Μέ παρακαλεῖ ὁ ἅγιος Καθηγούμενος νά ὁμιλήσω καί σήμερα. Ἔχοντας ὁμιλήσει καί ἄλλες δύο φορές γιά τούς Ἁγίους Ἀποστόλους, θά τονίσω μερικά ἄλλα σημεῖα.
Ἡ ἐμπειρία καί ἡ ἔκφραση τῶν Ἀποστόλων
Λένε μερικοί ὅτι οἱ Ἀπόστολοι ἦταν ἀγράμματοι ψαράδες. Βεβαίως ἦταν ψαράδες, ἀλλά δέν ἦταν ἐντελῶς ἀγράμματοι μέ τήν σημερινή ἔννοια τοῦ ὅρου. Εἶχαν κάποιες γνώσεις. Στήν Γαλιλαία πού μεγάλωσαν ἐπικρατοῦσε ἡ ἑλληνική παιδεία, ἡ ἑλληνική παράδοση καί εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι γνώρισαν τήν ἑλληνική γλώσσα. Ἔχουμε τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη πού ἔγραφε τέλεια ἑλληνικά, δηλαδή ἡ γλώσσα τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου εἶναι ἡ πιό σωστή γλώσσα ἀπό πλευρᾶς ἑλληνικῆς. Ἔχουμε τόν Ἀπόστολο Πέτρο, ὁ ὁποῖος ἔγραψε τίς καθολικές ἐπιστολές στήν ἑλληνική γλώσσα. Ἑπομένως, δέν ἦταν ἁπλῶς ἀγράμματοι ψαράδες.
Φυσικά ἦταν Γαλιλαῖοι, εἶχαν ἑβραϊκή καταγωγή, ἀλλά ἤξεραν τήν ἀραμαϊκή γλώσσα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, γνώριζαν ὅμως καί τήν ἑλληνική γλώσσα καί ἄρα δέν μπορεῖ νά τούς πῆ κανείς ἐντελῶς ἀγράμματους. Μάλιστα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος φαίνεται ὅτι γνώριζε καί τήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία διότι, ὅταν πῆγε στόν Ἄρειο Πάγο καί μίλησε, ἀνέφερε μερικούς ἀρχαίους φιλοσόφους, Ἕλληνες συγγραφεῖς. Ὅμως, γιά ἄλλα πράγματα μιλοῦσαν οἱ φιλόσοφοι καί γιά ἄλλα μιλοῦσαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι. Ἔχουμε τόν Ἅγιο Λουκᾶ, ὁ ὁποῖος δέν ἦταν ἐκ τῶν Δώδεκα, ἦταν ἐκ τῶν ἑβδομήκοντα, πού γράφει πάρα πολύ ὡραῖα ἑλληνικά καί τό τρίτο Εὐαγγέλιο, ἀλλά καί τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἔχει στό Εὐαγγέλιό του μία θεολογία ἡ ὁποία εἶναι πολύ ὑψηλή.
Θέλω νά πῶ ὅτι ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν τήν ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς, εἶχαν φθάσει στήν θέωση. Ξέρουμε ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅπως εἶπα χθές, ἀνέβηκε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καί «ἤκουσε ἄρρητα ρήματα». Τί θά πῆ ἄρρητα ρήματα; Εἶδε καί ἄκουσε πνευματικές καταστάσεις πού δέν συνδέονται μέ αὐτήν τήν ζωή. Ἡ ἐμπειρία τήν ὁποία εἶχε ἦταν «ὑπέρ αἴσθησιν, ὑπέρ νόησιν, ὑπέρ ὅρασιν», ἀλλά στήν συνέχεια, ὅταν καθένας ἐκφράζη τήν ἐμπειρία αὐτή, χρησιμοποιεῖ τίς δικές του γλωσσικές ἱκανότητες καί τά λόγια τά ὁποῖα ὁ ἴδιος γνωρίζει. Ἔτσι βλέπουμε τήν διαφορά μεταξύ τῶν Εὐαγγελιστῶν καί τῶν Ἀποστόλων ὡς πρός τήν γλώσσα, ὄχι ὡς πρός τήν ἐμπειρία. Ἡ ἐμπειρία εἶναι ἴδια, καί ἡ ἐμπειρία τῶν ἁγίων Προφητῶν καί ἡ ἐμπειρία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί ἡ ἐμπειρία τῶν ἁγίων Πατέρων.
