Την Πέμπτη, 04-06-2020 πραγματοποιήθηκε η δίκη στο Συμβούλιο της Επικρατείας για την Προσφυγή Πανεπιστημιακών Καθηγητών που αιτούνται την ακύρωση της απόφασης για την ίδρυση Τμήματος Μουσουλμανικών Σπουδών στο Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης
Στο Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης είχε αποφασιστεί, το έτος 2014, η ίδρυση και λειτουργία Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών, τετραετούς φοίτησης, σαράντα οκτώ (48) μαθημάτων, μετά από την παρακολούθηση των οποίων θα απονέμεται πτυχίο με ειδίκευση στον Μουσουλμανισμό.
Η απόφαση αυτή είναι σαφές ότι αλλοιώνει τον ιστορικό ορθόδοξο θεολογικό χαρακτήρα της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. Κυρίως, όμως, συνιστά άλλο ένα “χτύπημα” εναντίον της Ορθοδοξίας στην Ελλάδα, αυτή τη φορά στο θεολογικό χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Συγκεκριμένα, τον Μάρτιο του 2014, είκοσι τρεις (23) από τους τριάντα εννέα (39) καθηγητές του Τμήματος Θεολογίας -και από τους συνολικά εβδομήντα δύο (72) των δύο Τμημάτων της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.- αποφάσισαν την ίδρυση κατευθύνσεως Μουσουλμανικών Σπουδών εντός του Προγράμματος Σπουδών της ιστορικής Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.
Ως προς την εγκυρότητα της απόφασης, νομικά, θα έπρεπε να περάσει από τη Γενική Συνέλευση της Θεολογικής Σχολής, μια Συνέλευση όμως που δεν συγκλήθηκε ποτέ.
Στην ιδρυτική αυτή απόφαση ήταν κάθετα αντίθετο το άλλο Τμήμα της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., το Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας, μετά από Γενική Συνέλευση των μελών του.
Από το 2016 μέχρι σήμερα λειτουργεί αυτό το περίεργο τερατούργημα ως Τμήμα σπουδών της Ισλαμικής Θεολογίας εντός Τμήματος Ορθόδοξης Θεολογίας. Ο συμφυρμός Χριστιανικών και Ισλαμικών Σπουδών συνιστά διεθνή πρωτοτυπία, διότι είναι γεγονός ότι ποτέ και πουθενά δεν έχει επιχειρηθεί να λειτουργήσει ένα τόσο ομιχλώδες κατασκεύασμα, τόσο σε Προτεσταντικές, όσο και σε Ρωμαιοκαθολικές Θεολογικές Σχολές, ούτε, φυσικά, σε Σχολές του Ισλάμ ή άλλων Θρησκειών.
Ο συμφυρμός Χριστιανικών και Ισλαμικών Σπουδών είναι επιστημονικώς, παιδαγωγικώς και θεολογικώς ανεξήγητος. Η προσπάθεια εμφύτευσης και λειτουργίας μιας Κατεύθυνσης Ισλαμικών Σπουδών σε μία Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή, η οποία δεν είχε ούτε έχει -ούτε μπορεί να έχει- κανενός είδους σχέση με αυτές τις Σπουδές και η οποία, λόγω της φυσιογνωμίας της, δεν μπορεί να τις υποστηρίξει επιστημονικώς ούτε να εγγυηθεί την αρτιότητα και την ακαδημαϊκή τους αυτοτέλεια, θεωρείται τουλάχιστον παράδοξη.
Οι Μουσουλμανικές Σπουδές δεν είναι δυνατόν να αποτελούν έργο που υπηρετείται από ορθόδοξους θεολόγους, αποκλειστική αποστολή των οποίων, από πλευράς θεολογικής και επιστημονικής -αλλά και επαγγελματικής- είναι η σταθερή προσήλωσή τους στη διδασκαλία της Ορθόδοξης Θεολογίας, σύμφωνα και με το επιμέρους γνωστικό τους αντικείμενο, για το οποίο άλλωστε και εξελέγησαν και διορίστηκαν.
