Το 64 μ.Χ., περίπου τριάντα χρόνια μετά το θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού, μια μαινόμενη πυρκαγιά σάρωσε την πόλη της Ρώμης. Καθώς διαδίδονταν φήμες ότι η φωτιά είχε ξεκινήσει από τον Νέρωνα, ο αυτοκράτορας επέλεξε ως αποδιοπομπαίο τράγο μια μικρή ομάδα πιστών που αποκαλούσαν τους εαυτούς τους Χριστιανούς. Ο Νέρωνας ανακοίνωσε ότι οι Χριστιανοί είχαν ξεκινήσει την πυρκαγιά που κατέστρεψε τη Ρώμη και αποφάσισε ότι όλοι οι Χριστιανοί στην πόλη θα πρέπει να συλληφθούν και να εκτελεστούν. Σύμφωνα με τον Δρ Σόφι Λαν-Ρόκλιφ, λέκτορα στο Κολλέγιο Κινγκ του Λονδίνου, «Μερικοί κατασπαράχθηκαν από τα σκυλιά, άλλοι κάηκαν ζωντανοί σαν τις λαμπάδες». [1] Ο Χριστιανισμός υπέμεινε σποραδικές διώξεις από τις Ρωμαϊκές αρχές οι οποίες εναλλάσσονταν με αρκετές περιόδους πιο σκληρής καταπίεσης, όπως αυτή του Νέρωνα, μέχρι τον τέταρτο αιώνα. Ωστόσο, ο Χριστιανικός πληθυσμός κατά τη διάρκεια αυτών των ετών αυξήθηκε δραματικά. Ο κοινωνιολόγος Ρόντεϋ Σταρκ εκτιμά ότι το έτος 40 μ.Χ., δεν υπήρχαν περισσότεροι από χίλιοι Χριστιανοί ομολογητές στον κόσμο. Μέχρι το 180 μ.Χ., η χίλιοι είχαν αυξηθεί στους εκατό χιλιάδες και από το τριακοσιοστό έτος στα 6 εκατομμύρια. [2] Οι διωγμοί των Χριστιανών δεν τέλειωσαν τον τέταρτο αιώνα· παρόλο που η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και άλλα κράτη μεταγενέστερα ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό ως την επίσημη θρησκεία τους. Σε πολλές άλλες περιπτώσεις ο Χριστιανισμός συγκρούστηκε με την κρατική εξουσία. Η Γαλλική Επανάσταση του 1789 πυροδότησε μια περίοδο αποχριστιανισμού στη Γαλλία, η οποία περιελάμβανε την απαγόρευση των θρησκευτικών εορτών, την καταστροφή των σταυρών και των καμπανών, την κατάσχεση των εκτάσεων της Εκκλησίας και τη σύλληψη, φυλάκιση και εκτέλεση των ιερέων. Στην ανοιξιάτικη έκδοση της εφημερίδας The Dartmouth Apologia (2010), ο Μπρένταν Γουντς διευκρινίζει στο άρθρο του «Χριστιανισμός και Πολιτισμός, Μαθήματα από την Κίνα», ότι ο Χριστιανισμός συνεχίζει να διώκεται και σήμερα. Ακόμα και εν μέσω αυτών των παραδειγμάτων, η προσπάθεια της Σοβιετικής Ένωσης να εξαλείψει τον Χριστιανισμό μέσω διωγμών ξεχωρίζει ως η πιο αδίστακτη. Ωστόσο, όπως ακριβώς και στην εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Νέρωνα, ο Χριστιανισμός στη Σοβιετική Ένωση ούτε εξαφανίστηκε, ούτε αποδυναμωθηκε σημαντικά μετά από δεκαετίες διώξεων. Ο χαρακτήρας, η πιστή κοινότητα και η ειλικρινή πίστη των Ρώσσων Χριστιανών τους επέτρεψαν να διατηρήσουν την πίστη τους και μάλιστα να αποκτήσουν περισσότερους πιστούς παρ’ όλες τις προσπάθειες του Σοβιετικού κράτους να τους εξαλείψει.
Η στάση των Σοβιετικών απέναντι στη θρησκεία και ειδικά απέναντι στον Χριστιανισμό ήταν αδιάκοπα εχθρική. Ο Καρλ Μαρξ, ιδρυτής του κομμουνισμού, είδε τη θρησκεία ως το «όπιο των λαών», πιστεύοντας ότι η θρησκεία χρησιμοποιείται από την άρχουσα τάξη για να υπόσχεται στις κατώτερες τάξεις μια καλή ζωή μετά το θάνατο. Ο Μαρξ σκέφτηκε ότι τέτοιες υποσχέσεις εφευρέθηκαν για να αποτρέπουν τις κατώτερες τάξεις από το να επιδίωκουν την εγκατάσταση μιας καλλίτερης ζωής πάνω στη γη μέσω της επανάστασης. Η άποψη αυτή υιοθετήθηκε ολόψυχα από τους Ρώσσους μπολσεβίκους που πήραν την εξουσία στην Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917· ορκίστηκαν με πάθος να «καταστρέψουν όλες τις εκκλησίες και τις φυλακές» [3] Τουλάχιστον όσον αφορά τις εκκλησίες, η στάση αυτή συνεχίστηκε μέχρι την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. [4] Ο Ιωσήφ Στάλιν δήλωσε κατηγορηματικά στη δεκαετία του 1930 ότι, «Ο Θεός πρέπει να είναι έξω από τη Ρωσσία σε πέντε χρόνια.» [5] Ακόμα και αργότερα, το 1984, ο Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης Κονσταντίν Τσερνιένκο, ορκίστηκε να «προστατεύσει την ιδεολογική καθαρότητα των νέων από το ολέθριο μόλυσμα της θρησκείας». [6]
Οι λόγοι για τον ακατάπαυστο πόλεμο των Σοβιετικών ηγετών εναντίον της θρησκείας ήταν τόσο ιδεολογικοί όσο και συμβολικοί. Ξεκινώντας με τον Μαρξ, το κομμουνιστικό κίνημα είχε απορρίψει τις θρησκευτικές ιδεολογίες ως εχθρικές απέναντι στις δικές του. Αν οι Ρώσσοι κομμουνιστές ήθελαν να εγκαταστήσουν επιτυχώς μία τέλεια κοινωνία πάνω στη γη, θα έπρεπε να εξαλείψουν τη θρησκεία που πίστευε ότι αυτό είναι αδύνατο. Ο Χριστιανισμός διδάσκει ότι μόνο ο Θεός είναι απαλλαγμένος από τις ατέλειες και ότι η λύτρωση και η τελειότητα αυτού του κόσμου πραγματώνεται μόνο με την Ανάσταση. Το Xριστιανικό δόγμα του προπατορικού αμαρτήματος παρέμεινε σε πλήρη αντίθεση με την άποψη που υπερασπίζονταν οι Σοβιετικοί ηγέτες, ότι με την κατάλληλη κατεύθυνση η ανθρωπότητα θα μπορούσε να διορθωθεί. Επιπλέον, οι Χριστιανοί πίστευαν ότι ο νόμος του Θεού ήταν ανώτερος από τις απαιτήσεις του σοσιαλιστικού σκοπού· ήταν αντίθετοι με τη Σοβιετική ιδεολογία που δόξαζε το κοινό καλό πάνω από το ατομικό καλό και με οποιοδήποτε κόστος. O Μητροπολίτης Σέργκι, ο οποίος είχε φυλακιστεί καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίεας του 1920, δήλωσε, «Όχι μόνο η υπόσχεση μιας συμφιλίωσης σε κάτι που δεν μπορεί να συμφιλιωθεί και η προσποίηση προσαρμογής της πίστης μας στον κομμουνισμό είναι ανέφικτες, αλλά θα παραμείνουμε από θρησκευτικής άποψης αυτό που είμαστε, δηλαδή, μέλη της παραδοσιακής εκκλησίας.» [7] Αυτή η παραδοσιακή Εκκλησία ήταν επίσης συμβολικά προσβλητική για το Κομμουνιστικό Κόμμα επειδή αντιπροσώπευε τον παλιό, ιεραρχικό κόσμο των τσάρων.
