Πολύς λόγος γίνεται για το ενδεχόμενο απαγόρευσης εισόδου στους ναούς, πολιτικών που εξέπεσαν της χριστιανικής ιδιότητας, επιλέγοντας να πολιτευθούν στο δημόσιο βίο αντίθετα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας. Πολιτικοί και δημοσιογράφοι, καταδικάζουν ενδεχόμενη απαγόρευση εισόδου στο Ναό, αγνοώντας οι ίδιοι, βασικές αρχές της χριστιανικής πίστης. Φυσικά η Εκκλησία διδάσκει την αγάπη, αλλά αγάπη δεν σημαίνει κατάργηση κάθε κανόνα, ακόμα και της ίδιας της διδασκαλίας της.
Η Εκκλησία έχει θεσπίσει ειδική κατηγορία κατώτερου κλήρου, τους πυλωρούς (ή θυρωρούς), οι οποίοι διακονούν στην είσοδο του ναού, προκειμένου «να μην εισέλθει κανένας αμύητος στη θεία Λειτουργία»[1]. Ο θεσμός των πυλωρών αναφέρεται στις Αποστολικές Διαταγές[2] και συμπεριλαμβάνεται στους Ιερούς Κανόνες[3]. Την προσοχή των πυλωρών καλεί ο διάκονος στη Θ. Λειτουργία πριν την απαγγελία του συμβόλου της Πίστεως, με την εκφώνηση «Τὰς θύρας, τὰς θύρας· ἐν σοφίᾳ πρόσχωμεν[4]».
Επομένως, η Εκκλησία δεν είναι χώρος που εισέρχεται όποιος θέλει απροϋπόθετα. Μάλιστα η αρχιτεκτονική των ναών περιλαμβάνει τον προνάρθηκα, το νάρθηκα, τον κυρίως ναό, το ιερό βήμα, θέτοντας προϋποθέσεις για την είσοδο σε κάθε στάδιο.
«Κατά τους πρώτους αιώνας, σ’ όσους αμάρταναν θανάσιμα, η Εκκλησία για να σώσει τις ψυχές τους, παιδαγωγικά, τους έβαζε βαριά επιτίμια και κανόνες. Αυτοί ήσαν οι “μετανοούντες” και εχωρίζοντο σε διάφορες κατηγορίες, που ήσαν οι εξής: Οι αφορισμένοι[5], οι προσκλαίοντες και χειμαζόμενοι[6], οι υποπίπτοντες[7], οι συνιστάμενοι[8].»[9]
Aν και σήμερα δεν τηρούνται αυτές οι διαβαθμίσεις, μπορεί τουλάχιστον ο καθένας, αν επιθυμεί όντως τη σωτηρία του ώστε να αξιολογεί αυστηρά τον εαυτό του, να αυτοενταχθεί με εντιμότητα στους κατ’ οικονομία παρευρισκόμενους, ώστε να μην ξεθαρρεύει ότι αξίζει κάτι ή να παρατηρεί τους άλλους παρευρισκομένους, να κουβεντιάζει κ.λπ.
Για τους μη βαπτισμένους παρατηρητές, δεν επιτρέπεται η παρουσία στο μυστήριο της Θ. Λειτουργίας μετά τα κατηχούμενα. Οι Ιεροί Κανόνες απαγορεύουν πλήρως την συμμετοχή αιρετικών στην κοινή προσευχή. Αιρετικοί δεν είναι μόνο όσοι έχουν ενταχθεί σε μία αιρετική ομολογία, αλλά και εκείνοι εκ των Ορθοδόξων που διαστρέφουν το λόγο του Θεού, όπως θέλουν οι ίδιοι να είναι. Όποιος δημοσίως υποστηρίζει ότι η αρσενοκοιτία δεν είναι αμαρτία, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη διδασκαλία της Εκκλησίας και άρα είναι αιρετικός. Βεβαίως είναι ελεύθερος να πιστεύει ό,τι θέλει. Γιατί, όμως, απαιτεί από την Εκκλησία να τον δέχεται, όταν εκείνος δεν αποδέχεται τη διδασκαλία της; Αν κάποιος νομίζει ότι γνωρίζει καλύτερα τα θεολογικά από την Αγία Γραφή, τους Αγίους Πατέρες, τη δισχιλιετή εμπειρία της Εκκλησίας, σημαίνει ότι έχει φθάσει σε τέτοια σημεία υπερηφανείας, ώστε και η λέξη «αιρετικός» να είναι μικρή για να περιγράψει το πρόβλημα. Τι να την κάνει, άλλωστε, την Εκκλησία, αφού μόνος του έχει «δικαιωθεί»;
Ποιος από αυτούς που κατηγορούν την Εκκλησία για «ρητορική μίσους» θα συγχωρούσε εκείνον που τον έβλαψε και τον αδίκησε, με μόνη τη δήλωση μετανοίας του; Η Εκκλησία αναμένει κάθε αμαρτωλό, ακόμα και εκείνον που το κοινό περί δικαίου αίσθημα, δεν ανέχεται να συγχωρήσει. Αλλά όσοι ζουν στο ψέμα και στην αυτοδικαίωση, δεν θέλουν να κατανοήσουν τις ευκαιρίες που τους δίνονται, ακόμα και τις παιδαγωγικές.
Η Εκκλησία είναι τόπος μετανοημένων αμαρτωλών. Όταν διαστρέφεται η έννοια της αμαρτίας, πως θα μετανοήσει ο άνθρωπος; Δυστυχώς, μοντέρνοι ιεροκήρυκες εδώ και δεκαετίες κηρύττουν την εκμηδένιση της αμαρτίας και την αποβολή των ενοχών! Αν δεν υπήρχαν αυτές οι σωτήριες ενοχές, που οδηγούν στη συντριβή, στην εξομολόγηση και στα έργα μετανοίας, θα παρέμεναν όλοι αμετανόητοι. Αυτό που οι ακατήχητοι άνθρωποι υιοθέτησαν στη ζωή τους για να φιμώσουν τη συνείδησή τους, το έφεραν καμουφλαρισμένο με θεολογικά καρυκεύματα οι μοντέρνοι θεολόγοι, οι κήρυκες της αμετανοησίας και της αυτοπεποίθησης.
Η Εκκλησία αγαπάει και γι’ αυτό παιδαγωγεί. Δεν κάνει δημόσιες σχέσεις, αλλά θεραπεύει χρησιμοποιώντας ενίοτε πικρά φάρμακα και επίπονες χειρουργικές επεμβάσεις. Τα επιτίμια έχουν θεραπευτικό σκοπό, ώστε να μην αφεθεί ασύδοτος ο χριστιανός και χάσει την ψυχή του. Τι θα ωφελήσει τον άνθρωπο να εισέλθει στο ναό, αν αποκλειστεί από τη Βασιλεία των Ουρανών;
Η απουσία επιτιμίων στους βαπτισμένους πολιτικούς για όλες τις αντιχριστιανικές πολιτικές των τελευταίων δεκαετιών, αποδείχθηκε ότι οδήγησε σε πνευματική αναισθησία, ώστε να μην έχουν καμία αίσθηση της σοβαρότητας της πτώσης να ψηφίζουν νόμους ενάντια στη διδασκαλία του Θεού. Μήπως, όμως, θα πρέπει να σκεφτούν και οι χριστιανοί που έδωσαν σε αυτούς τους πολιτικούς τη δυνατότητα να αποφασίζουν για εμάς, ενώ έχουν αποδείξει ότι πολιτεύονται συστηματικά ενάντια στο Ευαγγέλιο, ότι και εκείνοι έχουν την ίδια πνευματική ευθύνη;
Χαράλαμπος Άνδραλης, Δικηγόρος
_______________________
[1] Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΥ, Ο Κλήρος καί ο λαός https://parembasis.gr/index.php/el/menu-teyxos-167/1220-2010-167-17
[2] Αποστολικές Διαταγές III, 11, 1-3119
[3] Πχ. Οἱ θυρωροὶ δὲν πρέπει ἐν καιρῷ Θείας Λειτουργίας νὰ ἐγκαταλείπουν τὶς θύρες τῶν Κατηχουμένων καὶ νὰ σχολάζουν στὴν προσευχή (43ος τῆς ἐν Λαοδικείᾳ).
[4] «Η προτροπή αυτή του διακόνου απευθύνεται πρωτίστως στους πυλωρούς που στέκονται δίπλα στις θύρες του ναού, και τους εφιστά την προσοχή ώστε να μην επιτρέψουν την είσοδο σε κάποιον αβάπτιστο και αμύητο. Κι αυτό προκειμένου να απαγγελθεί το «Σύμβολο της πίστεως», το οποίο κρατούνταν μυστικό για αρκετό χρόνο ακόμη και από τους κατηχούμενους» (Η Θεία Λειτουργία Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, εκδόσεις Ο Σωτήρ, Π. Ν. Τρεμπέλας)
[5] Στους οποίους απαγορευόταν η είσοδος στο Ναό.
[6] Επρόκειτο για χριστιανούς με θανάσιμα αμαρτήματα, που παρέμεναν έξω από τον ναό, στο ύπαιθρο, χειμώνα-καλοκαίρι (με χιόνια, με βροχές, με κρύο, με χαλάζι ή με πολλή ζέστη), και ζητούσαν από τους εισερχομένους χριστιανούς, με πολλά δάκρυα, γονατιστοί, να προσευχηθούν να τους συγχωρήσει ο Θεός. Δεν έπαιρναν ούτε Αντίδωρο.
[7] Οι «υποπίπτοντες» ήσαν συνεχώς γονατιστοί μέσα στον ναό, ακόμη και τις Κυριακές. Λόγω του πλήθους των αμαρτημάτων τους εδέχοντο μόνο την ευλογία του επισκόπου -αν υπήρχε- ή του ιερέως που λειτουργούσε, και αναχωρούσαν μαζί με τους Κατηχουμένους από την Εκκλησία.
[8] Συνιστάμενοι είναι σήμερα οι περισσότεροι χριστιανοί που έχουν κανόνα να μην κοινωνούν. Συμμετέχουν στην Θεία Λειτουργία μέχρι το τέλος και παίρνουν μόνο Αντίδωρο.
[9] ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΩΣ Του Πρωτοπρ. Στεφάνου Κ. Αναγνωστοπούλου