«Παιδί μου, θά ἤθελα πολύ νά μοιάσω, στόν Ἅγιο Ἀθανάσιο τόν Ἀθωνίτη»
Ἕνα βράδυ, καθόταν ὁ ἀείμνηστος ἅγιος Πενταπόλεως στό Πανεπιστήμιο, πού εἶχε οἰκοδομηθεῖ καί λειτουργήσει μέ τίς κοπιώδεις φροντίδες και ἀγῶνες του. Μέσα στό κέντρο τοῦ χώρου κτιζόταν ὁ βυζαντινός καί περικαλλῆς Ναός τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου. Ἦταν κουρασμένος, γιατί ἐκείνη τήν ἡμέρα εἴχαμε ἀργήσει πολύ δουλεύοντας στό Ναό καί τότε μοῦ εἶπε:
«Παιδί μου, θά ἤθελα πολύ νά μοιάσω στόν Ἅγιο Ἀθανάσιο τόν Ἀθωνίτη».
Τόν ρώτησα: «Γιατί Σεβασμιώτατε;»
Καί συνεχίζει καί λέει:
«Αὐτός δούλεψε γιά τό Θεό καί ἔπεσε ἀπό τίς σκαλωσιές καί μ’ αὐτό τόν τρόπο θυσίασε τήν ζωή του στόν Θεό, τόν ζηλεύω πολύ, ἀλλά δέν λέω τίποτα, γιατί τόσα ἔργα ἔκανα μέχρι σήμερα. Μέ ἐλέησε ὁ Θεός καί δέν ἐπέτρεψε κανένα κακό νά γίνη, οὔτε ἔσπασε κανένα πόδι, κανένα χέρι, γι’ αὐτό δέν ἔχω παράπονο…»
Καί νά σημειώσουμε αὐτή ἡ κουβέντα ἔγινε τό 2009.
Τόν εἶδα νά ἀνεβαίνη στό τροῦλλο πολλές φορές καί φοβόμουν μήν πέση κάτω, καί κάθε φορά τοῦ ἔλεγα:
«Σεβασμιώτατε μήν τό κάνετε αὐτό!»
Καί ἡ ἀπάντησι πάντα ἦταν:
«…Ἀνεβαίνω παιδί μου, νά δῶ τί κάνουν καί ἄν μπορῶ νά προλάβω νά σώσω καμμιά ψυχή πού πρόκειται νά πέση… δέν θέλω νά ἔχω εὐθύνες πάνω μου, καλό εἶναι νά εἶμαι μαζί τους, γιά νά βοηθήσω…»
Ὅταν τοῦ ἔλεγα: «Σεβασμιώτατε, θά κουραστῆτε», ἀπαντοῦσε ἀμέσως:
«… Αὐτό θέλω, νά κουρασθῶ γιά τό Θεό, μ’ αὐτό τόν τρόπο τοῦ δείχνω καί ἐγώ τήν εὐγνωμοσύνη μου. Ἔχω κάνει μαζί του συμφωνία, ὅσο ζῶ θά τοῦ χαρίζω τήν ζωή μου στά ἔργα τοῦ Εὐαγγελίου…»
Δέν μποροῦσα μέ κανένα τρόπο νά τοῦ πῶ νά μήν δουλέψη.
Μία μέρα τοῦ εἶπα:
«Σεβασμιώτατε ἐσεῖς νομίζετε, ὅτι ὁ Θεός θά σᾶς κρίνη ἀνάλογα μέ τά ἔργα σας;...»
