Επιστολή του καθηγητή Ιωάννη Κογκούλη στο «Βήμα»
για το άρθρο της Ρεπούση
(Ο κ. Ιωάννης Β. Κογκούλης είναι Προκομήτορας της Θεολογικής Σχολής
του Αριστοτελείου Παν/μίου Θεσσαλονίκης)
***
Κύριε Διευθυντά
Την Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010, στη σελίδα Α24 της έγκριτης εφημερίδας σας, μεταξύ των απόψεων για το σχετικό με την οικονομική κρίση κείμενο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας την Ελλάδος «Προς το λαό», φιλοξενήσατε την άποψη της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας Ιστορίας και Ιστορικής Εκπαίδευσης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κας Μαρίας Ρεπούση, με τον τίτλο «αποσιωπήσεις της διακήρυξης».
Σχετικά με το θέμα αυτό θα μου επιτρέψετε να κάμω τις παρακάτω παρατηρήσεις (Θέλω να πιστεύω πως, στο όνομα του δημοκρατικού διαλόγου και της σφαιρικής ενημέρωσης των αναγνωστών σας και μάλιστα όσων είναι μέλη της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας μας, θα τις ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΤΕ).
α) Η κα Μ. Ρεπούση στο εν λόγω κείμενο θεωρεί την παρέμβαση της Εκκλησίας πολιτική και τη χαρακτηρίζει ως εκτροπή από την αποστολή της, στην οποία αρμόζει μόνο η σιωπή! Ένας θεσμός δηλαδή δύο χιλιάδων ετών θα πρέπει να είναι αμίλητος και αμέτοχος μπροστά στο πνευματικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της πατρίδας μας, τη στιγμή που οι πολίτες αυτής της χώρας στην πλειοψηφία τους είναι και μέλη της Εκκλησίας και περιμένουν απ’ αυτήν λόγο ευθύνης και παραμυθίας. Και μάλιστα δεδομένου ότι, ως γνωστόν, η Εκκλησία έσωσε τόσο το Γένος μας όσο και τους βαλκανικούς γενικότερα λαούς από τον εκμουσουλμανισμό, όπως παλαιότερα από τον εκλατινισμό, και που σήμερα οι πάντες συμφωνούν πως η κρίση, η οποία μαστίζει την κοινωνία μας, είναι πρώτιστα ηθική και μετά οικονομική.
Η Εκκλησία ασφαλώς και δεν πρέπει να πολιτικολογεί. Οφείλει όμως να πολιτεύεται και να ερμηνεύει τα γεγονότα εκείνα που αφορούν στη ζωή του πολίτη και πιστού της εποχής μας. Και τούτο διότι αγκαλιάζει τον άνθρωπο ως σύνολο, ως πρόσωπο και εικόνα του Θεού. Επομένως Εκκλησία με το έργο της υπερασπίζεται την ανθρώπινη ζωή απέναντι σε κάθε σύστημα οργανωμένης ανευθυνότητας και συλλογικής απληστίας των, χωρίς ηθικούς φραγμούς, πιστευόντων για τον εαυτό τους στην εγκόσμια αθανασία διεθνών και ντόπιων ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΩΝ.
Στη βάση αυτή με τον εμπνευσμένο και αγαπητικό της λόγο προς τον ελληνικό λαό η Εκκλησία εκθέτει την πραγματικότητα που βιώνουμε όλοι, κάνει προς έπαινόν της την αυτοκριτική της και προτείνει λύσεις για την υπέρβαση του κοινωνικού φόβου και της ψυχολογικής καταπίεσης που μας επιβάλλει και συντηρεί το οικονομικό άγος.
