Το 1984, σε ανύποπτο δηλαδή χρόνο, έγραφα σε ένα κείμενο μου: Σχετικά με την κατοχή οποιωνδήποτε αγαθών «υπάρχει ένας χριστιανικός κανόνας, που δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνεία. Πρέπει και η απόκτηση τους και η χρήση τους να γίνονται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, με τιμιότητα δηλαδή και δικαιοσύνη. Όσα προέρχονται από εκμετάλλευση ή αδικία ή απάτη κάθε μορφής, δεν μπορούν να καταξιωθούν χριστιανικά». (π. Γ.Δ.Μ., Ορθοδοξία και Κοινωνικοπολιτική διακονία, στο: Ορθόδοξη θεώρηση της Κοινωνίας, έκδ. ΜΗΝΥΜΑ, Αθήνα 1986, σ. 40).
Αν η αρχή αυτή αφορά σε κάθε άνθρωπο, πόσο μάλλον πρέπει να βρίσκει την εφαρμογή της στον χώρο του ίδιου του Χριστιανισμού, σχετικά με την εκκλησιαστική (επισκοπική και μοναστηριακή) περιουσία. Όχι ως καπιταλιστική συσσώρευση χρήματος, αλλά ως γεωκτησία, η περιουσία αυτή, κατά κανόνα, έχει «κατά Θεόν» προέλευση (δωρεές, αφιερώματα των ίδιων των μοναχών στο μοναστήρι τους, πολιτειακές παροχές κ.τ.ό.). Και αυτό, διότι οι Επισκοπές και τα Μοναστήρια, σε δυσχείμερους μάλιστα καιρούς (παρατεινόμενη δουλεία), προσέφεραν τεράστιο κοινωνικό έργο, πού ο Λαός το εκτιμούσε απεριόριστα. Διότι τα Μοναστήρια ήταν αληθινή κολυμβήθρα πνευματικής και κοινωνικής αναγέννησης. Γι' αυτό ο βαθύς γνώστης της Ορθοδοξίας, αείμνηστος καθηγητής Στήβεν Ράνσιμαν, έγραφε, ότι ήταν ευλογημένα τα χωριά που κοντά τους είχαν κάποιο μοναστήρι. Τα μοναστήρια μας αναδείχθηκαν σε αληθινή «κιβωτό του Γένους», σώζοντας και την πίστη του και τον τρόπο ζωής του, τον πολιτισμό του. Γι' αυτό οι Βαυαροί το πρώτο που έκαμαν, μαζί με τα εγχώρια όργανα τους, για την προώθηση του εξευρωπαϊσμού μας, ήταν η διάλυση των μοναστηριών στην πλειοψηφία τους και η διαρπαγή της περιουσίας τους. Ήξεραν ότι στα Μοναστήρια σωζόταν κυριολεκτικά το Έθνος.
Πολύς λόγος γίνεται σήμερα, με συγκεκριμένη και όχι αβάσιμη αφορμή, για την μοναστηριακή περιουσία, με κυρίαρχη τάση τον λαϊκισμό: Να μοιραστεί η περιουσία τους στον λαό, ακούμε, αλλά δεν διευκρινίζεται ποιος είναι αυτός ο λαός. Δίκαιο, βέβαια, είναι το ερώτημα: Γιατί δεν μοιράζει το Κράτος την περιουσία του στον λαό; Πώς όμως; Έτσι άτακτα και αόριστα; Δεν είναι λίγες οι φορές, που ο εκκλησιαστικός χώρος παρεχώρησε μέρος της περιουσίας του στο Κράτος για την αντιμετώπιση κοινωνικών αναγκών. Π.χ. η προσφορά γης στους πρόσφυγες (Βύρωνας, Καισαριανή) ή για την ανέγερση εθνωφελών Ιδρυμάτων. Όλα τα γνωστά και μεγάλα ιδρύματα της Αθήνας κτίσθηκαν σε γη, που παρεχώρησε η Εκκλησία (Πανεπιστήμιο,Ακαδημία, νοσοκομεία). Στον λαό δεν πηγαίνουν -και δεν ανήκουν-όλα αυτά τα Ιδρύματα;
Η συμπεριφορά αυτή του εκκλησιαστικού χώρου συνιστά τρόπο υπάρξεως του εκκλησιαστικού σώματος, που έχει κατοχυρωθεί -και διαιωνίζεται- από τους εν Πνεύματι συνταχθέντες συνοδικούς Κανόνες της Εκκλησίας. Πίστη (Ορθοδοξία) και Κανόνες καθορίζουν και διαφυλάττουν τον τρόπο υπάρξεως του ορθοδόξου πιστού στους αιώνες. Με κάθε συντομία θα παρουσιαστεί η αστασίαστη παράδοση του εκκλησιαστικού σώματος για την χρήση και διάθεση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Θα περιοριστώ σε κάποιους ιερούς κανόνες, που αναφέρονται στην καρδιά του προβληματισμού.
Ο Κανών 28 των ΑγίωνΑποστόλων ορίζει: «Πάντων των εκκλησιαστικών πραγμάτωνα Επίσκοπος εχέτω την φροντίδα και διοικείτω αυτά, ως του Θεού εφορώντος. Μη εξείναι δε αυτώ σφετερίζεσθαίτι εξ αυτών, ή συγγενέσιν ιδίοις τα του Θεού χαρίζεσθαι. Ει δε πένητες είεν, επιχορηγείτω ως πένησιν, αλλά μη προφάσει τούτων τα της Εκκλησίας απεμπολείτω». Κατά την ερμηνεία του μεγαλυτέρου Κανονολόγου μας, αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου (+1809) σε μία ελεύθερη και συντομευμένη χρήση της: «Ο Επίσκοπος έχει την φροντίδα όλων των πραγμάτων της Εκκλησίας, είτε χωραφιών και ακινήτων (από)κτημάτων, είτε κειμηλίων και κινητών και τα «κυβερνά» (διαχειρίζεται) με φόβο και προσοχή, «στοχαζόμενος ότι έχει τον Θεόν έφορον και εξεταστήν εις την κυβέρνησιν (διαχείριση) αυτών». Όμως δεν έχει και την άδεια να τα οικειοποιείται και να λέγει, ότι είναι δικό του κάτι από αυτά, ή να τα χαρίζει σε συγγενείς του... Εάν δε οι συγγενείς του αυτοί είναι φτωχοί, ας δίνει και σ' αυτούς, επειδή όμως είναι φτωχοί και όχι ως συγγενείς του. Ας τους ελεεί από την ετήσια συγκομιδή και όχι εξ αιτίας τους να δικαιούται να πωλεί κάποιο από αυτά. Ο Επίσκοπος δηλαδή ή ο Ηγούμενος είναι όχι ιδιοκτήτες, αλλ' απλοί «οικονόμοι» (διαχειριστές) των αγαθών, που ανήκουν στον Θεό και τον Λαό Του!
Το πνευμάτων αγίων Πατέρων μας είναι «να μένουν αναφαίρετα τα κειμήλια και τα κτήματα» των Εκκλησιών και αυτό κατοχυρώνεται από ολόκληρη σειρά Κανόνων και Διατάξεων των Αγίων. Και το ερώτημα είναι: Γιατί; Από τους πρώτους ήδη χριστιανικούς αιώνες ο Επίσκοπος μένει στα πνευματικά, υπάρχει όμως ειδικός κληρικός, ο «οικονόμος», που «οικονομεί» (φροντίζει) τα εκκλησιαστικά πράγματα και κτήματα, «ίνα μη διασκορπίζωνται και κακώς εξοδεύωνται», χάνονται δηλαδή. Η Σύνοδος μάλιστα έχει την ευθύνη να ελέγχει και τιμωρεί τον Επίσκοπο, που αμελεί, φθάνοντας μέχρι την έκπτωση του από τον επισκοπικό θρόνο. Τα ίδια ισχύουν και για τον Ηγούμενο, που κακώς διαχειρίζεται την μοναστηριακή περιουσία.
Αυτά διαλευκαίνονται ακόμη περισσότερο από άλλους ιερούς Κανόνες, όπως λ.χ. ο 12ος της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου (787), που προσθέτει και άλλα ενδιαφέροντα: Όποιος δηλ. Επίσκοπος ή Ηγούμενος μοναστηριού δώσει κτήματα εκκλησιαστικά σε άρχοντες «ή με πωλησίαν ή με αλλαξίαν» (ανταλλαγή!!!), να ακυρώνεται η πράξη και τα πράγματα να επιστρέφονται στην Επισκοπή ή το Μοναστήρι. Αν δε τυχόν -παρατηρεί ο άγιος Νικόδημος- ο Αρχιερεύς ή ο Ηγούμενος προφασίζονται, ότι το χωράφι δεν δίνει εισόδημα ή κέρδος, αλλά μάλλον ζημία, ας το πουλούν, όχι σε άρχοντες και δυνάστες, αλλά σε κληρικούς ή γεωργούς, ανθρώπους δηλαδή «ταπεινούς και ευτελείς».Το γιατί το εξηγεί ο ίδιος Πατέρας: Τα πράγματα αυτά έχουν αφιερωθεί στον Θεόν και είναι «ιερά» και «πτωχικά». Προορίζονται δηλαδή για την κάλυψη των αναγκών των φτωχών. Δεν προορίζονται για άρχοντες, λοιπόν, ισχυρούς, που θα τα προσθέσουν στην δική τους περιουσία. Αν τα πάρουν όμως φτωχοί, τότε μπορεί να τα ξαναγοράσει από αυτούς η Εκκλησία, κάτι που δεν μπορεί να γίνει με τους πλούσιους. Δεν πρέπει «να αποξενώνονται» τα πράγματα από τον φυσικό τους χώρο, για να μπορούν να διατίθενται και πάλι για την κάλυψη των αναγκών άλλων φτωχών και εμπερίστατων.
Το πνεύμα της Ορθοδοξίας είναι, ότι η εκκλησιαστική και μοναστηριακή περιουσία ΠΡΕΠΕΙ να μένει στην Επισκοπή ή το Μοναστήρι, διότι τότε είναι πραγματικά «λαϊκή», ανήκει στον λαό. Όταν το ιδιοποιηθεί κάποιος, και μάλιστα «άρχοντας», δηλαδή ισχυρός, παύουν να ανήκουν στον λαό και γίνονται δική του ιδιοκτησία. Αυτό πρέπει να ισχύει και σήμερα. Τα μοναστηριακά κτήματα μπορούν να εκχωρούνται για κάποια χρόνια σε φτωχούς γεωργούς, για να τα καλλιεργούν και να διαθρέφουν την οικογένεια τους. Να μην χαριστούν όμως, διότι, όπως έχει συμβεί, οι γεωργοί θα τα πουλήσουν και τα χωράφια θα χαθούν. Μετά να επιστρέφονται πάλι εκεί, όπου ανήκουν, για την συμπαράσταση και σε άλλους. Μέσα σ' αυτό το πνευματικό και φιλάνθρωπο κλίμα μπορεί να κινηθεί η διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Διαβάζω συχνά, ότι κάποιοι περιμένουν τον «χωρισμό» Εκκλησίας-Πολιτείας, για να βρουν «νόμιμους» τρόπους διαρπαγής της εκκλησιαστικής περιουσίας, στο πνευμάτων Βαυαρών και των μετά τον Καποδίστρια (ήθελε την αξιοποίηση της) κρατικών ηγετών. Ξεχνούν όμως, ότι κατά το Σύνταγμα (άρθρο 17) προστατεύεται η ιδιοκτησία. Γιατί λοιπόν να μην επικαλεσθεί το Σύνταγμα και ο εκκλησιαστικός χώρος; Μήπως δεν δικαιώθηκαν οι Μονές, που προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, όταν ζημιώθηκαν περιουσιακά επί Ανδρέα Παπανδρέου - Αντώνη Τρίτση (1987); Ο «χωρισμός» θα είναι μόνιμος πονοκέφαλος για την Πολιτεία! Ο διοικητικός χωρισμός υπάρχει (ν. 590/1977, ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας μας). Ο «χωρισμός», ως αποσύνδεση της Ορθοδοξίας από την ζωή του Έθνους -αυτόν στην ουσία θέλουν- θα είναι αδύνατος, διότι δεν θα λείπει ποτέ «η μαγιά» του Μακρυγιάννη, άρα ματαιοπονούν.
Και κάτι άλλο, μια και ο λόγος για διαχείριση περιουσιακών στοιχείων. Σε κάθε Μητρόπολη υπάρχει το «Μητροπολιτικό Συμβούλιο», που αποφασίζει γι' αυτά. Σ' αυτό μετέχουν eχ οfficiο και δύο κρατικοί υπάλληλοι (ανώτεροι): ένας δικαστικός και ένας οικονομικός. Αν συμβεί, λοιπόν, ποτέ κάποια ατασθαλία, σημαίνει ότι και αυτοί συγκατένευσαν. Ας το ξέρουμε, λοιπόν, όταν αναζητούμε ενόχους. Παπάδες και Ηγούμενοι μπορούν να «παραπλανήσουν» κρατικούς παράγοντες, όταν οι τελευταίοι στοχεύουν σε κάποιο δικό τους συμφέρον.
Από το περιοδικό «Ρεσάλτο» τευχ. 33, Νοεμβρίου 2008