Ἕνα οἰκοδόμημα τελείως διαφορετικὸ ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα. Μεγαλόπρεπο καὶ ἐπιβλητικὸ ξεχωρίζει ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα γύρω του στὶς πόλεις καὶ στὰ χωριά μας. Ἄλλοτε τὸ βλέπουμε ταπεινὸ καὶ ἀπέριττο σὲ κάποια ὄμορφη ἀκρογιαλιὰ τῆς Πατρίδας μας ἢ τὸ συναντοῦμε σὲ κάποια κατάφυτη βουνοπλαγιὰ σκαρφαλωμένο. Μὲ τὴν ἰδιαίτερη ἀρχιτεκτονική του, μὲ τὸν Τίμιο Σταυρὸ στὴν κορυφή του, μὲ τὴν ὅλη παρουσία του ξεχωρίζει μέσα σ᾿ ὅλα τὰ ἄλλα οἰκοδομήματα. Δὲν εἶναι σὰν τὰ σπίτια τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ, «ὁ οἶκος Κυρίου». Ὁ ἱερὸς ναός.
Ὁ ναὸς εἶναι ἱερὸς καὶ ὅλα μέσα στὸν ναὸ εἶναι ἱερὰ καὶ ἅγια: ἡ ἁγία Τράπεζα, τὸ ἅγιο Δισκοπότηρο, ἡ ἁγία λαβίδα, τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ὁ Τίμιος Σταυρός, οἱ ἅγιες εἰκόνες, τὰ ἱερὰ λείψανα. Ὅλα εἶναι ἁγιασμένα καὶ μεταδίδουν Χάρι, ζωὴ καὶ ἁγιασμό.
Διότι ὁ ναὸς ἔχει καθαγιασθεῖ καὶ καθιερωθεῖ μὲ τὴν εἰδικὴ τελετὴ τῶν Ἐγκαινίων. Μὲ εἰδικὴ καθαγιαστικὴ εὐχὴ ὁ Ἀρχιερεύς, ποὺ τελεῖ τὰ Ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ, παρακαλεῖ τὸν Ἅγιο Θεὸ νὰ καταπέμψει τὸ Πανάγιον Πνεῦμα, «τὸ προσκυνητὸν καὶ παντοδύναμον», καὶ νὰ ἁγιάσει «τὸν οἶκον τοῦτον». Ζητεῖ νὰ τὸν γεμίσει μὲ «φῶς ἀΐδιον», νὰ τὸν ξεχωρίσει γιὰ δική Του κατοικία, νὰ τὸν ἀναδείξει σκήνωμα τῆς δόξης Του, νὰ τὸν κατακοσμήσει μὲ τὰ θεῖα Του καὶ ὑπερκόσμια χαρίσματα, νὰ τὸν καταστήσει «λιμένα χειμαζομένων, ἰατρεῖον παθῶν, καταφυγὴν ἀσθενῶν, δαιμόνων φυγαδευτήριον». Καὶ ἀκόμη ζητεῖ νὰ ἔχει ὁ Θεὸς τοὺς ὀφθαλμούς του «ἀνεῳγμένους ἐπ᾿ αὐτὸν ἡμέρας καὶ νυκτός, καὶ τὰ ὧτά» του «προσέχοντα εἰς τὴν δέησιν τῶν ἐν φόβῳ Θεοῦ καὶ εὐλαβείᾳ ἐν αὐτῷ εἰσιόντων καὶ ἐπικαλουμένων τὸ πάντιμον καὶ προσκυνητὸν ὄνομά» του· ὥστε νὰ ἀκούει πάνω στὸν οὐρανὸ τὶς αἰτήσεις τους καὶ νὰ στέλνει πλούσια τὰ ἐλέη Του.
Ὁ Ἀρχιερεύς, γιὰ νὰ κάνει πιὸ αἰσθητὴ τὴν παρουσία τῆς Χάριτος στὸν ἱερὸ ναό, χρίει μὲ ἅγιο Μύρο τοὺς τοίχους τοῦ ναοῦ. Ἐπιπλέον τοποθετεῖ στὴν ἁγία Τράπεζα ἱερὰ λείψανα ἁγίων Μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ μὲ τὸ αἷμα τους πότισαν τὸ δένδρο τῆς Πίστεως καὶ στόλισαν μὲ ὑπερκόσμια δόξα τὴν Ἐκκλησία.
Ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος παραμένει πλέον μόνιμα στὸν καθαγιασθέντα ἱερὸ ναὸ καὶ αὐξάνει διαρκῶς, καθὼς τελοῦνται ἐκεῖ διάφορες ἱερὲς Ἀκολουθίες, στὶς ὁποῖες ἀκούγονται ἱερὰ ἁγιογραφικὰ Ἀναγνώσματα, ψάλλονται τροπάρια καὶ ψαλμοί, καθὼς ἐπίσης τελοῦνται Ἁγιασμοὶ καὶ ἱερὰ Μυστήρια καὶ προπάντων τὸ Μυστήριο τῶν Μυστηρίων, ἡ θεία Εὐχαριστία, ὁπότε κοινωνοῦν οἱ πιστοὶ τὸ ἄχραντο Σῶμα τοῦ Κυρίου καὶ τὸ Τίμιο Αἷμα του καὶ λάμπουν καὶ ἀκτινοβολοῦν τὴν παντοδύναμη Χάρι του.
Ὅπως λέει ὁ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης, «μέσα στοὺς ναοὺς ἐνεργοῦν θεῖες δυνάμεις, καὶ συμβαίνουν ἐμφανίσεις ἀγγέλων καὶ Ἁγίων· καὶ θαύματα ἐπιτελοῦνται· καὶ τὰ αἰτήματα ἐκπληρώνονται· καὶ γίνονται θεραπεῖες ἀσθενῶν. Καὶ ὅσα ἄψυχα ἀντικείμενα ὑπάρχουν μέσα στοὺς ναούς, καὶ τὰ νερὰ καὶ οἱ πέτρες καὶ οἱ κίονες καὶ τὰ πέπλα καὶ τὰ σίδερα ἁγιάζουν, ὄχι ἀφ᾿ ἑαυτῶν, ἀφοῦ εἶναι ἄψυχα καὶ κτίσματα τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἔχουν τίποτε ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους. Ὅμως ἐνεργοῦν μὲ τὴ Χάρι τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὴν ἔχουμε ἐπικαλεσθεῖ γι᾿ αὐτά, καὶ μὲ τὴ δύναμη τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἁγίου τοῦ ναοῦ, γιὰ νὰ ἁγιασθοῦμε ἐμεῖς. Ὅπου λοιπὸν ὑπάρχει ὀνομασία καὶ ἐπίκληση τοῦ Θεοῦ ποὺ δημιούργησε τὰ πάντα, τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ ὅλα εἶναι ἅγια, καὶ ὅλα ἁγιάζουν καὶ θεραπεύουν καὶ σώζουν μὲ τὴ Χάρι τοῦ Θεοῦ» («Περὶ τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ καὶ τῆς τούτου καθιερώσεως», PG 155, 336).
Δυστυχῶς τὸν τελευταῖο καιρὸ ἀγνοήθηκε αὐτὴ ἡ συγκλονιστικὴ ὑπερφυσικὴ πραγματικότητα. Οἱ ὀρθόδοξοι ναοὶ στὴν Ὀρθόδοξη Πατρίδα μας ἀντιμετωπίσθηκαν ὅπως οἱ αἴθουσες τῶν θεάτρων, τὰ συνεδριακὰ κέντρα, τὰ μουσουλμανικὰ τεμένη καὶ ὁποιοιδήποτε ἄλλοι χῶροι συνήθων συγκεντρώσεων καὶ ὄχι ὡς ἱεροὶ καὶ ἁγιασμένοι χῶροι, ὅπου οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ πιστοὶ θὰ ἐπεκαλοῦντο τὴ Χάρι τοῦ Θεοῦ, ὥστε καὶ ἀπὸ τὴν ἐνσκήψασα ἐπιδημία νὰ μᾶς ἀπαλλάξει καὶ ἀπὸ κάθε ἄλλο κίνδυνο τὴν Πατρίδα μας νὰ προστατεύσει.
«Ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου», ἔλεγε ὁ ἱερὸς Ψαλμωδὸς (Ψαλ. πγ΄ [83] 3). Ποθεῖ σφοδρὰ καὶ λιώνει ἡ ψυχή μου ἀπὸ τὸν πόθο της νὰ βρεθεῖ στὶς αὐλὲς τοῦ Κυρίου, στὸν ἅγιο ναό του. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης παίρνει ἀφορμὴ ἀπὸ τὸν λόγο αὐτὸν τοῦ ἱεροῦ Ψαλμωδοῦ καὶ συμβουλεύει: «Μὲ ὅλη τὴ δύναμι τῆς ψυχῆς σου νὰ ἀγαπᾶς τὸν ναὸ καὶ νὰ εἰσέρχεσαι σ᾿ αὐτὸν τὸν οἶκο τῆς Ζωῆς μὲ πίστη, εὐλάβεια, ταπεινὸ φρόνημα καὶ φόβο Θεοῦ» (Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης, «Ὁ οὐρανὸς στὴ γῆ», ἐκδ. Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς, 1990, σελ. 63).
Πράγματι! Μὲ λαχτάρα πρέπει νὰ σπεύδουμε στοὺς ἱερούς μας ναούς, γιὰ νὰ συναντοῦμε ἐκεῖ τὸν Θεὸ καὶ νὰ Τὸν λατρεύουμε μὲ βαθιὰ πίστη καὶ εὐλάβεια. Συγχρόνως μὲ ἅγιο φόβο, μὲ φρόνημα ταπεινό, καθὼς αἰσθανόμαστε τὴν ἀναξιότητα καὶ ἁμαρτωλότητά μας. Καὶ βέβαια μὲ σεμνὴ ἐνδυμασία, μὲ ἱεροπρέπεια καὶ προσοχή, μὲ σιωπηλὴ καὶ κατανυκτικὴ συμμετοχὴ στὰ τελούμενα.
Ἂν δὲν προσερχόμαστε στὸν ἱερὸ ναὸ μὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις, κινδυνεύουμε ἡ συμμετοχή μας στὰ τελούμενα νὰ εἶναι «εἰς κρῖμα καὶ εἰς κατάκριμα».
Νὰ μὴν τὸ ἐπιτρέψει ὁ Ἅγιος Θεός· ἀλλὰ νὰ μᾶς ἀξιώνει νὰ ἀπολαμβάνουμε πλούσιες τὶς δωρεές Του, Χάρι, ζωὴ καὶ ἁγιασμό, ποὺ τόσο γενναιόδωρα μᾶς προσφέρονται ἰδιαίτερα μέσα στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ.
Πηγή: (Σωτήρ, Ορθόδοξο Χριστιανικό Περιοδικό, όργανο ομώνυμου αδελφότητος Θεολόγων, Έτος 61ο, 15 Οκτωβρίου 2020, Τεύχος 2229)