι ἄναρχη, ἁπλῆ καὶ ἀτελεύτητη, ἐνῶ ἡ ἐνέργεια ὄχι. Τὸ νὰ δεχτεῖ κανεὶς τὸ ἀντίθετο εἶναι νηπιῶδες καὶ γνώρισμα παιδιάστικης σκέψεως. Εἶναι φανερὸ ὅτι τὸ κείμενο μιλάει γιὰ κτιστὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸ καταλάβαινε ὁ Τρεμπέλας, ἑρμηνεύοντάς το ὀρθά, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν π. Ἰωάννη, ποὺ ὡς ἀμερικανοτραφὴς δὲν κατανοοῦσε σωστὰ τὴν Ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ μάλιστα τὴν Ἀρχαία, γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ ἑρμήνευε λανθασμένα.
Ἐδῶ ὡστόσο ὁ Τρεμπέλας ἔκανε ἕνα ἰδιαίτερα σοβαρὸ λάθος. Δὲν ἤλεγξε τὴ γνησιότητα αὐτοῦ τοῦ κειμένου. Ἐμπιστεύθηκε τὸν π. Ἰωάννη, παρόλο ποὺ ἀρκετὲς φορὲς στὰ κείμενά του τῆς ἀλληλογραφίας ἐπισημαίνει ὅτι «ὁ ὑποψήφιος δὲν εἶναι ἀκριβὴς εἰς τὰς παραθέσεις του». Ἂν εἶχε κάνει αὐτὸν τὸν ἔλεγχο, θὰ εἶχε διαπιστώσει ὅτι τὸ κείμενο αὐτὸ δὲν ἦταν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἀλλὰ λόγος ἀπὸ ἔργο τοῦ αἱρετικοῦ Εὐνομίου, τὸ ὁποῖο προστέθηκε στὸ τέλος τῶν ἔργων τοῦ Μεγάλου Βασιλείου γιὰ νὰ γίνεται κατανοητὴ ἡ ἐναντίον τοῦ Εὐνομίου ἐπιχειρηματολογία τοῦ Ἁγίου. Μάλιστα στὴν ἀρχὴ αὐτοῦ τοῦ λόγου σημειώνεται χαρακτηριστικὰ τὸ ἑξῆς: «ΕΥΝΟΜΙΟΥ ΤΟΥ ΔΥΣΣΕΒΟΥΣ ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΟΣ, ΠΡΟΣ ΟΝ ΕΓΡΑΨΕΝ ΑΝΤΙΡΡΗΤΙΚΟΝ Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ. [Οὗτος ὁ λόγος οὐ δι᾿ ἄλλο τι γέγραπται ἢ ἵνα δεικνύηται ἡ γραφή. Ἃ γὰρ λέγει περὶ Θεοῦ, ὡς ἀγέννητος καὶ γεννητὸς ὁ Υἱός, καὶ ἕτερα ὅσα ληρεῖ, ἀσεβέστατά εἰσι καὶ ἔξω τῆς εὐσεβοῦς ἡμῶν πίστεως. Πρόσχες οὖν ὁ ἀναγινώσκων, ἵνα μὴ παρατραπῇς τῆς εὐθείας ὁδοῦ]».
Εἶναι φανερὸ ὅτι, ἂν ὁ Τρεμπέλας εἶχε ἀνακαλύψει αὐτὸ τὸ σοβαρότατο λάθος, τοῦ νὰ παρουσιάζεται ὡς κείμενο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου λόγος τοῦ δυσεβοῦς αἱρετικοῦ Εὐνομίου, μάλιστα τὴν ὥρα ποὺ ὑπάρχει ἔντονη προτροπὴ στὴν ἀρχή του νὰ ἀποφευχθεῖ τέτοια ἐκτροπή: «Πρόσχες οὖν ὁ ἀναγινώσκων, ἵνα μὴ παρατραπῇς τῆς εὐθείας ὁδοῦ», ἡ Διατριβὴ τοῦ π. Ἰωάννου δὲν ἐπρόκειτο νὰ ἐγκριθεῖ ποτέ. Διότι, ἂν οἱ καθηγητὲς ἐκείνης τῆς ἐποχῆς δὲν γνώριζαν τὴ θεολογία τῶν ἀκτίστων Θείων Ἐνεργειῶν, ὅμως ἦταν τουλάχιστον τίμιοι ἐπιστήμονες ποὺ δὲν θὰ εὐτέλιζαν τὸ κύρος τῆς Σχολῆς μὲ ἕνα τέτοιο κακούργημα.
Τὸ ἀποτέλεσμα πάντως ἦταν ὅτι ὁ Τρεμπέλας, κατανοώντας σωστὰ τὸ κείμενο, ὑπερασπιζόταν ἕνα ψευδὲς νόημα περὶ κτιστῶν θείων ἐνεργειῶν, θεωρώντας ὅτι εἶναι κείμενο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὁ δὲ Ρωμανίδης, μὲ τὴν ἐλλιπὴ γνώση τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας ποὺ εἶχε, τὸ ἑρμήνευε λανθασμένα. Θεολογικῶς ἦταν σωστὴ ἡ θέση τοῦ Ρωμανίδη, ὅμως τὸ κείμενο τὸ κατανοοῦσε σωστὰ ὁ Τρεμπέλας, ὁ ὁποῖος νομίζοντας ὅτι ὑπερασπίζεται τὸ κύρος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἐξωθήθηκε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ νὰ ἀναγνωρίζει ὡς Ὀρθόδοξο τὸ κείμενο ἑνὸς αἱρετικοῦ.
Ἀλλὰ τὸ πράγμα ἔχει καὶ συνέχεια. Τὸ ἀπόσπασμα αὐτὸ τὸ δημοσίευσε ἔτσι ὁ π. Ἰωάννης, ὡς κείμενο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, στὴν πρώτη ἔκδοση τῆς Διατριβῆς του, τὸ 1957. Στὴ δεύτερη ἔκδοσή της ὅμως καὶ τὶς ἑπόμενες, ἔχοντας κατανοήσει τὸ λάθος, τὸ δημοσιεύει ὡς κείμενο τοῦ Εὐνομίου.
Ἀλλὰ τί θλιβερό! Κανένα σχόλιο, καμία συγγνώμη πρὸς τὸν Τρεμπέλα ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς ἀναγνῶστες γιὰ τὸ χονδροειδέστατο λάθος. Οὔτε στὴ Διατριβὴ οὔτε στὸ «Ἐγχειρίδιον».
Κι εἶναι ἀκόμη πιὸ θλιβερὸ τὸ γεγονὸς ὅτι καὶ ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός, ἐνῶ γνὠριζε τὸ φρικιαστικὸ ἀτόπημα, δὲν τὸ σχολίασε. Μάλιστα ἀρκέστηκε νὰ γράψει στὴν ὑποσημείωση 32 τῆς σελίδας 102 τοῦ «Ἐγχειριδίου» τὸ ἑξῆς: «Διὰ τὸ ἐν λόγῳ χωρίον τοῦ Μ. Βασιλείου ὅρα Τὸ Προπατορικὸν Ἁμάρτημα, 2η ἔκδοση, ΔΟΜΟΣ, σελ. 47, σημ. 3. Ὅμως ἀνατρέχοντας κανεὶς στὴν παραπομπὴ αὐτὴ τῆς δεύτερης ἔκδοσης τοῦ Προπατορικοῦ Ἁμαρτήματος δὲν βρίσκει κάτι γιὰ τὸ χωρίο αὐτό. Ἀντίθετα σχετικὴ ἀναφορὰ ὑπάρχει στὴν ὑποσημείωση 1 τῆς σελίδας 44, ὅπου παρατίθεται τὸ χωρίο ὡς κείμενο πλέον τοῦ Εὐνομίου, χωρὶς ὅμως νὰ γίνεται λόγος περὶ τοῦ πρωτοφανοῦς λάθους. Τὸ μὴ φανερούμενο σκεπτικὸ πίσω ἀπὸ αὐτὴ τὴν πικρὴ ἱστορία εἶναι ἡ ὑστερόβουλη σκέψη ὅτι δὲν πρόκειται νὰ γίνει ἀντιληπτὸ τὸ ἀτόπημα, ἡ ὑπόθεση θὰ περάσει στὰ κρυφὰ καὶ θὰ διαφυλαχτεῖ ἔτσι τὸ κύρος τοῦ π. Ἰωάννου.
Αὐτὸς δὲ εἶναι καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο, ὅταν, κατὰ τὴν παρουσίαση τοῦ «Ἐγχειριδίου» στὸ πατάρι τοῦ «Ἁρμοῦ», ἀποκάλυψα τὴν ἀλήθεια, ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνὸς πάγωσε, ἐπικράτησε σιγὴ θανάτου καὶ ἡ ἐκδήλωση διακόπηκε ἀπότομα.
