Η Εθνική μας ταυτότητα χθές καί σήμερα
«Ἀνήκω σέ μιά χώρα μικρή. Ἕνα πέτρινο ἀκρωτήρι στή Μεσόγειο, πού δέν ἔχει ἄλλο ἀγαθό παρά τόν ἀγώνα τοῦ λαοῦ του, τή θάλασσα καί τό φῶς τοῦ ἥλιου. Εἶναι μικρός ὁ τόπος μας, ἀλλά ἡ παράδοσή του εἶναι τεράστια καί τό πράγμα πού τή χαρακτηρίζει εἶναι ὅτι μᾶς παραδόθηκε χωρίς διακοπή», κατέθεσε μισόν αἰώνα πρίν, στή Στοκχόλμη ὁ Γιῶργος Σεφέρης.
Τόπος μικρός, λαός πού ἀγωνίζεται, παράδοση τεράστια, χωρίς διακοπή...
- Ποιά ὅμως εἶναι ἡ ἐθνική αὐτοσυνείδηση τοῦ λαοῦ μας κατά τή μεταβαλλόμενη ἀλλά ἀδιάκοπη καί ἀδιάσπαστη ἱστορική μας συνέχεια;
- Καί ποιές εἶναι οἱ μυστικές δυνάμεις τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς, πού γεννοῦν τίς παραδόσεις μας καί οἱ ὁποῖες μέ τήν κατάλληλη παίδευση παράγουν πολιτισμό;
- Ποιά εἶναι ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, τό καταστάλαγμα τῆς συνεισφορᾶς μας στόν κόσμο;
Ὡς ἔθνος ὁρίζεται γενικά τό σύνολο τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι γίνονται ἀντιληπτοί καί ἀπό τούς ἴδιους καί ἀπό τούς ἄλλους ὡς ὁμοιογενές καί διαφορετικό ἀπό ἄλλα ἀνάλογα σύνολο ἀνθρώπων, καθώς συνδέονται μεταξύ τους κατά μέν τή Γερμανική Σχολή μέ κοινούς δεσμούς ἀντικειμενικῶς πιστοποιήσιμους, -κοινή καταγωγή καί ἱστορικό παρελθόν, κοινή γλώσσα καί κοινά στοιχεῖα πολιτισμοῦ- κατά δέ τή Γαλλική Σχολή ἁπλῶς μέ τήν κοινή συνείδηση τῶν μελῶν καί τήν ἐπιθυμία νά ζήσουν μαζί, ὅπως κι ἄν αὐτοπροσδιορίζονται.[1] Στή μετανεωτερικότητα ἡ ἀντικειμενικότητα ὑπονομεύεται ἀκόμη περισσότερο. Τό ἔθνος θεωρεῖται μιά ἀφηρημένη ὀντότητα, τῆς ὁποίας ἡ βούληση ἑρμηνεύεται ἀπό τό ἑκάστοτε πολιτικό προσωπικό πού διαχειρίζεται τό μηχανισμό τοῦ κράτους.[2]
Οἱ ἑρμηνεῖες αὐτές ὑπολείπονται κατά πολύ ἀπό τήν ἑλληνική ἀντίληψη, καθώς σέ ἀντίθεση μέ τούς Ἕλληνες ἀφενός μέν οἱ περισσότεροι λαοί ἀπέκτησαν συνείδηση τῆς ἐθνικῆς τους ταυτότητας μόλις κατά τούς τελεταίους δύο μέ τρεῖς αἰῶνες, ἀφετέρου δέ σέ πολλές περιπτώσεις προηγήθηκε ἡ συγκρότηση τοῦ κράτους καί ἀκολούθησε ἡ ἀνάπτυξη τῆς ἀντίστοιχης ἐθνικῆς συνείδησης.[3]
Τήν ἱστορική συνείδηση τῶν Ἑλλήνων καθόρισαν ἀποφασιστικά τά σημαντικά μνημεῖα τῶν κατεστραμμένων μυκηναϊκῶν κέντρων, ὅπως τά ἐρείπια τῶν ἀκροπόλεων στήν Τίρυνθα καί στίς Μυκῆνες ἤ ὁ τάφος τοῦ Ἀχιλλέα στόν Ἑλλήσποντο, καθώς τούς βασάνιζε τό ἐρώτημα γιατί οἱ θεοί τιμώρησαν τόσο αὐστηρά τόν ἡρωικό κόσμο. Κι οἱ ἴδιοι, συλλογικά ἀντιμέτωποι μέ τή θεία δίκη ὡς ἀπόγονοι τῶν παλαιῶν Ἑλλήνων, ἔπρεπε μετά ἀπό μιά λαμπρή ἐποχή νά ζήσουν μιά σκοτεινή περίοδο τιμωρίας.[4]
Ἀργότερα ὁ Ἡρόδοτος, ἀφηγούμενος τίς ἐπαφές τῶν ἑλληνικῶν πόλεων, πρό τῆς μάχης τῶν Πλαταιῶν, διατυπώνει τά κριτήρια τῆς ἑλληνικῆς ὁμοεθνίας: ὅμαιμον, ὁμόγλωσσον, κοινά ἱδρύματα θεῶν καί θυσίες, ἤθη ὁμότροπα.[5] Ἐνώπιον τοῦ κοινοῦ ἐκ Περσῶν κινδύνου, οἱ Ἕλληνες ἐκφράζουν τό πρῶτο ὑπερεγωτικό ἐμεῖς. Κι ὡστόσο, στούς Πέρσες τοῦ Αἰσχύλου δέν ὑπάρχει οὔτε μία λέξη μίσους ἤ περιφρόνησης γιά τούς πολεμίους.[6]
Μέ τή σταδιακή διαμόρφωση συμμετοχικῶν πολιτευμάτων στίς πόλεις-κράτη ἐπαναπροσδιορίζεται ἡ συνείδηση τοῦ συνανήκειν. Σέ πρῶτο ἐπίπεδο περιορίζεται κατά κανόνα στό σύνολο τῶν πολιτῶν τῆς πόλης-κράτους, ἀποτελούμενης συνήθως ἀπό περισσότερους δήμους, κῶμες, χωριά. Σ’ ἕνα δεύτερο ἐπίπεδο ἐπεκτείνεται στό σύνολο ὅλων τῶν ἄλλων ἑλληνικῶν κρατῶν. Αὐτό τό δεύτερο διαφαίνεται ἰδιαίτερα στή λειτουργία τῶν πανελληνίων ἱερῶν καί στή διαξαγωγή τῶν πανελληνίων ἀγώνων.
