Οι λέξεις «φύρδην μίγδην», προερχόμενες από δύο επιρρήματα της Αρχαίας ελληνικής, χρησιμοποιούνται στη Νέα ελληνική, μόνο σε αυτή τη φράση, ζευγαρωμένες και σημαίνουν «ανάκατα, άνω κάτω, σε μεγάλη αταξία, σε απόλυτη ακαταστασία, χωρίς καμιά τάξη».
Το φύρδην έρχεται από το ρήμα φύρω (συμφύρω), που σημαίνει ανακατεύω (ουσιαστικό: συμφυρμός κ.ά.), ενώ το μίγδην παράγεται από το ρήμα μείγνυμι, που σημαίνει: αναμειγνύω, ανακατεύω, πολτοποιώ (ουσιαστικό: μείγμα, ανάμεικτος κ.ά.).
Με την ευκαιρία της εκδίκασης στο Συμβούλιο της Επικρατείας προσφυγής Καθηγητών του ΑΠΘ για την ακύρωση της ίδρυσης Ισλαμικών Σουδών στο Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, αναφερόμαστε στο «φύρδην μίγδην», που συμβαίνει σε αυτό το Τμήμα όχι, φυσικά, για να ενοχοποιήσουμε τη Θεολογική Σχολή, η οποία περνάει αυτή τη δοκιμασία, αλλά για να επισημάνουμε τις παραδοξότητες εκείνων που την προξενούν.
Παρακολουθώντας όσα συμβαίνουν στην πατρίδα μας τα τελευταία χρόνια, βλέπουμε ότι το φαινόμενο του θεολογικού «φύρδην μίγδην» ξεκίνησε να εφαρμόζεται, ως μέθοδος, στα πολυθρησκειακά Προγράμματα των Θρησκευτικών της κ. Διαμαντοπούλου (2011) και εκείνα του ΣΥΡΙΖΑ (2016), με δημιουργούς την ίδια ομάδα που ίδρυσε και τις Μουσουλμανικές Σπουδές.
Ενώ, μάλιστα, κάποιοι από αυτούς ομιλούν και γράφουν υπέρ του σεβασμού της θρησκευτικής διαφορετικότητας του «ξένου», οι ευαισθησίες τους δεν φαίνεται να περιλαμβάνουν και τη θρησκευτική πίστη και ταυτότητα των ορθόδοξων νέων, η οποία, στα θεολογικά τους «φύρδην μίγδην» αλλοιώνεται και ουσιαστικά μηδενίζεται.
Η απόφαση του Τμήματος Θεολογίας να εμφυτεύσει, εντός της Ορθόδοξης Θεολογικής Σχολής, Πρόγραμμα «Εισαγωγικής Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών» και να δημιουργήσει μια «φύρδην μίγδην» κατάσταση στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ, εκτός του επιστημολογικού παραλογισμού της, αποτελεί μια πρωτοφανή πράξη πνευματικής ανατροπής ή παραποιήσεως των ορθοδόξων δογμάτων και αληθειών, που, όποτε και όπου εμφανίστηκε, διαχρονικά, στην ορθόδοξη Εκκλησία, καταδικάστηκε ως αίρεση.
Η επιλογή, έγκριση και συνέχιση μιας τέτοιας μορφής ανάμειξης και συμφυρμού της Αποκαλυπτικής ορθόδοξης διδασκαλίας και πίστεως του Ιησού Χριστού, με μια εντελώς αντίθετη πίστη, όπως είναι η θρησκεία του Ισλάμ, αποτελεί πρόκληση για την ελληνική κοινωνία, από την πλευρά των θρασύτατων δημιουργών αλλά και των συμμάχων και υποστηρικτών τους, προερχομένων από μια, μικρή ευτυχώς, μερίδα της εκκλησιαστικής ηγεσίας και με τις επαινετές αντιρρήσεις όλων όσων -και σε αυτό το θέμα- ορθοτόμησαν και συνεχίζουν να ορθοτομούν τον Λόγο της Αληθείας.
Υπενθυμίζουμε ότι μόνον (23) από τους (39) Καθηγητές του Τμήματος Θεολογίας και από τους (72) συνολικά καθηγητές και των δύο Τμημάτων της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, αποφάσισαν και διέπραξαν αυτήν την επιστημονικά και θεολογικά απαράδεκτη και εγκληματική παρέκκλιση.
Άπαντες οι Καθηγητές του ετέρου Τμήματος της Θεολογικής Σχολής, με έντονες διαμαρτυρίες, αρνηθήκαμε, το 2014, το θεολογικό «φύρδην μίγδην» στη Σχολή μας και ψηφίσαμε ότι: «Η αυτοτελής γνωστική περιοχή που θεραπεύει η Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. και τα δύο Τμήματά της, από της συστάσεώς τους, είναι οι σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία». «Με την απόφαση ίδρυσης Εισαγωγικής Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών αλλοιώνεται ο μέχρι τώρα χαρακτήρας της Σχολής και η ακαδημαϊκή της αντιστοίχηση με τα διεθνώς κρατούντα». Επίσης, τονίσαμε ότι: «Η Θεολογική Σχολή, κατά το επιστημονικό της περιεχόμενο και τον σκοπό ιδρύσεως και λειτουργίας της, είναι επιστημολογικά αναρμόδια για την οργάνωση προγραμμάτων σπουδών άλλων θρησκειών».