Ὅμως ὁ στόχος μὲ τὴν ἔκδοση τοῦ «Ἐγχειριδίου» ἐπιτεύχθηκε· ἔπρεπε μὲ κάθε τρόπο νὰ διασυρθεῖ ὁ Τρεμπέλας (ὅπως καὶ διασύρθηκε) καὶ νὰ προβληθεῖ ὁ Ρωμανίδης ὡς νέος μεγάλος πατέρας καὶ προφήτης τῆς Ὀρθοδοξίας, «Προφήτης Ρωμαίικης Ὀρθοδοξίας» (Andrew Sopko), «Προφήτης τῆς Ρωμηοσύνης» (π. Γεώργιος Μεταλληνός).
Καὶ δὲν εἶναι τὸ μόνο στοιχεῖο μὲ τὸ ὁποῖο ἐπιχειρεῖται παραπλάνηση τῶν ἀναγνωστῶν τοῦ «Ἐγχειριδίου». Γράφει π.χ. στὴ σελίδα 156 τοῦ «Ἐγχειριδίου» ὁ π. Ἰωάννης: «Κατὰ τὰ πρῶτα βήματα τῆς ἐπιστροφῆς μου εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν…», ποὺ σημαίνει ὅτι ἐπέστρεψε ἀπὸ ἄλλη ἑτερόδοξη «ἐκκλησία». Πῶς τὸ σχολιάζει αὐτὸ σὲ ὑποσημείωση ὁ π. Γεώργιος; Ἰδού: «Ἀσφαλῶς ἐννοεῖ τὴν «στροφή» του στὴν μελέτη τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως». Ὅμως ἄλλη εἶναι ἡ ἀλήθεια. Καὶ αὐτὸ ἐπισημαίνεται ἐπανειλημμένως στὰ Πρακτικὰ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, ὅτι δηλαδὴ ὁ π. Ἰωάννης ἦταν πρῶτα Προτεστάντης, ἔγινε στὴ συνέχεια Ρωμαιοκαθολικὸς καὶ τέλος κατέληξε στὴν Ὀρθοδοξία. Δὲν θεωρῶ κατ᾿ ἀνάγκην κακὸ μιὰ τέτοια παράδοξη διαδρομή. Ἀλλὰ γιὰ ποιὸ λόγο πρέπει μὲ κάθε τρόπο νὰ ἀποκρυβεῖ ἡ ἀλήθεια;
Τὸ ἔτος 1973 ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ζήτησε ἀπὸ τὸν Τρεμπέλα νὰ γνωμοδοτήσει γιὰ τὴν κατηγορία κατὰ τοῦ π. Ἰωάννου περὶ αἱρέσεως ποὺ εἶχαν καταθέσει στὴν Ἱερὰ Σύνοδο ὁ Μητροπολίτης Μιλητουπόλεως καὶ ἄλλα μέλη τῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς Διαλόγου μὲ τοὺς Ἀγγλικανούς. Ὁ Τρεμπέλας, παρὰ τὸ γῆρας του, μὲ Ἔκθεση 51 σελίδων, προστάτευσε τὸν Ρωμανίδη ἀπὸ τὴν κατηγορία αὐτή. Συνέταξε ἕνα ἔξοχο καὶ διορατικὸ κείμενο, προτρέποντας τὴ Σύνοδο, ὥστε ἐνεργώντας «ὡς φιλόστοργος Μήτηρ νὰ ἐπισυναγάγῃ εἰς ὁμόνοιαν πάντα τὰ ὑπάρχοντα στοιχεῖα καὶ ἀποκαθιστῶσα τὴν μεταξὺ αὐτῶν εἰρήνην νὰ χρησιμοποιήσῃ ταῦτα εἰς ἁρμονικὴν συνεργασίαν πρὸς δόξαν Χριστοῦ».
Ἀπέναντι σ᾿ αὐτὴ τὴ ὑπέροχη κίνηση τοῦ μεγάλου θεολόγου ἀκονίστηκε τὸ στιλέττο («Ἐγχειρίδιον») τοῦ φθόνου καὶ τοῦ διασυρμοῦ. Μικροὶ ἄνθρωποι ἀπέναντι σὲ ἕναν γίγαντα τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας.
7. «ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ, ΑΠΟΦΑΤΙΣΜΟΣ, ΚΑΤΑΦΑΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ»
Ὁ π. Βασίλειος χρησιμοποιεῖ ἀπὸ τὴ μελέτη τοῦ Τρεμπέλα «ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ, ΑΠΟΦΑΤΙΣΜΟΣ, ΚΑΤΑΦΑΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ» ὁρισμένα κείμενα ποὺ τὰ θεωρεῖ προβληματικά, ἐπαναφέροντας οὐσιαστικὰ στὸ προσκήνιο τὴν ἀδικότατη ἐπίθεση κατὰ τοῦ Τρεμπέλα ποὺ ἐξαπέλυσαν τὸ 1974-5 ὁ π. Θεόκλητος Διονυσιάτης καὶ ἡ λεγόμενη «ἐξ Ἁγιορειτῶν ἐπιτροπή» .
Πράγματι ὁ π. Θεόκλητος Διονυσιάτης καὶ ὁ τότε ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς Σταυρονικήτα Βασίλειος Γοντικάκης ἐπιτέθηκαν κατὰ τοῦ Τρεμπέλα γιὰ τὴ δίτομη μελέτη του «Μυστικισμός, Ἀποφατισμός, Καταφατικὴ Θεολογία» (στὸ ἑξῆς «Μελέτη»). Ὁ πρῶτος συνέγραψε δύο ἄρθρα στὸ περιοδικό του «ΑΘΩΝΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ» (τ. 29-30 καὶ 33-34/1975) καὶ ὁ δεύτερος, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἴδιος ὁ π. Θεόκλητος (Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. 634/4.1.1985), συνέγραψε τὸ «βαρύγδουπο κείμενο» (ἔτσι ὁ π. Θεόκλητος τὸ ἀποκαλεῖ) μὲ τὸν τίτλο «ΕΚΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΕΞ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ», ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ ἴδιο Περιοδικό (τ. 33-34/1975).
Καὶ τὰ δύο κείμενα δὲν τὸ χωράει ἀνθρώπινος νοῦς σὲ ποιὸ βαθμὸ διέστρεψαν τὴ «Μελέτη» τοῦ Τρεμπέλα. Ἀπομόνωσαν ἀποσπάσματα τοῦ κειμένου του καὶ τοὺς ἀπέδωσαν τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο νόημα ἀπὸ αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ εἶχαν. Θὰ ἔπρεπε κάποτε νὰ γίνει μία λέξη πρὸς λέξη ἀναίρεση αὐτῶν τῶν κειμένων, γιὰ νὰ γίνει ἀντιληπτὴ ἡ ἀπίστευτη διαστροφὴ τὴν ὁποία ἐπιχείρησαν. Τὸ ὕφος τους φανερώνει ὑπεροψία, ὡς ἀνθρώπων ποὺ κατέχουν ἐκ πείρας τὰ μυστικὰ νοήματα τῶν συγγραμμάτων τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ γιὰ τὰ ὁποῖα αὐτοὶ μόνο ἔχουν λόγο, ἐνῶ ὁ Τρεμπέλας δὲν δικαιοῦται νὰ μιλήσει. Τὸν Τρεμπέλα τὸν ἀντιμετωπίζουν μὲ συγκατάβαση. Ἂς τὸν ἀντιμετώπιζαν ὅπως ἤθελαν. Δὲν εἶχαν ὅμως κανένα ἀπολύτως δικαίωμα νὰ διαστρέφουν τὰ κείμενά του, ἔστω κι ἂν θεωροῦν ὅτι αὐτὸς βρίσκεται σὲ κατώτερο πνευματικὸ ἐπίπεδο.
Στὴν ἄδικη αὐτὴ ἐπίθεση ἀπάντησε ὁ Τρεμπέλας μὲ σειρὰ ἄρθρων του στὸν Ὀρθόδοξο Τύπο (τ. 244/15.10.1975 – 248/15.12.1975). Ἡ ἀπάντησή του, ἀπευθυνόμενη πρὸς τὸν π. Θεόκλητο, ἦταν καταλυτική. Ὅμως ποιὸς τὴ γνωρίζει; Ὅλοι, θεωρώντας ἐκ προοιμίου αὐθεντικὴ τὴν ἁγιορείτικη κριτική, τὴν ἀποδέχονται ἀνεπιφύλακτα καὶ δὲν κάνουν τὸν κόπο νὰ ἐλέγξουν τὴν ἀκρίβειά της. Ἀκόμη καὶ καθηγητὲς τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν, ἀπὸ τοὺς ὁποίους θὰ περίμενε κανεὶς ἐπιστημονικὴ εὐσυνειδησία.