Εἶναι χαρακτηριστικό αὐτό πού λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «τοῦτο τελειότης ἐστί σωτήριος ἔν τε γνώσει καί δόγμασι, τό ταὐτά φρονεῖν προφήταις, ἀποστόλοις, πατράσι, πᾶσιν ἁπλῶς, δι’ ὧν τό ἅγιον Πνεῦμα μαρτυρεῖται λαλῆσαν περί τε Θεοῦ καί τῶν κτισμάτων αὐτοῦ». Δηλαδή, ἡ σωτήρια τελειότητα εἶναι νά φρονοῦμε καί νά πιστεύουμε τά ἴδια τά ὁποῖα πίστευαν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, στούς ὁποίους τά ἀπεκάλυψε τό Ἅγιον Πνεῦμα γιά τόν Θεό καί τά κτίσματά Του.
Δέν εἶναι ἄλλο ἡ προφητική παράδοση, ἄλλο ἡ ἀποστολική παράδοση, ἄλλο ἡ πατερική παράδοση, ἀλλά εἶναι ἡ ἴδια ἐμπειρία καί θεολογία. Ἡ διαφορά εἶναι ὅτι οἱ Προφῆτες στήν Παλαιά Διαθήκη ἔβλεπαν τόν Ἄσαρκο Λόγο, τόν Γιαχβέ, πού σημαίνει ὁ Ὤν, ὁ Ὑπάρχων. Ὅλες οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη εἶναι ἐμφανίσεις τοῦ Ἀσάρκου Λόγου. Στήν συνέχεια, στήν Καινή Διαθήκη ὁ Ἄσαρκος Λόγος προσλαμβάνει τήν ἀνθρώπινη φύση, τήν ἑνώνει μέ τήν θεία φύση ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως καί ἔτσι ἔχουμε τώρα τόν Σεσαρκωμένο Λόγο. Ὅπως ψάλλουμε στήν Ἐκκλησία μας, αὐτό πού ἔχει συνθέσει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός τοῦ βαρέος ἤχου, «πρότερον μέν ἄσαρκον, ὕστερον δέ δι’ ἡμᾶς σεσαρκωμένον». Αὐτή εἶναι ἡ μόνη διαφορά.
Βεβαίως, λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «τόν Κύριο τῆς δόξης ἐσταύρωσαν» (Α' Κορ. β', 8), καί ἐδῶ εἶναι τό μεγάλο μυστήριο, γιατί ὁ Κύριος τῆς δόξης εἶναι ὁ Γιαχβέ, εἶναι ὁ Ἄσαρκος Λόγος. Λέει «τόν Κύριο τῆς δόξης ἐσταύρωσαν», διότι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν πάντοτε ἑνωμένη μέ τήν θεία φύση καί ὅταν ἐνεργοῦσε ἡ θεία φύση ἤ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἐνεργοῦσε κάθε μία «μετά τῆς θατέρου κοινωνίας», δηλαδή μετά τῆς κοινωνίας τῆς ἄλλης φύσεως, γιατί οἱ δύο φύσεις ποτέ δέν χωρίστηκαν. Ὁπότε, ὅταν λέη «τόν Κύριο τῆς δόξης ἐσταύρωσαν», φυσικά δέν σταυρώθηκε ὁ Κύριος τῆς δόξης, ἀλλά σταυρώθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά ἀκολουθοῦσε καί στήν περίπτωση αὐτή ἡ θεία φύση. Συγχρόνως, λέγεται αὐτό σύμφωνα μέ τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας περί τῆς ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων.
Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ὅλη αὐτήν τήν ἐμπειρία πού εἶχαν τήν ἐξέφρασαν μέ τά χαρίσματα τά ὁποῖα εἶχε ὁ καθένας καί ἔτσι βλέπουμε μία μικρή διαφορά στήν ἔκφραση. Ἄλλο εἶναι τό τί βίωσαν καί τό τί ἀπεκάλυψε σ’ αὐτούς ὁ Θεός καί ἄλλο εἶναι τό πῶς τό ἐξέφρασαν. Καί βλέπουμε ἀργότερα τούς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι λένε τά ἴδια, ἀλλά ἐκεῖνοι εἶχαν νά ἀντιμετωπίσουν κάποιες αἱρέσεις στήν ἐποχή τους, οἱ ὁποῖοι αἱρετικοί τῶν πρώτων αἰώνων, δηλαδή τοῦ 3ου , 4ου αἰώνα χρησιμοποιοῦσαν τήν ἑλληνική φιλοσοφία.