Με δεδομένο ότι δεν υφίσταται Ορθόδοξη Θεολογία εκτός Ορθόδοξης Εκκλησίας, όσοι διακονούν την Ορθόδοξη Θεολογία οφείλουν να ακολουθούν την αντίστοιχη διδασκαλία και να διδάσκουν αποκλειστικά και μόνο τα δόγματα της Ορθοδόξου Πίστεως. Ο Ορθόδοξος Θεολόγος δεν είναι ούτε φιλόσοφος, ούτε θρησκειολόγος, ούτε κοινωνιολόγος της θρησκείας.
Η προσέγγιση των Αγίων και Πατέρων της Εκκλησίας στην έννοια της Θεολογίας δεν έχει ουδεμία σχέση με τη διδασκαλία της «Θεολογίας», έτσι όπως την προσλαμβάνει και την υποστηρίζει μία μικρή μερίδα θεολόγων -και δυστυχώς ορισμένων Επισκόπων- μεταξύ των οποίων και οι εμπνευστές και οι υποστηρικτές του εγχειρήματος περί αναμείξεως της ισλαμικής με τη χριστιανική θεολογία.
Το εγχείρημα της ίδρυσης Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών εντός ενός ορθόδοξου Τμήματος της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ αποτελεί ένα ακόμα «προϊόν» αυτής της τάσης πολτοποιήσεως μιας θρησκευτικής θεολογίας με την εν Χριστώ Αποκαλυπτική Θεολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η τάση αυτή πορεύεται με έναν τρόπο θεολογικά τουλάχιστον παράδοξο. Χρησιμοποιεί ακατάλληλα ορθολογικά, γνωσιολογικά, κοινωνιολογικά και ανθρωπιστικά κριτήρια και επικαλείται μονότονα γενικώς παραδεδεγμένες πανανθρώπινες αξίες. Οι αξίες αυτές, ωστόσο, στον χώρο τουλάχιστον της Ορθοδόξου Παραδόσεως, είναι, διαχρονικά όχι απλώς γνωστές, αλλά αποτελούν, επίσης, αναπόσπαστο μέρος της και, προφανώς, δεν περίμεναν την «ανακάλυψή» και ανάδειξή τους από τους σύγχρονους εντεταλμένους ερευνητές του «άλλου», του «ξένου», του «διαφορετικού», σε επίπεδο εκκοσμικευμένης και όχι αποκαλυπτικής θεολογίας.
Η ίδρυση Τμήματος Μουσουλμανικών Σπουδών -σε συνδυασμό με την μανιώδη προσπάθεια επικράτησης του πολυθρησκευτικού μοντέλου εκπαίδευσης στην Α/θμια και Β/θμια Εκπαίδευση, μέσω του προτεινόμενου Προγράμματος Σπουδών για τα Θρησκευτικά Δημοτικού και Γυμνασίου, παρά τις αντιδράσεις, δείχνει ότι οι σχεδιασμοί αυτοί επεκτείνονται μεθοδευμένα και συστηματικά, πέραν της Α/θμιας και Β/θμιας, και στην Γ/θμια Εκπαίδευση.
Στόχος αυτών των σχεδιασμών φαίνεται ότι είναι η διάδοση και επικράτηση μίας νέας συναφειακής, πολυθρησκειακής, πολυπολιτισμικής «θεολογίας», ως υποκατάστατου της αληθινής και εκ Θείας Αποκαλύψεως Πίστεως και Θεολογίας, παράλληλα με τη σταδιακή οικοδόμηση των προϋποθέσεων μεταπτώσεως της θρησκευτικής συνείδησης φοιτητών και μαθητών, από το πνεύμα της Ζώσας Εκκλησιαστικής Παραδόσεως σε μία ομογενοποιημένη και εκκοσμικευμένη παγκόσμια «Θρησκεία», με χαρακτηριστικά ανθρωποκεντρικής και διαθρησκειακής πνευματικότητος, η οποία σκοπό έχει να αποστασιοποιεί τους ορθόδοξους νέους από την Ορθόδοξη Πίστη.