Ὅμως ὁ ἴδιος ὁ π. Θεόκλητος Διονυσιάτης δέκα χρόνια ἀργότερα, τὸ 1985, ὅταν γιὰ ἄλλο λόγο ἀμφισβητήθηκε τὸ κύρος τοῦ π. Βασιλείου Γοντικάκη, συντάκτη τῆς κατὰ τοῦ Τρεμπέλα «Ἐκθέσεως τῆς ἐξ Ἁγιορειτῶν Ἐπιτροπῆς», ἀναγνώρισε (ὁ π. Θεόκλητος) ὅτι ἐκείνη ἡ κριτικὴ ἦταν «ἄστοχη ἐνέργεια» καὶ μάλιστα ὅτι «ἡ ἀστοχία ἦταν συλλογική» τῶν Ἁγιορειτῶν (Ὁρθόδοξος Τύπος ἀρ. 634/4.1.1985, σελ. 4).
Πάντως ἀπὸ τότε ἄρχισε νὰ διασύρεται καὶ νὰ ὑφίσταται κατάφωρη διαστρέβλωση τὸ συγκεκριμένο ἔργο τοῦ Τρεμπέλα, ἔργο ποὺ ἄξιζε μὲ τὸ παραπάνω νὰ ἐπαινεθεῖ, χωρὶς αὐτὸ τὸ τελευταῖο νὰ σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχουν λάθη στὴν ἐν λόγῳ «Μελέτη», κάτι ἄλλωστε ποὺ ἀναγνώρισε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Τρεμπέλας (Ὁρθόδοξος Τύπος ἀρ. 246/15.11.1975, σελ. 3). Αὐτὴ τὴ διαστρέβλωση ἀκολούθησε στὴν ἐπίκρισή του καὶ ὁ π. Βασίλειος, ἔχοντας πάντως τὸ ἐλαφρυντικὸ ὅτι ἡ «Μελέτη» τοῦ Τρεμπέλα κατηγορήθηκε προηγουμένως ἀπὸ Ἁγιορεῖτες.
Μιὰ ἀπροκατάληπτη προσέγγιση τῆς «Μελέτης» θὰ κατέρριπτε σχεδὸν τὸ σύνολο τῶν ἐπικρίσεων, τουλάχιστον μὲ τὴ μορφὴ ποὺ ἔχουν διατυπωθεῖ. Μάλιστα, ἂν συνδυαζόταν αὐτὴ μὲ ἀνάγνωση τῆς καταλυτικῆς ἀπαντήσεως τοῦ Τρεμπέλα, ὄχι μόνον θὰ ἔσβηνε πλήρως τὸ ἐμπαθὲς κατηγορητήριο, ἀλλὰ καὶ θὰ κατέληγε στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ «Μελέτη», ὅπως τὴν ἔκρινε μὲ ἐπιστολή του στὸν Τρεμπέλα ὁ καθηγητὴς Ἰωάννης Καρμίρης, ἀποτελεῖ «σπουδαιοτάτην συμβολὴν εἰς τὴν ἐπὶ τῇ βάσει τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως διερεύνησιν τοῦ μὴ ἐπαρκῶς ἀναπτυχθέντος παρ᾿ ἡμῖν θέματος τούτου», τοῦ Ἀποφατισμοῦ δηλαδή.
Αὐτό, πιστεύω, θὰ φανεῖ καὶ στὴ συνέχεια ἀπὸ τὴν ἐπισήμανση ἐνδεικτικὰ μερικῶν ἀπὸ τὰ λάθη καὶ τὶς διαστρεβλώσεις ποὺ διαπράχθηκαν ὑπὸ τῶν τότε ἐπικριτῶν, μέσα στὰ ὁποῖα συμπεριλαμβάνονται καὶ αὐτὰ ποὺ ἐπέκρινε στὴν ἀπάντησή του ὁ π. Βασίλειος.
7. Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙ ΑΠΟΦΑΤΙΣΜΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣ
Tὸ πρῶτο πράγμα ποὺ παραθεωρεῖται συστηματικά, τὸ ὁποῖο ὅμως εἶναι καίριο καὶ ἀπολύτως ἀναγκαῖο γιὰ τὴν ὀρθὴ κατανόηση τῆς «Μελέτης», εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς συγγραφῆς της. Οἱ ἐπικριτές της ἀποδίδουν πρόθεση στὸν Τρεμπέλα νὰ διαβάλει τὸν Ὀρθόδοξο Ἡσυχασμό. Αὐτὸ δὲν εἶναι μόνο ἄδικο, εἶναι ἐντελῶς συκοφαντικὸ γιὰ τὶς προθέσεις τοῦ Τρεμπέλα καὶ ἀνυπόστατο ὡς πρὸς τὸ οὐσιαστικὸ περιεχόμενο τῆς «Μελέτης» του.
Αὐτὸ ὁ Καθηγητὴς τὸ ξεκαθαρίζει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἐργασίας του. Ἐκεῖ, στὶς πρῶτες ἑπτὰ σελίδες τοῦ πρώτου τεύχους τῆς «Μελέτης» του, τονίζει ὅτι ἀναγκάζεται νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ ζήτημα τοῦ Ἡσυχασμοῦ, ἐπειδὴ δύο σημαίνοντα πρόσωπα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς εἶχαν τοποθετηθεῖ στὸ θέμα αὐτὸ κατὰ τρόπο ποὺ ὁ ἴδιος θεώρησε ἐπικίνδυνο γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ Τρεμπέλας δὲν κατονομάζει τὰ πρόσωπα, παραπέμπει ὅμως στὰ κείμενά τους, καὶ ἀνατρέχοντας στὶς πηγὲς διαπιστώνουμε ὅτι πρόκειται γιὰ τὸν Μητροπολίτη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τὸν τότε πολὺ προβεβλημένο Χαλκηδόνος Μελίτωνα, καὶ τὸν ἐπίσης σελαγίζοντα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀστέρα στὸν χῶρο τῆς θεολογίας, τὸν καθηγητὴ Νικόλαο Νησιώτη.
Πρέπει νὰ θυμίσουμε ὅτι βρισκόμαστε στὴν περίοδο ποὺ ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἔσπευδε ἀσυγκράτητος πρὸς τὴν ἕνωση μὲ τὸν Παπισμό. Οἱ δύο ποὺ ἔδωσαν ἀφορμὴ στὸν Τρεμπέλα ἦταν ἀπὸ τοὺς πλέον ἔνθερμους ὑποστηρικτὲς τῶν κινήσεων τοῦ Ἀθηναγόρα. Σὲ ὁμιλίες δὲ ποὺ ἔκαναν (σὲ διαφορετικὲς περιστάσεις οἱ δυό τους), ὑποστήριξαν περίπου τὸ ἴδιο πράγμα. Ὅτι δηλαδὴ στὰ πλαίσια τῶν Οἰκουμενικῶν Διαλόγων ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία θὰ ἔπρεπε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἀτελέσφορη καὶ σχολαστικὴ Καταφατικὴ θεολογικὴ μέθοδο καὶ ὁδό, καὶ νὰ κινηθεῖ μὲ τὴν ἐλευθερία ποὺ τῆς παρέχει ὁ Ἀποφατισμός.
Ἡ τοποθέτηση αὐτὴ ἀνησύχησε πολὺ τὸν αὐστηρὸ Ὀρθόδοξο θεολόγο Τρεμπέλα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀποφάσισε νὰ καταπιαστεῖ μὲ τὸ θέμα τοῦ Ἀποφατισμοῦ, μὲ σκοπὸ νὰ δείξει ὅτι γιὰ τὴν πραγμάτευση τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως ὁ Ἀποφατισμὸς ὄχι μόνο δὲν ἐνδείκνυται, ἀλλὰ καὶ συνιστᾶ ὀλισθηρὸ δρόμο, μὲ ἄμεσο κίνδυνο νὰ νοθευτεῖ ἡ πίστη. Αὐτὸ τὸ τονίζει ὄχι μόνο στὴν ἀρχὴ τῆς «Μελέτης» ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν πραγμάτευση τῶν ἐπὶ μέρους ἑνοτήτων της, ὑπογραμμίζοντας ὅτι καὶ οἱ Ἡσυχαστὲς Πατέρες στὰ θέματα τῆς πίστεως δὲν ἀκολουθοῦσαν τὴν Ἀποφατικὴ ὁδό, ἀλλὰ τὴν Καταφατική.