Αἱρετικοί θεολόγοι καί Πατέρες
Ἦταν μερικοί θεολόγοι, ὅπως ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατεύς, ὁ Λουκιανός, ἀργότερα ὁ Ἄρειος, ὁ Εὐνόμιος, ὁ Νεστόριος ὅλοι αὐτοί, μετέπειτα οἱ μονοφυσίτες. Ποιά εἶναι ἡ διαφορά μεταξύ αὐτῶν καί τῶν Πατέρων; Ἡ διαφορά εἶναι ὅτι αὐτοί φιλοσοφοῦσαν ἐπί τῇ βάσει κυρίως τοῦ Ἀριστοτέλους. Ὁ Ἀριστοτέλης ἦταν ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶχε διαδοθῆ στόν ἑλληνικό κόσμο καί τούς ἄρεσε περισσότερο ὁ Ἀριστοτέλης. Προηγουμένως ἦταν ὁ Πλάτων καί μερικοί πλατώνιζαν, ἀλλά στούς αἱρετικούς ἄρεσε κυρίως ὁ Ἀριστοτέλης καί προσπαθοῦσαν ἐπί τῇ βάσει τοῦ Ἀριστοτέλους νά ἑρμηνεύσουν τά ὅσα εἶπε ὁ Χριστός καί τό Εὐαγγέλιο καί ἔπεσαν σέ λάθη.
Γιά παράδειγμα, κατά τόν Ἀριστοτέλη «κάθε τί πού προέρχεται ἀπό τήν φύση εἶναι ἐξ ἀνάγκης», δηλαδή τό φυσικό εἶναι καί ἀναγκαστικό. Οἱ πρῶτοι αὐτοί αἱρετικοί, ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατεύς, γιά παράδειγμα, πού ἔζησαν στήν Μέση Ἀνατολή, στήν Συρία, εἶπαν ὅτι ἐφ’ ὅσον «πᾶν ἐκ φύσεως», ὅ,τι προέρχεται ἀπό τήν φύση, εἶναι κατ’ ἀνάγκην, ἄρα ὁ Λόγος δέν γεννήθηκε ἀπό τήν φύση τοῦ Πατρός, γιατί ἄν ἐγεννᾶτο ἀπό τήν οὐσία ἤ ἀπό τήν φύση τοῦ Πατρός, θά ἦταν ἐξ ἀνάγκης Υἱός, ἑπομένως ἀβούλητος ἀπό τόν Πατέρα. Καί γι’ αὐτό ἔλεγαν ὅτι ὁ Υἱός γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα μέ τήν βούλησή του, δηλαδή ὁ Πατήρ θέλησε νά γεννήση τόν Υἱό, γιά νά μή θεωρηθῆ ὅτι εἶναι ἐξ ἀνάγκης Υἱός. Ἑπομένως, ὁ Υἱός εἶναι κτίσμα.
Ἐκεῖ εἶναι ἡ διαφορά. Ἄλλο τό ἐκ φύσεως καί ἄλλο τό ἐκ βουλήσεως. Τό ἐκ φύσεως εἶναι ὅ,τι προέρχεται ἀπό τήν φύση, ἔχει τήν ἴδια φύση-οὐσία, ὑπάρχει ἀπό τότε πού ὑπάρχει ἡ φύση, ἐνῶ ὅταν λέμε ἐκ βουλήσεως σημαίνει κάποια στιγμή τό δημιούργησε καί εἶναι κτίσμα. Γι’ αὐτό ὁ Ἄρειος ἔλεγε ὅτι ὁ Λόγος «ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν», διότι δημιουργήθηκε ἐκ βουλήσεως τοῦ Πατρός, ἄρα εἶναι κτίσμα.