β) Άδικα επίσης, κατά τη γνώμη μας, η κα Μ. Ρεπούση θεωρεί ότι η Εκκλησία «είναι μία αντιδραστική δύναμη που συντάσσεται σε πολλές περιπτώσεις με την οπισθοδρόμηση». Και τούτο διότι, αντιτιθέμενη η Εκκλησία σ’ ένα σχολείο με τη μορφή Σύγχρονου Ψηφιακού Φροντιστηρίου παροχής χρησιμοθηρικών γνώσεων, ενδιαφέρεται για την, κατά τον απόστολο Παύλο, «υγιαίνουσαν» διδασκαλία, την ανόθευτη Παιδεία των νεοελλήνων, τη μόρφωσή τους-και όχι απλώς την εκπαίδευσή τους- την προσφερόμενη, μέσα στο πλαίσιο του παιδαγωγούντος σχολείου, με άριστα κείμενα και καλούς δασκάλους υψηλού επιπέδου. Η Εκκλησία πονάει και παλεύει για τον ενάρετο βίο και το ακηλίδωτο ήθος, την πνευματική θωράκιση και τη φωτισμένη πορεία στο γεμάτο πειρασμούς, δυσκολίες και αντιξοότητες κόσμο μας.
Αν αυτό είναι οπισθοδρόμηση τότε έχουμε χάσει δυστυχώς το νόημα των λέξεων, λησμονούντες ότι οπισθοδρομικός είναι όποιος στο όνομα του προοδευτισμού παίζει με το μέλλον των παιδιών μας, τα παγιδεύει στις κομματικές περιχαρακώσεις και τα φανατίζει με στείρες ιδεοληψίες. Οπισθοδρομικός είναι εκείνος που αυθαίρετα αγωνίζεται για την «Αποκαθήλωση» της Ελληνορθόδοξα προσανατολισμένης Παιδείας, χωρίς να ενδιαφέρεται για τον εσωτερικό κόσμο του κάθε νέου και ενθαρρύνει μία «Παιδεία» ανερμάτιστη και ξεκομμένη εν πολλοίς από τις πολιτισμικές μας αξίες και τη δοκιμασμένη παράδοσή μας.
Σε κάθε όμως περίπτωση είναι τραγικό και αντιδημοκρατικό, τη στιγμή που και ο τελευταίος πολίτης έχει λόγο για την ποιότητα της Παιδείας στον τόπο μας, η κα Μ. Ρεπούση να μιλά για «ορθόδοξη προπαγάνδα στα σχολεία» και να διερωτάται γιατί η Πολιτεία επιτρέπει στην Εκκλησία «να παρεμβαίνει στην Εκπαίδευση». Ποιος όμως στις μέρες μας απαγορεύει την έκθεση απόψεων για οποιοδήποτε θέμα και πολύ περισσότερο για την Εκπαίδευση των παιδιών μας; Πότε επίσης η Εκκλησία, κατ’ εξοχήν θεσμός Πολιτισμού και Παιδείας, ανέβαλε, εμπόδισε ή επέβαλε μία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, τη στιγμή που την ευθύνη αυτή την έχει η Πολιτεία; Γιατί, αλήθεια, θέλουμε την Εκκλησία να μην έχει φωνή στην επιχειρούμενη απίσχανση του Γένους, τον ευτελισμό του ανθρώπου, τη γενικευμένη εμπορευματοποίηση προσώπων και πραγμάτων, την υποδούλωση των λαών; Και αυτό τη στιγμή που, όπως προαναφέρθηκε, οι καλά, αντικειμενικά και απροκατάληπτα ενημερωμένοι ιστορικοί ομολογούν ότι η Εκκλησία σε δύσκολες περιόδους της ιστορίας με θυσίες, μαρτύριο και αίμα, κράτησε το Γένος μας όρθιο, τη γλώσσα μας ζωντανή και την αξιοπρέπειά μας ακέραιη;
γ) Αποκορύφωμα της απαξιωτικής προς την Εκκλησία στάσης της κας Μ. Ρεπούση είναι η κατακλείδα του κειμένου της, όπου διερωτάται: (η Εκκλησία) «δεν μας απάντησε επίσης γιατί δεν συμμετέχει κι εκείνη, όπως όλοι, στην βελτίωση των δημοσίων οικονομικών της χώρας. Πού είναι, αλήθεια το κρασί και το λάδι της;». Δεν μπορεί όμως να μη γνωρίζει η κα Μ. Ρεπούση ως ιστορικός ότι τα πιο πολλά Νοσοκομεία και άλλα ιδρύματα στην Αθήνα είναι κτισμένα σε κτήματα της Εκκλησίας. Ότι επίσης υπάρχουν συμβάσεις μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, σύμφωνα με τις οποίες η πρώτη οφείλει να πληρώνει τους μισθούς των ιερέων λόγω ακριβώς των ως άνω παραχωρήσεων της δεύτερης.