Μόνο αὐτὸς ὑπῆρξε ὁ λόγος συγγραφῆς τῆς «Μελέτης» καὶ ἀποτελεῖ στοιχεῖο κλειδὶ γιὰ τὴν κατανόησή της. Ὁ ἴδιος ὁ Τρεμπέλας ἐπιμένει ἰδιαιτέρως σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Ἔτσι σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὴν Ἱερὰ Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους γράφει τὰ ἑξῆς: «… Ἡ μελέτη αὕτη ἐξ ἀφορμῆς κυρίως τῆς λεγομένης Οἰκουμενικῆς κινήσεως καὶ πρὸς ἀναίρεσιν ὡρισμένων ὑπερβολικῶν ἐκδοχῶν γραφεῖσα, ὡς ρητῶς καὶ σαφῶς δηλοῦται εἰς τὰς πρώτας σελίδας αὐτῆς, ἀλλὰ καὶ εἰς ὡρισμένα λίαν προσφιλῆ πρόσωπα σχεδὸν κατονομαζόμενα ἀναφερομένη, μετὰ κόπου δὲ πολλοῦ συνταχθεῖσα εἰς τόσον προκεχωρημένην ἡλικίαν ὑπ᾿ ἐμοῦ καὶ ἐπὶ μοναδικῷ σκοπῷ ὑπερασπίσεως ὀρθοδόξων καὶ συντηρητικῶν ἀντιλήψεων ἀλλὰ καὶ πρὸς πρόληψιν ἐνδεχομένων εἰς τὴν ὡς ἄνω κίνησιν παρεκκλίσεων καὶ παραπλανήσεων, οὐκ οἶδα πῶς ἐξήγειρε τὸν ὁσιώτατον κ. Θεόκλητον…» (Ἀρχεῖο τοῦ Καθηγητοῦ Τρεμπέλα).
Τὸν Τρεμπέλα τὸν ἔκαιγε ἡ ἀγωνία ἀπὸ τὴν παράτολμη τακτικὴ τοῦ Ἀθηναγόρα, δὲν ἀποφάσισε ξαφνικὰ στὰ γεράματά του νὰ ἀσχοληθεῖ ἀπὸ ἐπιστημονικὸ ἢ ἄλλο ἐνδιαφέρον μὲ τὸν Ἡσυχασμό. Ἡ παραγνώριση αὐτοῦ τοῦ βασικοῦ στοιχείου δὲν ἀποτελεῖ ἁπλῶς λάθος, συνιστᾶ ἀσύγγνωστη ἀδικία σὲ βάρος ἑνὸς τιτάνα τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας, τοῦ κορυφαίου αὐτοῦ θεολόγου ποὺ σήκωσε τὸ βάρος τῆς μαρτυρίας της καὶ τῆς ὑπερασπίσεώς της στὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ 20οῦ αἰώνα. Εἶναι δυνατὸν σκεπτικὸ ποὺ ἀναπτύσσεται ἀπὸ τὴν ἀρχὴ σὲ ἑπτὰ πυκνοτυπωμένες σελίδες ἀλλὰ καὶ ἐπαναλαμβάνεται σὲ ἀρκετὰ σημεῖα τῆς «Μελέτης» νὰ παραθεωρεῖται παντελῶς στὴν ἀσκούμενη κριτική; Κριτικὴ μάλιστα ποὺ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νὰ διαστρέφεται πλήρως ἡ ὀπτικὴ καὶ ὁ σκοπὸς συγγραφῆς τῆς «Μελέτης»;
8. ΤΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΙΚΑ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ
Στὰ ἐπὶ μέρους ζητήματα τώρα τῆς «Μελέτης» πρῶτα ἐπικρίθηκε ἔντονα αὐτὸ ποὺ ἐπικαλεῖται καὶ ὁ π. Βασίλειος στὴν καταφορά του. Τὸ γεγονὸς δηλαδὴ ὅτι ὁ Τρεμπέλας τὰ λεγόμενα Ἀρεοπαγιτικὰ συγγράμματα τὰ ἀπέδιδε σὲ ἄλλον, ἄγνωστο συγγραφέα, τὸν διεθνῶς ὀνομαζόμενο Ψευδοδιονύσιο. Δὲν θὰ ἐπεκταθοῦμε στὸ ζήτημα αὐτό, δεδομένου ὅτι δὲν ὑπάρχει θεολόγος σήμερα, οὔτε Ὀρθόδοξος οὔτε ἑτερόδοξος, ὁ ὁποῖος νὰ δέχεται ὅτι τὰ Ἀρεοπαγιτικὰ εἶναι ἔργο γνήσιο τοῦ ἁγίου Διονυσίου.
Ἐπικρίθηκε πολὺ περισσότερο ὁ Τρεμπέλας ὅτι ἀμφισβήτησε τὴν ὀρθότητα τῆς Ἀποφατικῆς ὁδοῦ τῶν Ἀρεοπαγιτικῶν. Αὐτὸ εἶναι σωστό, ἀλλὰ τὴν ἀμφισβήτησε μέσα στὴν προοπτικὴ τοῦ κινδύνου νὰ ἐπικρατήσουν ἀσαφεῖς καὶ ἀόριστες διατυπώσεις στὶς συζητήσεις τῆς Οἰκουμενικῆς κινήσεως. Τὸ γράφει ξεκάθαρα στὸ τμῆμα αὐτὸ τῆς «Μελέτης» του (Γ΄4): «Νὰ προσθέσωμεν καὶ τὴν ἐντύπωσιν, τὴν ὁποίαν μᾶς ἐγέννησεν ἡ τελευταία τῆς περὶ ἀγνωσίας τοῦ Ψευδοδιονυσίου σελίς, ἡ ἐκ τῆς Περὶ μυστικῆς θεολογίας εἰλημμένη, δι᾿ ἧς μονονουχί, ὡς εἴπωμεν, μηδενίζεται ἡ περὶ ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ ἀλήθεια; Ὅταν ἀντικρύσαμεν τὴν ἄρνησιν καὶ τῆς πατρότητος καὶ τῆς υἱότητος, καὶ τῶν κατηγορημάτων τοῦ Θεοῦ ὡς φωτὸς καὶ ὡς πνεύματος, ἦλθεν εἰς τὸν νοῦν μας ἡ ὑπόνοια: Μήπως καὶ εἰς τὴν ἐξοικείωσιν πρὸς τὰς ἐκ τοῦ νεοπλατωνισμοῦ τὴν ἀρχὴν ἐχούσας θεωρίας ταύτας ὀφείλεται καὶ παρ᾿ ἡμῖν ἡ κάποια ἀπάμβλυνσις τῆς ὀρθοδόξου δογματικῆς εὐαισθησίας, ἡ καὶ γενικώτερον προκαλέσασα τὴν τόσον ἐπικίνδυνον παρέκκλισιν καὶ ἐκτροπὴν τῆς λεγομένης Οἰκουμενικῆς κινήσεως;».
Στὶς κατηγορίες ποὺ ἐκτοξεύθηκαν ἐναντίον του γιὰ τὸ θέμα αὐτό, ὅπως καὶ γιὰ τὰ ὑπόλοιπα ζητήματα, ὁ Τρεμπέλας ἔδωσε καταλυτικὴ ἀπάντηση σὲ σειρὰ ἄρθρων του στὸν «Ὀρθόδοξο Τύπο», ὅπως ἤδη ἀνέφερα. (Εἰδικότερα γιὰ τὰ ἀρεοπαγιτικά: Ο.Τ. ἀρ. 245/1.11.1975, ἀρ. 246/15.11.1975). Ἐκεῖνο ποὺ ἀξίζει περισσότερο νὰ μεταφερθεῖ ἐδῶ ἀπὸ τὴν ἐκτενὴ ἀπάντηση τοῦ Τρεμπέλα εἶναι ἡ ἐπισήμανσή του γιὰ τὴν προκρούστεια μέθοδο ποὺ χρησιμοποίησε ὁ κατήγορός του π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, ἀποσιωπώντας τμῆμα σχετικοῦ κειμένου τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ. Ἐνῶ ὁ π. Γεώργιος ἔγραφε ὅτι τὰ Ἀρεοπαγιτικὰ εἶχαν ἰδιαιτέρως θεαματικὴ ἐπίδραση στὴ Δύση, ὁ π. Θεόκλητος ἀπέκοψε τὴ φράση αὐτή, δίνοντας τὴν εἰκόνα ὅτι κατὰ τὸν Φλωρόφσκυ ἡ ἐπίδραση τῶν Ἀρεοπαγιτικῶν ἦταν μεγάλη στὴν ἀνατολή, τὴν Ὀρθοδοξία. Ὁ Τρεμπέλας ἀποκάλυψε τὴν ἀπάτη καὶ τὴν χαρακτήρισε παρεκτροπὴ ἀσύγγνωστη ποὺ προέβαινε σὲ παραποίηση καὶ πλαστογραφία κειμένου, μὲ σκοπὸ τὴ δική του κατασυκοφάντηση.