Για να εξαλείψουν αυτό το συμβιβαστικό στοιχείο στην κοινωνία, οι Σοβιετικοί οργάνωσαν επιθέσεις που διείσδυσαν σε κάθε επίπεδο της θρησκευτικής ζωής. Ακόμη και όταν οι μπολσεβίκοι εδραίωναν την εξουσία τους, οι εκκλησίες έκλειναν, οι ιερείς γελοιοποιούνταν και οι πιστοί συλλαμβάνονταν. Οι Σοβιετικοί χρησιμοποιούσαν το νόμο, τον εκφοβισμό και την προπαγάνδα, για να καταστείλουν τις Ορθόδοξες πεποιθήσεις και πρακτικές. Το πρώτο νομικό πλήγμα για το καθιερωμένο σώμα της θρησκείας ήταν ένας νόμος που ψηφίσθηκε το 1918 ο οποίος μεταξύ άλλων κατάργησε τη νομική οντότητα των εκκλησιών και απαγόρευσε την πραγματοποίηση χρηματικών συναλλαγών και την κατοχή ακινήτων. Ο νόμος για τους Θρησκευτικούς Οργανισμούς ακολούθησε το 1929 και έβαλε περισσότερους περιορισμούς στους Χριστιανούς. Ο νόμος απαγόρευε το κήρυγμα του Ευαγγελίου, την εκτύπωση θρησκευτικών εντύπων, τις δωρεές για θρησκευτικούς σκοπούς και τη συμμετοχή των παιδιών σε θρησκευτικές συναντήσεις. Οι θρησκευτικές οργανώσεις δεν μπορούσαν να χρηματοδοτούν ή να φιλοξενούν εκδηλώσεις της κοινότητας [8] και οι άνθρωποι είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν θρησκευτικές συναντήσεις μόνο μέσα σε μια ορισμένη απόσταση από τα σπίτια τους. Οι Χριστιανοί αντιμετώπιζαν τακτική «παρενόχληση, έρευνες, ανακρίσεις, ταπείνωση, απόλυση από την εργασία τους, αποβολή από τα πανεπιστήμια, καθώς και παρεμβάσεις την ώρα της λατρείας» [9] και η αθεϊστική εκπαίδευση ήταν υποχρεωτική για όλους τους νέους.
Οι επικεφαλείς των όπλων της Σοβιετικής προπαγανδιστικής μηχανής ήταν τα σχολεία, οι συνεδριάσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος που επέβαλλαν πολιτική κατήχηση και ο Τύπος. Οι εφημερίδες συχνά αναφέρονταν σε κληρικούς που είχαν ανακαλέσει, συνήθως κάτω από συνθήκες απειλής, και γελοιοποιούσαν τους θρησκευόμενους ανθρώπους ως ηλίθιους ή αξιολύπητους. Για παράδειγμα, μια εφημερίδα που ονόμασε ένα κορίτσι, Gunta Kieksts, Χριστιανή, και τύπωσε τη διεύθυνσή της κάτω από ένα σκίτσο που δείχνει ότι πέφτει στα γόνατα αρπάζοντας τα ράσα ενός ιερέα. [10] Οι πιστοί συχνά δυσφημίζονταν και κατηγορούνταν για μαύρη αγορά, παραπλάνηση ανηλίκων, ομοφυλοφιλική δραστηριότητα και άλλα εγκλήματα του Σοβιετικού κώδικα. Τα παιδιά ήταν οι πιο εύκολοι στόχοι της προπαγάνδας, δεδομένου ότι έπρεπε να παραστούν σε κρατικά σχολεία όπου οι δάσκαλοι απολύονταν εφόσον είχε διαπιστωθεί ότι είναι θρησκευόμενοι. Τα σχολεία είχαν εξόδους τα πρωϊνά της Κυριακής [11] και τα παιδιά που παραδέχονταν ότι είχαν πάει στην εκκλησία έπαιρναν χαμηλότερους βαθμούς. [12] Λόγω του αντι – θρησκευτικού χαρακτήρα της εκπαίδευσης, οι μαθητές συχνά χλεύαζαν την πίστη τους συνομηλίκων τους. Όλα τα παιδιά διδάσκονταν να έχουν μεγαλύτερη πίστη στο κράτος απ’ ότι στις οικογένειές τους και ενθαρρύνονταν να καταγγέλλουν τους γονείς τους για αντι-Σοβιετικές δραστηριότητες όπως αν πήγαιναν στην εκκλησία.
Η τιμωρία του να είσαι Χριστιανός στη Σοβιετική Ένωση ήταν εξίσου σοβαρή με την τιμωρία του φόνου. Υπήρχαν δύο ομάδες νόμων βάσει των οποίων εκδιώκονταν οι πιστοί. Η πρώτη αφορούσε τη θρησκευτική δραστηριότητα ειδικότερα, όπως την αθέτηση των αντι-θρησκευτικών νόμων. Η δεύτερη ήταν για πολιτικά ή ατομικά εγκλήματα, συμπεριλαμβανομένων των εγκλημάτων του «παρασιτισμού», του «χουλιγκανισμού», της «προσβολής του Σοβιετικού συστήματος» και της «αντι-Σοβιετικής προπαγάνδας.» [13] Οι Χριστιανοί έπρεπε να υπομείνουν συχνές έρευνες και πρόστιμα, παρενόχληση που έπαιρνε σοβαρές διαστάσεις με την επανάληψη και λόγω των χαμηλών εισοδημάτων εκείνων που παρενοχλούνταν. Συχνά απολύονταν από τη δουλειά τους, υποβιβάζονταν σε ταπεινωτικές θέσεις και εξορίζονταν ή εξαφανίζονταν κυρίως στη βορειοανατολική Ρωσσία. Όσοι συλλαμβάνονταν μπορούσαν να μείνουν υπό κράτηση μέχρι και για ένα έτος καθώς το Κράτος «συγκέντρωνε αποδεικτικά στοιχεία.» Περίμεναν σε υπερπλήρη κελιά μολυσμένα με αρουραίους, ψείρες, κοριούς και μερικές φορές μέσα σε βρώμικο νερό που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους τους. Πολλοί Χριστιανοί υπέστησαν ανακρίσεις και βασανιστήρια από την Κα-Γκε-Μπε, απειλές ευνουχισμού, την ηλεκτρική καρέκλα, φυλάκιση, εγκλεισμό σε ψυχιατρικό νοσοκομείο και πρόκληση βλάβης μελών των οικογενειών τους. [14]
O Χριστιανισμός στη Σοβιετική Ένωση αναγκάστηκε να αντέξει υπό τις εχθρικές και συχνά θανατηφόρες συνθήκες των γκούλαγκ, ένα Ρωσσικό ακρωνύμιο για το Αρχηγείο Διοίκησης Σωφρονιστικών Στρατοπέδων Εργασίας και Αποικιών. Τα βάσανα δεν ήταν όμως κάτι καινούριο για τους Ρώσσους Χριστιανούς. Ο Χριστός είπε «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώσει το σταυρό του και ας με ακολουθεί. Γιατί όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του θα τη χάσει κι όποιος χάσει τη ζωή του για χάρη μου θα τη βρει» [15] και ξανά , «Θα σας μισήσουν για το όνομά μου. Αλλά αυτός που υπομένει μέχρι το τέλος θα σωθεί.» [16] Οι υποσχέσεις στήριξης στα βάσανα που βρίσκονται στην Αγία Γραφή κράτησαν πολλούς στην Εκκλησία μέσα από δύσκολες δοκιμασίες και δεκαετίες διώξεων. Στη φυλακή, οι ανακριτές συχνά προσπάθησαν να πείσουν τους Χριστιανούς κρατούμενους να αποκηρύξουν την πίστη τους ή να προδώσουν ο ένας τον άλλο. Ο Σολζενίτσιν αφηγείται την ιστορία μίας ηλικιωμένης γυναίκας στη φυλακή Μπουτύρκι την οποία ανέκριναν κάθε νύχτα για να αποκαλύψει τη θέση ενός ιερέα. Είπε στους βασανιστές της: «Δεν υπάρχει τίποτα που μπορείτε να καταφέρετε μαζί μου ακόμα κι αν με κόψετε σε κομμάτια. Στην τελική, φοβάστε τα αφεντικά σας, φοβάστε ο ένας τον άλλον, φοβάστε ακόμα και να με σκοτώσετε … αλλά εγώ δεν φοβάμαι τίποτα. Θα ήμουν ευτυχής να κριθώ από τον Θεό ακριβώς αυτό το λεπτό.» [17] Ο Σολζενίτσιν δεν λέει στους αναγνώστες του τι συνέβη σε αυτή την ηλικιωμένη γυναίκα αλλά σαν κι αυτήν, πολλοί Χριστιανοί βρήκαν το θάρρος να αντισταθούν στην ανάκριση και αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν την πίστη τους ή να προδώσουν τους αδελφούς τους Χριστιανούς.
Ο ίδιος ο Σολζενίτσιν, κρατούμενος στα γκούλαγκ, παρατήρησε ότι:
«Κανένα στρατόπεδο δεν μπορεί να φθείρει εκείνους που έχουν ένα σταθερό πυρήνα, που δεν δέχονται αυτήν την αξιοθρήνητη ιδεολογία που υποστηρίζει ότι «τα ανθρώπινα όντα δημιουργήθηκαν για την ευτυχία», μια ιδεολογία η οποία καταρρέει με το πρώτο χτύπημα … H Τατιάνα Φαλίκ γράφει: «Η παρατήρηση των ανθρώπων με έπεισε ότι κανένας άνθρωπος δεν θα μπορούσε να γίνει αχρείος στο στρατόπεδο αν δεν ήταν έτσι από πριν«.» [18]