Καί ἔρχεται ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καί καταρρίπτει ὅλο αὐτό τό ἐπιχείρημα. Τί εἶναι αὐτά πού λέτε; Γιά παράδειγμα, οἱ ἀκτίνες καί ἡ θερμότητα πού ἐκπορεύονται ἀπό τόν ἥλιο δέν εἶναι ἐξ ἀνάγκης, εἶναι ἐκ τῆς φύσεως, εἶναι φυσικό. Στήν ὀρθόδοξη θεολογία δέν εἶναι «πᾶν ἐκ φύσεως ἐξ ἀνάγκης». Γι’ αὐτό καί ἔλεγε ὅτι ὁ Υἱός εἶναι ἐκ τῆς φύσεως τοῦ Πατρός, εἶναι ἀληθινός Θεός καί τό ἔλεγε αὐτό ἐπιχειρηματολογώντας ἀπό τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη.
Ἄν πάρουμε ἀπό τήν μία μεριά τούς αἱρετικούς τῶν πρώτων αἰώνων, τόν Παῦλο Σαμοσατέα, τόν Λουκιανό, τούς Λουκιανούς, καί τόν Ἄρειο πού ἀκολουθεῖ αὐτούς, θά δοῦμε ὅτι αὐτοί προσπαθοῦσαν νά μιλήσουν γιά τόν Χριστό, γιά τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, γιά τό τί εἶναι ὁ Χριστός ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀριστοτελικῆς φιλοσοφίας, ἐνῶ οἱ Πατέρες δέν μιλοῦσαν ἐπί τῇ βάσει τῆς φιλοσοφίας, ἀλλά μιλοῦσαν ἐπί τῇ βάσει τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων.
Γι’ αὐτό, ἄν διαβάση κανείς προσεκτικά τά ὅσα γράφει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἐναντίον τοῦ Ἀρείου, στούς λόγους «κατά Ἀρειανῶν», θά δῆ ὅτι ἐκεῖ συνέχεια χρησιμοποιεῖ ἐπιχειρήματα ἀπό τούς Προφήτας καί τούς Ἀποστόλους καί δέν ἀναφέρεται καθόλου σέ φιλοσόφους, δέν εἶναι καθόλου φιλόσοφος.
Ἄρα ἀπό τήν μία μεριά ἔχουμε τούς ἀνθρώπους πού φιλοσοφοῦν καί χρησιμοποιοῦν τόν στοχασμό καί τήν λογική, ἐπεξεργάζονται φιλοσοφικά ὅλα τά θέματα τῆς πίστεως, ἀπό τήν ἄλλη μεριά ἔχουμε τούς Προφῆτες, τούς Ἀποστόλους οἱ ὁποῖοι μιλοῦν ἐξ ἐμπειρίας.
Καί στούς Πατέρες ἔχουμε ἐμπειρία. Γιά παράδειγμα ὁ Μέγας Βασίλειος ἔχουμε σαφέστατες πληροφορίες ὅτι τήν ὥρα πού προσευχόταν ἦταν μέσα στό φῶς. Τόν εἶδε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ὁ ἀδελφός του καί μιλᾶ γιά τόν Βασίλειο τόν Μέγα ὅτι τόν εἶδε ἐν ὥρᾳ προσευχῆς καί ἦταν ὅλος μέσα στό φῶς. Ἑπομένως, οἱ Πατέρες εἶχαν ἐμπειρίες, ἀλλά καί ὅσοι δέν ἔχουν ἐμπειρίες ἀκολουθοῦν αὐτούς πού ἔχουν ἐμπειρίες. Γι’ αὐτό καί εἶναι ἀπαραίτητο γιά μᾶς τούς θεολόγους, τούς Ἐπισκόπους καί ὅλους τούς Κληρικούς, ἄν δέν ἔχουμε προσωπική πίστη ὡς ἀποκάλυψη, νά ἀκολουθοῦμε τήν πίστη τῶν θεουμένων.
Γι’ αὐτό καί ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής καί πολλοί Πατέρες σαφῶς τό λένε ὅτι ὑπάρχει ἡ πίστη ἐκ θεωρίας καί ὑπάρχει καί ἡ πίστη ἐξ ἀκοῆς. Πρῶτα ξεκινᾶμε ἀπό τήν πίστη τῆς ἀκοῆς, δηλαδή ἀκούσαμε ἀπό ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι τά ἔζησαν καί ἐφαρμόζουμε τόν λόγο τους, τήν ἐμπειρία τους, καί ἐμεῖς, ἄν ὁ Θεός ἐπιτρέψη, θά φθάσουμε στήν πίστη ἐκ θεωρίας.
