Πολλοί οπαδοί της ιστορικής γνώσης του Φίλη, γνωστοί και άγνωστοι άθεοι, εθνομηδενιστές και, κυρίως, ορκισμένοι αντίπαλοι της Ελληνικής Ορθοδοξίας, επιμένουν να διαδίδουν την μηδενική τους ιστορική γνώση, προκειμένου να αιτιολογήσουν την επιθετική κυβερνητική πολιτική προς την σύγχρονη Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας (παρεπιμπτόντως, δεν τους απασχολεί το κύμα του Ισλάμ το οποίο απειλεί την πολιτιστική και πολιτισμική φυσιογνωμία της χώρας, ούτε ασχολούνται, φυσικά, με την αλλοίωση των δημογραφικών χαρακτηριστικών ή την αύξηση της εγκληματικότητας, ενώ ταυτόχρονα μάχονται για την εισαγωγή και κυριαρχία του αθεϊσμού, αλλά κυρίως για την δημιουργία τζαμιού στην Αθήνα και εμφανίζονται ως ισλαμολάγνοι!).
Μέσα στα πλαίσια της επιχειρούμενης κυβερνητικής ενίσχυσης και ουσιαστικής επιβολής αθεϊσμού στην Ελλάδα, εμφανίζονται από καιρού εις καιρόν διάφοροι «Σημίτηδες» ή «Φίληδες» για να καταθέσουν και την δική τους «ιδεολογική ταυτότητα» την οποία επιχειρούν θρασύτατα να επιβάλουν στους Έλληνες πολίτες, κατασυκοφαντώντας και διαστρεβλώνοντας την ιστορική σχέση της Χριστιανικής Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού. Ισχυρό «ιστορικό» επιχείρημα, μεταξύ των άλλων, είναι η συνυπαιτιότητα της Χριστιανικής Ορθοδοξίας στην άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και η μετέπειτα συνεργασία της με τους οθωμανούς με μοναδικό σκοπό την διάσωση της εκκλησιαστικής περιουσίας, αγνοώντας ηθελημένα πως στο δίλημμα μεταξύ υποταγής στην παπική τιάρα ή στου τούρκου το σαρίκι, η τότε ιεραρχία της Ορθοδοξίας αποφάσισε κατ’ αρχάς να αποφύγει την δογματική απειλή «αποδεχόμενη» προσωρινά «το τούρκικο σαρίκι» και να διασώσει την Χριστιανική Ορθοδοξία μέσα από μια «συμφωνία» που αφορούσε την διάσωση των εκκλησιαστικών προνομίων και επί της ουσίας να υλοποιήσει το δικό της σχέδιο στην διάσωση του Ελληνισμού. Οι δε αγώνες της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας για την απελευθέρωση ήταν συνεχείς και καταγράφηκαν ιστορικά, ενώ ταυτόχρονα μέλη της Χριστιανικής Ορθοδοξίας (ιερείς, μοναχοί) διατηρούσαν ζωντανή την ελληνική γλώσσα, την κουλτούρα, τις τέχνες και τον πολιτισμό.
Το 1575 κήρυξε επανάσταση στη Μάνη ο Αρχιεπίσκοπος Επιδαύρου Μακάριος Μελισίδης, και το 1770 στο Αίγιο ο Μητροπολίτης Πατρών Παρθένιος και στην Κόρινθο ο Μητροπολίτης Μακάριος Νοταράς.
Το 1600 και το 1609 έκανε επαναστατικό κίνημα ο Διονύσιος Φιλόσοφος, Μητροπολίτης Τρικάλων, ο οποίος τελικά βρήκε μαρτυρικό θάνατο στα Γιάννενα το 1611.
Το 1684 ο Μητροπολίτης Άμφισσας Φιλόθεος πολέμησε κοντά στην Κόρινθο με δικό του σώμα εναντίον των Τούρκων, όπου και τραυματίστηκε θανάσιμα.
Τον ίδιο χρόνο ο Μητροπολίτης Κεφαλληνίας Τιμόθεος Τυπάλδος συγκρότησε επανα-στατικό σώμα με 150 κληρικούς κι έλαβε μέρος σε απελευθερωτικές προσπάθειες.
0ι Μητροπολίτες Σαλώνων Τιμόθεος, Θηβών Ιερόθεος, Λάρισας Μακάριος, Εύβοιας Αμβρόσιος, διετέλεσαν οπλαρχηγοί.
Ο Παπαβλαχάχας ήταν αρχηγός των αρματολών των Χασίων. Βρήκε, μάλιστα, τραγι-κό θάνατο από τον Αλή Πασά στα Γιάννενα.
Ο διάκος του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε' Νικηφόρος Ρωμανίδης, αφού χειροτονήθη-κε ιερέας και χειροθετήθηκε και Αρχιμανδρίτης, υπηρέτησε και διακρίθηκε ως ναυμάχος κάτω από τις διαταγές του Α. Μιαούλη.
Ο Ησαΐας Σαλώνων κήρυξε την επανάσταση στις 27.3.1821 στην περιφέρειά του, μέσα στο Μοναστήρι του οσίου Λουκά Βοιωτίας.
Η Μονή του οσίου Λουκά, μετά τη σύσκεψη του Δεσπότη Σαλώνων στα μέσα του Μάρτη του 1821 με τους οπλαρχηγούς της περιφέρειας Αθ. Διάκο, κ.ά., έγινε κέντρο επαναστατικό και κατασκευής φυσεκιών.
Ο Δ. Υψηλάντης είχε το αρχηγείο του στο Μοναστήρι του Αγίου Νικολάου Πέτρας.
Ο Αρχιστράτηγος της Ρούμελης Γ. Καραϊσκάκης είχε τ' ορμητήριό του στη Μονή Προυσού της Ευρυτανίας.
Ο Ιερομόναχος Σεραφείμ από το Φανάρι Θεσσαλίας ηγήθηκε της επανάστασης των Αγραφιωτών.
Το Μοναστήρι του Ομπλού Πατρών ήταν στρατηγείο των επαναστατών της περιοχής.
Ο Άνθιμος Αργυρόπουλος, ιερομόναχος, δέχτηκε στο Μοναστήρι του την οικογένεια Μπότσαρη και την περιέθαλψε, μετά την άλωση του Σουλίου. Ο ίδιος στη Ζάκυνθο, κατά τον ιστοριογράφο Π. Χιώτη, όρκισε μέλη της Φιλικής Εταιρίας το Θ. Κολοκοτρώνη, τους Β. και Κ. Πετιμεζά και τον Νικηταρά. Εργάστηκε δε ως παράγοντας με ασυνήθιστο ζήλο για την ευόδωση της Επανάστασης.
Ο Χρύσανθος Πηγάς, Μητροπολίτης Μονεμβασίας και Καλαμάτας, το 1819 μπήκε στη Φιλική Εταιρία κι εργάστηκε εντατικά για την προετοιμασία της Επανάστασης. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τη σύλληψη του από τους Τούρκους, το κλείσιμο του στις φυλακές της Τρίπολης, όπου μαζί με άλλους φυλακισμένους Μητροπολίτες πέθανε κι αυτός από τις κακουχίες της φυλακής.
Στη Φ. Εταιρία είχαν μυηθεί όλοι σχεδόν οι μητροπολίτες και πολλοί διακεκριμένοι ιερείς και μοναχοί και ιδιαίτερα οι αγιορείτες.
Την Επανάσταση του '21, όπως είναι γνωστό, την κήρυξε Μητροπολίτης, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, μέσα στο Μοναστήρι της άγιας Λαύρας. Έστω κι αν η ηρωική Καλαμάτα, που κήρυξε την επανάσταση στις 23 του Μάρτη και που την ευλόγησαν 24 κληρικοί, διεκδικεί τα πρωτεία, γεγονός είναι ότι τα παλληκάρια της περιοχής ορκίστηκαν μέσα στην ιστορική Μονή.
Ο Διάκος, ο Παπαφλέσσας κι ο Σαμουήλ είναι ανεπανάληπτες κληρικές μορφές του 21.
Ο Υψηλάντης έλεγε για τον Παπαφλέσσα ότι «είναι το άλλο μου εγώ».
Επίσης, είναι χαρακτηριστικό ότι ο Υψηλάντης ξεκίνησε τον απελευθερωτικό του αγώνα από την εκκλησία. Μέσα στον ι. ναό των Τριών Ιεραρχών του Ιασίου έλαβε το πολεμικό ξίφος από το Μητροπολίτη Μολδαυΐας Βενιαμίν Κωστάκη, ο οποίος ευλόγησε και τη σημαία του αγώνα του.
Ακόμα, πολλά Μοναστήρια καταστράφηκαν από τους Τούρκους γιατί λάβαιναν μέρος σ' απελευθερωτικά κινήματα. Αναφέρουμε μόνο ένα για παράδειγμα, τη Μονή Στροφάδων που κατέστρεψε ο Σουλεϊμάν Β' (1520-60). Και γενικά οι Τούρκοι κάθε τόσο ζητούσαν από την Εκκλησία τις ευθύνες για κάθε απελευθερωτικό κίνημα. Αυτήν αιματοκυλούσαν γιατί αυτήν θεωρούσαν πνευματική και εθνική Αρχή του Έθνους. Και μόνο αυτή η στάση των Τούρκων απέναντι στην Εκκλησία, της οποίας πολλές φορές σκότωναν τους φορείς της, τα λέει όλα. Είναι χαρακτηριστική και η σχετική ομολογία του Μακρυγιάννη για την τεράστια προσφορά των Μοναστηριών στον αγώνα: «...Τα μοναστήρια ήταν τα πρώτα προπύργια της επανάστασής μας... Οι περισσότεροι καλόγεροι σκοτώθηκαν εις τον αγώνα». Η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν το Α και το Ω για το υπόδουλο γένος. Το ράσο κόλπωνε μέσα του τη ρωμιοσύνη και η ρωμιοσύνη κολπωνόταν μέσα στο ράσο. Αυτό δεν μπορεί να το ανατρέψει καμιά δύναμη. Η ρωμιοσύνη και η ορθόδοξη Εκκλησία και στην περίοδο της Τουρκοκρατίας πορεύτηκαν αντάμα το δρόμο του μαρτυρίου τους, το δρόμο της σταυρικής τους πορείας κι' επιβίωσαν χάρις στην πίστη τους στην Τριαδική Θεότητα. Χάρις στην ορθόδοξη παράδοση με τις άπειρες και παντοδύναμες διαστάσεις της. Μέσα από τη βυζαντινή εικόνα και το εκκλησιαστικό μέλος, μέσα από τα συναξάρια των αγίων και μέσα από τη ζωή των αρχαίων ηρώων κρατήθηκε η ελληνική ψυχή όρθια ως ότου βρήκε τη δύναμη και τίναξε από πάνω της τον τουρκικό ζυγό.
Η Χριστιανική Ελληνική Ορθοδοξία στην δημιουργία του νέου Ελληνικού κράτους
Μετά την απελευθέρωση και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους (1828), με διάφορα νομοθετήματα επιβάλλεται κατά καιρούς η αναγκαστική απαλλοτρίωση τμημάτων της εκκλησιαστικής περιουσίας.
1α.- Στις 18 Ιανουαρίου 1833 η αντιβασιλεία του Όθωνα έφθασε στην Ελλάδα και με βασιλικά διατάγματα του 1833 και 1834 απεφάσισε τη διάλυση 400 περίπου Μοναστηριών. Η περιουσία τους περιήλθε στο δημόσιο και τα διατηρούμενα (μοναστήρια) φορολογήθηκαν. Ομοίως η περιουσία των ενοριακών ναών περιήλθε στους Δήμους. Αναφέρουν τα πρακτικά της Επιτροπής :
«Εκρίθησαν επάναγκες, οι μεν επίσκοποι να μισθοδοτώνται αυτάρκως και αναλόγως του χαρακτήρος των κατ’ ευθείαν παρά της Κυβερνήσεως.., οι δε πρεσβύτεροι διάκονοι και λοιποί υπηρέται των Εκκλησιών, κυρίως μεν παρά των Κοινοτήτων. όταν δε οι πόροι της Κοινότητος δεν εξαρκούν, η Κυβέρνησις να αναπληροί το ελλείπον από των προειρημένων πόρων». (Πρακτικά 26 Απριλίου 1833). Το μόνο αποτέλεσμα ήταν η αρπαγή της εκκλησιαστικής περιουσίας και η πώληση ιερών σκευών και κειμηλίων στα παζάρια.
1β.- Στις 13 Οκτωβρίου 1834 δημοσιεύθηκε το Διάταγμα «περί συστάσεως Εκκλησιαστικού Ταμείου». Σύντομα το Εκκλησιαστικό Ταμείο είχε ξεφύγει από τον αρχικό σκοπό χωρίς ΚΑΜΙΑ οικονομική συμπαράσταση του κλήρου. Η Πολιτεία για να καλύψει τα ακάλυπτα προέβη σε δήθεν μεταρρύθμιση και
1γ.- Στις 13 Ιανουαρίου 1838 εξέδωσε διάταγμα «Περί διαλύσεως της Επιτροπής του Εκκλησιαστικού Ταμείου». Με το διάταγμα αυτό για λόγους οικονομίας οι αρμοδιότητες της προηγουμένης Ειδικής Επιτροπής περιέχονται «εις την επί των εκκλησιαστικών Γραμματείαν».
1δ.- Ενδιάμεσα, με το Βασιλικό Διάταγμα της 20.5/1.6.1836 «περί εκκλησιαστικών κτημάτων» έγινε αναγκαστική απαλλοτρίωση (χωρίς καταβολή αντιτίμου) και άλλων τεραστίων σε έκταση κτημάτων και των σε λειτουργία Μονών, δήθεν «χάριν θεαρέστων έργων και προς οικοδομήν ιερών και αγαθοεργών καταστημάτων» (βλέπε Κων. Μ. Ράλλη, Το αναπαλλοτρίωτον της εκκλησ. περιουσίας, 1903, σσ. 28-30, 51-52). Στην περιουσία που απέμεινε επιβλήθηκε βαρύτατη έμμεση φορολογία, που όταν αυτή δεν ήταν δυνατόν να καταβληθεί, οδηγούσε σε δημόσιους πλειστηριασμούς!
1ε.- Στις 29 Απριλίου 1843 με άλλο Διάταγμα η όλη κινητή και ακίνητη εκκλησιαστική περιουσία περιέρχεται στο Δημόσιο του οποίου η επί των οικονομικών Γραμματεία αναλαμβάνει όλες τις οικονομικές υποχρεώσεις «αποκλειστικώς εις την βελτίωσιν του κλήρου… καθόσον, η της υπηρεσίας ταύτης ειδικότης εγγυάται πληρεστέραν εις αυτήν επιτυχίαν».