Οι Χριστιανοί, είπε ο Σολζενίτσιν, «γνώριζαν πολύ καλά τον λόγο για τον οποίο είχαν φυλακιστεί γιαυτό και ήταν ακλόνητοι στις πεποιθήσεις τους! Αυτοί ίσως να ήταν οι μόνοι στους οποίους η φιλοσοφία του στρατοπέδου δεν έπιασε». [19] Είναι αδύνατο να υποτιμήσουμε τη σημασία ενός κρατουμένου που κατανοεί και αποδέχεται το λόγο της ίδιας της φυλάκισής του. Ο άνθρωπος που βλέπει τη φυλάκισή του ως μια δοκιμή της πίστης του ή ως μία ευκαιρία για να υπηρετήσει, έχει μια πολύ ισχυρότερη άμυνα κατά της απανθρωποίησης και της ραδιουργικής σκληρότητας που συνόδευαν συνήθως τα δέκα, δεκαπέντε ή είκοσι πέντε χρόνια πίσω από τα συρματοπλέγματα. Ο ιερέας Ταβριόν Μπατόσκυ, ο οποίος πέρασε από διάφορες φυλακές και στρατόπεδα για περίπου τριάντα χρόνια αναφώνησε: «Αν ήξερες μονάχα πόσο ευγνώμων είμαι στο Θεό για την υπέροχη ζωή μου!» [20] Ο Σολζενίτσιν περιγράφει την αυτοπεποίθηση των Χριστιανών: μια «πομπή μέσα από το Αρχιπελάγος – ένα είδος βωβής θρησκευτικής πομπής με αόρατα κεριά … μια ακλόνητη σταθερότητα ανήκουστη στον εικοστό αιώνα!» [21] Τα γκούλαγκ δεν μπόρεσαν να αγγίξουν αυτούς τους ανθρώπους που στηρίζονταν στην πίστη ότι ο Θεός τους αγαπούσε. Πράγματι, φαίνεται σα να έπραξαν στο ακέραιο τα λόγια του Ιησού που είχε πει ότι ο άνθρωπος δεν ζει μόνο με ψωμί, γιατί η άρνηση να εξαπατήσουν τους συγκρατούμενούς τους, η άρνηση να συνεργαστούν με τους φρουρούς ή να αποκτήσουν μέσω εκφοβισμών το απαραίτητο μπολ με το πλιγούρι βρώμης, σήμαινε ότι δεν θα ελάμβαναν αρκετό ψωμί για να ζήσουν. Η πίστη τους τους υπέβαλε και σε άλλους κινδύνους· οι μοναχές συχνά κρατούνταν μαζί με πόρνες και κλέφτες και έπεφταν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης από τους φύλακες και τους κρατούμενους επίσης. Οι ανώτεροι υπάλληλοι των στρατοπέδων επικέντρωναν την προσοχή τους στο να παρενοχλούν τους θρησκευόμενους φυλακισμένους με μεγαλύτερη συχνότητα και σκληρότητα μέσα από διάφορες τιμωρίες, βασανιστήρια και σεξουαλικές επιθέσεις που είχαν σκοπό να τους κάμψουν. [22] Παρ’ όλα αυτά, οι πιστοί αυτοί δεν έγιναν απάνθρωποι επειδή έβλεπαν την ανθρώπινη αξία τους στον Χριστό και όχι στη σαδιστική μεταχείριση των φυλάκων· κοίταζαν τον κόσμο από την οπτική γωνία του Χριστού και βρήκαν τη δύναμή τους στην συγχώρεση. Όταν του ζητήθηκε να πει πώς κατάφερε και επέζησε βασανιστήρια μηνών χωρίς να γίνει πικραμένος, ο ιερέας Ρομάν Μπράγκα απάντησε: «ο Θεός να τους ευλογεί [τους βασανιστές], αν κάποιοι από αυτούς είναι ακόμα ζωντανοί. Τους συγχώρεσα εκείνη τη στιγμή … Ο Ιησούς στο Σταυρό τους συγχώρεσε … δεν ξέρουν τι κάνουν … Τους συγχωρούμε γιατί θέλουμε να έρθουν στο Θεό και να γίνουν οι άνθρωποι.» [23] Ιερείς, μοναχοί και άλλοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί άπλωσαν το χέρι τους στους εγκληματίες με πολλούς τρόπους, μερικές φορές ακόμη και κατ’ εντολή των υπαλλήλων του στρατοπέδου. Επειδή η δουλειά των φρουρών γινόταν ευκολότερη, τη δεκαετία του 1930 επιτρεπόταν στους ιερείς και στους μοναχούς να «επανεκπαιδεύσουν» εκείνους τους κρατουμένους, με τη χρήση της λογοτεχνίας για συζήτηση περί ηθικής. [24] Εξάλλου, ο κλήρος των Χριστιανών δεν περιοριζότανε μόνο σε αυτές τις δραστηριότητες. Οι ιερείς φρόντιζαν συχνά αρρώστους, μερικές φορές εγκληματίες και τους επανέφεραν πίσω σε υγιή κατάσταση. Ο Ιβάν Αλεξάντροβιτς Σαζίκοβ, ένας εγκληματίας που τον φρόντιζε ο ιερέας Άρσενυ του είπε: «Δεν εμπιστεύομαι τους ανθρώπους γενικώς. Στους ιερείς πιστεύω ακόμα λιγότερο. Αλλά εσένα Πιότρ Αντρέγιεβιτς σε εμπιστεύομαι. Ξέρω ότι δεν θα μου γυρίσεις την πλάτη. Ζείτε στο Θεό σας, κάνετε καλό όχι για δικό σας όφελος, αλλά για το καλό των άλλων.» [25] Ο Σαζίκοβ τελικά έγινε Χριστιανός όταν έγινε αυτόπτης μάρτυρας μιας επιτυχούς προσπάθειας αυτού του ιερέα να σταματήσει μια βίαιη μάχη μεταξύ εγκληματιών. [26] Αυτή η καλοσύνη, το θάρρος και η δύναμη – που ξεχώρισαν τόσο έντονα στα στρατόπεδα εργασίας – κέρδισαν την προσοχή και το σεβασμό πολλών ποινικών κρατουμένων που δεν είχαν δει ποτέ τέτοια συμπεριφορά όσο ήταν ελεύθεροι. Οι διανοούμενοι αντιφρονούντες που φυλακίστηκαν μαζί με τους Χριστιανούς, άρχισαν επίσης να συμμετέχουν σε θρησκευτικούς διαλόγους μαζί τους και έμεναν συχνά εντυπωσιασμένοι από την εκπαίδευση και τη νοημοσύνη των ιερέων. Ο Αλεξάντερ γράφει: «Φαινόταν σε πολλούς ότι οι έννοιες του Θεού, της επιστήμης και της διανόησης, γίνονταν όλο και πιο στενά συνδεδεμένες.» [27] Πολλοί κρατούμενοι παρατήρησαν ότι οι Χριστιανοί σύντροφοί τους είχαν δύναμη στην πίστη τους, και λαχταρούσαν να συμμετέχουν και οι ίδιοι σε αυτήν την ελπίδα και την ικανοποίηση.