Σημειώνεται ότι, μεθοδευμένα και παρανόμως, δεν έγινε τότε Συνέλευση Σχολής, για να μπορέσουμε να εκφραστούμε οι (49) Καθηγητές που είμαστε αρνητικοί, όχι στην Εισαγωγή Ισλαμικών ή άλλων Σπουδών στο Πανεπιστήμιο, αλλά στην Εισαγωγή και τη λειτουργία τους, εντός της Ορθόδοξης Θεολογικής Σχολής και στο σκοποθετημένο αντιεπιστημονικό και αντορθόδοξο «φύρδην μίγδην» που επιχειρήθηκε.
Φυσικά και μπορεί να εισαχθούν, νομότυπα, στο πλαίσιο του ελληνικού δικαίου, αλλά και της ακαδημαϊκής αυτονομίας των Τμημάτων, Ισλαμικές ή ακόμη και αθεϊστικές σπουδές εντός ενός Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος, όπως είναι το ΑΠΘ.
Στην Ορθόδοξη Θεολογία, όμως, όπως και στην Εκκλησία, της οποίας η Θεολογία θεωρείται τέκνο, πέραν του πολιτικού δικαίου ή της ακαδημαϊκής αυτονομίας, λειτουργεί ο νόμος και ο Λόγος του Θεού (Θεο- λογία = Λόγος Θεού).
Και ο Λόγος του Θεού υπαγορεύει στα μέλη της Εκκλησίας και της Θεολογίας την ύπαρξη και λειτουργία του νόμου της συνειδήσεως, που αναφέρει ο Απ. Παύλος (Ρωμ. 2, 10-16).
Διότι οι καθηγητές που εξελέγησαν και διορίστηκαν σε αντικείμενα της Ορθόδοξης Θεολογίας στη Θεολογική Σχολή, ορκίστηκαν, ενώπιον του Πρυτάνεως, ότι θα υπηρετούν το περιεχόμενο του θεολογικού τους αντικειμένου και τους σκοπούς της Ορθόδοξης Χριστιανικής Θεολογικής Σχολής, όπως ορίζεται στο Σύνταγμα και στους Νόμους.
Στο πλαίσιο αυτό, υπάρχει η απορία, πώς μπορούν οι διδάσκοντες στο Τμήμα αυτό Καθηγητές του Τμήματος Θεολογίας, το ένα τρίωρο της ημέρας να διδάσκουν στους φοιτητές του Τμήματος Θεολογίας, που ανήκουν, τη αλήθεια της διδασκαλίας της Εκκλησίας και την πίστη στον Τριαδικό Θεό (το Σύμβολο της Πίστεως στον Τριαδικό Θεό) και, το άλλο τρίωρο, να διδάσκουν οι ίδιοι, στο Ισλαμικό Τμήμα, την αλήθεια της διδασκαλίας του Ισλάμ και την πίστη και υποταγή στον Αλλάχ, όπως περιέχεται στο Κοράνιο και μάλιστα σε Ορθόδοξους Χριστιανούς φοιτητές;
Και μιλάμε για χριστιανούς φοιτητές του Ισλαμικού Τμήματος, που φυτεύτηκε στη Θεολογική Σχολή, για άλλο βασικά σκοπό, διότι θεωρούμε ότι είναι αποκαλυπτικό το γεγονός ότι, ενώ προβλεπόταν οι Ισλαμικές Σπουδές να εξυπηρετήσουν κυρίως τους Μουσουλμάνους, που ήθελαν και ήταν δίκαιο, κατά τη γνώμη των ιδρυτών τους, να σπουδάσουν στην Ελλάδα, εκείνοι δεν πείστηκαν και περιφρόνησαν, εντελώς, το περίεργο και παράδοξο εγχείρημά τους, αρνούμενοι να εγγραφούν και να διδαχθούν Ισλαμική Θεολογία από Ορθόδοξους Χριστιανούς Καθηγητές!
Άραγε, αυτή η ολική αποτυχία του σκοπού, που έθεσαν οι ιδρυτές του Ισλαμικού Τμήματος, Καθηγητές της Θεολογίας, προκειμένου να πείσουν για την πολιτική ορθότητα του εγχειρήματός τους, δεν τους προβληματίζει τώρα, που στην πράξη οι Μουσουλμάνοι της Θράκης γυρνούν την πλάτη στον παραλογισμό τους;
Μα θα πουν: Δικαίωμά μας είναι να πράττουμε έτσι. Ο Απ. Παύλος, ωστόσο, τους απαντά: «Όλα έχω το δικαίωμα να τα πράττω, αλλά αυτό δεν είναι, ψυχικά, συμφέρον και ωφέλιμο για μένα. Όλα έχω το δικαίωμα να τα πράττω, αλλά δεν οικοδομούν όλα στο έργο της σωτηρίας (Α’ Κορινθίους 10, 23).