Δυστυχῶς αὐτὴ ἡ μέθοδος (προκρούστεια) κατὰ τοῦ Τρεμπέλα δὲν ἐφαρμόστηκε μόνο αὐτὴ τὴ φορὰ καὶ μόνο ἀπὸ τὸν π. Θεόκλητο. Ἀποτελεῖ τακτικὴ ἀκολουθούμενη καὶ ἀπὸ ἀρκετοὺς ἄλλους, βασιζόμενη στὴν ἀντίληψη ὅτι κανένας δὲν θὰ ὑποβληθεῖ στὴν ταλαιπωρία νὰ ἀναζητήσει τὰ πρωτότυπα κείμενα. (Καὶ πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι μιὰ τέτοια ἀντίληψη ἐπιβεβαιώνεται πλήρως ἀπὸ τὴν πράξη. Οἱ διαστρεβλώσεις καὶ ἀπάτες γίνονται ἀποδεκτὲς ἀνεξέταστα ἀπὸ τοὺς πολλούς, σὲ σημεῖο ποὺ σήμερα εἶναι σύνηθες νὰ διαβάσει κανεὶς σὲ κείμενα φοιτητῶν τῆς Θεολογίας βαρύτατες ἐκφράσεις γιὰ τὸν Τρεμπέλα, ἀκριβῶς διότι αὐτὲς διδάσκονται).
9. Ο ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ
Τὸ ἄλλο μεγάλο ζήτημα, ζήτημα μάλιστα ποὺ μέχρι καὶ σήμερα κατὰ κόρον ἐπαναλαμβάνεται, εἶναι ἡ κατὰ τοῦ Τρεμπέλα κατηγορία ὅτι ἀποδίδει τὶς ἐλλάμψεις τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ νέου Θεολόγου σὲ ὑπερένταση τῶν νεύρων. Τὸ περιλαμβάνω στὴν ἀπάντηση, παρόλο ποὺ δὲν ἀναφέρθηκε σ᾿ αὐτὸ ὁ π. Βασίλειος, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ φανεῖ τὸ μέγεθος τῆς διαστροφῆς τῶν λόγων τοῦ Τρεμπέλα.
Εὐθὺς δὲ ἐξ ἀρχῆς σημειώνω ὅτι ἡ κατηγορία αὐτὴ εἶναι ψευδέστατη. Ἐλάχιστα προσεκτικὴ καὶ στοιχειωδῶς ἀπροκατάληπτη μελέτη τοῦ σχετικοῦ κειμένου τοῦ Τρεμπέλα ἀποδεικνύει ὅτι πρόκειται γιὰ διαστρέβλωση τῶν λεγομένων του. Ὁ Τρεμπέλας ἔγραψε μιὰ τέτοια φράση ὡς πιθανὸ κίνδυνο γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ἀσκεῖται μόνος του καὶ δὲν βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίβλεψη πνευματικοῦ ὁδηγοῦ. Ἀφορμὴ πῆρε ἀπὸ τὴν ἐξιστόρηση τοῦ ἁγίου Συμεὼν γιὰ κάποιον νέο μὲ τὸ ὄνομα Γεώργιος, ὁ ὁποῖος μὲ μόνη τὴν εὐχὴ τοῦ γέροντός του δέχθηκε πλούσια ἔλλαμψη θείου φωτός, ὁ ὁποῖος ὅμως μετὰ τὴ θαυμαστὴ ἐκείνη ἔλλαμψη ὁδηγήθηκε σὲ πλήρη ἀδιαφορία, «εἰς παντελῆ σκότωσιν», καὶ ζοῦσε «ὡς μηδὲ ἐννοήσας ποτὲ ἢ ἀκούσας τὰ ἅγια ρήματα τοῦ Χριστοῦ». Ὁ Γεώργιος αὐτὸς εἶναι, ὅπως φαίνεται, ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Συμεὼν ὡς λαϊκὸς ἀκόμη, ἐξιστορεῖ δὲ τὸ περιστατικὸ γιὰ νὰ δείξει τί φοβερὸ κίνδυνο διέτρεξε: «Ταῦτα δὲ λέγω σοι, ἵνα μάθῃς, εἰς ποῖον ἀπωλείας βόθρον ἐκ ραθυμίας κατηνέχθην ἐγὼ ὁ ἄθλιος».
Παίρνοντας ἀφορμὴ ὁ Τρεμπέλας ἀπὸ τὴν ἀρνητικὴ πορεία τοῦ νέου τονίζει ὅτι παράλληλα μὲ τὶς περιπτώσεις τῶν γνήσιων θεοφανειῶν, κατὰ τὶς ὁποῖες «ἄνδρες πραγματικῶς ταπεινόφρονες… δέχονται τοιαύτας ἐλλάμψεις καὶ ἐκδηλώσεις θείας ἐπισκέψεως», ὑπάρχει ὁ κίνδυνος ἄλλοι νὰ ὁδηγηθοῦν σὲ ἔκσταση πλάνης «ἐξ ὑπερεντάσεως τῶν νεύρων καὶ ὑπερκοπώσεως καὶ ἐξ ἀφετηρίας προϋπαρχούσης προκαταλήψεως». Πρόκειται ἀκριβῶς γιὰ κίνδυνο τὸν ὁποῖο ἐπισημαίνουν μετ᾿ ἐπιτάσεως καὶ ἐπιμόνως ὅλοι οἱ νηπτικοὶ καλούμενοι πατέρες, καὶ θὰ ἦταν ἀδιανόητο νὰ ἀπουσιάσει ἀπὸ μιὰ θεολογικὴ μελέτη περὶ Ἀποφατισμοῦ.
Μέσα ἀπὸ περισσότερες ἀπὸ 20 πυκνοτυπωμένες σελίδες ποὺ ἀποτελοῦν ὕμνο τῆς ἁγιότητας καὶ τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Συμεών, οἱ δυϊλίζοντες τὸν κώνωπα ἐπικριτὲς τοῦ Τρεμπέλα ἀπέσπασαν μία φράση, τὴ διέστρεψαν (κατηγορώντας τον ὅτι τὴν ἀποδίδει στὸν ἅγιο Συμεών) καὶ τὸν διέβαλαν ὡς πολέμιο τοῦ Ὀρθοδόξου Ἡσυχασμοῦ. Εἶναι ὅμως ἐπιτρεπτὸ μιὰ τέτοια διαστρέβλωση νὰ ἐπαναλαμβάνεται ἀνεξέταστα καὶ σήμερα;
Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ξεπέρασε κάθε ὅριο ἡ διαστροφὴ τῶν ἐπικριτῶν τοῦ Τρεμπέλα εἶναι αὐτὸ ποὺ γράφουν ὅτι ὁ Τρεμπέλας θεωρεῖ τὸν ἅγιον Συμεὼν «ὡς νοσηρὸν συναισθηματίαν». Καὶ πρὸς ἀπόδειξιν παραθέτουν τὸ ἑξῆς κείμενό του: «εἰς τὴν εὐαίσθητον καὶ λίαν συναισθηματικὴν ἰδιοσυγκρασίαν του ὀφείλονται αἱ ἀστείρευτοι ροαὶ τῶν δακρύων του…». Τὸ κείμενο αὐτὸ βρίσκεται στὴ σελ. 62 (Α΄ἔκδ.) ἢ 77 (Β΄ἔκδ.) τοῦ πρώτου τεύχους τῆς μελέτης τοῦ Τρεμπέλα (ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ, ΑΠΟΦΑΤΙΣΜΟΣ, ΚΑΤΑΦΑΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ).