Αὐτή εἶναι καί ἡ μεθοδολογία τῆς ἐπιστήμης. Δηλαδή, εἶναι μερικοί ἐρευνητές πού μπαίνουν στά ἐρευνητικά κέντρα –στήν Ἀμερική γιά παράδειγμα– ἐρευνητές ἰατροί ἐξετάζουν καί βλέπουν μέ τό μικροσκόπιο τό ἀνθρώπινο κύτταρο, τό ὁποῖο εἶναι μία μονάδα ζωῆς, ἡ ὁποία εἶναι 1,5 χιλιοστό τοῦ χιλιοστομέτρου. Δηλαδή, ἄν πάρουμε ἕνα χιλιοστό τοῦ μέτρου καί τό διαιρέσουμε σέ χίλια κομμάτια, τό πρῶτο κύτταρο πού συλλαμβάνεται στήν κοιλία τῆς γυναίκας εἶναι τόσο, 1,5-3 χιλιοστά τοῦ χιλιοστομέτρου. Ἔχουν, λοιπόν, τήν δυνατότητα οἱ ἐπιστήμονες νά μποῦν μέσα ἀπό δυνατά μικροσκόπια νά δοῦν τί ὑπάρχει μέσα σέ αὐτό τό κύτταρο. Ὑπάρχουν τά 46 χρωματοσώματα, τό DNA, ὑπάρχουν 25.000 γονίδια στόν ἄνθρωπο καί μέσα σέ αὐτά ὑπάρχουν ἄλλες μικρότερες μονάδες. Καί τά βλέπουν ὅλα αὐτά καθαρά, ἐνῶ ἐμεῖς δέν τά βλέπουμε, γιατί δέν ἔχουμε μικροσκόπιο.
Ὁπότε, ἐμεῖς ἀποδεχόμαστε τήν ἐμπειρία αὐτῶν πού τά εἶδαν καί ἔπειτα ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες πού τά διδάσκουν λένε αὐτά τά ὁποῖα ἔχουν δεῖ ἐκεῖνοι οἱ ἐρευνητές. Καί αὐτοί πού διδάσκουν, ἄν ἔχουν τήν πρόσβαση στό μικροσκόπιο, θά τά δοῦν. Πῆγα στήν Ἀμερική σέ ἕνα τέτοιο ἐρευνητικό κέντρο καί ζήτησα νά μοῦ δείξουν τό κύτταρο. Μέ ἔβαλαν μπροστά σέ ἕνα τέτοιο μικροσκόπιο καί μοῦ ἔλεγαν αὐτό εἶναι τό κανονικό κύτταρο, μέσα στό αἷμα, αὐτό εἶναι τό καρκινικό κύτταρο. Τά εἶδα καθαρά.
Νοερά καί λογική ἐνέργεια
Αὐτό τό παράδειγμα χρησιμοποιοῦσε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ὁ ὁποῖος ἦταν κορυφαῖος θεολόγος. Προσωπικά δέν βάζω κανέναν θεολόγο - δογματολόγο μπροστά στόν Ρωμανίδη, κανέναν ἀπολύτως, καί ὄχι μόνο γιά τόν 20ό αἰώνα, ἀλλά καί προηγουμένως. Γιατί; Διότι ἔχουμε τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό τόν 8ο αίωνα, ὁ ὁποῖος κάνει τήν κορυφαία σύνθεση «Ἔκθεσις ἀκριβής ὀρθοδόξου πίστεως», πού εἶναι οὐσιαστικά οἱ ἀποφάσεις ὅλων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων μέχρι τήν ἐποχή ἐκείνη. Ἔχουμε τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, τόν 11ο αἰώνα, ὁ ὁποῖος παρουσιάζει τήν ἡσυχαστική καί τήν ἐμπειρική θεολογία. Καί ἔχουμε τώρα τόν Ρωμανίδη, ὁ ὁποῖος συνδέει ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό καί ἅγιο Συμεών Νέο Θεολόγο μαζί μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ στήν δογματική. Ἐγώ τοὐλάχιστον δέν βάζω κανέναν καθηγητή πάνω ἀπό τόν Ρωμανίδη, κανέναν ἀπολύτως. Καί ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ἦταν μεγάλος θεολόγος, ἀλλά τόν ξεπέρασε ὁ μαθητής του, γι’ αὐτό καί ὁ Φλωρόφσκυ θεωροῦσε ὅτι ὁ Ρωμανίδης εἶναι ὁ ὀξυνούστερος τῶν μαθητῶν του.