Ουσιαστικά, η εισαχθείσα στη Θεολογική Σχολή Ισλαμική Θεολογία είναι εντελώς άσχετη και αντίθετη με την Ορθόδοξη Θεολογία, η οποία δεν αποδέχεται τις θεμελιώδεις δογματικές αλήθειες της ορθόδοξης Θεολογίας, όπως είναι το Τρισυπόστατο της Θεότητας, η απόρριψη του Χριστού, ως Θεανθρώπου και Υιού του Αληθινού Θεού, θεωρώντας ότι είναι ένας άνθρωπος - Προφήτης και, μάλιστα, κατώτερος του Προφήτη Μωάμεθ.
Η Ισλαμική Θεολογία, επίσης, αρνείται τη θεανθρώπινη γέννηση, Σταύρωση, Ανάσταση και Ανάληψή Του, ενώ δεν δέχεται τη θεανθρώπινη και μυστηριακή δομή και λειτουργία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δέχεται τη Μητέρα του Χριστού, ως Παρθένο Μαρία, αλλά όχι ως Θεοτόκο και Παναγία. Οι θέσεις επίσης του Ισλάμ για το ανθρώπινο πρόσωπο, τον «άλλο», τις οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις, δεν έχουν καμιά συνάφεια με εκείνες των Χριστιανών, διότι τίθενται σε εντελώς διαφορετικές βάσεις από εκείνες της ισοτιμίας των προσώπων ανδρός και γυναικός, όπως τις προσδιορίζει ο Απ. Παύλος.
Εξάλλου, από νομικής και συνταγματικής πλευράς, το Συμβούλιο της Επικρατείας, με την υπ. αριθμ. 194/1987 απόφασή του, επισημαίνει ότι «όσα διδάσκονται στο θεολογικό Τμήμα αποτελούν κυρίως δόγματα της ορθοδόξου Εκκλησίας».
Αυτό σημαίνει, από θεολογικής πλευράς, ότι οι Ορθόδοξοι διδάσκαλοι της Ορθόδοξης Θεολογίας είναι, θεολογικά, υποχρεωμένοι να μην διδάσκουν, ως προς τα θέματα της πίστεως και των δογμάτων, ό, τι αυτοί επινοούν, αλλά οφείλουν να ακολουθούν πιστά και χωρίς παρεκκλίσεις τις αλήθειες, που διδάσκει η Ορθόδοξη Εκκλησία τους, όπως ορίζονται, κατά την Κυριακή της Ορθοδοξίας: «οι Προφήτες ως είδον, οι Απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι Πατέρες ως εδογμάτισαν… Ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσομεν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών».
Αξιοπρόσεκτο είναι ότι η Αγιορείτικη Κοινότητα, σε επιτολή της προς τον Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, τάχθηκε εναντίον της Εισαγωγής των Μουσουλμανικών Σπουδών εντός της Θεολογικής Σχολής, θεωρώντας την, «ως παρέκκλισιν εκ του σκοπού, τον οποίον ετάχθη να υπηρετεί η Ορθόδοξος Θεολογία», χαρακτηρίζοντας μάλιστα την απόφαση αυτή «σοβαρόν ολίσθημα, που θα οδηγήσει εις επικινδύνους ατραπούς» και η οποία «στρέφεται κατά της επιστήμης της Θεολογίας και κατ’ αυτής της Εκκλησίας».
Σημαντικό, επίσης, είναι ότι το θεολογικό αυτό «φύρδην μίγδην» Χριστιανικών και Ισλαμικών Σπουδών συνιστά διεθνή πρωτοτυπία.
Διότι τέτοιος θεολογικός συμφυρμός και τέτοιο, επιστημολογικά και παιδαγωγικά, άτακτο και άτοπο συνονθύλευμα, με καθαρά αντιδημοκρατικό, κατά την κρίση μας, στόχο την επιβολή της πολτοποίησης των θρησκειών, του διαθρησκειακού συγκρητισμού και την φασιστοειδή εξάλειψη της θρησκευτικής διαφορετικότητας και ετερότητας, δεν έχει επιχειρηθεί ποτέ, ούτε σε Προτεσταντικές ή Ρωμαιοκαθολικές Σχολές ούτε, φυσικά, σε Σχολές του Ισλάμ ή άλλων Θρησκειών.
Αξίζει, τέλος, να θυμηθούμε, σχετικά, την αγανάκτηση που ένιωθε ο Απ. Παύλος, όπως μαρτυρείται στις Πράξεις των Αποστόλων, καθώς παρατηρούσε την προβολή των Ειδώλων στους δημόσιους χώρους της πόλης των Αθηνών: «Ερεθίζετο το πνεύμα του, διότι έβλεπε την πόλη να είναι γεμάτη είδωλα» (Πράξ. 17, 16).
Σχετικά άρθρα: