Πριν λίγες ημέρες, εν μέσω των προβλημάτων της Πανδημίας του Govid 19, σε προσυνέδριό του, ο γνωστός και αμετανόητος, για το πρόσφατο αντιχριστιανικό και διχαστικό του παρελθόν, πολιτικός φορέας των ριζο-σπαστών επέδειξε ξανά τα άθεα δόντια του, σχεδιάζοντας την, μέσω της προσδοκόμενης πολιτικής του εξουσίας ή δυναστείας, επιβολή της υποχρεωτικής αποχριστιανοποίησης της Ελλάδας, της ουδετεροθρησκείας, καθώς και της μετατροπής της Εκκλησίας σε σωματείο, του οποίου τη λειτουργία θα ορίζει και θα κατευθύνει η δική του εξουσία.
Φαίνεται ολοκάθαρα ότι οι ριζο-σπάστες, επιδιώκουν ξανά τη δημιουργία ρήξης και ανατροπής των σχέσεων των Ελλήνων πολιτών με το χριστιανικό τους παρελθόν.
Έτσι, ενώ οι Έλληνες πολίτες εορτάζουμε, με ποικίλες εκδηλώσεις τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, τιμώντας πρωταρχικά τον ευεργετικό ρόλο της Εκκλησίας, εμφανίζονται ξανά οι ριζο-σπάστες, για να δώσουν το δικό τους αθεϊστικό στίγμα και να μας υπενθυμίσουν με τα προσυνεδριακά τους μανιφέστα ότι, αν και όταν ξανακυβερνήσουν, σχεδιάζουν να χαλάσουν και να αλλάξουν όσα δεν πρόλαβαν ή δεν μπόρεσαν στην περίοδο διακυβέρνησης της χώρας, υπό το δικό τους καθεστώς.
Φαίνεται ότι έχουν μια δική τους αντίληψη για τη δημοκρατία, θεωρώντας την ως ευκαιρία να εκδικούνται όσους πιστεύουν διαφορετικά από αυτούς, όπως οι είναι οι ορθόδοξοι Χριστιανοί, να ανατρέπουν και να καταργούν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες τους.
Ωστόσο, πέφτουν διαρκώς σε αντιφάσεις, διότι, αφενός, ζητούν οι ίδιοι, γι αυτούς και τους ομοϊδεάτες τους, σεβασμό και ανοχή στη διαφορά τους και, αφετέρου, δεν σχεδιάζουν ούτε προτίθενται, αν ο λαός τους επαναφέρει στην εξουσία, να σέβονται και να ανέχονται τους διαφορετικούς, φανερώνοντας τη λειψή και ανάπηρη σχέση που έχουν, ως πολιτικός φορέας, με τους δημοκρατικούς θεσμούς, με την αλήθεια των πραγμάτων, με τη χορήγηση ελευθεριών και με την αδιάκριτη αγάπη προς όλους τους πολίτες, όπως οφείλει να κάνει, σε μια κοινοβουλετική δημοκρατία, κάθε εκλεγμένη αρχή.
Από την προσυνεδριακή στάση τους, είναι εμφανές ότι είναι υποταγμένοι σε πάθη, όπως η υποκρισία, ο φαρισαϊκός τυπικισμός, η αδιάλειπτη κριτική που ασκούν εναντίον όλων των άλλων, χωρίς οι ίδιοι να έχουν αυτογνωσία και να κάνουν αυτοκριτική.
Τα κείμενά τους, εξεταζόμενα μέσω της ψυχολογίας της γλώσσας, αποκαλύπτουν την πολιτική τους αγυρτεία και ασυνέπεια, καθώς είναι εμφανές ότι, ως πολιτικοί, δείχνουν πως δεν σκοπεύουν να λειτουργήσουν και αυτή τη φορά αδιάκριτα υπέρ όλων των πολιτών καθώς φανερώνουν απέραντη αντιπάθεια και μίσος εναντίον των χριστιανών πολιτών, που αποτελούν άλλωστε τη μεγάλη πλειονότητα του Ελληνικού λαού.
Ενώ, όμως, δεν κρύβουν τις άγριες προθέσεις τους και τις διακρίσεις που κάνουν στοχοποιώντας, όσους πιστεύουν στον Χριστό, από την άλλη πλευρά, σπεύδουν στα κείμενά τους, εξ’ αρχής, για λόγους πολιτικής ευελιξίας, να διαβεβαιώσουν ότι το κόμμα τους «σέβεται το θρησκευτικό αίσθημα του ελληνικού λαού και τιμά τις παραδόσεις του», ενώ χαρακτηρίζουν, διπλωματικά, τον χωρισμό, ως «μια νέα, σύγχρονη ρύθμιση των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας», που εντάσσεται στην προοπτική της κατοχύρωσης της «ανεξαρτησίας της Εκκλησίας από την Πολιτεία»!
Τι φαρισαϊκή διπλοπροσωπία! Τον χωρισμό Εκκλησίας-Πολιτείας, τον γλυκαίνουν κα τον χρυσώνουν, λανσάροντάς τον, ως «σύγχρονη ρύθμιση των σχέσεών τους», ενώ είναι σαφές όπως οι ίδιοι αναφέρουν ότι επιδιώκουν να καταργήσουν όλα εκείνα που συνδέουν τον πολίτη με την πίστη και την Εκκλησία του και κυρίως τις θρησκευτικές του ελευθερίες.
Πιο συγκεκριμένα σχεδιάζουν:
α) Την αναθεώρηση του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας, για να επιτρέπει τον χωρισμό Εκκλησίας –Πολιτείας και την επέμβαση της Πολιτείας στη λειτουργία της Εκκλησίας της Ελλάδας, μια επέμβαση, όμως, που σπεύδουν να τη χαρακτηρίσουν ως ευεργεσία, ισχυριζόμενοι ότι «κατοχυρώνει το αυτοδιοίκητο της Εκκλησίας και την θωρακίζει από τις πολιτικές παρεμβάσεις»! Όλοι βέβαια κατανοούν τι μπορεί να σημαίνει μια επέμβαση άθεων και αδαών με τα εκκλησιαστικά πολιτικών στα οντολογικά θέματα λειτουργίας της Εκκλησίας.
β) Την καθιέρωση του πολιτικού όρκου, «ως πίστη στους Νόμους και στο Σύνταγμα της χώρας, την άρση της υποχρεωτικής προσευχής στα σχολεία, τον υποχρεωτικό πολιτικό γάμο και την μη ανάρτηση θρησκευτικών συμβόλων σε δημόσιες υπηρεσίες».
γ) Την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, με κατάργηση της διάταξης, που ορίζει ότι «αποστολή της παιδείας είναι η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης.
δ) Την «τροποποίηση του προοιμίου του Συντάγματος», το οποίο, φυσικά, δεν αρέσει στους άθεους, διότι αρχίζει με αναφορά «Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος».
Με βάση τα παραπάνω, όλοι αντιλαμβάνονται ότι το προσυνεδριακό αφήγημα των ριζο-σπαστών, σχεδιάζει ένα βίαιο ξερίζωμα της σχέσεως των Ελλήνων Χριστιανών από την μητέρα και τροφό Εκκλησία τους, που είναι αυτή, που δίδει νόημα και πνευματικό περιεχόμενο στη ζωή τους.
Ο βαθύτερος στόχος, συνεπώς, του αφηγήματος για τον χωρισμό είναι η αποκοπή του ελληνικού λαού από την πνευματική του παράδοση. Όλοι κατανοούν ότι μέσα από το αφήγημα του χωρισμού Εκκλησίας – Πολιτείας εξυφαίνονται και μεθοδεύονται, έσωθεν και έξωθεν επιβαλλόμενα σχέδια αποσταθεροποίησης, που στοχεύουν στην πνευματική αποδυνάμωση και πτώχευση του λαού μας, από ό, τι του ενέπνεε και του έδινε, πάντοτε, πίστη, δύναμη, θάρρος και αισιοδοξία, για να μπορεί να αντιμετωπίζει, αποτελεσματικά, τόσο τις εθνικές όσο και τις προσωπικές του δυσκολίες.
Η Εκκλησία του Χριστού, με ό, τι συμβολίζει, ήταν, διαχρονικά, παρούσα σε όλες τις εθνικές δοκιμασίες και στήριζε και ένωνε τους Έλληνες στις μεγάλες στιγμές της Ιστορίας τους, κρατώντας μέσα τους το Άγιο Πνεύμα, που γεννούσε την ανιδιοτελή αγάπη, την αφοσίωση και την ετοιμότητα για θυσίες.
Ωστόσο, τι μπορεί να σημαίνει, στην ουσία, χωρισμός Εκκλησίας - Πολιτείας; Οι πολίτες δεν είναι αυτοί, που αποτελούν την Ελληνική Πολιτεία; Το σύνολο των πιστών, αντίστοιχα, δεν είναι αυτοί, που αποτελούν την Εκκλησία;
Συνεπώς, η συντριπτική πλειοψηφία (άνω του 90%) του ελληνικού λαού είναι, ταυτόχρονα, πολίτες της Βασιλείας του Θεού, της Εκκλησίας και, ταυτόχρονα, πολίτες της Πολιτείας.