Τα περί «μεγάλου ιδιοκτήτη» και «φοροασυλίας» της Εκκλησίας είναι καρπός ανεύθυνης προπαγάνδας. Είναι ένας μύθος που κάθε τόσο αναπαράγεται για λόγους εντυπωσιασμού και σκοπιμότητας. Η αλήθεια είναι ότι η Εκκλησία και τους φόρους της πληρώνει, και η όποια περιουσία της που δικαιούται να έχει χάριν του λαού, εν πολλοίς λεηλατήθηκε, καταπατήθηκε ή παραμένει δεσμευμένη ή και αναξιοποίητη συχνά, λόγω μικρής αξίας. Οφείλει επίσης η κα Μ. Ρεπούση να γνωρίζει ότι στις μέρες μας, και το ξέρει καλά αυτό η Πολιτεία, η Εκκλησία τόσο στην Αθήνα, όσο και στην περιφέρεια συντηρεί καθημερινά χιλιάδες ανθρώπων, ανεξάρτητα από θρησκεία και πολιτικά πιστεύω, με φαγητό και άλλες εισφορές.
Αυτά ασφαλώς και πολλά άλλα, κυρίως δε η συμβολή στην κοινωνική συνοχή και την ψυχική ηρεμία του λαού μας, είναι «το κρασί και το λάδι» της Εκκλησίας. Αυτό το λάδι και το κρασί τα αντλεί από τη ζωή του σαρκωθέντος, σταυρωθέντος και αναστάντος Χριστού, από τον προφητικό λόγο του Ευαγγελίου και την αγιοπνευματική εμπειρία των Πατέρων της.
Όποιος μελετά το Ευαγγέλιο γνωρίζει ότι ο Χριστός όταν έλεγε τις παραβολές είχε υπόψιν του την κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα της εποχής του. Στην Κυριακή δε προσευχή, το «Πάτερ ημών», μεταξύ των άλλων κάνει λόγο και για τον «άρτον τον επιούσιον». Αυτό δείχνει τη σοβαρότητα με την οποία η Εκκλησία αντιμετωπίζει ό, τι αφορά την πνευματική και την υλική διάσταση της ζωής των ανθρώπων, χωρίς μανιχαϊκές αντιλήψεις και κοντόθωρες προσεγγίσεις. Γι’ αυτό άλλωστε έχει το δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση να μιλά, υπερασπιζόμενη με τον αξιακό της λόγο την αξιοπρέπεια και την ελευθερία των ανθρώπων.
Ο καθένας βεβαίως μπορεί να ασκήσει κριτική στην Εκκλησία.
Εκείνο που δεν είναι δυνατόν να γίνει, εφόσον έχουμε Δημοκρατία, είναι η φίμωση της Εκκλησίας. Γιατί ακριβώς είναι θεσμός ζωντανός, λαϊκός και ιστορικός. Είναι θεσμός που υπηρετεί τον άνθρωπο και την κοινωνία.
Με τιμή
Ιωάννης Β. Κογκούλης
Καθηγητής
Προκομήτορας της Θεολογικής Σχολής
του Αριστοτελείου Παν/μίου Θεσσαλονίκης