Ἔλεγε, λοιπόν, γιά τό θέμα αὐτό ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ὅτι τό ὄργανο πού βλέπει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ νοῦς, ὁ ὁποῖος φωτίζεται ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης, χρησιμοποιοῦσε καί τό παράδειγμα τοῦ ἀστρονόμου. Γιά νά δῆς τά μακρινά ἀστέρια πρέπει νά ἔχης τηλεσκόπιο. Ποιό εἶναι, λοιπόν, τό τηλεσκόπιο, ποιό εἶναι τό μικροσκόπιο; Εἶναι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Τί εἶναι αὐτός ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου; Δέν εἶναι ἡ λογική. Ὁ Χριστός εἶπε: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». Τό πνευματικό μικροσκόπιο καί τό πνευματικό τηλεσκόπιο εἶναι ὁ φωτισμένος νοῦς μέσα στήν καθαρή καρδιά.
Λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, πού κάνει τήν διάκριση μεταξύ λογικῆς ἐνεργείας καί νοερᾶς ἐνεργείας, ὅτι ὁ νοῦς, λέει, εἶναι αὐτοτελής οὐσία καί εἶναι ἀπό μόνη της ἐνεργητική, δηλαδή εἶναι ἀνεξάρτητος ἀπό τήν λογική καί ἀνεξάρτητος ἀπό τίς ἄλλες ἐνέργειες τῆς ψυχῆς, τήν φαντασία, τήν λογική, τήν αἴσθηση, τήν δόξα, εἶναι ἄλλη ἐνέργεια καί κινεῖται διαφορετικά. Καί, δυστυχῶς, μετά τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ ὁ νοῦς σκοτίστηκε.
Ἕλεγε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης τί θά πῆ, σκοτίστηκε; Ἔχουμε τό μικροσκόπιο, ἐγώ θά ἔλεγα τήν φωτογραφική μηχανή πού ἔχουμε τώρα καλύτερη γνώση, ἄν ὁ φακός πού παίρνει τήν φωτογραφία ἔχη κηλίδες, ἄν εἶναι σκονισμένος, ἄν πέση νερό, τότε ἡ σταγόνα τοῦ νεροῦ θά βγῆ στήν φωτογραφία καί ἡ φωτογραφία δέν θά εἶναι καθαρή. Ὁ νοῦς μέ τήν πτώση σκοτίστηκε, στήν συνέχεια ταυτίστηκε μέ τήν λογική, τό περιβάλλον καί τά πάθη. Ὅλοι ἔχουν νοῦ καί ὁ νοῦς ταυτίζεται μέ τήν λογική, τά πάθη καί τό περιβάλλον.
Τί χρειάζεται τώρα; Χρειάζεται νά ἀρχίσουμε λίγο νά ἀποδεσμεύουμε τόν νοῦ ἀπό τά πάθη, ἀπό τό περιβάλλον καί ἀπό τήν λογική. Πῶς ἀποδεσμεύεται ὁ νοῦς; Μέ αὐτό πού ἔχουμε μάθει στήν Ἐκκλησία, μέ τήν ὑπακοή. Κάνουμε ὑπακοή καί δέν τά ἐρευνᾶμε ὅλα λογικά, καί μετά ἀρχίζει ἡ προσευχή.