Μετά τόν Πελοποννησιακό πόλεμο καί ἐνῶ ὁ ἑλληνικός κόσμος διέρχεται βαθύτατη κρίση, ὑποφώσκει μιά χλομή ἐλπίδα, ἡ Πανελλήνια Ἰδέα. Στόν Πανηγυρικό του ὁ Ἰσοκράτης δέν γίνεται μόνο ὁ κύριος ἐκφραστής τῆς Πανελλήνιας Ἰδέας, ἀλλά ἐπεκτείνει ἀκόμη περισσότερο τό «σύστημα τῆς πατρίδος»: Κατόρθωσε ἡ Ἀθήνα, γράφει, τό ὄνομα Ἕλληνες νά μή συμβολίζει πιά τό γένος, ἀλλά τήν καλλιέργεια τοῦ πνεύματος, καί Ἕλληνες νά ὀνομάζονται πιό πολύ ὅσοι μετέχουν στή δική μας παίδευση, παρά ὅσοι ἔχουν τήν ἴδια μέ μᾶς καταγωγή· «Ἕλληνας καλεῖσθαι μᾶλλον τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ἢ τοὺς τῆς φύσεως μετέχοντας».[7]
Καί πράγματι, λίγα χρόνια ἀργότερα ὁ Φίλιππος συνενώνει τούς Συνέλληνες καί ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος, ἔχοντας ἐξασφαλίσει τή συναίνεση τῶν ἑλληνικῶν πόλεων πλήν Λακεδαιμονίων[8], καταλύει τό περσικό βασίλειο καί προχωρεῖ πρός τήν ἐσχατιά τῆς γῆς, θέτοντας τήν ἑλληνική σφραγίδα σέ ὑποδομές, μνημεῖα, θεσμούς καί γλώσσα, ἐπιχειρώντας τή συμφιλίωση Ἑλλήνων καί βαρβάρων καί δημιουργώντας ἕνα ἑλληνογενές περιβάλλον σέ μιά πολυφυλετική ἀπέραντη ἔκταση. Τόσο μέ τήν ὀργάνωση τῆς ζωῆς στήν πόλη-κράτος, ὅσο καί μέ τήν αὐτοκρατορία τοῦ Μεγαλέξανδρου, ὁ Ἑλληνισμός δέν ἀντιπροσωπεύει πλέον μόνο ἕναν τόπο· ἀντιπροσωπεύει κυρίως ἕναν τρόπο βίου.
Μέ τή ρωμαϊκή κατάκτηση ὁ ἀνέστιος καί παρηκμασμένος Ἑλληνισμός ἐξελληνίζει τόν κατακτητή του. Καί μολονότι ἔδωσε στόν ἑαυτό του τό ἐθνικό ὄνομα Ρωμιός, δέν ταυτίστηκε ἐθνικά μέ τούς Ρωμαίους παρά μόνο πολιτικά, γιατί διέθετε καί ἐθνική ἑνότητα σφυρηλατημένη πάνω στήν ἑλληνική γλώσσα καί στόν ἑλληνικό πολιτισμό, ἀλλά καί συνείδηση τῆς ταυτότητάς του αὐτῆς.[9]
Στούς κατοπινούς αἰῶνες ἡ ἑλληνική γλώσσα ἔγινε τό ὄχημα τοῦ Χριστιανισμοῦ -ἀκόμη καί πρός Ρωμαίους ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει ἑλληνιστί- ἀλλά καί ὁ Ἑλληνισμός ἐπέλεξε ἐλεύθερα καί συνειδητά τό χριστιανικό βάπτισμα. Ὁ ἐκχριστιανισμός δέν ἀναίρεσε τήν ἑλληνικότητά του· ἦταν μιά μεταμόρφωση, στήν ὁποία τά βασικά ἐρωτήματα καί ἐνδιαφέροντα τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος ἱκανοποιήθηκαν μέ ἀπαντήσεις πού δέν ἦταν πιά ἑλληνικές.[10] Ἡ ἑλληνοφωνία, τά ἑλληνικά γράμματα καί ὁ χριστιανισμός ἀνέδειξαν τήν Ἀνατολική Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία ἕνα ἑλληνικό χριστιανικό κράτος καί ὁ Ρωμιός-Ἕλλην βρῆκε τήν ἐθνική του ταυτότητα στό Χριστιανός, ἐνῶ τό ὄνομα Ἕλλην ἀπέμεινε νά δηλώνει τό εἰδωλολατρικό παρελθόν: «ἡ μάνα του ἦταν Χριστιανή κι ὁ κύρης του ἦταν Ἕλλην»[11], ἀκοῦμε στό δημοτικό.
Μετά τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί σ’ ὅλους τούς αἰῶνες τῆς δουλείας ἡ ἑλληνική Ὀρθοδοξία δέν ἦταν μόνο ἡ κιβωτός τοῦ Γένους, ἀλλά ταυτόχρονα καί τό ἴδιο τό Γένος[12]. Αὐτό τό ἀντιλήφθηκαν πολύ καλά οἱ Τοῦρκοι μέ τό ἀλάθητο ἔνστικτο τοῦ πολεμίου κι ὅταν ἤθελαν νά ἐκτουρκίσουν ἕναν Ἕλληνα, δέν τοῦ ζητοῦσαν ν’ ἀλλάξει τήν πατρίδα του, ἀλλά ν’ ἀρνηθεῖ τήν πίστη του.[13] Καί θά ’ταν εὔκολο νά γλυτώσουν οἱ ὑπόδουλοι τό φοβερό παιδομάζωμα, ἐξευτελισμούς καί βασανιστήρια φρικτά, ἀλλά προέκριναν τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου, παρά νά ἀτιμάσουν τό γλυκύ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ρωμιοσύνης.
Ὡς Χριστιανοί καί Ἕλληνες, ὅπως φαίνεται στά κείμενα τῆς ἐποχῆς, ξεσηκώθηκε τό Γένος τό 1821. Ὁ Γιάννης Μακρυγιάννης ἀπαντᾶ στόν Ντεριγνύ πρίν ἀπό τή μάχη τῶν Μύλων: «Εἶναι ἀδύνατες οἱ θέσες κι ἐμεῖς, ὅμως εἶναι δυνατός ὁ Θεός ὁποῦ μᾶς προστατεύει».[14] Ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ὑπογραμμίζει: «Ἡ ἐπανάστασις ἡ ἐδική μας δέν ὁμοιάζει μέ καμμιάν ἀπ’ ὅσαις γίνονται τήν σήμερον εἰς τήν Εὐρώπην... Ὁ ἐδικός μας πόλεμος ἦτον ὁ πλέον δίκαιος, ἦτον ἔθνος μέ ἄλλο ἔθνος».[15] Κι ὁ πρῶτος Κυβερνήτης, ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας, γράφει σέ μιά ἐπιστολή του: «Τό ἑλληνικόν ἔθνος σύγκειται ἐκ τῶν ἀνθρώπων οἵτινες ἀπό ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως δέν ἔπαυσαν ὁμολογοῦντες τήν ὀρθόδοξον πίστιν».[16]
Τό ὄνομα Ἕλληνες ὡς ἐθνικό προσδιοριστικό τοῦ ἀγωνιζόμενου Γένους προβάλλεται ἀπό τήν πρώτη ὥρα τοῦ Ξεσηκωμοῦ ἀπ’ ὅλους τούς ἀγωνιστές.[17] Ἡ κατ’ ἀντιπαράθεση ὅμως μέ τά Ρωμιός, Γραικός πρόταξή του ἀποτυπώνει τήν ὄχι ἀπολύτως ἐπιτυχή προσπάθεια νά ἐπαναπροσδιοριστεῖ ἡ ἐθνική μας ταυτότητα μέ τρόπο ἀποδεκτό ἀπό τά δυτικοευρωπαϊκά κράτη, τά ὁποῖα ἔπρεπε νά πεισθοῦν ὅτι ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση ἦταν νόμιμος ξεσηκωμός καί ὄχι μιά ἀκόμη κοινωνική ἀνατροπή. Καί ἴσως ἐξαιτίας τῆς προσπάθειας νά συνάδει ἡ φυσιογνωμία τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέ τά δυτικοευρωπαϊκά ἔθνη, νά ἔχουμε ἐν πολλοῖς μετατοπιστεῖ σήμερα ἀπό τήν πνευματική μας βάση καί νά ἐξαρτώμαστε ἀπό ξένα πνευματικά -μάλλον ἀντιπνευματικά- πρότυπα.