Τί συμβαίνει ὅμως στὴν πραγματικότητα; Στὸ σημεῖο ἐκεῖνο τῆς «Μελέτης» του, ἀντιμετωπίζει ὁ Τρεμπέλας τὴν κατὰ τοῦ ἁγίου Συμεὼν ἐκτοξευθεῖσα κατηγορία ὅτι δῆθεν εἶναι αἱρετικὸς Μεσσαλιανὸς ἐπειδὴ χρησιμοποιεῖ παρόμοια μὲ αὐτοὺς ὁρολογία, ὅπως τὴ λέξη «αἰσθητῶς» προκειμένου περὶ τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Κυρίου. Στὴν Ὀρθόδοξη ἀσκητικὴ παράδοση τονίζεται ἰδιαιτέρως ἡ ἀποφυγὴ ὁραμάτων ἐμφανίσεως τοῦ Κυρίου ἢ τῶν ἀγγέλων αἰσθητῶς. Παραγγέλλει π.χ. ὁ ὅσιος Νεῖλος τὸ ἑξῆς: «Μὴ πόθει ἀγγέλους ἰδεῖν ἢ δυνάμεις ἢ Χριστὸν αἰσθητῶς, ἵνα μὴ τέλεον φρενιτικὸς γένῃ, λύκον ἀντὶ ποιμένος δεχόμενος καὶ προσκυνῶν τοῖς ἐχθροῖς δαίμοσιν» (P.G. 79, 1192). Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὅμως χρησιμοποιεῖ τέτοιες διατυπώσεις. Λέει π.χ. γιὰ τὸν Χριστὸ ὅτι «Ἐὰν αὐτὸν ἀξιωθῶμεν ἐνταῦθα αἰσθητῶς ἰδεῖν, οὐκ ἀποθανούμεθα». Ὁ Τρεμπέλας λοιπόν, ἀφοῦ μὲ κείμενα τοῦ Ἁγίου ἀναιρεῖ μία πρὸς μία τὶς ἐναντίον του ἐπικρίσεις, προσθέτει στὸ τέλος ἕναν ἐπιπλέον λόγο, ὁ ὁποῖος δικαιολογεῖ τὴ χρήση ἔντονων ἐκφράσεων, ὅπως ἡ χρησιμοποιούμενη ἀπὸ τοὺς Μεσσαλιανοὺς λέξη ‘’αἰσθητῶς’’ γιὰ τὶς θεοφάνειες ποὺ δέχεται.
Σημειώνει δηλαδὴ τὸ ἑξῆς: «Τέλος δὲν λαμβάνεται ὑπ᾿ ὄψιν (σημ. δική μου: ἀπὸ τοὺς κατηγόρους τοῦ ἁγίου Συμεὼν) ἡ εὐαίσθητος καὶ λίαν συναισθηματικὴ ἰδιοσυγκρασία τοῦ Συμεών, εἰς τὴν ὁποίαν ὀφείλονται αἱ ἀστείρευτοι ροαὶ τῶν δακρύων του καὶ αἱ ἐν τοῖς ποιήμασιν αὐτοῦ ἐκχύσεις καὶ ἐξάρσεις τοῦ θείου αὐτοῦ ἔρωτος, ἀλλὰ καὶ ἡ εὐγενὴς εὐθιξία καὶ εὐπάθεια τῆς ὑπὸ τοῦ ἔρωτος τούτου φλεγομένης καρδίας του, εἰς τὴν ὁποίαν προεκάλουν αἰσθητούς, ἂς εἴπωμεν καὶ ἡμεῖς, συγκλονισμοὺς καὶ οἱ ἀνεπαίσθητοι δι᾿ ἄλλους μυστικοὺς ἐρεθισμοὶ ἐκ τοῦ πνευματικοῦ κόσμου. Ἐὰν ἡ αἰσθηματικότης αὕτη τοῦ Συμεὼν ἐτύγχανε σοβαρωτέρας πως προσοχῆς, θὰ κατενοεῖτο δικαιότερον καὶ ἀκριβέστερον τὸ παρεξηγηθὲν τοῦτο ‘’αἰσθητῶς’’».
Ἐπικαλεῖται ὁ Τρεμπέλας συναισθηματισμὸ γιὰ τὴ χρήση τῆς λέξεως αἰσθητῶς, τῆς ἐπικριθείσης ὡς Μεσσαλιανικῆς, ὄχι γιὰ νὰ ἀποδώσει σὲ συναισθηματικότητα τὶς θεοφάνειες τοῦ Ἁγίου, ἀλλὰ γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὴ χρήση τῆς ἀδόκιμης λέξεως «αἰσθητῶς» ἀπὸ τὸν ἅγιο Συμεών.
Αὐτὸ ποὺ ὁ Τρεμπέλας τὸ χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ ἀνατρέψει τὴν κατὰ τοῦ ἁγίου Συμεὼν ἄδικη κατηγορία ἐξαιτίας τῆς χρήσεως ἀπὸ τὸν Ἅγιο τῆς λέξεως «αἰσθητῶς», οἱ ἐπικριτές του τὸ στρέφουν συκοφαντικὰ ἐναντίον του, ὑποστηρίζοντας ὅτι δῆθεν ἀποδίδει τὶς θεοφάνειες τοῦ Ἁγίου σὲ νοσηρὸ συναισθηματισμό. Θλίβεται βαθύτατα κανεὶς ἀπὸ τὴν ἀπίστευτη αὐτὴ διαστροφή, διατυπωμένη καὶ στὸ κείμενο τοῦ π. Θεοκλήτου καὶ σὲ κεῖνο τῆς «ἐξ Ἁγιορειτῶν Ἐπιτροπῆς».
10. Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ
Τὸ τελευταῖο ζήτημα στὸ ὁποῖο θὰ ἀναφερθῶ εἶναι ἡ κατηγορία κατὰ τοῦ Τρεμπέλα ὅτι καταφέρεται κατὰ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Αὐτὴν χρησιμοποιεῖ καὶ ὁ π. Βασίλειος στὴν ἔντονη καταφορά του. Ὁ Τρεμπέλας ἀφιέρωσε στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ 40 πυκνοτυπωμένες σελίδες τῆς «Μελέτης» του. Σὲ κάποιο δὲ σημεῖο της ἔγραψε τὴν ἑξῆς πασίγνωστη πλέον φράση: «Ὁ Βαρλαὰμ λοιπὸν ‘’τοῖς λατίνων ἤθεσιν ἐντραφεὶς καὶ νόμοις’’ διετέλει ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν τῶν ὑπερβολῶν τῆς Σχολαστικῆς θεολογίας. Ἀλλὰ καὶ ὁ Παλαμᾶς ἔν τινι μέτρῳ εἰς τὴν αὐτὴν παρεσύρθη σύγχυσιν κατὰ διεύθυνσιν ἀντίθετον. Διότι ναὶ μὲν ὀρθῶς ὑπεστήριζε τὸ ἄκτιστον τῶν θείων ἐνεργειῶν, ὑπῆρξεν ὅμως ὑπερβολὴ τὸ νὰ ἀποκλείει ἐξ ὁλοκλήρου τὸν ὅρον κτιστὸν ἀπὸ τοῦ ἀποτελέσματος, τὸ ὁποῖον αἱ ἄκτιστοι ἐνέργειαι δημιουργοῦν».
Ὁ Τρεμπέλας λανθασμένα εἶχε τὴν ἐντύπωση ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀπέκλειε «τὸν ὅρον κτιστὸν ἀπὸ τοῦ ἀποτελέσματος, τὸ ὁποῖον αἱ ἄκτιστοι ἐνέργειαι δημιουργοῦν». Ὅταν ὁ π. Θεόκλητος τοῦ ἐπισήμανε ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος δὲν ἀποκλείει, ἀντίθετα χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο κτίσμα ὡς ἀποτέλεσμα τῶν θείων ἐνεργειῶν, ὁ Τρεμπέλας ἀναγνώρισε τὸ ἐν προκειμένῳ λάθος του (Ὁρθόδοξος Τύπος ἀρ. 246/15.11.1975, σελ. 3).
Τὸ θλιβερὸ ἐν προκειμένῳ εἶναι ὅτι ἀποκόπτεται μιὰ μόνο ἄστοχη (ὀφειλόμενη σὲ ἐλλιπὴ πληροφόρηση) φράση τοῦ Τρεμπέλα, ἡ ὁποία ὅμως μαρτυρεῖ σωστὴ δογματικὴ συνείδηση, καὶ κατηγορεῖται αὐτὸς ὡς πολέμιος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Ἔφθανε καὶ μόνο ὁ ἐκτενὴς τίτλος τοῦ τελευταίου (ιη΄) κεφαλαίου περὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ποὺ ἔχει στὴ «Μελέτη» του ὁ Τρεμπέλας, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσει καμία ἀμφιβολία περὶ τῆς τοποθετήσεώς του ἔναντι τοῦ μεγάλου Πατρός. Ὁ τίτλος αὐτὸς ἔχει ὡς ἑξῆς: «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, φύλαξ καὶ μαθητὴς τῆς συμφωνίας τῶν οἰκουμενικῶν Πατέρων καὶ τῆς ἀσκητικῆς παραδόσεως τῶν μεγάλων Νηπτικῶν, κατατρυφήσας δὲ ὅσον ἐλάχιστοι τῆς θεωρίας τοῦ Θείου φωτός, ἀνεδείχθη μέγας θεολόγος καὶ μέγας ἅγιος».