Θύμωσε πολύ καί μοῦ ἀπάντησε:
«…Ὄχι δέν εἶπα αὐτό, δέν ξέρω τί θά πῆ ὁ Θεός γιά μένα, εἶναι ἁμαρτία ἄν σκεφτώμαστε ἔτσι. Πολλοί ἅγιοι δεν ἔκαναν κάτι ἀπό αὐτά, οὔτε ἔγραψαν, οὔτε ἔκτισαν, οὔτε ἱερεῖς ἔγιναν… καί σήμερα κάνουν πολλά θαύματα καί εἶναι μεγάλοι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ… Ἀλοίμονο ἄν σκεφτώμαστε ἔτσι! Ἐγώ τά κάνω ἁπλά, γιατί ἔκανα συμφωνία μέ τό Θεό, ὅσο ζῶ θά τοῦ χαρίζω τήν ζωή μου, τήν δύναμί μου, τά πάντα ὅσα χρόνια μέ κρατάει στήν γῆ, χωρίς νά περιμένω τίποτα, γιατί τά πάντα μοῦ ἔδωσε, ἁπλά τήν εὐγνωμοσύνη μου θέλω νά τοῦ δείξω…»
Μία μέρα χωρίς νά ἔχει προηγηθῆ κάποια συζήτησι εἶπε:
«Τί ἄνθρωποι ἦταν αὐτοί;»
Χωρίς νά μοῦ πῆ τά ὀνόματά τους.
Τόν ρώτησα:
«Ποιούς λέτε;»
Καί ἀρχίζει καί μοῦ λέει:
«Ἡ Παναγία, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ὁ Πρόδρομος…, τί νά σοῦ πῶ, τί ἦταν αὐτοί… δέν χωράει τό μικρό μυαλό μου, τί πνεῦμα εἶχαν. Ἄν μ’ ἀξιώση ὁ Θεός μία μέρα νά πάω νά τούς δῶ μέ τά μάτια μου, νά τούς ρωτήσω, τί ἦταν θά μάθω…»
Λένε ὅτι ἤξερε ἀπ’ ἔξω ὅλες τίς ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί ποτέ-ποτέ του δέν ξεχνοῦσε νά ἀναφέρεται στό ὄνομα τοῦ Καθηγητοῦ του Τρεμπέλα, σ’ ὅλες τίς ὁμιλίες του καί πάντα μετά δακρύων ἀναφερόταν στό ὄνομά του.
Ὅλοι μας στό Κονγκό γνωρίζουμε τόν ἀείμνηστο Παναγιώτη Τρεμπέλα, χωρίς νά τόν ἔχουμε δεῖ.
Συχνά ἀναφερόταν στά πρόσωπα τῶν πατέρων Χρυσοστόμου Παπασαραντοπούλου καί Χαρίτωνος Πνευματικάκι μετά δακρύων καί πάντα ἔλεγε:
«Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, πώς μέ ἑτοίμαζαν μέ τήν ἀγάπη τους!».
Μία μέρα, μοῦ διηγήθηκε ἕνα περιστατικό μέ τόν πατέρα Χαρίτωνα, ὅταν τοῦ ἔλεγε:
«…Ἐμεῖς δέν εἴμαστε ἄξιοι, νά μαρτυρήσουμε γιά τό Χριστό, μήν φοβάσαι, δέν θά πάθουμε τίποτε, δέν εἴμαστε ἄξιοι…»
«Θά σοῦ πῶ ἕνα καλό τροπάριο μέ τόν ἦχο πού θέλω καί μοῦ ἀρέσει»
Μία μέρα μέ κάλεσε στήν βεράντα τοῦ σπιτιοῦ του καί μοῦ λέει:
«Παιδί μου θέλω νά ἀφιερώσω τό τελευταῖο ἔργο μου στήν Παναγία, θέλω νά κάνω ἕναν ὡραῖο Ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στό χωριό Μπάλα σταυροειδή με τροῦλλο.»
Ἔφτιαξε ὁ ἴδιος τό σχέδιο καί ἄρχισε ἡ δουλειά. Τό χωριό ἀπέχει ἀπό τήν Κανάνγκα 35 χιλιόμετρα καί πήγαινε κάθε μέρα νά ἐπιβλέπη τό ἔργο, γιατί ἐπέμενε στό ὅτι:
«Θά κάνω ὅ,τι μέ φωτίζει ἡ Παναγία, γιατί δέν ἔχω ξανακάνει ἕνα τέτοιο σχέδιο, γι’ αὐτό θά πηγαίνω κάθε μέρα… Ξέρω ὅτι εἶναι δύσκολος ὁ δρόμος καί κουραστικός, ἀλλά πρέπει νά τελειώση ἡ δουλειά καί δέν νομίζω ὅτι μετά ἀπό αὐτό θά κάνω ἄλλο. Ἔτσι ἐπιθυμῶ νά γίνη ὡραῖο καί ὄμορφο. Κουράστηκα καί δέν ἀντέχω ἄλλο, τό μυαλό μου ἀντέχει ἀκόμα, ἀλλά τά πόδια δέν μέ βοηθοῦν καί δέν μ’ ἀφήνουν νά δουλέψω καί ἀκόμη δέν ἔχω ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό μου, γιατί καί τό σχέδιο εἶναι δύσκολο. Εἶναι ἀνάγκη νά εἶμαι ἐκεῖ κάθε μέρα μέ τήν βοήθεια τῆς Παναγίας νά τελειώσουμε…».
«Σοῦ λέω παιδί μου, ἄν τελειώσω αὐτό τό Ναό θά πῶ: «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου Δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ Κύριε, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου, τὸ σωτήριόν σου. Φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν, καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ.». Κάνω προσευχή νά φροντίζη ἡ Παναγία μόνη της τό ἔργο αὐτό.»
Πραγματικά εἶχαμε παραδείγματα γιά τήν φροντίδα τῆς Παναγίας.
Νά σημειώσουμε ὅτι τήν τελευταῖα ἑβδομάδα τήν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Χαρίτωνος τοῦ Ὁμολογητοῦ στίς 28 Σεπτεμβρίου, ἡμέρα Πέμπτη, ἀφοῦ τό πρωῒ εἶχε πάει στήν Μπάλα, ὅπως πάντα, γύρισε στό ραδιοφωνικό σταθμό, ὅπου ἦμουν μέσα καί χτύπησε στήν πόρτα, μόλις βγῆκα μοῦ λέει:
«Κάθισε νά σοῦ πῶ κάτι, πού δέν σᾶς ἔχω πεῖ ποτέ!»
Μόλις κάθισα τόν ἄκουσα μέ προσοχή:
«… Παιδί μου δέν ἀντέχω πιά, σήμερα κατάλαβα ὅτι κουράστηκα πολύ. Τό σῶμα μου δέν ἔχει δυνάμεις. Ὅμως πρέπει νά τελειώση ὁ Ναός. Δοξάζω τό Θεό, γιατί ἔδωσε διά πρεσβειῶν τῆς Θεοτόκου ὅ,τι καλύτερο. Παρατήρησα ἀπό τήν πρώτη ἡμέρα πού ξεκινήσαμε τίς ἐργασίες μέχρι σήμερα δέν μᾶς ἐμπόδισε οὔτε μία μέρα ἡ βροχή, ἀλλά εἶχαμε ἀνάγκη ἀπό τό νερό. Ἔβρεχε μόνο στίς ὧρες πού δέν δουλεύαμε. Αὐτό εἶναι ἡ μεγαλύτερη φροντίδα τῆς Θεοτόκου, γιά νά περατωθῆ ὁ Ναός της. Δοξάζω τό Θεό γιατί ὁλοκληρώσαμε τό ἔργο σ’ αὐτή τή δύσκολη περίοδο, πού εἴχαμε ἐπεισόδια (σοβαρές καί ἐπικίνδυνες ἐμφύλιες συρράξεις μέ πολλούς θανάτους), μᾶς φύλαξε καί τελειώσαμε…»
Μετά ἔφυγε γιά τό δωμάτιό του, ἀφοῦ αὐτή ἡ κουβέντα ἔγινε στίς 8 τό βράδυ.
Τό Σάββατο τό πρωΐ 30 Σεπτεμβρίου ἔφυγε γιά τό χωριό καί ἐκεῖ στίς 11.30 π.μ. δούλευε στό ἱερό, σέ ἡλικία 87 ἐτῶν. Εἶχε στό χέρι του ἕνα τρυπάνι καί τρυποῦσε στόν τοῖχο. Μόλις ἔβγαινε ἀπό τό ἱερό γλύστρισε στά σκαλοπάτια μέ τό τρυπάνι στό χέρι. Ἔπεσε κάτω καί ἔσπασε τό ἀριστερό του πόδι.
Ὅταν τόν φέρανε στό κέντρο τῆς Ἱεραποστολῆς, τόν ἔβαλαν στό δωμάτιό του. Μπῆκα μέσα. Εἶχε πολύ κόσμο. Τούς παρακάλεσε νά βγοῦν ἔξω ὅλοι.
Πονοῦσε πολύ. Μόλις βγῆκαν, μοῦ ζήτησε νά πάρω χαρτί καί μολύβι. Μοῦ εἶπε τί ἔπρεπε νά κάνουν στό Ναό ἀπό τήν Δευτέρα μέχρι τό τέλος.
Προσωπικά φοβήθηκα, γιατί κατάλαβα σάν νά μοῦ δίνει τελευταίες ἐντολές. Πράγματι ἦταν μέ λεπτομέρειες.
Ἀφοῦ τελειώσαμε συνέχισε:
«… Παιδί μου δέν λυπᾶμαι γιά ὅ,τι ἔγινε, δέν ἔχω παράπονα γι’ αὐτό πού μοῦ ἔχει συμβεῖ. Δοξάζω πολύ τό Θεό, γιατί ἐπέτρεψε νά τό πάθω ἐγώ καί ὄχι ἄλλος, γιά νά μήν ἔχω εὐθύνη. Τόσα χρόνια, τόσες δουλειές, τόσα ἔργα, μέ φύλαξε ὁ Θεός, δέν ἔπαθε κανένας τίποτε, δέν ἔσπασε κανένα κεφάλι, πόδια, χέρια τῶν ἄλλων. Μέ ἐλέησε. Τό θύμα εἶμαι ἐγώ ὁ ἴδιος. Τί θά Τοῦ ἔλεγα, ἄν εἶχα ἀφήσει πίσω μου μία οἰκογένεια νά κλαίη μία γυναίκα τόν ἄνδρα της, ἤ τά παιδιά τον πατέρα τους ἀπό τά ἔργα μου; Δέν εἶναι τίποτα αὐτό πού ἔπαθα (μοῦ τά ἔλεγε κλαίγοντας ἀπό τόν πόνο πού εἶχε). Κοίτα στόν τοῖχο, αὐτοί οἱ ἄνθρωποι…».
Ἐννοοῦσε τούς ἁγίους, μοῦ ἔδειχνε τις εἰκόνες, πού βρίσκονταν στόν τοῖχο.
«Τούς ἔκοψαν τά κεφάλια, τούς ἔβγαλαν τά δέρματα, τά δόντια, τούς ἔκοψαν τά πόδια, χέρια,… τί δέν τούς ἔκαναν; Ἀλλά ἐγώ δέν εἶμαι ἄξιος γιά ἕνα τέτοιο θάνατο, αὐτό πού ἔχω δέν εἶναι τίποτα μπροστά τους. Ἀλλά ἄν ἐπιτρέψη ὁ Θεός νά φύγω ἀπό αὐτό τό χτύπημα θά εἶμαι πολύ εὐχαριστημένος, θά τόν δοξάζω.
Ἡ χαρά μου εἶναι, ὅτι εἶμαι ἐγώ τό θύμα, ὄχι ἄλλος. Ἀλλά νά ξέρης, ὅτι ὅταν θά μέ σηκώσετε νά μέ βάλετε στόν τάφο…»
Μόλις εἶπε στόν τάφο, τόν σταμάτησα καί τοῦ εἶπα:
«Ὄχι Σεβασμιώτατε θά σᾶς βάλουμε στό αὐτοκίνητο γιά τό ἀεροδρόμιο, νά πᾶτε στήν Ἑλλάδα γιά θεραπεία…»
«Ὡραία», μοῦ λέει, «τό ἴδιο εἶναι!»
«Ἀλλά σημασία ἔχει ὅτι θά μέ σηκώσετε γιά τό αὐτοκίνητο, θά σοῦ ψέλνω ἕνα πολύ καλό τροπάριο μέ τόν ἦχο πού θέλω καί μοῦ ἀρέσει, γιατί δέν ξέρω, πώς θά τό ψέλνουν οἱ ἄλλοι, μετά ὅταν δέν θά τό ἀκούω. Θά τό πῶ ἐγώ μόνος μου, νά χαρῶ…»
Τότε χωρίς νά ξέρω τί ἤθελε νά μοῦ πῆ, περίμενα νά ἀκούσω κάτι εὐχάριστο. Καί μόλις τόν σηκώσαμε, γιά νά τόν βάλουμε στό αὐτοκίνητο ἀρχίζει μέ δυνατή φωνή νά ψέλνη· «Αἰωνία ἡ μνήμη», μέ χαρά καί εὐχαριστημένος. Τό εἶπε τρεῖς φορές.
Ἔτσι μ’ αὐτό τόν τρόπο ἤθελε νά πῆ καθαρά· Σᾶς μίλησα καί δέν μέ καταλάβατε. Τώρα θέλω νά σᾶς ἀποχαιρετήσω μία καί καλή, χωρίς ἄλλα λόγια, φεύγω γιά πάντα καί δέν θά ξαναέρθω ἐδῶ. Ἦταν ἡ σκηνή αὐτή γιά μένα πολύ δύσκολη, γιατί εἶπα μέσα μου:
«Ἔτσι εἶχε κάνει ὁ Κύριος μέ τούς μαθητές του, στήν τελευταία ὧρα τούς μίλησε καθαρά, χωρίς εἰκόνες.»
Ἔχω πολλά νά πῶ, γιατί ἔμαθα πολλά δίπλα του σάν ἕνα παιδί μέ τόν πατέρα του καί δέν ξέρω ἄν ὑπάρχει κάποιος πού τόν ἔζησε σάν ἐμένα.
Γι’ αὐτό δοξάζω τό Θεό, γιά τήν εὐλογία πού μοῦ ἔδωσε νά εἶμαι δίπλα του καί νά μέ καθοδηγῆ.
Κλείνοντας θυμάμαι μετά τό Πάσχα μάζεψε τούς ἱερεῖς στήν ὧρα τῆς συνάξεως καί τούς εἶπε:
«Παιδιά μου, σήμερα τό μάθημα πού θά κάνω εἶναι νά σᾶς ζητήσω συγγνώμη, γιατί βλέπω ὅτι ἡ ὑγεία μου μέ προσβάλλει καί δέν νομίζω νά εἶμαι μαζί σας φέτος τά Χριστούγεννα 2017, γι’ αὐτό σκέφτηκα νά σᾶς ζητήσω συγγνώμη, ἄνθρωπος εἶμαι καί ἐγώ, λάθη κάνω, καί μπορῶ νά σᾶς ἔχω στενοχωρήσει μέ τή συμπεριφορά μου, τή συνεργασία μου, νά μέ συγχωρήσετε καί νά πῆτε ἕνα «Κύριε ἐλέησον» στίς προσευχές σας γιά μένα…».Ἔτσι ἄρχισε καί ἔτσι τελείωσε τή σύναξι.
Μᾶς δίδαξε μέ τή ζωή του καλά παραδείγματα.
Νά ἔχουμε τήν εὐχή του.