Αντί της μαζικής εξόδου μακριά από την Εκκλησία που ανέμενε το Σοβιετικό κράτος μετά από τις συσσωρευμένες διώξεις στις πλάτες των Χριστιανών, οι άνδρες και οι γυναίκες συνέχισαν να συρρέουν κατά ομάδες για να αφιερώσουν τη ζωή τους στο Θεό. Το 1923 έγινε μια μυστική απογραφή από τους μπολσεβίκους η οποία ανέφερε ότι 3.126.541 άνθρωποι συμμετείχαν σε θρησκευτικές οργανώσεις εν συγκρίσει με τους 1.737.053 το 1910. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι αριθμοί αυτοί αντιπροσωπεύουν μόνο τους πιστούς οι οποίοι δεν φοβήθηκαν να αποκαλύψουν τις θρησκευτικές τους δραστηριότητες σε μια απογραφή από ένα άθεο καθεστώς. [28] Καθώς ο πληθυσμός μεγάλωνε ηλικιακά και απαγορευόταν στα παιδιά να παρακολουθήσουν τη Θεία Λειτουργία στην εκκλησία ενώ ταυτόχρονα εκπαιδεύονταν στα άθεα σχολεία του συστήματος, τούτοι οι αριθμοί δεν μπορούν να εξηγηθούν μόνο από την πλευρά της πολιτισμικής προσήλωσης στον Χριστιανισμό. Ο ιστορικός Ντμίτρι Ποσπιελόβσκυ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από τη δεκαετία του 1980, το ποσοστό των πιστών είχε ή πολύ οριακά μειωθεί ή ήταν στην πραγματικότητα πολύ υψηλότερο από ό,τι ήταν κατά τη διάρκεια των ετών 1915-1917, όταν ο τσάρος ήταν ακόμα στην εξουσία. [29] Η εκκλησία στη Ρωσσία δεν επέζησε ως κατάλοιπο αλλά ως μια ισχυρή κοινότητα πιστών.
Η επέκταση του Χριστιανισμού στη Σοβιετική Ένωση αποδεικνύεται από προσωπικές μαρτυρίες, από ιστορικούς και από τη διατήρηση του Χριστιανικού πληθυσμού στη Ρωσσία μετά από εβδομήντα χρόνια σκληρών διώξεων. Ο Χριστιανισμός άντεξε τις δοκιμασίες αυτών των ετών όπως έχει αντέξει βάσανα και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, επειδή οι πιστοί στη Σοβιετική Ένωση γνώριζαν ότι τα δεινά που τους προκλήθηκαν λόγω της πίστης τους δεν ήταν τίποτα περισσότερο από όσα είχε προβλέψει και υποστεί ο ίδιος ο Ιησούς. Στις φυλακές και στα στρατόπεδα όσοι κρατούμενοι δεν πίστευαν παρατήρησαν την αδάμαστη πίστη που είχαν οι Χριστιανοί και πολλοί από αυτούς άρχισαν να αναζητούν το Θεό. Όπως έχει συμβεί τις τελευταίες δύο χιλιετίες, ο Χριστιανισμός άντεξε τις κρατικές διώξεις και αναδύθηκε πάλι στη Ρωσσία μετά από δεκαετίες δημόσιας καταπίεσης· ο αριθμός των Χριστιανών είναι ακόμα μικρός αλλά αυξάνεται.
Μετάφραση Φαίη.
Πηγή: the Augustine Collective
ΕΙΚΟΝΕΣ: mtholyoke.edu – «beyond torture» The Pitesti Experience
Παραπομπές/Βοηθήματα
1 Sophie Lunn-Rockliffe, “Christianity and the Roman Empire,” BBC, 6 June 2010 .
2 Rodney Stark, The Rise of Christianity: A Sociologist Reconsiders History (Princeton: Princeton University Press, 1996) 6-9.
3 Gerald Buss, The Bear’s Hug: Christian Belief and the Soviet State, 1917-1986 (Grand Rapids: Eerdmans, 1987) 137.
4 During the Second World War, the government declared an armistice with the church in order to unify and strengthen the country as much as possible while fighting against the Nazis. The state also sponsored initiatives to infiltrate and control the Orthodox Church that met with some success.
5 Karl Tobien, Dancing under the Red Star (Colorado Springs: WaterBrook, 2006) 7.
6 Philip Walters, “The Russian Orthodox Church and the Soviet State,” The Annals of the American Academy of Political and Social Science 483 (1986): 143.
7 William C. Fletcher, A Study in Survival: The Church in Russia 1917-1943 (New York: Macmillan, 1965) 25.
8 Howard L. Parsons, Christianity Today in the USSR (New York: International, 1987) 161.
9 Ibid. 162.
10 Alexander Veinbergs, “Lutherism and Other Denominations,” Aspects of Religion in the Soviet Union 1917-1967, ed. Richard H Marshall, Jr, Thomas E Bird, and Andrew Q Blaine (Chicago: University of Chicago Press, 1971) 410.
11 Ibid.
12 Buss 104.
13 Ibid. 144. Religious activity charges are found under Articles 142 and 227 of the Russian Socialist Federal Soviet Republic (RSRSR) Criminal Code. The civil and political charges are found under Articles 70, 190:1, 206, and 209 of the RSRSR Criminal Code. “Parasitism” effectively meant unemployment, as it is expressed in Article 209. “Hooliganism,” found in Article 206, was applied to resistance to searches. The more serious charges of “slandering the Soviet system” and “anti-Soviet propaganda” carried prison terms, not fines.
14 Buss 112.
15 Matthew 13:12-13.
16 Mark 13:12-13.
17 Aleksandr I Solzhenitsyn. The Gulag Archipelago 1918-1956: An Experiment in Literary Investigation, vol. 1, trans. Thomas P. Whitney, (New York: Harper & Row, 1974) 131.
18 Aleksandr I. Solzhenitsyn, The Gulag Archipelago 1918-1956: An Experiment in Literary Investigation, vol. 2, trans. Thomas P. Whitney (New York: Harper & Row, 1975), 626.
19 Ibid. 310.
20 Jennifer Jean Wynot, Keeping the Faith: Russian Orthodox Monasticism in the Soviet Union, 1917-1939 (College Station: Texas A&M University Press, 2004) 138.
21 Solzhenitsyn, vol. 2, 623.
22 Wynot 136.
23 Beyond Torture: The Gulag of Pitesti, Romania, DVD (Worchester, Pennsylvania: Vision Video,
2007).
24 Wynot 138.
25 Alexander and Vera Bouteneff, Father Arseny, 1893-1973: Priest, Prisoner, Spiritual Father, trans. Vera Bouteneff (Crestwood: St Vladimir’s Seminary, 1998) 21.
26 Ibid. 23.
27 Ibid. 20.
28 Wynot 95.
29 Dimitry V. Pospielovsky, Soviet Studies on the Church and the Believer’s Response to Atheism, vol. 3 (New York: St. Martin’s, 1988) 223.
________
Τα Εργαστήρια Δημιουργίας της Προσωπικότητας του Κομμουνιστή – Το Γκούλαγκ στο Πιτέστι της Ρουμανίας.
(ακολουθούν αποσπάσματα του βίντεο)
«Όταν έλεγες πιστεύω ακόμα στο Θεό, μέσα σε 5 λεπτά ήσουν γεμάτος αίματα.»
«Το 1949, χιλιάδες Ρουμάνοι διανοούμενοι, καθηγητές και Χριστιανοί στοχοποιήθηκαν συστηματικά για να τους επιβληθεί πλύση εγκεφάλου. Φυλακίστηκαν στο Πιτέστι της Ρουμανίας, ένα μέρος το οποίο περιγράφεται από έναν συγγραφέα ως «το μέρος που ελέγχονταν από απάνθρωπους«. Η βαρβαρότητα στο Πιτέστι ονομαζόταν «επανεκπαίδευση – re-education» διότι αυτός ήταν ο σκοπός των σταλινικών, να «επανεκπαιδεύσουν» τα θύματά τους. Μακριά από την ελεύθερη σκέψη, την οικογένεια, μακριά από το Θεό και προς τον κομμουνισμό. Ήταν ένα πείραμα που στόχευε πέρα από τα βασανιστήρια. Ο γιατρός Νίκου Γιουνίτσα, ο ιερέας Ζόρζε Κάλτσιου και ο ιερέας Ρομάν Μπράγκα είναι τρεις επιβιώσαντες του γκούλαγκ στο Πιτέστι.»
«Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Σοβιετκή Ένωση χρησιμοποίησε πολλές μεθόδους καταπίεσης και βασανισμών. Η «επανεκπαίδευση» στο Πιτέστι ήταν μια από τις πιο άγριες. Στο βιβλίο του «Οι Απάνθρωποι» (The Anti-humans), ο συγγραφέας Ταβριόν Μπατόσκυ εξηγεί: Ειδικό βάρος δινόταν στην καταστροφή της αγάπης για την οικογένεια με σκοπό να απομονωθεί εντελώς το θύμα μέσα στη δική του μιζέρια. Κομμένος από την ιστορία του, την πίστη του και την οικογένειά του, το τελικό βήμα στην επανεκπαίδευσή του ήταν η καταστροφή της προσωπικότητάς του. Αυτό ήταν το πιο οδυνηρό βήμα όλων και ονομαζόταν «η αφαίρεση του προσωπείου – unmasking«.»
«Το πείραμα αυτό κράτησε μόνο τρία χρόνια – από το 1949 έως το 1952. Σταμάτησε λόγω της κτηνωδίας του και λόγω των διαμαρτυριών διεθνώς όταν μαθεύτηκε. Υπήρχαν νέοι άνθρωποι φυλακισμένοι στο Πιτέστι, μορφωμένοι, διαφορετικών θρησκειών και επαγγελμάτων και το πείραμα αποσκοπούσε να τους φέρει όλους στο ίδιο επίπεδο, ευθυγραμμίζοντάς τους στο δόγμα του κομμουνισμού αφού πρώτα θα ξερίζωνε όλες τις δικές τους αξίες. Το πείραμα ξεκίνησε από το γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν ικανοί για υψηλότερη μόρφωση, δηλαδή είχαν την προδιάθεση για μελέτη και συγκρότηση. Και αφού είχαν μάθει να πιστεύουν σε κάποια πράγματα, θα μπορούσαν να τα ξεμάθουν και να πιστέψουν σε κάτι άλλο. Αυτή ήταν η βασική ιδέα και οι βασανισμοί ήταν μια μέθοδος.» [Δρ Καμίλια Ντορού.]
«Οι φυλακισμένοι στο Πιτέστι υπέμεναν άγρυπνες νύχτες, ξυλοδαρμούς, πείνα, ψυχολογικά βασανιστήρια και ασεβείς πράξεις που έρχονταν σε αντίθεση με την Ορθόδοξη πίστη τους.»
«Επειδή πολλοί από τους φυλακισμένους ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί, τους ανάγκαζαν να αναπαραστήσουν τη Θεία Λειτουργία. Τα λόγια της Θείας Λειτουργίας αντικαταστάθηκαν από βλασφημίες και η Θεία Κοινωνία από ανθρώπινα κόπρανα. Αλλά ίσως το χειρότερο βασανιστήριο όλων στο Πιτέστι ήταν η προδοσία των φίλων. Μετά από βάναυση τιμωρία μηνών υπόσχονταν στους Ρουμάνους φυλακισμένους ότι θα τους ελευθερώσουν αν βοηθήσουν στην «επανεκπαίδευση» των νέων φυλακισμένων. Ρουμάνοι τώρα βασάνιζαν Ρουμάνους.»
Γιατρός Νίκου Γιουνίτσα.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία, το Πιτέστι ήταν η χειρότερη φυλακή. Έζησα μέσα στον τρόμο για έξι μήνες στο κελί νούμερο ένα του υπογείου. Ήμουν εκεί για ένα χρόνο αλλά οι έξι μήνες ήταν τρομακτικοί γιατί εκτός από τους ξυλοδαρμούς υπήρχε και κάτι άλλο. Έπρεπε να μπουσουλάμε στα τέσσερα γύρω από τα ξύλινα κρεβάτια. Για πόσο; Για μία, δύο, τρεις, τέσσερις ώρες μέχρι να πέσουμε και όταν αυτό συνέβαινε, οι βασανιστές μας και οι άλλοι φυλακισμένοι στεκόντουσαν από πάνω μας με ρόπαλα και μας χτυπούσαν ή μας κλωτσούσαν με τα πόδια τους για να συνεχίσουμε. Και αυτό ήταν εύκολο· υπήρχε και κάτι άλλο. Υπήρχε και το ονομαζόμενο «διπλό περπάτημα στα τέσσερα», το έλεγαν και το «περπάτημα με το φορτίο» όπου έπρεπε να περπατήσουμε στα τέσσερα ενώ έχουμε φορτωθεί στην πλάτη μας έναν άλλον φυλακισμένο για μία, δύο, τρεις, τέσσερις ώρες. Ή το άλλο. Μία τρομακτική άσκηση αντοχής ύπνου που κάποιος παρακολουθούσε. Έπρεπε να κοιμηθούμε σε μια συγκεκριμένη στάση. Αλλά όταν κοιμάσαι αλλάζεις θέση γιατί οι μύες πιάνονται.. και κατά τη διάρκεια του ύπνου ο άνθρωπος κάθε 5 έως 20 λεπτά αλλάζει τη θέση του σώματος αλλά σε εμάς αυτό δεν επιτρεπόταν αλλιώς μας χτυπούσαν στο πίσω μέρος των ποδιών μας. Και ο τρόπος που το έκαναν αυτό ήταν βάναυσος. Μας ξάπλωναν πάνω στο ξύλινο κρεβάτι και μας χτυπούσαν όλοι στη σειρά μέχρι να σπάσουν τα ρόπαλά τους. Ή το άλλο, όπου ο ένας έπεφτε πάνω στον άλλον. Εγώ είχα κάνει 1000 ‘πεσίματα’. Ήμασταν τρεις, εγώ ήμουν ο πιο κοντός και υπήρχε ο δεύτερος και ο τρίτος δίπλα μου. Και έπρεπε να πέσουμε κάτω [από την όρθια στάση] χωρίς να βάλουμε τα χέρια μπροστά αλλά να πέσουμε κατευθείαν πάνω στο τσιμέντο και μετά ακολουθούσε ο δεύτερος πάνω μου και ο τρίτος πάνω μου. Και αφού το κάναμε 100 φορές [με αυτή τη σειρά] μετά αλλάζαμε. Έκανα 1000 από αυτά και μετά ξάπλωσα στο ξύλινο κρεβάτι και τρεις άντρες με χτυπούσαν μέχρι να εξαντληθούν από την κούραση.»
Ιερέας Ζόρζε Κάλτσιου.
«Φοίτησα 2 χρόνια στη Σχολή Ιατρικής στο Βουκουρέστι και στο τέλος του δεύτερου έτους με συνέλαβαν.»
«Συνέλαβαν μια ολόκληρη γενιά: διανοούμενους, ιερείς, χωρικούς με κάποια κοινωνική θέση, για να δημιουργήσουν ένα κενό ανάμεσα στην παλιά και στη νέα γενιά. [Όσον αφορά αυτό το κενό] γνώριζαν ότι η δική μας η γενιά είχε πολύ σημαντικό ρόλο. Ήμασταν οι διαβιβαστές των αξιών από την παλιά γενιά στη νέα γενιά. Έτσι έκοψαν αυτό που σύνδεε τη δική μας τη γενιά με την επόμενη.»
Απάντηση στο ερώτημα ποιος ήταν ο σκοπός του γκούλαγκ στο Πιτέστι.
«Υπήρχαν δύο σκοπιμότητες. Η μία ήταν πολιτική η άλλη είχε να κάνει με την εσωτερική πάλη ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Επειδή ήμασταν νέοι, είχαμε κάποιες αρχές, ήμασταν πολύ πιστοί και η πνευματική αντίσταση είναι ίσως πιο σημαντική από την υλική αντίσταση. [Αυτοί] το μέρος του κακού, ήξεραν ακριβώς που να χτυπήσουν. ‘Ετσι, προσπάθησαν να καταστρέψουν την ψυχή μας, αυτό που μας ένωνε και την εμπιστοσύνη που είχαμε ο ένας στον άλλον και κατάφεραν να μας κάνουν άτομα· όχι πρόσωπα, μέσω βασανισμών, δολοφονιών, παρακολουθήσεων, πίεσης, μέχρι να φτάσουμε σε εκείνο το σημείο που θα νοιώσουμε ότι χάνουμε το μυαλό μας. Πολλοί από εμάς πέθαναν, άλλοι τρελλάθηκαν, αλλά σε κάποιους από εμάς το καλό θριάμβευσε.»
«Πάντα ξεκινούσαν τους βασανισμούς στο φυσικό σώμα. Έτσι κατάφεραν να μας τρομοκρατούν, να μας φοβίζουν. Και μετά σκέφτηκαν την πίεση στο ηθικό επίπεδο αλλά πάντα συνοδευόταν με φυσική πίεση. Ήμασταν υποχρεωμένοι να αποκηρύξουμε τα πάντα.»
«Πολλοί τρελλάθηκαν. Πολλοί αυτοκτόνησαν. Πολλοί πέθαναν από τα βασανιστήρια. Όταν αυτό το βασανιστήριο τέλειωσε, αρχίσαμε να αναρρώνουμε σιγά σιγά. Χρειαζόμαστε χρόνια για να αναρρώσουμε.. καταλαβαίνεις. Σήμερα όταν οδηγώ το αμάξι και με σταματήσει ένας αστυνομικός, ο τρόμος από μέσα μου αρχίζει να βγαίνει. Κάπου βαθιά μέσα μου αυτός ο τρόμος ακόμα υπάρχει.»
Απάντηση στο ερώτημα πώς κάποιος αντιμετωπίζει τον εσωτερκό πόνο και δεν τον αφήνει να τον κυριεύσει.
«Νομίζω η απάντηση είναι η προσπάθεια συγχώρεσης.»
«Όταν βγήκα από τη φυλακή έβαλα σε χαρτί τις αναμνήσεις μου. Και θυμόμουν γεγονότα, πρόσωπα και ένοιωθα ο θυμός να με κυριεύει. Και έβαλα ένα τέλος σε όλο αυτό. Και τώρα, μετά από όλα αυτά, ακόμα έχω τον πόνο στην ψυχή μου, όταν θυμάμαι ακόμα έχω τον τρόμο μέσα μου αλλά ξέχασα τα ονόματα των βασανιστών μου, ξέχασα το όνομα του αξιωματικού που με ανέκρινε. Τη δεύτερη φορά που με συνέλαβαν αρνήθηκα να διαβάσω τα χαρτιά για να μην δω το όνομά του αξιωματικού που με είχε συλλάβει. Έτσι δεν γνωρίζω ποιος με ανέκρινε τη δεύτερη φορά. Αλλά δεν θυμάμαι και την πρώτη. Ο Θεός με βοήθησε να ξεχάσω τα πάντα.»
Ιερέας Ρομάν Μπράγκα.
«Φοίτησα στο πανεπιστήμιο στο Βουκουρέστι για να γίνω δάσκαλος της Ρουμανικής γλώσσας και λογοτεχνίας και ξεκίνησα να διδάσκω σε ένα γυμνάσιο στο Βουκουρέστι. Όταν ήρθαν οι κομμουνιστές δεν τους άρεσε η μέθοδός μου διότι εισήγαγαν την μαρξιστική προσέγγιση στα πάντα, μαρξιστική υλιστική ερμηνεία. Δεν ήθελα να λέω ψέματα στους μαθητές μου και συνέχισα μέχρι που με συνέλαβαν.»
«Κατά τη διάρκεια του κομμουνισμού υπήρχαν κάποιες ειδικές φυλακές οι οποίες ήταν [σαν] εργαστήρια όπου πίστευαν ότι θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μία κομμουνιστική προσωπικότητα. Χρησιμοποίησαν όλες τις μεθόδους. Για παράδειγμα, νοσοκομείο για ψυχικές ασθένειες. Είχαν ψυχιάτρους, οι γιατροί ήταν πολύ σημαντικοί. Κομμουνιστές γιατροί έκαναν πειράματα στη Ρωσσία και ήρθαν να μας δώσουν ειδικά φάρμακα λέγοντας, εντάξει είσαι τρελλός επειδή δεν είσαι κομμουνιστής, ή είσαι τρελλός επειδή πιστεύεις στο Θεό..»
«Υπήρχε μια στάση, μια ιδιαίτερη στάση με την οποία θυμάσαι τα πάντα. Αυτή ήταν.. [κάθεται με τα χέρια ακουμπημένα πάνω στα πόδια και το κεφάλι σκυφτό]. Ήμουν έτσι για έξι μήνες. Τι ήθελαν να καταφέρουν. Να σε κρατήσουν στο όριο μεταξύ του φυσιολογικού και του μη φυσιολογικού. Και κανείς δεν μπορεί να μείνει σε αυτήν την κατάσταση.»
«Τι συνέβει στο Πιτέστι; Το Πιτέστι έκλεισε γιατί ένας κρατούμενος δραπέτευσε και δραπέτευσε και από τη χώρα και το BBC [άρχισε να λέει] κάτι για μια ειδική φυλακή στο Πιτέστι της Ρουμανίας. Και την έκλεισαν αμέσως γιατί στον κομμουνισμό σκοτώνουν και βασανίζουν αλλά δεν θέλουν κανείς να το ξέρει. Όταν κάτι τέτοιο μαθαίνεται τότε βρίσκουν αμέσως έναν αποδιοπομπαίο τράγο και αυτό ακριβώς έγινε. Καταδίκασαν και εκτέλεσαν τον διευθυντή της φυλακής, τους γιατρούς (ένας από αυτούς μάλιστα ήταν γιατρός σε νοσοκομείο της πόλης). Καταδίκασαν και όλους τους φύλακες. Όλοι όσοι γνωρίζουν θα εξαφανιστούν διότι ο κομμουνισμός δεν θέλει να υπάρχουν [εις βάρος του] άσχημα καταγεγραμμένα πράγματα.»
Απάντηση στο ερώτημα πως τα κατάφερε να τα ξεπεράσει όλα αυτά χωρίς να γίνει ένας πικρόχολος και κυνικός άνθρωπος.
«Ωωωω [κάνει το σταυρό του με χαρά] ευχαριστώ το Θεό, ο Θεός να τους ευλογεί [τους βασανιστές του]. Αν κάποιοι από αυτούς είναι ακόμα ζωντανοί τους συγχώρεσα εκείνη τη στιγμή. Ξέρεις (αν και πρέπει να το ζήσεις για να το καταλάβεις), όταν υποφέρεις λίγο γίνεσαι όλος μίσος· αν υποφέρεις πολύ όμως τότε συγχωρείς τα πάντα. Ο Ιησούς στον Σταυρό.. [που είπε] «Θεέ μου συγχώρεσέ τους δεν ξέρουν τι κάνουν». Το ίδιο πράγμα συμβαίνει και με σένα, το ίδιο συναίσθημα έχεις… τους βλέπεις να σε βασανίζουν, να σε εξευτελίζουν και τους κοιτάς και καταλαβαίνεις ότι δεν ξέρουν τι κάνουν. Τους συγχωρούμε και θέλουμε να έρθουν στο Θεό και να γίνουν άνθρωποι.»
Σχόλιο για την μετέπειτα φυλάκιση στην απομόνωση (πολλοί από τους φυλακισμένους που βγήκαν από το Πιτέστι συνελήφθησαν πάλι αργότερα και πήγαν σε φυλακές απομονωσης για χρόνια).
«Ήμουν στην απομόνωση για πολύ καιρό και αυτή ήταν η θετική μου εμπειρία. Ήμασταν απομονωμένοι διότι είχαν την ιδέα ότι εάν οι διανοούμενοι είναι απομονωμένοι χωρίς βιβλία, χωρίς χαρτί, χωρίς μολύβι θα γίνουν κτήνη. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει. Είναι πραγματικά ευλογία να είσαι έτσι, γιατί μερικές φορές είμαστε σκλάβοι των βιβλίων. Όταν βρίσκεσαι έξω δεν είσαι ο εαυτός σου, δεν ρωτάς καν «ποιος είμαι» διαβάζεις πολύ και είσαι φτιαγμένος από αποσπάσματα [βιβλίων], καταλαβαίνεις τι λέω. Δεν είσαι ελεύθερος αλλά εκεί [στη φυλακή] δεν έχεις καμία προοπτική να βγεις έξω· βρίσκεσαι μέσα σε τέσσερις τοίχους. Αλλά πρέπει να πας κάπου γιατί το ανθρώπινο πνεύμα είναι εξερευνητής. Μετά αυτό που συνέβη σε μένα, κάτι το οποίο δεν ένοιωσα ούτε και στην ίδια μου την οικογένεια που ήταν μια πολύ καλή Χριστιανική οικογένεια, που πήγαιναν στην εκκλησία, που προσεύχονταν κάθε μέρα αλλά ήσαν άνθρωποι συνηθισμένοι, ήταν ότι στην απομόνωση ανακάλυψα τον εαυτό μου.»
Πηγή: (Alexandra Heywood - The Dartmouth Apologia ), Αβέρωφ