Φυσικό καί γνωμικό θέλημα
Ἔλεγα τό βράδυ μετά τήν ἀγρυπνία ὅτι αὐτό μαθαίνουν οἱ μοναχοί, ὅταν πηγαίνουν στό Μοναστήρι. Τό πρῶτο πού μαθαίνουν εἶναι ὅτι τό γνωμικό θέλημα πρέπει νά γίνη φυσικό θέλημα. Γιατί, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό, ὁ Ἀδάμ εἶχε φυσικό θέλημα, ὁδηγεῖτο ὁλόκληρος στόν Θεό, αὐτεξουσίως. Ἡ λέξη αὐτεξουσίως σημαίνει ὅτι δέν ὑπάρχει καμμία ἐξωτερική ἐπίδραση σέ αὐτό, αὐτό σημαίνει αὐτεξούσιο, ἔχει τήν δική του ἐξουσία, τήν ὁποία τοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεός καί ὁδηγεῖται ὁλόκληρος πρός τόν Θεό, καί ὁ νοῦς, ὅλη ἡ ψυχή, τά πάντα ὁδηγοῦντο ἐξ ὁλοκλήρου πρός τόν Θεό, ἀνέβαινε πρός τόν Θεό. Κάποια στιγμή μπῆκε ὁ πειρασμός.
Ὁπότε ἡ Εὔα πρῶτα καί μετά ὁ Ἀδάμ προσέχουν τόν πειρασμό καί ἀντί νά πηγαίνη ὁ νοῦς στόν Θεό, αὐτό τό φυσικό θέλημα μετατρέπεται καί γίνεται γνωμικό θέλημα. Τό γνωμικό θέλημα, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, εἶναι ἡ ἐπιλογή μεταξύ δύο πραγμάτων, εἶναι τό νά ἐπιλέξω ποιό εἶναι τό σωστό, καί ἀρχίζει ἡ κρίση, ἡ ἐπεξεργασία, τό σκεπτικό. Γι’ αὐτό τό γνωμικό θέλημα εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς διασκέψεως, ὑπάρχει καί ἡ ἄγνοια μεταξύ δύο πραγμάτων καί ἐπιλέγω ἕνα ἀπό αὐτά κατόπιν σκέψεως καί ἐπεξεργασίας. Αὐτό εἶναι τό γνωμικό θέλημα. Καί ἐνῶ θά ἔπρεπε τό φυσικό θέλημα νά πορεύεται πρός τόν Θεό, πηγαίνει πρός τήν κτίση, χρησιμοποιώντας τήν λογική καί γίνεται γνωμικό θέλημα, πού εἶναι ἡ πτώση.
Ἐκεῖ μπαίνει τό πρόσωπο, πού λένε μερικοί. Τί εἶναι τό πρόσωπο; Εἶναι ἡ ἐπιλογή πού γίνεται μέ τήν ἐλευθερία. Ἄλλο τό αὐτεξούσιο, ἄλλο ἡ προαίρεση καί ἄλλο ἡ ἐλευθερία, ὅπως διδάσκει ὁ ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητής. Αὐτεξούσιο εἶναι ὅτι οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς χωρίς ἐπηρεασμό ἀπό ἔξω, εὑρισκόμενες στήν φυσική τους κατάσταση κατευθεῖαν ὁδηγοῦνται πρός τόν Θεό. Προαίρεση εἶναι ἡ ἐπιλογή δύο πραγμάτων. Ὁπότε, ἄν ὑποθέσουμε ὅτι ἡ ἐλευθερία καί ἡ προαίρεση εἶναι τό πρόσωπο, τότε αὐτό εἶναι ἡ αιτία τῆς πτώσεως. Μετά τήν πτώση πρέπει τό γνωμικό θέλημα νά γίνη φυσικό θέλημα, νά κάνουμε ὅ,τι θέλει ὁ Θεός.