Πώς μπορεί, επομένως, να χωριστεί ο πολίτης από το πνεύμα και την ψυχή του, τροφοδότης της οποίας είναι η Εκκλησία του; Πώς είναι δυνατό να ευδοκιμεί στην Ελλάδα ένας τέτοιος αδόκιμος και ψεύτικος μύθος παραπλάνησης, που θέλει την Πολιτεία να διαχωριστεί από την Εκκλησία, που είναι εκείνη που ηγεμόνευε και στήριζε τους υπέρ της ελευθερίας της αγώνες για 400 ολόκληρα χρόνια, όταν η πολιτεία, τότε, δεν υπήρχε καν;
Πώς να χωριστούν οι δύο αυτοί φορείς, όταν έχουν σφυρηλατηθεί μεταξύ τους ακατάλυτοι οντολογικοί και ιστορικοί δεσμοί; Μόνον σε ιδεοληπτική πλάνη και σκοπιμότητα, συνεπώς, θα μπορούσε να βασιστεί αυτό το παράλογο και στημένο από τους ριζο - σπάστες διαζύγιο μεταξύ Εκκλησίας –Πολιτείας.
Οι Μεγάλοι αγωνιστές και απελευθερωτές της Ελλάδος πάλεψαν υπέρ της πίστεως αλλά και υπέρ της Πατρίδας. Έκαναν τον Σταυρό τους και πήγαιναν στα όρη και στα λαγκάδια για να αγωνιστούν και να θυσιαστούν για την ελευθερία της Πατρίδας.
Είναι χαρακτηριστικό αυτό που είπε ο Κολοκοτρώνης, μιλώντας στην Πνύκα σε νέους, στις 8 Οκτωβρίου 1833:
«Αφού ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι πίστεψαν στο Ευαγγέλιό Του και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό, τι ημπορούσαν, διά να αλλάξει ο λαός την πίστη του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ’ εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος τον Σταυρό του έκαμε. Παιδιά μου! Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να τη στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ Πατρίδος».
Οι ριζο-σπάστες, όμως, τίποτα από όλα αυτά δεν υπολογίζουν. Βέβαια, όλοι κατανοούν ότι, λόγω ψηφοσυλλεκτικών υπολογισμών, είναι λίγο συγκρατημένοι και γι’ αυτό δεν παραλείπουν να χρησιμοποιούν έναν ιδιότυπο φαρισαϊκό τρόπο πολιτικής αγυρτείας, με τον οποίο πιστεύουν ότι μπορούν να εξαπατούν τον λαό, χωρίς να γίνονται αντιληπτοί, επιχειρώντας, πάντοτε με πονηριά, να ωραιοποιούν το κακό και να παρουσιάζουν το μαύρο άσπρο, τη νύχτα μέρα, την απάτη ευεργεσία.
Οι Έλληνες Χριστιανοί δεν ξεχνούν και δεν εξαπατούνται εύκολα. Έχουν κρίση αλλά και πνευματική διάκριση, διότι είναι διαπαιδαγωγημένοι και ενήμεροι από την εμπειρία παρόμοιων στάσεων και συμπεριφορών που είχαν οι διαχρονικοί τους δάσκαλοι.
Ο προφήτης Σοφονίας (Σοφ. 3, 1-5) ήδη γνωρίζει και ονομάζει όλους αυτούς, τους αμετανόητους «άρχοντες» όλων των εποχών, «λέοντες ωρυόμενους, άνδρες καταφρονητές και λύκους πνευματοφόρους».
Ο Απ. Παύλος, επίσης (Πράξ. 20,30), έχει δεχθεί τις δράσεις τους και τους θεωρεί λύκους, με ένδυμα προβάτου, που ενδιαφέρονται, μόνον για οπαδούς, ενώ, σε άλλο σημείο (Τιμ. Β’ 3, 13), τους ονομάζει «πονηρούς και γόητες», που το μόνο που πετυχαίνουν είναι να προκόβουν μεν, αλλά «επί το χείρον» (προς το χειρότερο), «πλανώντες και πλανόμενοι».
Ο ίδιος ο Χριστός (Λουκ. 13, 32) ονομάζει τον Ηρώδη «Αλώπεκα», λόγω της πονηρίας του.
Συνεπώς, ας γνωρίζουν οι κάθε λογής επίδοξοι ριζο - σπάστες ότι «έχουσιν γνώσιν οι φύλακες».
Πηγή: Ακτίνες, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου