Ούτε ο Σουλτάνος δεν σοφίστηκε τέτοια επίθεση κατά της Εκκλησίας !
Ενώ και οι Οθωμανοί κατακτητές, παρά τις τρομακτικές σφαγές και απαλλοτριώσεις περιουσιών που διέπραξαν, σεβάστηκαν με ειδική νομοθεσία περιουσίες Ορθοδόξων Εκκλησιών και τις αναγνώριζαν ως "βακούφια" (αφιερωμένες στο Θεό) , οι "ημέτεροι" ζητούν τώρα υποχρεωτική δέσμευση των ρευστών της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως ΝΠΔΔ, στην Τράπεζα της Ελλάδος και την ουσιαστική πτώχευση της Εκκλησίας !
Πιθανότατα να είναι και τέχνασμα που επιχειρεί να προκαλέσει ρήξη μεταξύ Εκκλησίας και Κράτους, δηλαδή η Εκκλησία να εξωθηθεί στην απόφαση να γίνει Νομ.Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου προκειμένου να απαλλαγεί από κίνδυνο αυτό.
Οι περιστάσεις δείχνουν ότι πρέπει να μείνει η Εκκλησία σταθερή και ακλόνητη, διότι οι Κυβερνήσεις εναλλάσσονται, ενώ το Σώμα του Χριστού όχι.
Για του λόγου το αληθές και για να συγκρίνουμε τη συμπεριφορά ημεδαπών - που είναι ακόμη χειρότερη από των κατακτητών - παραθέτουμε απόσπασμα μίας εκ των πολλών αποφάσεων του Αρείου Πάγου που περιγράφουν το ιδιοκτησιακό καθεστώς στην Τουρκοκρατία. Μετά το απόσπασμα παραθέτουμε και την είδηση.
Αριθμός 1298/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 122 του νόμου "περί γαιών" της 7 Ραμαζάν 1274 (1858), στις μοναστηριακές γαίες ανήκαν, κατά μεν την παραγρ. 1 αυτού, οι ανέκαθεν προσαρτημένες στις Ι. Μονές με πλήρη δικαιώματα κυριότητας, αρκεί η "προσάρτησή" τους αυτή να ήταν καταχωρημένη με αντίστοιχη εγγραφή στο αυτοκρατορικό οθωμανικό κτηματολόγιο (defterhane), που αποτελούσε συστατικό τύπο της επικαλούμενης κυριότητας,
οπότε δεν εξουσιάζονταν με τίτλο (ταπί) ούτε υπήρχε δυνατότητα αυτές να αγορασθούν ή να πωληθούν και γι αυτές δεν ίσχυαν, ούτε εφαρμόζονταν, οι κοινές διατάξεις του οθωμανικού νόμου περί Γαιών, κατά δε την παραγρ. 2, οι κοινές δημόσιες γαίες, οι οποίες αποτελούσαν και αυτές "προσαρτήματα" των Ι. Μονών, εξουσιάζονταν με τίτλο (ταπί) όχι απ΄ευθείας στο όνομα της Μονής, αλλά με το όνομα του Μοναχού, εξακολουθούσαν δε να υπάγονται στην ίδια κατηγορία των δημόσιων γαιών του άρθρου 3 του οθνπΓαιών (arazi-i emiriye), εφαρμόζονταν δε σ΄αυτές οι διατάξεις οι σχετικές με την εξουσίασή τους με τίτλο (ταπί) οθωμανικού νόμου περί Γαιών .
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 4 παρ.1 του ίδιου νόμου, στις αφιερωμένες (βακουφικές) γαίες, ανήκαν, εκτός των άλλων, και οι αληθώς ιδιόκτητες γαίες (γνήσια βακούφια), οι οποίες είχαν αφιερωθεί σύμφωνα με τον ιερό νόμο, η δε ιδιοκτησία και τα λοιπά δικαιώματά τους ανήκαν στο αφιέρωμα.
Επ΄ αυτών δεν εφαρμόζονταν οι διατάξεις του πολιτικού νόμου, αλλά η αποκλειστική κυριότητα και λοιπή διαχείριση διέπονταν από τις διατάξεις και τους όρους του αφιερωτή. Για την ίδρυση ενός γνησίου βακουφίου, απαιτείτο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12, 35, 41 του νόμου περί Βακουφίων της 19ης Τζεμαζήλ -Αχίρ 1280 (1862), του άρθρου 1 των οδηγιών " περί της ενεργείας των αναγκαίων πράξεων επί των υπό του Ντεφτερχανέ εκδιδομένων τίτλων των εν Κωνσταντινουπόλει και εν ταις επαρχίαις κειμένων εστεγασμένων και προσοδοφόρων βακουφίων" της 23ης Μαρτίου 1292 (1876) και τις Οδηγίες του Υπουργείου κτηματολογίου της 7ης Σαφέρ 1308 (1890), η έκδοση ιεροδικαστικής αποφάσεως, βάσει της οποίας ο ιερονομικός κρατικός σύμβουλος (σεϊχουλισλάμης) εξέδιδε γνωμοδότηση (φετφά) που μεταγραφόταν σε ειδικά κτηματολογικά βιβλία ως ιδρυτικός τίτλος του βακουφίου, χωρίς να εκδίδει τίτλο στο όνομα του βακουφίου, διότι ο οθωμανικός νόμος αγνοούσε τη νομική προσωπικότητα του αφιερώματος, τη διεύθυνση και διεξαγωγή των υποθέσεων του οποίου είχε ο οριζόμενος με το αφιερωτήριο ή διοριζόμενος από το δικαστή έφορος (μουτεβελή).
Οι ανωτέρω περί γαιών διατάξεις της τουρκικής νομοθεσίας ρητώς αναγνωρίσθηκαν από την ελληνική Πολιτεία και διατηρήθηκαν σε ισχύ στις νέες χώρες, οι οποίες διατελούσαν τέως υπό τη κυριαρχία του οθωμανικού κράτους, με το άρθρο 2 του ν. 147/1914, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 9 του ν. 262/1914.
Ενόψει δε του ότι το οθωμανικό δίκαιο αγνοούσε την έννοια του νομικού προσώπου, και επομένως, εκτός των άλλων, και οι Μονές δεν αναγνωρίζονταν ως υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, με το άρθρο 3 παρ. 6 του ν. 2508/1920 "περί εξακριβώσεως και διαχειρίσεως των περιουσιακών πόρων των εν τοις Νέαις Χώραις από Τουρκοκρατίας Χριστιανικών Κοινοτήτων" ορίστηκε ότι, τα ακίνητα των οποίων τη διαχείριση, ως πραγμάτων που ανήκουν σ΄αυτές είχαν, κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, οι αρχές και επιτροπές των ορθόδοξων κοινοτήτων ή των επί μέρους ιδρυμάτων που υπάγονται σ΄αυτές, στα οποία, όπως είναι φανερό περιλαμβάνονται και τα παντός είδους νομικά πρόσωπα, των οποίων ακινήτων τις προσόδους οι ανωτέρω αρχές, επιτροπές, ιδρύματα και νομικά πρόσωπα διέθεταν για την εξυπηρέτηση κάποιου από τους σκοπούς που μνημονεύονται στο νόμο αυτό, μεταξύ των οποίων και οι κοινωφελείς, αναγνωρίζονται ως περιουσίες τους που έχουν αποκτηθεί νομίμως, και αν ακόμη οι τίτλοι τους έχουν εκδοθεί στο όνομα ιδιωτών ή αν εμφιλοχωρεί κάποια ακυρότητα κτήσεως κατά τον οθωμανικό νόμο, είτε λόγω ελλείψεως ικανότητας προς κτήση από το αποκτών νομικό πρόσωπο, είτε λόγω του ανεπίδεκτου μεταβιβάσεως του ακινήτου με πράξη αιτία θανάτου, είτε για μη τήρηση των νόμιμων διατυπώσεων κατά την μεταβίβαση.
Με τη διάταξη αυτή έπαψε να υπάρχει εξ υπαρχής η ανικανότητα των εν γένει χριστιανικών καθιδρυμάτων, επομένως και των νομικών προσώπων, να αποκτήσουν κυριότητα, η οποία υπήρχε στο παρελθόν σύμφωνα με το καθεστώς το οποίο ίσχυε επί τουρκοκρατίας (ανυπαρξία νομικών προσώπων), η κτήση, όμως, αυτή της κυριότητας από τα πιο πάνω ιδρύματα και νομικά πρόσωπα δεν επερχόταν αμέσως από το νόμο, αλλά, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 εδ. β' και 6, 11 παρ. 1, 14 παρ. 1, 15 παρ. 1, 16, 19 παρ. 1 και 2 και 21 παρ. 1 του νόμου αυτού, μετά την τήρηση των διατυπώσεων που αναφέρονται στο νόμο αυτό και την, μετά από τη νόμιμη συλλογή και εξακρίβωση των αναγκαίων στοιχείων, αναγνώρισή της με απόφαση των αρμοδίων κατά τη διάταξη του άρθρου 11 επιτροπών (ΟλΑΠ 1741/1980).
_____________________________________________________________________________________________
http://orthodox-watch.blogspot.com/2011/05/blog-post_01.html :
Όλα ξεκίνησαν τον περασμένο Οκτώβριο, όταν έφτασε σε όλα τα εκκλησιαστικά ΝΠΔΔ, δηλαδή τις Ενορίες, τις Μητροπόλεις, τις Μονές και τα εκκλησιαστικά ιδρύματα, μια επιστολή της Marfin Egnatia Bank.