Δείχνει αὐτὴ ἡ φράση του ἀλλὰ καὶ ὅλο τὸ κείμενό του γιὰ τὸν Ἅγιο ὅτι τὸν «ἀντιμετωπίζει… σὰν φοιτητή του καὶ μάλιστα κακόδοξο(!)», ὅπως γράφει ὁ π. Βασίλειος; Καὶ ἔχει λόγο ἡ ἀπαράδεκτη εἰρωνικὴ φράση τοῦ π. Βασιλείου «κρίμα ποὺ ὁ ἅγιος Παλαμᾶς γεννήθηκε πρόωρα καὶ ἔχασε τὸ προνόμιο νὰ γίνῃ μαθητὴς τοῦ Τρεμπέλα»!
Ἀλλά, εἴπαμε, ἀλλοῦ βρίσκεται ἡ κύρια εὐθύνη, θύμα τῆς ὁποίας προφανῶς εἶναι καὶ ὁ π. Βασίλειος. Ὅμως ποτὲ δὲν εἶναι ἀργὰ νὰ ἀναγνωρίσει κάποιος τὸ λάθος του.
Συμπέρασμα τῶν ἐπιθέσεων κατὰ τῆς «Μελέτης» περὶ Ἀποφατισμοῦ:
Ἐλάχιστη καὶ στοιχειώδης ἀντικειμενικότητα ἀρκεῖ γιὰ νὰ κατανοήσει κάποιος μὴ παντελῶς προκατειλημμένος ὅτι ἡ προσέγγιση τοῦ Τρεμπέλα στὸ θέμα τοῦ Ἀποφατισμοῦ μὲ τὰ δύο τεύχη τῆς μελέτης του ὄχι μόνο δὲν ἔχει οὔτε στὸ παραμικρὸ τὸν ἀρνητικὸ χαρακτήρα ποὺ τῆς ἀποδόθηκε, ἀλλὰ καὶ ἀποτελεῖ κατ᾿ ἐξοχὴν θετικὴ συμβολή, ἄξια ἐπαίνου καὶ ὄχι ψόγου. Αὐτὸ ὑπῆρξε τὸ μεγαλύτερο λάθος τῶν ἐπικριτῶν τοῦ Τρεμπέλα. Θὰ ἔπρεπε νὰ χαιρετίσουν μὲ ἐνθουσιασμὸ τὴ «Μελέτη» του καὶ ἔτσι νὰ τὴ δοῦν μὲ τὴν ὀπτικὴ τῶν ἐκτροπῶν τῆς Οἰκουμενικῆς κινήσεως, ἀντὶ νὰ τὴν ἐκλάβουν ὡς ἐπίθεση κατὰ τοῦ Ἡσυχασμοῦ.
Μὲ τὴ μανιώδη ἐπίθεσή τους ἀδίκησαν φοβερὰ τὸν Τρεμπέλα, τὸν διέσυραν, τὸν παρουσίασαν ὡς πολέμιο τοῦ Ἡσυχασμοῦ καὶ τῶν μεγάλων ἡσυχαστῶν ἁγίων.
Ἂς τὸ ἔκαναν. Τουλάχιστον ὅμως δὲν ἔπρεπε νὰ ἀλλάξουν λίγο τὸ ὕφος τους; Δὲν εἶχαν διαβάσει ποτὲ τὶς σχετικὲς προτροπὲς τῶν ἁγίων; Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἔτρεμε γράφοντας γιὰ τὰ ἱερότατα αὐτὰ ζητήματα! Αὐτοὶ πῶς αὐτοχειροτονήθηκαν ὑπέρτατη αὐθεντία τοῦ Ἀποφατισμοῦ; Δὲν φοβοῦνται; Δὲν ἔχουν διαβάσει ποτὲ τὰ συγκλονιστικὰ λόγια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, μὲ τὰ ὁποῖα περιγράφει τὸν ἱερὸ τρόμο τῆς ψυχῆς του ὅταν πρόκειται νὰ μιλήσει γιὰ τὰ ἀπρόσιτα αὐτὰ μυστήρια;
Ἰδοὺ πῶς γράφει: «Ἐνέργειαν Θεοῦ θεοποιόν, ὦ βέλτιστε, ἀκούων καὶ Πνεύματος χάριν θεουργόν, μὴ πολυπραγμόνει, μηδὲ ζήτει, πῶς μὲν τοῦτο, πῶς δ᾿ ἐκεῖνο, πῶς δὲ μή, καὶ ταῦτα, ταύτης ἄνευ, μὴ γενήσεσθαι μέλλων ἐν Θεῷ… Ἀλλὰ τῶν ἔργων ἔχου, δι᾿ ὧν ἐκείνης τεύξῃ… Ὁ δὲ πρὸ τῶν ἔργων τὴν εἴδησιν ζητῶν, τοῖς πεπειραμένοις μὲν πιστεύων, λαμβάνει τι τῆς ἀληθείας ἴνδαλμα, παρ᾿ ἑαυτοῦ δὲ διανοούμενος καὶ τοῦ ἰνδάλματος διαπεσών, εἶθ᾿ ὡς εὑρηκὼς μέγα φυσᾶται… Διὸ καὶ ἡμεῖς πολλὰ περὶ ἡσυχίας συγγραψάμενοι, νῦν μὲν τῶν πατέρων προτρεψαμένων, νῦν δὲ τῶν ἀδελφῶν αἰτησαμένων, οὐδαμοῦ περὶ θεώσεως ἀναγράψαι τεθαρρήκαμεν…». (Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 3, 32, Χρήστου Α΄, σ. 644).
Ἄνθρωπε, λέει ὁ Ἅγιος, ὅταν ἀκοῦς νὰ γίνεται λόγος γιὰ τὴ θεοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ θεουργὸ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μὴν τὰ περιεργάζεσαι ζητώντας νὰ μάθεις πῶς συμβαίνει τὸ ἕνα ἢ τὸ ἄλλο. Πολὺ περισσότερο ποὺ χωρὶς αὐτὴ τὴ χάρη δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ ἑνωθεῖς μὲ τὸν Θεό… Ἀλλὰ νὰ πράττεις τὰ ἔργα μὲ τὰ ὁποῖα θὰ πετύχεις αὐτὴ τὴν ἕνωση… Αὐτὸ εἶναι τὸ σωστό, ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ χωρὶς τὰ ἔργα ἐπιδιώκει νὰ μάθει δίνοντας ἐμπιστοσύνη στὰ λόγια τῶν πεπειραμένων, παίρνει μὲν μιὰ ἀμυδρὴ εἰκόνα τῆς ἀλήθειας, ὅμως ἐμπιστευόμενος τὴ διάνοιά του χάνει κι αὐτὴ τὴν ἀμυδρὴ εἰκόνα καὶ γεμίζει μὲ ὑπερηφάνεια σὰν νὰ ἀνακάλυψε κάτι πολὺ μεγάλο… Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐγώ, τονίζει ὁ Ἅγιος, ἐνῶ ἔχω γράψει πολλὰ περὶ ἡσυχίας, ἀνταποκρινόμενος στὶς προτροπὲς τῶν πατέρων καὶ τὶς παρακλήσεις τῶν ἀδελφῶν, πουθενὰ δὲν τόλμησα νὰ γράψω περὶ τῆς θεώσεως.
Αὐτὰ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Μὲ φόβο καὶ τρόμο μπροστὰ στὸ μυστήριο.
Αὐτὸς εἶναι ὁ «ἀλάλητος στεναγμὸς τῶν ἁγίων, ζώντων καὶ τετελειωμένων» καὶ ὄχι ἐκεῖνος τὸν ὁποῖο ἐκαυχᾶτο ὅτι ἐξέφραζε μὲ τὴν ὡραία αὐτὴ διατύπωση τὸ βαρύγδουπο κείμενο ποὺ φέρει τὸν τίτλο «Ἔκθεσις τῆς ἐξ ἁγιορειτῶν ἐπιτροπῆς».
Ὁ καθηγητὴς Καρμίρης, ἕναν χρόνο ἀφότου εἶχε διεξαχθεῖ ἡ θεολογικὴ ἀντιπαράθεση μεταξὺ Τρεμπέλα καὶ π. Θεοκλήτου, ἀπέστειλε τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1976 εὐχαριστήρια ἐπιστολὴ στὸν Τρεμπέλα, ὅπου γράφει ὅτι ἔλαβε τὶς μελέτες του «μετὰ πολλῆς χαρᾶς καὶ ἱκανοποιήσεως, ἅμα δὲ καὶ συγκινήσεως» καὶ σημειώνει ὅτι αὐτὲς «ἀποτελοῦσι σπουδαιοτάτην συμβολὴν εἰς τὴν ἐπὶ τῇ βάσει τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως διερεύνησιν τοῦ μὴ ἐπαρκῶς ἀναπτυχθέντος παρ᾿ ἡμῖν θέματος τούτου». Ἔτσι ἀποτιμᾶ ὁ ἀπροκατάληπτος μελετητὴς καθηγητὴς Καρμίρης, γιὰ τὸν ὁποῖο μάλιστα ὁ π. Βασίλειος βεβαίωσε ὅτι εἶναι κορυφαῖος δογματικός, τὴ σημαντικὴ αὐτὴ «Μελέτη» τοῦ Τρεμπέλα, τὴν ὁποία μέχρι καὶ σήμερα διασύρουν πολλοί.
Κάπου ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ τεθεῖ ἕνα τέλος.
Ἔχουν γραφεῖ πολλὰ ἀπὸ πολλούς. Ὅμως τελικὰ ἀξία ἔχουν οἱ θέσεις τῶν πραγματικὰ μεγάλων. Ἔτσι πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ κορυφαῖος Ρῶσος θεολόγος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ἔτρεφε μεγάλη ἐκτίμηση γιὰ τὸν Τρεμπέλα. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ παλαιοὶ σεβάσμιοι Ἁγιορεῖτες. Ὅπως βεβαιώνει ὁ Προηγούμενος Ματθαῖος Βατοπαιδινός, ὁ ἐκφωνηθεὶς ὑπὸ τοῦ Τρεμπέλα λόγος κατὰ τὴν ἔναρξιν τῶν ἑορτῶν τῆς χιλιετηρίδος τοῦ Ἁγίου Ὄρους στὸν ἅγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης, τὴν Κυριακὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, συνεκλόνισε τοὺς πάντες. Ἡ Ἁγιορειτικὴ Ἀντιπροσωπεία συγκινήθηκε βαθύτατα. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου, Ἀρχιμανδρίτης Γαβριήλ, «ἐν τῷ πέρατι τῆς ὁμιλίας, ἔνδακρυς ὁ γηραιὸς Ἡγούμενος, ἠσπάσθη τὸν ὁμιλητήν, ἐνώπιον τοῦ καταμέστου ἀσφυκτικῶς Ναοῦ» (Ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Τρεμπέλα στὶς 26 Ἰανουαρίου 1976).
Ὁ ἴδιος ὁ Γέρων Καθηγούμενος Γαβριὴλ σὲ ἐπιστολή του στὸν Ὀρθόδοξο Τύπο (1 Ἰανουαρίου 1979, ἀρ. φύλλου 249), μετὰ τὸ πέρας τῆς ἀπαντήσεως τοῦ Τρεμπέλα στὸν π. Θεόκλητο Διονυσιάτη, ἔγραψε ὅτι οἱ Μοναχοὶ πληροφορήθηκαν «ὅτι ὁ σεβαστὸς Πρύτανις τῶν Ἑλλήνων Θεολόγων ὀρθοτομεῖ, ὡς πά ντοτε, τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, καὶ ἐν γήρει πίονι εἰσέτι ἐξακολουθεῖ τὴν πνευματικὴν καρποφορίαν».
Κατὰ δὲ τὴν ἐκδημία τοῦ ἀειμνήστου καθηγητοῦ ἔγραψε μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς: «Οὐραγοὶ καὶ ἡμεῖς οἱ ἀπλοϊκοὶ μοναχοὶ εἰς τὴν πνευματικὴν νεκροπομπὴν τοῦ μεγάλου διδασκάλου ἐρχόμεθα, ὅπως ποτὲ αἱ μυροφόροι γυναῖκες, κομίζοντες εὐλαβικὰ ὀλίγα πνευματικὰ νεκρολούλουδα εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν ἀείμνηστον διδάσκαλον, μαζεμένα ἀπὸ τὸν ἱερὸν Ἄθωνα καὶ ποτισμένα μὲ τὸ δάκρυ τῆς ψυχῆς μας…
Δι᾿ ἡμᾶς τοὺς ἁπλοϊκοὺς Ἁγιορεῖτας ἦτο, εἶναι καὶ θὰ εἶναι ὁ Τρεμπέλας ὁ ‘’διδάσκαλος τοῦ Εὐαγγελίου’’, τὸ καύχημα τῆς Πατρίδος μας, τὸ λιοντάρι τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς τὸν ἀπεκάλεσε κατ᾿ αὐτὰς ἕνας εὐλαβέστατος Διάκονος.
Ὅ,τι εἶναι διὰ τοὺς Ρώσους ὁ πατὴρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ, διὰ τοὺς Σέρβους ὁ π. Ἰουστίνος Πόποβιτς, ἦτο καὶ εἶναι διὰ τὴν Ὀρθόδοξον Ἑλλάδα μας ὁ Παναγιώτης Τρεμπέλας.
Ἔπεσες, ὦ πρῶτε στῦλε τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα, ἀλλ᾿ ἡ μνήμη σου θὰ μένῃ ὄρθια εἰς τὸν αἰῶνα.
Ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ Ἁγίου Διονυσίου
τῇ 2ᾳ Ἰανουαρίου 1978»
(Ὀρθόδοξος Τύπος, τ. 304, 10.2.1978, σελ. 1).
Ἀνέφερα ἤδη καὶ δὲν χρειάζεται νὰ ἐπαναλάβω ἐδῶ τὸ κείμενο μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο φαίνεται πόσο μεγάλη ἐκτίμηση ἔτρεφε γιὰ τὸν Τρεμπέλα καὶ ὁ ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς.
Κάτι τελευταῖο ἀπὸ τὰ πολλά. Τὸ ἔτος 1976, ἀπὸ τὶς 19 μέχρι τὶς 29 Αὐγούστου, ἔλαβε χώραν κορυφαῖο θεολογικὸ γεγονός. Μετὰ ἀπὸ 40 ὁλόκληρα χρόνια συνεκλήθη στὴν Ἀθήνα τὸ Β΄ Συνέδριο τῶν ἀνὰ τὴν οἰκουμένη Ὀρθοδόξων Θεολογικῶν Σχολῶν. Σ᾿ αὐτὸ ἔλαβαν μέρος κορυφαῖοι θεολόγοι ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο. Ἀνάμεσα ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς ποιὸς ἐκλήθη νὰ κηρύξει τὴν ἐπίσημη ἔναρξη τοῦ Συνεδρίου; Ὁ πρύτανις ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων θεολόγων Παναγιώτης Τρεμπέλας.
Ἡ προσφώνησή του σὲ κεῖνο τὸ Συνέδριο ὑπῆρξε μνημειώδης. Ἀπευθύνθηκε δὲ ἰδιαιτέρως πρὸς τὸν παρόντα «πρεσβύτην καὶ κορυφαῖον μεταξὺ τῶν συγχρόνων κατὰ τοὺς Πατέρας θεολογήσαντα πρωτοπρεσβύτερον Ρῶσον Θεολόγον Γεώργιον Φλορόφσκυ». Ἡ προσφώνησή του δημοσιεύτηκε στὸν Ὀρθόδοξο Τύπο τῆς 1ης Σεπτεμβρίου 1976 (τ. 265) καὶ παραμένει μοναδικὸ κείμενο Ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας μέχρι σήμερα.
Καταδιωκόμενος κάποτε ὁ Κολοκοτρώνης ἀπὸ τὰ κυβερνητικὰ στρατεύματα στὸν ἐμφύλιο πόλεμο τοῦ 1825, στάθηκε κάτω ἀπὸ μιὰ καρυδιὰ νὰ ξεκουραστεῖ. Καὶ μονολογοῦσε λυπημένος: ‒ «Τί ἔχεις, καρυδιά μου, καὶ παραπονιέσαι; Μὴ σὲ πετροβολᾶν τὰ παιδιά; Εἶναι γιατί ἔχεις τὰ καρύδια»…
Ἐκεῖνον τὸν καταδίκασαν σὲ φυλάκιση καὶ θάνατο. Ὅμως ἡ ἱστορία τὸν ἀνέδειξε γίγαντα. Ὅπως γίγαντα ἀναδεικνύει καὶ τὸν Τρεμπέλα, παρὰ τὸ μανιῶδες πετροβόλημα.
Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ὑπῆρξε εὐλογημένος. Καὶ τὸ πέρασμά του εὐλογία γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, τὴν Ἑλλάδα καὶ τὸν κόσμο ὁλόκληρο.
μέλος τῆς Ἀδελφότητος Θεολόγων «Ο ΣΩΤΗΡ»
καὶ Διευθυντὴς Συντάξεως τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»
Πηγή: orthodoxia.info