Ἀληθινός ἴλιγγος ἱστορικῆς συνέχειας μέ πρωταγωνιστή ἕνα μικρό λαό μέ ὅραμα μεγάλο. Κι ἴσως γιατί «ἡ τύχη μᾶς ἔχει τούς Ἕλληνες πάντοτε ὀλίγους»[18], καί πάντοτε ζήσαμε μέσα στόν κίνδυνο[19], ἴσως καί γιατί τό «πέτρινο ἀκρωτήρι» μᾶς προίκισε μέ τήν πενία ἀλλά καί μέ τήν ἀπεραντοσύνη τῆς θάλασσας, γιά ὅλα τοῦτα ἴσως ἡ ψυχή μας[20] πλάστηκε μέ δυνατές ἀντιθέσεις.
Γιά νά ὑπερνικήσει τά ἐμπόδια καί ν’ ἀντιμετωπίσει τόν κίνδυνο, ἐπιστράτευσε τήν εὐελιξία, τή φαντασία καί τήν εὑρηματικότητα. Μέ τή δύναμη τοῦ πνεύματος ὁ πολύτροπος Ὀδυσσέας νίκησε τήν ἄλογη βία τοῦ Πολύφημου κι ὁ Κολοκοτρώνης τόν Δράμαλη στά Δερβενάκια. Μά ὅταν ἡ εὑρηματικότητα ὑποκινεῖται ἀπό τόν ἀτομισμό, θριαμβεύει στίς σχολικές ἀντιγραφές, στά φορομαγειρεύματα καί στό εὔκολο κέρδος.
Ἡ ὑπέρβαση τῶν ἐξωτερικῶν ἐμποδίων προσδίδει στήν ἑλληνική ψυχή μιά τάση ἀνεξαρτησίας, πού μᾶς καθιστᾶ δυσπειθάρχητους καί κάποτε αὐθάδεις, ἀπ’ τόν προκλητικό Θερσίτη, πού μιλᾶ ἀπρεπῶς στή σύναξη τῶν ἀρχηγῶν στήν Ἰλιάδα[21], ὥς τήν ὁδήγηση μέ κόκκινο. Εὐκολότερα θά μποροῦσε, ἔλεγε ὁ Κολοκοτρώνης, νά διοικήσει ὁ ἴδιος 40.000 Ἄγγλους, παρά 500 Ἕλληνες γιά μία μόνον ὥρα ὁ Οὐέλλιγκτον, ὁ νικητής στό Βατερλώ.[22] Ἡ ἴδια ὅμως αὐτή ἐσωτερική παρόρμηση ἔκανε τούς Ἕλληνες νά γράψουν ἄφθαστες σελίδες ἡρωισμοῦ, ὅταν κινδύνευε ἡ πατρίδα, ξεσηκώνοντας ἀκόμη καί τίς γυναῖκες καί τά παιδιά, καί διαμόρφωσε μιά καινούργια ποιότητα, τήν παλληκαρίσια ψυχή, συνταιριάζοντας τή λεβεντιά καί τήν αὐτοθυσία μέ τήν ἀνθρωπιά καί τό ταπεινό φρόνημα. Ὅρμησε ὁ Κανάρης στό θάνατο γιά ν’ ἀνατινάξει τήν τουρκική ναυαρχίδα στή Χίο κι εὐχαριστοῦσε μέ γυμνά πόδια στή λιτανεία τόν Ἁη-Νικόλα στά Ψαρά. Ἀπωθοῦσαν οἱ λίγοι Ἕλληνες τούς Κενταύρους τοῦ Μουσολίνι καί λίγο πιό πίσω περιποιοῦνταν σάν ἀδέρφια τούς αἰχμαλώτους Ἰταλούς τραυματίες.
Πονετική ἡ ψυχή μας στήν ἀνάγκη τοῦ διπλανοῦ. Οἱ μάνες τῆς Κατοχῆς, ἔκοβαν ἀπ’ τή δική τους μπουκιά, γιά τό παιδί τοῦ γείτονα. Κι ἄρχισαν σήμερα ξανά τά ἐνοριακά συσσίτια μέ τά πρῶτα σύννεφα.
Μιά ὑψηλῆς ποιότητας ἀνθρωπιά, ἀρχοντιά κι εὐγένεια ψυχῆς, τό ἑλληνικό φιλότιμο. Αὐτή ἡ ἐντονότατη συναίσθηση τῆς ἀξιοπρέπειας, πού πότε μᾶς κάνει δημιουργικούς καί πρόθυμους νά τηρήσουμε τό καθῆκον μας καί πότε πάλι, σάν τότε στόν ἀδικημένο ἀπ’ τόν Ἀγαμέμνονα Ἀχιλλέα, τό πληγωμένο φιλότιμο γίνεται πόνος ὀξύτατος καί ἀφορμή γιά ὁμηρικούς καβγάδες... Μέ τήν ἔννοια τῆς φιλοτιμίας, τῆς ἀγάπης γιά τήν τιμή καί τή δόξα, τό πρωτεῖο, τό ξαναβρίσκουμε πίσω ἀπό τόν φθόνο καί τίς ἀντιζηλίες τῶν ὁμοτέχνων, ἀπό τήν ἐμπάθεια καί τόν κατατρεγμό τῶν ἱκανῶν. Κι ἔτσι ὁ δίκαιος Ἀριστείδης πῆρε τόν δρόμο τῆς ἐξορίας μηδέν ἀδικήσας, ὁ ἅγιος Νεκτάριος συκοφαντήθηκε, ἐνῶ πλῆθος Ἑλλήνων ἐπιστημόνων εὐδοκιμοῦν μόνο στήν ἀλλοδαπή.
Ἄν μάλιστα μελετήσει κανείς στήν ἱστορία μας τίς πολιτικές ἔριδες καί μηχανορραφίες, τή διχόνοια καί τόν διχασμό, θ’ ἀπορεῖ πῶς παρά ταῦτα ξαναμονοιάζουμε. Ἡ ψυχή μας ἀπαιτεῖ τή δικαιοσύνη καί ὑπερασπίζεται τούς ἀδικουμένους, ἀλλά καί -ἐπιεικής ἀπέναντι στόν ἔνοχο- κατανοεῖ τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία· ὁ κύκλος τοῦ αἵματος τοῦ τελευταίου ἀδελφοκτόνου πολέμου ἔκλεισε γρήγορα, ἀφήνοντας πίσω του διηγήσεις ἄφθαστου ψυχικοῦ μεγαλείου.
Ψυχική ἀρχοντιά ἀποπνέει καί ἡ ἑλληνική φιλοξενία στό φτωχικό ἤ πλούσιο σπιτικό, ἔστω καί περιορισμένη κατ’ ἀνάγκην ἀπό τήν ἀπανθρωπία τῶν σημερινῶν πόλεων. Φιλοξενία πού ἀποβλέπει στή φιλία κι ὄχι σέ ἀνταπόδοση, ἐξυπηρετικότητα δίχως δουλικότητα, εὐπροσηγορία δίχως κολακεία.