Δεν συμπληρώθηκαν 10 χρόνια ζωής του Εκκλησιαστικού Ταμείου και μία τεράστια Εκκλησιαστική περιουσία ενθυλακώθηκε από το Κράτος (πάντοτε αφερέγγυο) και σπαταλήθηκε χωρίς να ανταποκριθεί το κράτος ούτε κατ’ελάχιστον στις βασικές υποχρεώσεις του απέναντι στον εφημεριακό κλήρο.
2.- 20ος ΑΙΩΝΑΣ ΚΑΙ ΕΩΣ ΤΟΥ 1945
Στον 20ο αιώνα η απαλλοτριωτική «μανία» εξακολούθησε σε βάρος της εκκλησιαστικής περιουσίας. Έτσι, με τους Νόμους 1072/1917 και 2050/1920 (γνωστό ως «αγροτικό νόμο»), αλλά και άλλους που ακολούθησαν (π.χ. 2189), επιβλήθηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωση μοναστηριακών κτημάτων, άλλοτε για την αποκατάσταση προσφύγων ή ακτημόνων και άλλοτε –αόριστα– για λόγους «προφανούς ανάγκης και δημοσίας ωφελείας».
Σημειώνουμε όσα αποκαλυπτικά αναφέρονται στο υπ’ αρ. 976/780/18.4.1947 έγγραφο του Ο.Δ.Ε.Π. προς τη Γεν. Διεύθυνση Δημόσιου Λογιστικού του υπουργείου Οικονομικών, για το μέγεθος της απαλλοτριωτικής επιβολής του Κράτους: Από το 1917 ως το 1930 απαλλοτριώθηκαν εκκλησιαστικές εκτάσεις αξίας άνω του 1.000.000.000 προπολεμικών δραχμών.
Το Κράτος καθόρισε αυτό το αντίτιμο, κατέβαλε στο Γενικό Εκκλ. Ταμείο τα 40 εκατομμύρια και οφείλει ακόμα τα 960 ! Τα περισσότερα μοναστήρια καταδικάστηκαν με τον τρόπο αυτό σε μαρασμό και λειψανδρία !
Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με υπολογισμούς κατά την πρώτη φάση μόνο, το 50% της γεωργικής γης της εκκλησίας δόθηκε σε ακτήμονες. Μάλιστα τα έτη 1919-1920 ο Μητροπολίτης Αθηνών και Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου Μελέτιος Μεταξάκης θα εκφράσει την απορία του για την κατασπατάληση αυτή και θα ζητήσει εξηγήσεις για την περιουσία. Πρότεινε εφ’όσον το Κράτος δεν δύναται να ανταποκριθεί στις αναληφθείσες υποχρεώσεις του «να επιστραφή η περιουσία αυτή στην Εκκλησία».
Ο ίδιος θα γράψει ότι η απάντησις του Υπουργείου επί του τεθέντος θέματος ήταν: «… τα βιβλία του Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου, τα κτηματολόγια και τα λογιστικά της περιουσίας ταύτης δεν υφίστανται πλέον, καέντα εις πρόσφατον εν τοις γραφείοις του Υπουργείου Πυρκαϊάν»!
Με τον νόμο 4684/1931, το Κράτος επέβαλε ουσιαστικά την εκποίηση («ρευστοποίηση») ενός ακόμα μεγάλου τμήματος της εκκλησιαστικής περιουσίας, παρά τις αντιρρήσεις της Εκκλησίας.
Ό,τι εισπράχθηκε, τοποθετήθηκε σε «εθνικά χρεώγραφα και χρηματόγραφα» (μας θυμίζουν μήπως τα σύγχρονα ομόλογα ;), αλλά η αξία τους εξανεμίστηκε, σχεδόν στο σύνολό της, όταν η εθνική μας οικονομία καταποντίστηκε στη διάρκεια του Β΄ παγκόσμιου πολέμου, της ξενικής Κατοχής και του εμφυλίου που ακολούθησε.
Γενικά ως προς την περίοδο προ του 1945 πρέπει να αναφέρουμε ότι επί χρόνια την μισθοδοσία των Ιερέων είχαν αναλάβει οι πιστοί της κάθε ενορίας, οι οποίοι έριχναν τον οβολόν τους για τον Ιερέα όταν προσέρχονταν στην Θεία Λειτουργία ή κανόνιζαν κάποια τιμή με τον Ιερέα όταν επρόκειτο να τελεστεί κάποιο μυστήριο Γάμος, Βάπτιση κ.λ.π.
Υπήρχαν βέβαια και Ιερείς – συνήθως σε αγροτικές περιοχές – οι οποίοι αμείβονταν σε είδος δηλαδή από τα προϊόντα που τους έφερναν οι πιστοί. Κατάλοιπο λοιπόν του παραπάνω τρόπου αμοιβής των Ιερέων είναι να δίνεται και σήμερα από τον πιστό ένα Χ ποσό στον Ιερέα όταν τελεί κάποια ιεροπραξία π.χ. τρισάγιο στους τάφους των κοιμητηρίων.
Από το επίσημο δελτίο της Εκκλησίας της Ελλάδας «Εκκλησία», αριθμός φύλλου 44 – 45, Σάββατο 11 Νοεμβρίου 1939 διαβάζουμε (με τον τίτλο «Τυχηρά και δικαιώματα» από τον Ταλαντίου Προκόπιο) : « Ουδείς δύναται να αμφισβητήση ότι ο Ιερός Κλήρος δικαιούται της εκ μέρους των πιστών συντηρήσεως αυτού και ότι η συντήρησις του Ι. Κλήρου είναι καθήκον των πιστών έναντι της Εκκλησίας …» Και λίγο πιο κάτω ομοίως: « Η συντήρησις του Ι. Κλήρου είναι καθήκον γενικόν των πιστών. Πάντες υποχρεούνται, όπως εισφέρωσι…»
3.- 1945-1952
Το 1945 εκδόθηκε ο Α.Ν. 536/1945 «Περί ρυθμίσεως των αποδοχών του Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου της Ελλάδος, του τρόπου πληρωμής αυτών και περί καλύψεως της σχετικής δαπάνης». Από την 1 Οκτωβρίου 1945 οι ενοριακοί Ναοί απαλλάσσονται από την υποχρέωση της καταβολής της μισθοδοσίας των Ιερέων γιατί αναλαμβάνει πλέον η Πολιτεία την μισθοδοσία αυτών, κατόπιν συμφωνίας που επήλθε μεταξύ αυτής και της Εκκλησίας.
Πλην όμως τα κονδύλια για την μισθοδοσία των Ιερέων, τα αναλαμβάνει πάλι η Εκκλησία – μέσω του οβολού των πιστών τέκνων της βέβαια – διότι υποχρεούται ο κάθε ενοριακός Ναός να καταβάλει εισφορά 25% επί των ακαθαρίστων εισπράξεων στην οικεία Οικονομική Εφορία. Έτσι τα Εκκλησιαστικά Συμβούλια ήταν υποχρεωμένα ανά τρίμηνο να καταβάλουν στο Δημόσιο Ταμείο την εισφορά του 25% επί των ακαθαρίστων εισπράξεων, αλλιώς υπήρχε ο κίνδυνος να μην πληρωθούν ούτε οι μισθοί ούτε οι συντάξεις όσων Ιερέων δεν κατέβαλαν ή απέκρυπταν την αντίστοιχη εισφορά.
Και βέβαια να μην ξεχνάμε ότι όταν το Κράτος πήρε το 1949 για ΤΡΙΤΗ ΦΟΡΑ την Εκκλησιαστική Περιουσία ΣΥΜΦΩΝΗΣΕ ΝΑ ΕΠΙΒΑΡΥΝΘΕΙ ΑΥΤΟ ΤΟΥΣ ΜΙΣΘΟΥΣ ΤΩΝ ΙΕΡΕΩΝ.
Η Δ΄ Αναθεωρητική Βουλή (1946-50) και η ειδική Επιτροπή για τη σύνταξη Σχεδίου Συντάγματος, στο άρθρο 143 προέβλεπε την πλήρη απαλλοτρίωση όλης της εκκλησιαστικής περιουσίας, χωρίς αντάλλαγμα! Πρόσχημα; Η αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και γεωργοκτηνοτρόφων.
Η Ιεραρχία αντέδρασε, η απόπειρα ματαιώθηκε, αλλά το Κράτος με το Ν.Δ. 327/1947 και αυτό της 29.10.1949 επέφερε νέα πλήγματα. Η κυβέρνηση Πλαστήρα, ενώ το Σύνταγμα και του 1952 όριζε ότι «επικρατούσα θρησκεία εν Ελλάδι είναι η Ανατολική Ορθόδοξος», προέβαλε την απαίτηση να παραχωρηθεί η εκκλησιαστική περιουσία στο Κράτος.
Οι αφόρητες πιέσεις του Κράτους είχαν ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα την υπογραφή της από 18.9.1952 «Συμβάσεως περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος προς αποκατάστασιν ακτημόνων καλλιεργητών και ακτημόνων γεωργικών κτηνοτρόφων», που κυρώθηκε με το Β.Δ. της 26.9/8.10.1952 (ΦΕΚ 299 Α΄).
Η Σύμβαση αυτή ήταν επαχθής για την Εκκλησία, αφού υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στο Κράτος τα 4/5 (80%) της καλλιεργούμενης ή καλλιεργήσιμης αγροτικής περιουσίας της και τα 2/3 των βοσκοτόπων. Το αντάλλαγμα; Μόλις το 1/3 της πραγματικής αξίας και κάποια αστικά ακίνητα/οικόπεδα.
Στη σύμβαση του 1952 περιέχεται η διακύρηξη του κράτους ότι η απαλλοτρίωση αυτή είναι η τελευταία και δεν πρόκειται να υπάρξει νεότερη στο μέλλον, ενώ υπάρχει και η δέσμευση ότι η Πολιτεία θα παρέχει κάθε αναγκαία υποστήριξη (υλική και τεχνική), ώστε η Εκκλησία να μπορέσει να αξιοποιήσει την εναπομείνουσα περιουσία της. Στην ίδια σύμβαση καθιερώθηκε και η "μισθοδοσία" των κληρικών από τον Κρατικό Προϋπολογισμό - του δε Αρχιεπισκόπου και των Μητροπολιτών από το έτος 1980- ως υποχρέωση του Κράτους έναντι των μεγάλων παραχωρήσεων γης στις οποίες είχε προβεί η Εκκλησία της Ελλάδος κατά την δεκαετία 1922-32.
Δηλαδή, επειδή το Κράτος αδυνατούσε να καταβάλει οποιοδήποτε αντίτιμο -όπως προέβλεπε ο νόμος του 1932- συνεφωνήθη να μισθοδοτούνται επ' άπειρον οι κληρικοί και το Κράτος δεσμεύθηκε επ' αυτού. Διευκρινίζουμε ότι η μισθοδοσία του κλήρου καλύπτει μόνο τους ιερείς και όχι τους μοναχούς ή μοναχές. Πού λοιπόν τα αναφερόμενα για –δήθεν- «δημόσιους υπαλλήλους" ; Μόνο οι τόκοι από την δημευθείσα εκκλησιαστική περιουσία φθάνουν για να θρέψουν γενιές κληρικών.
Δυστυχώς, το Κράτος με νέα διοικητικά μέτρα όχι μόνο δεν υποστήριξε, αλλά δεν επέτρεψε στην Εκκλησία να αξιοποιήσει ό,τι της απέμεινε.
Οι κρατικές Υπηρεσίες, άλλοτε αμφισβητώντας την κυριότητα, με το να ζητούν τίτλους κυριότητας από εποχές που το Κράτος μας δεν υπήρχε, άλλοτε μη δεχόμενο την εγκυρότητα ή την ισχύ αυτοκρατορικών εγγράφων ή πατριαρχικών σιγιλίων και σουλτανικών φιρμανίων, ή χαρακτηρίζοντας ως δασικές ή «διακατεχόμενες» τις μοναστηριακές εκτάσεις, στην πράξη εμπόδισαν και εμποδίζουν την Εκκλησία να αξιοποιήσει την λίγη περιουσία της.
ΝΕΩΤΕΡΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ
Από το 1975 και μετά εντείνονται οι πιέσεις για τον λεγόμενο «χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους», ενώ το 1976 ο τότε υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων (Γεώργ. Ράλλης) κατάρτισε σχέδιο για την παραχώρηση στο Κράτος των 3/4 (75%) της περιουσίας και η Εκκλησία να κρατούσε το υπόλοιπο 1/4 (25%). Η προσπάθειά του ναυάγησε. Ο διάδοχός του στον υπουργικό θώκο (Ιωάν. Βαρβιτσιώτης) πρότεινε πιο σκληρό σχέδιο : Το Κράτος να πάρει τα 4/5 (80%) και στην Εκκλησία να μείνει το 1/5 (20%). Κι αυτό δεν υλοποιήθηκε.
Το 1985 ο υπουργός Παιδείας (Απ. Κακλαμάνης) κατάρτισε νομοσχέδιο με θέμα «Ρύθμιση θεμάτων μοναστηριακής περιουσίας» και το επόμενο έτος ο νέος υπουργός (Αντ. Τρίτσης) εμφάνισε σχέδιο Συμφωνίας διάρκειας 100 χρόνων για ανάπτυξη της εκκλησιαστικής περιουσίας και αξιοποίησή της από τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, που θα απέδιδαν 10% στην Εκκλησία και 5% στο Κράτος.
Ευτυχώς που και το σχέδιο αυτό δεν υλοποιήθηκε, αν ληφθεί υπόψη ο βίος και η πολιτεία του συνόλου σχεδόν των καταχρεωμένων Συνεταιρισμών (εκτός εξαιρέσεων…).
Αλλά ο τότε υπουργός Τρίτσης επέμεινε. Κατάρτισε και έφερε στη Βουλή νομοσχέδιο, που ψηφίστηκε ως Νόμος 1700/1987 και υπήρξε το αποκορύφωμα της κρατικής επιβολής σε βάρος της εκκλησιαστικής περιουσίας που είχε απομείνει.
Παρά τις αντιδράσεις, η πλειοψηφία της Βουλής ψήφισε το Νόμο, με τις διατάξεις του οποίου θα άλλαζαν οι κανόνες διοίκησης, διαχείρισης και εκπροσώπησης της μοναστηριακής περιουσίας, το Κράτος θα διόριζε το Διοικ. Συμβούλιο του Ο.Δ.Ε.Π., για να διοικεί την εκκλησιαστική περιουσία, ενώ γινόταν επέμβαση και στον τρόπο διοίκησης και διαχείρισης των ενοριακών ναών κ.λπ. Η τύχη του Νόμου αυτού είναι γνωστή : Το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε την Πράξη συγκρότησης του Συμβουλίου του Ο.Δ.Ε.Π. (απόφαση 5057/1987), το Κράτος δεν τόλμησε να εφαρμόσει τους Νόμους 1700/1987 και 1811/1988, κάποιες Μονές προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για παραβίαση με τους Νόμους αυτούς άρθρων της Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης και του Πρώτου Πρωτοκόλλου της.
Και δικαιώθηκαν, διότι το Δικαστήριο με την απόφασή του 10/1993/405/483/484/9.12.1994 :
(α) Διαπίστωσε ότι ο Νόμος 1700 παραβίασε θεμελιώδη δικαιώματα των ιερών Μονών για τα περιουσιακά τους δικαιώματα
(β) Ανέτρεψε τη μέχρι τότε υπέρ του Κράτους νομολογία των ελληνικών Δικαστηρίων και επέβαλε σ’ αυτά πλήρη συμμόρφωση προς τη Σύμβαση της Ρώμης
(γ) Διακήρυξε ότι οι Μονές –και άρα η Εκκλησία της Ελλάδος– δεν είναι κρατικοί οργανισμοί, έστω κι αν χαρακτηρίζονται νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου
(δ) Διασαφήνισε ότι οι Μονές μπορούν να επικαλούνται κάθε τρόπο κτήσεως της κυριότητας της περιουσίας τους (και με χρησικτησία), αφού «δεν υπάρχει κτηματολόγιο στην Ελλάδα», και διότι ήταν αδύνατη η μεταγραφή τίτλων προ του 1856 και η μεταγραφή κληροδοσιών και κληρονομιών προ του 1846, και
(ε) Επέλυσε την αμφισβήτηση, υπέρ των ιερών Μονών, του θέματος των «διακατεχομένων» (κτημάτων χωρίς νόμιμους τίτλους) τα οποία νέμεται η Εκκλησία, με το τεκμήριο της τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας.
Παρά το «πάγωμα» των δύο αυτών Νόμων (1700 και 1811), το 1998 επιχειρήθηκε από τη Γεν. Γραμματεία Δασών η ενεργοποίηση της Σύμβασης που προέβλεπε ο δεύτερος Νόμος, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Αλλά δεν έπαψε η αναμόχλευση του θέματος «εκκλησιαστική περιουσία», όπως συνέβη το έτος 2000, όταν το Πανελλήνιο βρισκόταν σε ανησυχία και αναστάτωση για το ζήτημα της μη αναγραφής του θρησκεύματος στα νέου τύπου δελτία ταυτότητος, ή μετά το 2009, όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση, ήρθε στην Ελλάδα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (Τρόικα) και υπογράφτηκε το «Μνημόνιο…».
Οι προσλήψεις ιερέων και ο νόμος του κράτους
Κι ενώ τα γεγονότα μιλούν, σύγχρονοι «επαφίες» της ιστορίας τολμούν να επιτίθενται στην Ορθόδοξη Εκκλησία με θρασύτατες υποκειμενικές ιστορικές «εκδοχές» που επιχειρούν να επιβάλουν ως… πραγματικότητα προτάσσοντας τις «προσλήψεις» ιερέων την ίδια στιγμή που σιωπούν για την προσλήψεις ιμάμηδων!
Κανονισμός "Περί Εφημερίων και Διακόνων" διατάξεις των άρθρων 36 παρ. 6, 37 παρ. 2 και 38 παρ. 2 του Νόμου 590/1977 «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» Οργανικές θέσεις Εφημερίων
1. Οι υφιστάμενες και λειτουργούσες ενορίες διατηρούνται. Σε κάθε ενορία υφίσταται μία τουλάχιστον οργανική θέση Εφημερίου.
2. Σε πόλεις με πληθυσμό άνω των 200.000 κατοίκων, σε κάθε ενορία υφίσταται μία οργανική θέση Εφημερίου ανά δύο χιλιάδες οικογένειες και δεν υπερβαίνουν τους πέντε τακτικούς Εφημέριους ανά ενορία.
3. Σε πόλεις με πληθυσμό άνω των 100.000 κατοίκων, σε κάθε ενορία υφίσταται μία οργανική θέση Εφημερίου ανά χίλιες οικογένειες.
4. Σε πόλεις με πληθυσμό έως 100.000 κατοίκους, σε κάθε ενορία υφίσταται μία οργανική θέση Εφημερίου ανά πεντακόσιες οικογένειες.
5. Σε πόλεις με πληθυσμό έως 100.000 κατοίκους και σε νησιά, όπου το ένα τρίτο τουλάχιστον του πληθυσμού είναι αλλοδαποί ή αλλόθρησκοι ή ετερόδοξοι, με απόφαση της Δ.Ι.Σ. μετά από σχετική γνωμοδότηση της Συνοδικής Επιτροπής επί των Δογματικών και Νομοκα-νονικών Ζητημάτων, σε ενορία άνω των τετρακοσίων οικογενειών μπορεί να διορισθεί και δεύτερος Εφημέριος.
6. Σε Ο.Τ.Α. που αποτελούν κοινώς γνωστά κέντρα παραθερισμού και έχουν τουλάχιστον τετρακόσιες μόνιμες οικογένειες, με απόφαση της Δ.Ι.Σ., μετά από σχετική γνωμοδότηση της Συνοδικής Επιτροπής επί των Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων, μπορεί να διορισθεί και δεύτερος Εφημέριος.
7. Για την εφαρμογή των παραγράφων 2-5 του παρόντος άρθρου ο αριθμός των οικογενειών ορίζεται, αφού διαιρεθεί διά του 4 ο αριθμός των Ορθοδόξων Χριστιανών της συγκεκριμένης κάθε φορά ενορίας. Προκήρυξη και κάλυψη οργανικών εφημεριακών θέσεων
1. Οι τακτικοί Εφημέριοι διορίζονται με απόφαση του οικείου Μητροπολίτου κατά την διαδικασία που περιγράφεται κατωτέρω. Εξαιρούνται από τη διαδικασία αυτή οι εφημεριακές θέσεις στους Μητροπολιτικούς Ιερούς Ναούς, στις οποίες διορίζονται οι Εφημέριοι από τους οικείους Μητροπολίτες χωρίς προηγουμένη προκήρυξη.
2. Εντός μηνός από της χηρείας εφημεριακής θέσεως, ο οικείος Μητροπολίτης με προκήρυξη του, η οποία αναγινώσκεται στον ενοριακό Ιερό Ναό, όπου υφίσταται η θέση αυτή, και δημοσιεύεται στο περιοδικό ΕΚΚΛΗΣΙΑ ή και στον τοπικό τύπο με δαπάνη του Ναού, καλεί τους βουλόμενους και έχοντες τα απαιτούμενα κανονικά και νόμιμα προσόντα, να υποβάλουν τα δικαιολογητικά τους στοιχεία μέσα σε ένα μήνα από τη δημοσίευση της προκηρύξεως στο περιοδικό ΕΚΚΛΗΣΙΑ, προκειμένου να καταλάβουν την κενή οργανική θέση Εφημερίου.
Κι ενώ υπάρχουν καταγεγραμμένα ιστορικά ντοκουμέντα, συμφωνίες και νόμοι του κράτους, για τον ιστορικό ρόλο της Χριστιανικής Ορθοδοξίας και τις σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους, η κατά καιρούς εμφάνιση «προσωπικοτήτων» που επιχειρούν να διαστρεβλώσουν την πραγματικότητα για να εξυπηρετήσουν στόχους που ως μοναδικό τους σκοπό έχουν την ρήξη στην ιστορική και αλληλένδετη σχέση μεταξύ Ελληνισμού και Χριστιανικής Ορθοδοξίας, προκειμένου να προσβάλουν και τελικά να καταστρέψουν τόσο τον Ελληνισμό όσο και την Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία, κάνοντας χρήση «λογικών» που καμία σχέση δεν έχουν με την λογική, αλλά –δυστυχώς για τους ίδιους- ούτε και με την ιστορική αλήθεια.
Φυσικά, κανείς δεν περιμένει από την σημερινή ηγεσία (και τους φανατικούς οπαδούς της) της χώρας να προχωρήσουν στην έρευνα και ανάγνωση ιστορικών ντοκουμέντων που βρίσκονται σε δεκάδες (ή και εκατοντάδες) τόμους της ελληνικής ιστορίας. Θα τους προκαλούσαμε, όμως, να ερευνήσουν πόσοι ιερείς και πόσοι ιμάμηδες έχουν προσληφθεί τα τελευταία 6 (μνημονιακά) χρόνια στην Ελλάδα, αλλά και ποιά η συμβολή της Εκκλησίας στην αντιμετώπιση της εσωτερικής κοινωνικής και ανθρωπιστικής κρίσης και ποια η συμβολή της πολιτικής (ή και του Ισλάμ)... Ενδεχομένως να μην έχουν αντιληφθεί οι "αριστεριστές" και οι εγχώριοι και εξωχώριοι χορηγοί τους πως στην Χριστιανική Ελληνική Ορθοδοξία υπάρχει ένα σταθερό "φαινόμενο" που θέλει να ισχυροποιεί την Χριστιανική Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό όσο πιό ισχυρά είναι τα χτυπήματα που επιχειρούν ενίοτε από "διαφόρους" επώνυμους ή ανώνυμους. Αν, δε, οι σύγχρονοι "οπαδοί" και λοιποί υποστηρικτές του Φίλη επιθυμούν να καταστρέψουν το κράτος για να "χτίσουν" το δικό τους "ειδικό" κράτος επιβάλλοντας την δική τους "ιδεολογία" και πολιτικο-κοινωνική εκδοχή (χορηγούμενη από διάφορα ιδρύματα του Σόρος και όχι μόνο), καλά θα κάνουν να αναλογιστούντι συνέβη με τον Στάλιν και την Ορθόδοξη Ρωσία...
Πηγή: Ας Μιλήσουμε Επιτέλους