Ἰδιαιτέρως συναρπάζει τήν ἑλληνική ψυχή ἡ ἐπιθυμία τοῦ εἰδέναι, ἡ ἐπιθυμία διαρκῶς νά γνωρίζει, νά κατακτᾶ, νά παραδίδει τή γνώση «κτῆμα ἐς ἀεί»[23] καί νά προχωρεῖ. Μιά ἀκόρεστη περιέργεια ψυχῆς, πού συνδέθηκε πολύ νωρίς μέ τήν ἀνέλιξη τοῦ βίου καί ἔριξε τούς Ἕλληνες ποντοπόρους μακριά ἀπ’ τόν τόπο τους, μά πάντοτε ἀθεράπευτους νοσταλγούς τῆς γλυκιᾶς πατρίδας καί τῆς οἰκογενειακῆς θαλπωρῆς. Τούς παρακίνησε νά ἀφομοιώσουν ἐπιλεκτικά ὅ,τι βρῆκαν ὡραῖο καί ὑψηλό σέ ἄλλους πολιτισμούς καί νά τό μετουσιώσουν σέ δική τους δημιουργία. Μά ὅταν οἱ δικές μας ἀξίες παύουν νά λειτουργοῦν στήν ψυχή μας, γινόμαστε μιμητικοί τοῦ ξένου ἕως ἀλλοτριώσεως. Ἡ ἴδια ἀκόρεστη δίψα τῆς γνώσεως ἀνέδειξε τήν παιδεία ὕψιστο ἀγαθό, κατέστησε τήν ἀντιγραφή τῶν ἀρχαιοελληνικῶν χειρογράφων σταθερό διακόνημα στά βυζαντινά μοναστήρια, ὤθησε τίς ἑλληνικές κοινότητες τῆς τουρκοκρατούμενης ἀκόμη Μακεδονίας νά συναγωνίζονται γιά τήν ἀπόκτηση ἑνός λαμπροῦ διδακτηρίου[24] καί σπρώχνει καί τόν πλέον φτωχό Ἕλληνα ἀπό τήν ἀρχαιότητα ὥς σήμερα νά μισθώνει δασκάλους γιά τά παιδιά του. Κι ὅταν πιά σήμερα ἡ παιδεία ἀλλοτριώθηκε, νέα «κρυφά σχολειά» ἀνέλαβαν τή διδασκαλία τῆς γλώσσας.
Ἡ ψυχή μας τείνει πρός τό ἀπόλυτο. Ἀναζητοῦμε τήν ἀλήθεια καί τό ἰδανικό μέ πόθο καί πάθος. Θρησκεύουμε ἀπ’ τό βαθύτερο εἶναι μας κι εἴμαστε ἕτοιμοι νά ὑπερασπιστοῦμε τήν πίστη μας, ἀκόμη κι ὅταν ξεχνοῦμε τήν πόρτα τῆς ἐκκλησιᾶς. Βιώνουμε τά γεγονότα τῆς ζωῆς μας μέ πλοῦτο συναισθημάτων κι ὑποσχόμαστε περισσότερα ἀπ’ ὅσα μποροῦμε νά πραγματοποιήσουμε. Προγραμματίζουμε κατά τίς ἐπιθυμίες κι ὄχι κατά τίς δυνατότητες, ἀλλά δέν παραιτούμαστε ἀπό καμμιά ἀπραγματοποίητη ἐπιθυμία. Διοχετεύουμε τόν καημό καί τό πάθος μας στό ὡραῖο καί στήν ἁπλή καθημερινή δημιουργία. Ζοῦμε ὡς λαός τό ἐπιδιωκόμενο σάν πραγματικότητα. Κι ἀναζητοῦμε στό μέτρο τή σωστή ἔνταση, ἐκείνη πού δίνει τή γνήσια καί καθαρή νότα.[25]
Γιά νά κυβερνήσουν τήν «ἀντιφατική καί δίβουλη λειτουργία τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς»[26], οἱ παλαιοί Ἕλληνες χρησιμοποιώντας τόν μύθο καί τόν λόγο συγκρότησαν ἕνα σύστημα ἀξιῶν, πού σχεδιάζουν τόν κοινωνικό καί πολιτικό βίο, ἀνακλῶνται σέ κάθε πνευματικό καί ὑλικό δημιούργημα, ἀποτυπώνονται στήν ἐνιαία γλώσσα καί ὁλοκληρώνονται στήν ἱστορική τους συνάντηση μέ τόν Χριστιανισμό.
Μέ τόν μύθο, πλάσμα τολμηρό τοῦ συναισθήματος καί τῆς φαντασίας, ὁ λαός παιδαγωγεῖ. Στή σφαίρα τοῦ μύθου ἀποθησαυρίστηκαν κανόνες τοῦ ἠθικοῦ βίου, ὅπως στόν Ἡρακλῆ πού ἐπιλέγει τό δρόμο τῆς Ἀρετῆς[27], ἀλλά ἐπίσης στό μύθο ἐξοστρακίστηκε καί τό κακό, γιά νά λειτουργήσει ὡς παράδειγμα πρός ἀποφυγή σάν τόν Προκρούστη... Μέ τόν λόγο, τή δύναμη δηλαδή τῆς ψυχῆς νά συλλαμβάνει, νά κατανοεῖ καί νά ζεῖ τήν πραγματικότητα, ἑρμηνεύθηκε ὁ κόσμος.
Ἱκανοί νά κατανοοῦν τόν κόσμο, οἱ Ἕλληνες ἔνιωσαν ἐλεύθεροι νά τόν ἐξερευνήσουν και ἐφετικοί νά τόν μιμηθοῦν.[28] Ἔτσι κόσμος στήν ἑλληνική γλώσσα δέν εἶναι μόνο τό σύμπαν, τό σύνολο τῶν ὄντων, ἀλλά καί ἡ ἀνθρώπινη κοινωνία πού μιμεῖται τήν ἀλήθεια τοῦ σύμπαντος καί στήν ὁποία κυριαρχεῖ, ὅπως καί στό σύμπαν, ἡ τάξη καί ἡ ἁρμονία. Τήν τάξη καί τήν ἁρμονία τήν διασφαλίζει ἀπό κάθε μορφή βίας καί διάλυσης ὁ νόμος, ἀφοῦ μέ τήν εὐνομία ἡ βία ἐξοστρακίζεται καί ἡ ἐλευθερία εἶναι ἐφικτή. Γι’ αὐτό οἱ Ἕλληνες δέν διαχώριζαν ποτέ τήν ἐλευθερία ἀπό τόν νόμο. Ἡ οὐσία τῆς ἐλευθερίας ἔγκειται στήν ὑπερνίκηση τῆς αὐθαιρεσίας· κι ἔτσι τό «κατ’ ἀλήθειαν ζῆν», τό νά μιμεῖται δηλαδή ἡ κοινωνία τήν τάξη καί τήν ἁρμονία τοῦ σύμπαντος, τήν ὁδηγεῖ στό ἐλευθέρως ζῆν.[29]
Ἡ ἐλευθερία, σταθερό χαρακτηριστικό τοῦ ἑλληνικοῦ βίου, ἀξιολογεῖται ὡς ἀπόλυτο καί μή ἀνταλλάξιμο περιεχόμενο ζωῆς.[30] Ὁ Δημάρατος θά πεῖ στόν Ξέρξη πρό τῆς μάχης τῶν Θερμοπυλῶν πώς οἱ ὀλιγάριθμοι Ἕλληνες δέν θά διστάσουν ν’ ἀντιμετωπίσουν τήν περσική στρατιά, γιατί ὑπακούουν ἐλεύθερα στούς νόμους τῆς πατρίδας.[31] Κι ὁ Κωνσταντίνος Παλαιολόγος θ’ ἀπαντήσει στόν Μωάμεθ, πού ζητοῦσε ἐπί ἀνταλλάγματι τήν παράδοση τῆς Πόλης: «πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν»[32]. «Ἀπ’ τά κόκκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τά ἱερά» ἡ Ἐλευθερία...
Ἡ ζωή γιά τόν ἑλληνικό κόσμο εἶναι ἀγώνας. Ὁ ἄνθρωπος ἐπιθυμεῖ σφοδρά ἕναν πλήρη βιώσεων χρόνο. Ἡ μονομέρεια ἀπορρίπτεται. Τό ἰδανικό εἶναι ἡ τελείωση, ἡ πληρότητα, ἡ καθολικότητα καί ἡ αἰωνιότητα.[33] «Αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων»[34], συμβουλεύει ὁ Πηλέας τόν γιό του Ἀχιλλέα καί ὁ Ἱππόλοχος τόν Γλαῦκο, πρίν ξεκινήσουν γιά τήν Τροία. «Ἔργον δ’ οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δὲ τ’ ὄνειδος»[35], ἀκοῦμε τόν Ἡσίοδο. «Ἄμμες δὲ γ’ ἐσσόμεθα πολλῷ κάρρονες»[36], συμπλήρωναν τά Σπαρτιατόπουλα. Ὅμως ἡ ἀριστεία ἐξασφαλίζει μόνιμη τιμή καί ὑστεροφημία μόνο ἄν ὁ ἀγωνιζόμενος τάσσεται ἀλληλέγγυος πρός τό κοινωνικό σύνολο. Τό ἔργον ὁδηγεῖ στήν εὐτυχία ὅταν συνοδεύεται ἀπό κατάθεση ψυχῆς καί τό περικρατεῖ ἡ σωφροσύνη. Ἐνῶ ἡ περηφάνια γιά τήν καταγωγή καί ἡ φιλοτιμία νά ξεπεράσει ἡ κάθε νέα γενιά τούς προγόνους εἶναι ἀγαθό ὅταν ἡ ὠφέλεια δέν ἐγκλωβίζεται στήν ἰδιοτέλεια.[37] Κι ἔτσι τό ἀγωνίζεσθαι γίνεται εὖ ἀγωνίζεσθαι καί δέν ἀγγίζει τήν ὑπεροψία καί τήν ὕβρη· δέν ξεπερνᾶ ὁ ἀγωνιζόμενος τά ἐπιτρεπόμενα στόν ἄνθρωπο ὅρια. «Θνητά φρόνει»[38], ὑπενθύμιζαν οἱ ἀρχαῖοι σοφοί· «γνῶθι σαυτόν»[39], παραινεῖ τό δελφικό ρητό.[40] Καί μόνο τότε μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά γνωρίσει τά ἀνθρώπινα ὅριά του, ὅταν καλλιεργοῦνται καί συνδυάζονται μετρημένα καί ἁρμονικά ὅλες οἱ ψυχικές του δυνάμεις. Ἡ κοινή αὐτῶν συνισταμένη, ἡ μῆτις[41], θά τόν ὁδηγοῦσε, ὅπως ἔτειναν νά πιστεύουν οἱ πρόγονοί μας, στήν αὐτογνωσία.
Τό εὔκρατο κλίμα γιά τήν καλλιέργεια τοῦ ἰδεολογικοῦ αὐτοῦ οἰκοδομήματος τοῦ Ἑλληνισμοῦ παρεῖχε ἡ πόλις. Ἡ πόλις δέν ἦταν τόσο μιά ἑνότητα ἀστικοῦ καί ἀγροτικοῦ χώρου, ὅσο οἱ ἴδιοι οἱ πολίτες. Ἡ κοινότητα τῶν ἐλεύθερων πολιτῶν νομοθετεῖ, δικάζει καί κυβερνᾶ.[42] Ἡ πολιτική ἐλευθερία στηρίζεται στόν διάλογο καί ὁ πολιτικός ἀντίπαλος δέν θεωρεῖται ἐχθρός.[43] Ὁ σεβασμός τῶν νόμων συνοδεύεται ἀπό τήν αὐτοκυριαρχία καί τήν ἀνθρωπιά: τόν σεβασμό πρός τούς ἱκέτες, τούς πολεμιστές πού παραδίδονται, τούς κήρυκες, τό ἄσυλο τῶν ἱερῶν, τό δικαίωμα τῆς ταφῆς.[44] Μέσα στό σύστημα τῆς πόλεως ὁ πολίτης διαμορφώνεται διά τῆς παιδεύσεως καί διά τῆς συμμετοχῆς του στά κοινά ὡς Ἕλλην ἄνθρωπος.
Ἀφενός ὅμως ἡ παρακμή τῶν ἑλληνικῶν πόλεων μέ τήν παρεπόμενη παραμέληση τῆς παιδεύσεως καί ἀφετέρου ὁ σχετικισμός πού εἰσήγαγαν οἱ σοφιστές ἀποσάθρωσαν τό πνευματικό οἰκοδόμημα τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὁ ἀρχαῖος κόσμος ἀδυνατοῦσε νά σώσει τίς ἀξίες του.
Τό ἄτρεπτο στοιχεῖο πού ἀναζητοῦσε τό βρῆκε στόν Χριστιανισμό. Τό κατ’ ἀλήθειαν ζῆν ὁλοκληρώθηκε στό κατά Χριστόν ζῆν. Ἡ ἐλευθερία τώρα ἀρχίζει ἀπό τήν κατανίκηση τῶν παθῶν ἐντός μας. Ὁ ἠθικός ἄνθρωπος ἔγινε ἄνθρωπος τῆς ἀγάπης καί ἀπό ἄτομο ἀναδείχθηκε πρόσωπο. Ἡ μῆτις ἔγινε νῆψις, ἡ φιλοσοφία, φιλοκαλία καί ὁ φιλόσοφος, ἅγιος. Ἡ ἐπιδίωξη τῆς ὑστεροφημίας ἀπορροφήθηκε ἀπό τήν αἴσθηση τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ἡ ἐκκλησία τοῦ δήμου ἔγινε τώρα ἡ λατρευτική σύναξη τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί οἱ μεγάλες χριστιανικές ἑορτές, Χριστούγεννα, Εὐαγγελισμός, Πάσχα, Δεκαπενταύγουστος, εἶναι οἱ μεγάλες μέρες τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, οἱ μέρες κατά τίς ὁποῖες τό ἐθνικό σύνολο αἰσθάνεται περισσότερο τήν ἑνότητά του καί τήν ἀμοιβαία τῶν μελῶν του ἀγάπη.[45] Καί ἀντί τῆς μεταδόσεως τῆς ἡμετέρας παιδεύσεως ἐπιχειρεῖται πλέον ἡ προσφορά τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου στούς λαούς τοῦ κόσμου, καί μάλιστα στή γλώσσα τῶν νεοεισαχθέντων Χριστιανῶν, κάτι πού ἡ Ρώμη δέν θά ἔπραττε ποτέ.[46]
Τήν ἑλληνική πνευματική κληρονομιά κρατοῦν στά χέρια τους ἀνώνυμοι κι ἐπώνυμοι δημιουργοί, ὁ ἴδιος ὅλοι λαός, πού «ζεῖ τό καθεμέρα του μ’ ἕνα ὕφος».[47] Καί μοιράζεται τίς χαρές καί τίς λύπες του μέ τήν ἄλογη φύση στόν Ἀρίονα τοῦ Ἡροδότου, πού τόν σώζει τό δελφίνι[48], ἀλλά καί στό «Μοιρολόι τῆς φώκιας» τοῦ Παπαδιαμάντη. Πού «φιλοκαλεῖ μετ’ εὐτελείας»[49] στά πήλινα μικροσκοπικά ἁμαξάκια, πού ἀπ’ τῶν παιδιῶν τά χέρια πέρασαν στά μουσεῖα, καί στίς σκαλιστές γκλίτσες τῶν τσοπάνηδων τῆς Ἠπείρου. Ὁ ἴδιος λαός, πού ξέρει νά ὑφαίνει τόν πέπλο τῶν Παναθηναίων μέ τά ἐπιδέξια χέρια τῶν εὐγενῶν νεάνιδων[50] τῆς κλασικῆς Ἀθήνας, ἀλλά καί νά καλλιτεχνεῖ στήν πιό φριχτή σκλαβιά τή φορεσιά του μέ «μιάν ἀρχοντιά κατά τι ἀνώτερη τῶν Λουδοβίκων»[51]. Κι ἐκστασιάζεται μέ μιάν ὁμαδικότητα καί σύμπνοια ἀδιάσπαστη στόν παιάνα τῶν Μαραθωνομάχων καί στό «Τῇ Ὑπερμάχῳ» καί στό δημοτικό τραγούδι. Κι ἀπ’ τήν Ἀντιγόνη ὡς τόν Κωνσταντή «Τοῦ νεκροῦ ἀδερφοῦ» εἶναι γι’ αὐτόν ἀκατάλυτοι οἱ δεσμοί τοῦ αἵματος καί νικοῦν καί τόν ἴδιο τόν θάνατο. Κι οἱ ἥρωές του, ὁ Ἀχιλλέας κι ὁ Διγενής, τολμοῦν πάλι καί πάλι ν’ ἀντιβγοῦν μέ τόν Ἀπόλλωνα καί τόν Χάρο. Κι ὅταν τό πάθος τῆς ζωῆς γίνεται ἀνάταση ψυχῆς, προσπαθεῖ νά παραστήσει ὁ Φειδίας τό ὑπερβατικό στίς μορφές τῶν θεῶν του κι ὁ κατά πρόθεσιν ἀνώνυμος ἁγιογράφος δανείζει τό χέρι του στό Ἅγιο Πνεῦμα, ν’ ἀποτυπώσει ὁ Θεός τήν ἀστραπή τῆς θεότητος στόν Παντοκράτορα. Κι ὕψωσε ὁ λαός μέ μέτρο κι ἁρμονία τόν Παρθενώνα καί τήν Ἁγια-Σοφιά, αἰώνια σύμβολα τοῦ πολιτισμοῦ μας στίς πιό ἐπίσημες ὧρες του, ἀλλά καί ἄπειρα μικρά ἐκκλησάκια, χτισμένα τά περισσότερα σέ μιά καί μόνη νύχτα κατατρεγμοῦ.
Ὅμως τό πιό συναρπαστικό καί τό ἀποκαλυπτικότερο ὅλων εἶναι ὅτι ἀπό τόν Ὅμηρο ἕως σήμερα, «μιλοῦμε, ἀνασαίνουμε καί τραγουδοῦμε μέ τήν ἴδια γλώσσα»[52]. «Νιώθω ἕνας ἀριστοκράτης», θά ἐξομολογηθεῖ ὁ Ἐλύτης, ὁ μόνος πού ἔχει «τό προνόμιο νά λέει τόν οὐρανό “οὐρανό” καί τή θάλασσα “θάλασσα”, ἀκριβῶς ὅπως ἡ Σαπφώ, ἀκριβῶς ὅπως ὁ Ρωμανός»[53]. Καί καθώς ἡ γλώσσα μας μοναδική καί πάμπλουτη, συνενηλικιώθηκε καί συνωρίμασε ἄρρηκτα μέ τή φιλοσοφική σκέψη τῶν Ἑλλήνων, ἐκφέρει προαιώνιους συνειρμούς. Εἶναι τρόπος σκέψεως καί ὄχι ἕνα ἁπλό ἐπικοινωνιακό ἐργαλεῖο.[54]
Ἥρωες, λοιπόν, οἱ Ἕλληνες στήν ἡρωική ἐποχή, ἁπλοί ἄνθρωποι στούς σκοτεινούς χρόνους, ὑπερασπιστές τῆς κοινῆς τους ἐλευθερίας στούς Περσικούς, συναθροισμένοι πολίτες ἀργότερα, μέ τήν πνοή τῆς οἰκουμενικότητας στό Μεγαλέξανδρο, Ρωμαῖοι Ρωμαίων κατακτητές Χριστιανοί στό Βυζάντιο, πονεμένη Ρωμιοσύνη κατά τήν τουρκοκρατία καί πάλι Ἕλληνες καί Χριστιανοί. Ἄν ὁ ἑλληνικός λαός διατηρεῖ ἀκόμη τήν ἰδιαιτερότητά του, τό ὀφείλουμε στήν Ὀρθοδοξία καί στή γλώσσα μας.
Στόν ἐλεύθερο νεότερο βίο μας ζήσαμε καί τή δόξα, ζήσαμε καί τήν προσφυγιά, τήν ἀνυποληψία καί τήν ἀναγνώριση καί πάλι ἰσορροπήσαμε. Ἡ σημερινή ὅμως στενωπός διαφέρει ἀπό κάθε ἄλλη προηγούμενη, γιατί δέν πηγάζει μόνο ἀπό τίς ἰδιαίτερες ἐμπειρίες πού βιώνει ὁ Ἑλληνισμός· εἶναι ἀπότοκος καί ἐξωγενῶν ἐπιβαλλόμενων παραγόντων.[55] Ἄρχισε ὡς ἀποδόμηση τοῦ πολιτισμοῦ μας μέ τή σκόπιμη στόχευση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί ἐξαπλώθηκε δίκην κύματος σέ κάθε ἄλλη ἀξία. Ὁ χρηματισμός, οἱ πολιτικές συναλλαγές καί ἡ φαυλοκρατία, ἡ λοιδωρία τοῦ αὐτοσεβασμοῦ, ἡ ἔνοχη ἀνοχή καί ἡ αὐτοεγκατάλειψη, οἱ βανδαλισμοί, ἡ κατασυκοφάντηση τῆς ἱστορίας μας, ἡ ἀποκαθήλωση τῶν συμβόλων, ἡ δημογραφική ἀλλοίωση τοῦ λαοῦ μας μέ τό νομοθετημένο ἔγκλημα ἀφενός καί ἀφετέρου μέ τήν εἰσδοχή ἑκατοντάδων χιλιάδων νεοϊθαγενῶν, ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἀγνοούντων ἀκόμη καί τήν ἑλληνική, εἶναι μερικές μόνο ἐκφάνσεις αὐτῆς τῆς ἀποδόμησης. Ἡ παιδεία ἐλέγχεται ἀπό τά κέντρα τῆς παγκοσμιοποίησης, στό μακροπεριβάλλον τῆς ὁποίας ἐντάσσεται ἡ σημερινή προβληματική. Ἀλλότριες ἀξίες καί θεσμοί εἰσάγονται, γιά νά ἐπιβληθοῦν καί νά διαμορφώσουν διά τῆς παιδείας τή νέα γενιά. Κι ἄς φωνάζει ὁ πατρο-Κοσμᾶς πώς «τ’ ἄθεα γράμματα ὑφαίνουν τό σάβανο τοῦ Γένους»[56].
Ὅμως ἡ ἔξωθεν ἐπιβαλλόμενη ταυτότητα τελικῶς δέν εὐοδοῦται· ἀργά ἤ γρήγορα θά ἀποβληθεῖ ὡς ἐπίπλαστη. Κι ὑπάρχουν εὐτυχῶς σήμερα ἐγρηγορυῖες συνειδήσεις καί ἀθόρυβα κύματα μεταστροφῆς. Ἡ ψυχή τοῦ Ἕλληνα δέν ἄλλαξε. Ἀπογοητευμένοι ἴσως νιώθουμε, καί δικαίως· προβληματισμένοι εἴμαστε, κι εἶναι τοῦτο εὐοίωνο, μεταλλαγμένοι ὅμως ὄχι. Στή νέα γενιά παραδίδουμε ἕνα λαό συκοφαντημένο στούς δυνατούς, ἴσως καί στούς ἡμεδαπούς. Μά ἡ ἔσχατη ἀνυποληψία εἶναι ἡ μεγάλη εὐκαιρία μας. Κι εἶναι καιρός, νά μιμηθοῦμε τόν δευτερότοκο υἱό ἐλθόντα εἰς ἑαυτόν καί ἀποτινάσσοντας τό λήθαργο, νά διεκδικήσουμε τή ζωή μας. Νά στραφοῦμε μέ εἰλικρίνεια κι ἀγάπη ἰδιαίτερα στά παιδιά μας, ν’ ἀκούσουμε μέ ἱερό δέος τίς ἀνησυχίες τους καί νά τούς μιλήσουμε χωρίς ἐπιτήδευση. Κι ὅλοι μαζί, κρατημένοι ἀπ’ τόν ἀνεμόδαρτο βράχο τῆς ἑλληνικότητάς μας, νά καταθέσουμε τήν πνευματική μας μαρτυρία μέ σύνεση ἀλλά καί θάρρος καί νά ὑπηρετήσουμε τόν ἄνθρωπο στήν ἀγωνία τῆς χωρίς ἐρείσματα ψυχῆς του.
[1] Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό τῆς Νέας Ἑλληνικῆς Γλώσσας καί
Ἰω. Δ. Δημάκης, Σύνοψη τῆς Νεώτερης Ευρωπαϊκῆς Ἱστορίας, 1789-1970, ἔκδ. Ἐθνικοῦ καί Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν 2009, σελ. 77
[2] Εὐάγγ. Κοροβίνης, Ἡ Νεοελληνική Φαυλοκρατία, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 20085, σελ. 20 (Ἀναφέρεται στή νεωτερικότητα, ἀπηχεῖ ὅμως μάλλον περισσότερο τή μετανεωτερικότητα.)
[3] Π.-Ν. Ι. Διαμαντοῦρος, Ἑλληνισμός καί Ἑλληνικότητα, στό Ἑλληνισμός - Ἑλληνικότητα, Ἰδεολογικοί καί Βιωματικοί Ἄξονες τῆς Νεοελληνικῆς Κοινωνίας, Βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἑστίας, Ἀθήνα 20014, σελ. 51 κ.ἑ.
[4] Bruno Snell, Ἡ ἀνακάλυψη τοῦ πνεύματος, Μ.Ι.Ε.Τ. Ἀθήνα 19842, σελ. 202, 211
[5] Ἡροδότου Ἱστορίαι, Η 144, 2
[6] Κορνήλιος Καστοριάδης, Ἡ ἑλληνική ἰδιαιτερότητα, τ. Β΄ Ἡ πόλις καί οἱ νόμοι, ἐκδ. Κριτική, Ἀθήνα 2008, σελ. 211
[7] Ἰσοκράτους Πανηγυρικός, 50
[8] Μετά τή μάχη στόν Γρανικό ποταμό ἔστειλε στήν Ἀθήνα 300 περσικές ἀσπίδες νά ἀναρτηθοῦν στόν Παρθενώνα μέ τήν ἐπιγραφή: «Ἀλέξανδρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Ἕλληνες πλὴν τῶν Λακεδαιμονίων ἀπὸ τῶν τὴν Ἀσίαν οἰκούντων βαρβάρων».
[9] Νίκος Σβορῶνος, Ἡ μέθοδος τῆς Ἱστορίας (συνέντευξη) στό Ἀλφαβητάρι τοῦ Νεοέλληνα, Κείμενα ἐπίκαιρης ἑλληνικῆς αὐτοσυνειδησίας, ἀνθολόγηση Χρ. Γιανναρᾶς, ἐκδ. Πατάκη, Ἀθήνα 20079, σελ. 15
[10] Ἰω. Ζηζιούλας, Ἑλληνισμός καί Χριστιανισμός: Ἡ συνάντηση δύο κόσμων, 1976 στό Ἀλφαβητάρι τοῦ Νεοέλληνα, σελ. 26
[11] Ἰ. Θ. Κακριδής, Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες στή νεοελληνική λαϊκή παράδοση, Μ.Ι.Ε.Τ., Ἀθήνα 1978, σελ. 14
[12] Steven Runciman, Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία ἐν αἰχμαλωσίᾳ, τ. Β΄, ἐκδ. Μπεργαδῆ, Ἀθήνα 1979, σελ. 342 κ.ἑ. καί
Θεόδ. Ζήσης, Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνισμός, Νέα αἰχμαλωσία καί ἀντίσταση, ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 42
[13] Κ. Σαρδελῆς, Πρόγονοι, ἐκδ. Ἀστέρος, Ἀθήνα 1985, σελ. 153 κ.ἑ. καί
Ἰω. Συκουτρῆς, Ἡμεῖς καί οἱ ἀρχαῖοι, στό Ἡ ἑλληνική παράδοση, ἐκδ. Εὐθύνη, Ἀθήνα 19812, σελ. 140
[14] Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη, Ἀπομνημονεύματα, ἐκδ. Γαλαξία, Ἀθῆναι 19713, σελ. 237
[15] Θεόδ. Κολοκοτρώνης, Ἀπομνημονεύματα, ἐκδ. Τ. Δρακοπούλου, Ἀθήνα, σελ. 178
[16] Κων. Χολέβας, Ἑλληνισμοῦ ἐνόρασις, Ἡ Ἐθνική Αὐτογνωσία ὡς πλαίσιο Ἐξωτερικῆς Πολιτικῆς στόν 21ο αἰώνα, ἐκδ. Πελασγός, Ἀθήνα 19982, σελ. 86
[17] Ἰ. Θ. Κακριδής, Φῶς Ἑλληνικό - Πανεπιστημιακοί Λόγοι, Ἀθήνα 1963, σελ. 78 κ.ἑ.
[18] Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη, Ἀπομνημονεύματα, ἐκδ. Γαλαξία, Ἀθῆναι 19713, σελ. 237
[19] Ἰω. Θεοδωρακόπουλος, Φιλοσοφία καί Ζωή, Ἀθήνα 1967, σελ. 128
[20] περί ψυχοσυνθέσεως τῶν Ἑλλήνων:
Ἀπόστ. Ε. Βακαλόπουλος, Ὁ χαρακτήρας τῶν Ἑλλήνων, Ἀνιχνεύοντας τήν ἐθνική μας ταυτότητα, ἐκδ. Ἡρόδοτος, Θεσσαλονίκη 2001,
Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Ἐρήμην τῶν Ἑλλήνων, Οἱ ἐκδόσεις τῶν φίλων, Ἀθήνα 1974,
Κώστας Ε. Τσιρόπουλος, Ἀγωνιώδης θητεία, Οἱ ἐκδόσεις τῶν φίλων, Ἀθήνα 19842,
Α. Ν. Τσιριντάνης, Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, Γιά μιά ἑλληνική πορεία μέ ἐπίγνωση, ἐκδ. Συζήτησις, Ἀθῆναι 1978
Νίκος Δήμου, Ἡ δυστυχία τοῦ νά εἶσαι Ἕλληνας, ἐκδ. Πατάκη, Ἀθήνα 200929
[21] Ὁμήρου Ἰλιάς, Β 211-242
[22] Θεόδ. Κολοκοτρώνης, Ἀπομνημονεύματα, ἐκδ. Τ. Δρακοπούλου, Ἀθήνα, σελ. 179
[23] Θουκυδίδου Ἱστορίαι, 1, 22, 4
[24] V. Bérard, Τουρκία καί Ἑλληνισμός, ὁδοιπορικό στή Μακεδονία2, ἐκδ. Τροχαλία, Ἀθήνα, σελ. 277-280
[25] H. D. F. Kitto, Οἱ Ἕλληνες, ἐκδ. Ἡ Δαμασκός, Ἀθῆναι 19682, σελ. 300
[26] Ἄρης Ζεπάτος, Ὁ Ἑλληνισμός καί Χριστιανισμός εἶναι ἐχθροί; στό περ. Ἄρδην, τ. 66
[27] Ξενοφῶντος Ἀπομνημονεύματα, 2, 1, 21 κ.ἑ.
[28] Ἰω. Λ. Κιτσαρᾶς, Ψυχολογία τοῦ πολιτισμοῦ μας, Ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσεως, Ἀθῆναι 1961, σελ. 116
[29] Ἰω. Θεοδωρακόπουλος, Φιλοσοφία καί Ζωή, Ἀθήνα 1967, σελ. 45
[30] Παν. Φωτέας, Ὁ ἀδαπάνητος θησαυρός, στό Ἡ ἑλληνική παράδοση, ἐκδ. Εὐθύνη, Ἀθήνα 19812, σελ. 180
[31] Ἡροδότου Ἱστορίαι, Ζ 104
[32] Δούκας, Ἱστορία, κεφ. 39
[33] Ἰω. Λ. Κιτσαρᾶς, Ψυχολογία τοῦ πολιτισμοῦ μας, Ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσεως, Ἀθῆναι 1961, σελ. 118
[34] Ὁμήρου Ἰλιάς, Ζ 208 καί Λ 784
[35] Ἡσιόδου Ἔργα καὶ ἡμέραι, 311
[36] Πλουτάρχου Ἠθικά, Τὰ παλαιὰ τῶν Λακεδαιμονίων ἐπιτηδεύματα, 15
[37] Bruno Snell, Ἡ ἀνακάλυψη τοῦ πνεύματος, Μ.Ι.Ε.Τ. Ἀθήνα 19842, σελ. 217 κ.ἑ.
[38] Περίανδρος
[39] Χίλων
[40] Bruno Snell, σελ. 244 κ.ἑ.
[41] Θεόδ. Ζιάκας, Σύγχρονος Μηδενισμός καί Παιδεία, 20+1 θέσεις γιά τήν παιδεία, (ομιλία, Μάιος 2009) στό Ἀντίφωνο
[42] Κορνήλιος Καστοριάδης, Ἡ ἑλληνική ἰδιαιτερότητα, τ. Β΄ Ἡ πόλις καί οἱ νόμοι, ἐκδ. Κριτική, Ἀθήνα 2008, σελ. 82 κ.ἑ.
[43] Ἰω. Θεοδωρακόπουλος, Φιλοσοφία καί Ζωή, Ἀθήνα 1967, σελ. 46
[44] Jacqueline de Romilly, Ἡ γέννηση τῆς εὐρωπαϊκῆς συνείδησης, στό Οἱ Εὐρωπαῖοι, τ. Α΄ Ἀρχαιότητα, Μεσαίωνας, Ἀναγέννηση, ἐκδ. Σαββάλας, Ἀθήνα 2003, σελ. 52
[45] Γιῶργος Θεοτοκᾶς, Πνευματική πορεία, ἐκδ. Ἑστία, Ἀθήνα 1994
[46] Steven Runciman, συνέντευξη στό περιοδικό Πεμπτουσία, τ. 4, Ἰούλιος 2000
[47] Παν. Φωτέας, Ὁ ἀδαπάνητος θησαυρός, στό Ἡ ἑλληνική παράδοση, ἐκδ. Εὐθύνη, Ἀθήνα 19812, σελ. 179
[48] Ἡροδότου Ἱστορίαι, Α, 23-24
[49] Θουκυδίδου Ἱστορίαι, Β, 40
[50] οἱ ἐργαστίνες
[51] Ὀδ. Ἐλύτης, Τά δημόσια καί τά ἰδιωτικά, ἐκδ. Ἴκαρος, Ἀθήνα 1990
[52] Γ. Σεφέρης, Σημειώσεις γιά μία ὁμιλία στά παιδιά, Δοκιμές Α΄, 1936-1947, έκδ. Ἴκαρος, Ἀθήνα 1974
[53] Ὀδ. Ἐλύτης, Τό χρονικό μιᾶς δεκαετίας, Ἀνοιχτά χαρτιά, ἐκδ. Ἀστερίας, Ἀθήνα 1974
[54] Δημ. Σταθάκος, Βιολογική καί πολιτισμική πορεία πρός ἀκμή καί παρακμή, Σκέψεις γιά τή χώρα μας, στό Ρωτοῦσαν γιά τήν ταυτότητα, Πολιτισμική κρίση καί ψυχική ἀπορία στήν ἑλληνική πραγματικότητα, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2006, σελ. 89 καί
περιοδ. Ἑλληνική Διεθνής Γλώσσα, Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2010, σελ. 252-253
[55] Δ. Γ. Τσαούσης, Ἑλληνισμός καί Ἑλληνικότητα, Τό πρόβλημα τῆς νεοελληνικῆς ταυτότητας, στό Ἑλληνισμός - Ἑλληνικότητα, Ἰδεολογικοί καί Βιωματικοί Ἄξονες τῆς Νεοελληνικῆς Κοινωνίας, Βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἑστίας, Ἀθήνα 20014, σελ. 20
[56] Ἑλληνορθόδοξη Πορεία, Ἀνθολόγιο, ἐπιμέλεια Κ. Ι. Χολέβας, Ἀθήνα 2008, σελ. 525