Ἡ κλήση τῶν Ἀποστόλων
Καί ἔχουμε τώρα τούς Ἀποστόλους. Οἱ πρῶτοι ἀπό αὐτούς ἦταν μαθητές τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ἐπειδή ἀναζητοῦσαν τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἦταν μία περίοδος, ἰδίως μετά τήν Βαβυλώνια αἰχμαλωσία, τό 538 π.Χ., πού ὁ Κύρος ἔβγαλε μία διαταγή νά ἐπιστρέψουν οἱ Ἑβραῖοι πού ἦταν ὑπόδουλοι στήν Βαβυλώνα. Ἦταν μία περίοδος δύσκολη καί ἄρχισαν νά ἀναζητοῦν τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. Εἶχε προηγηθῆ ἡ περίοδος τῶν Πατριαρχῶν, τοῦ Μωϋσῆ, τῶν Κριτῶν μέ τούς ὁποίους ὁ Θεός διηύθυνε ἀπ’ εὐθείας ὁ Ἴδιος τόν λαό Του. Ἀκολούθησε ἡ περίοδος τῶν Βασιλέων, ἐπειδή οἱ Ἑβραῖοι ἤθελαν βασιλεῖς, ὅπως τά ἄλλα ἔθνη, καί ἄρχισε νά μειώνεται ἡ σχέση τοῦ λαοῦ μέ τόν Θεό. Ἐμφανίζονται οἱ Προφῆτες, οἱ ὁποῖοι διαφυλάσσουν τήν παράδοση. Μετά τήν ἐπιστροφή ἀπό τήν Βαβυλώνια αἰχμαλωσία σχεδόν χάνονται οἱ Προφῆτες καί ἐπικρατοῦν οἱ Ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι κάτι κρατᾶνε, ἀλλά μετά τήν Βαβυλώνια αἰχμαλωσία μέχρι τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρχε περίοδος προσμονῆς τῆς λυτρώσεως, ἦταν περίοδος κυοφορίας, ἀνέμεναν κάτι καινούριο καί ὁ λαός βογγοῦσε καί ἀναζητοῦσε Μεσσία.
Βέβαια, στήν Παλαιά Διαθήκη, ὅπως λέει ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ὁ μεσσίας ἦταν ἄνθρωπος, ἀφοῦ μεσσίας θά πῆ χριστός, δηλαδή κεχρισμένος, αὐτός πού χριόταν μέ λάδι. Οἱ βασιλεῖς ἦταν οἱ μεσσίες, ἦταν ἄνθρωποι πού ἐχρίοντο. Ὁ Χριστός γίνεται μεσσίας μετά τήν ἐνανθρώπηση, ὅταν ἐχρίσθη ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν θεία φύση. Στήν Παλαιά Διαθήκη ζητοῦσαν κάποιον νά ἔλθη νά τούς σώση. Ποιός θά ἦταν αὐτός; Καί ὁ λαός βογγοῦσε, ἦταν οἱ πόνοι τῆς κυοφορίας καί τοῦ τοκετοῦ. Καί ἐμφανίζεται ὁ Χριστός.
Εἶναι εὔκολο νά ἀναγνωρίσης τόν Χριστό; Λέμε ἐμεῖς ὅτι Τόν ἀκολούθησαν οἱ πρῶτοι Μαθητές. Τούς εἶπε ὁ Χριστός: «Δεῦτε ὀπίσω μου καί ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων» (Ματθ. δ', 19). Ἀλλά πρέπει νά εἶναι κανείς τρελός γιά νά τό κάνη αὐτό. Δηλαδή, ἐμφανίζεται κάποιος καί λέει: «ἐλᾶτε κοντά μου γιά νά ἀλλάξουμε τούς ἀνθρώπους». Ἐμεῖς θά πηγαίναμε; Θά μᾶς ἔλεγε: «ἐλᾶτε κοντά μου καί θά γυρίσουμε ὅλον τόν κόσμο». Τί θά λέγαμε; Τρελός εἶσαι; Ποιός τό κάνει αὐτό;
Οἱ Ἀπόστολοι Τόν ἀκολούθησαν ἀπό ἐμπειρία πού εἶχαν, διότι ἀναζητοῦσαν τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, ἦταν μαθητές τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καί περίμεναν. Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος κήρυττε καί ἔλεγε ὅτι ἔρχεται ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί αὐτοί περίμεναν καί εἶδαν.
Κοιτάξτε τήν πρώτη ἀποκάλυψη. Ὁ Ἀνδρέας καί ὁ ἄλλος μαθητής, πού πρέπει νά ἦταν ὁ Ἰωάννης, ἦταν μαζί μέ τόν Γέροντά τους. Γέροντάς τους ἦταν ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ὁ ὁποῖος τούς εἶπε: «Ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. α', 29 καί 36). Τί βλέπουμε ἐδῶ; Βλέπουμε ὅτι αὐτοί ἀναζητοῦσαν τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δέν ἄκουσαν κάποια στιγμή ἐντελῶς τυχαῖα «ἐλᾶτε καί φεύγουμε, ἐλᾶτε πίσω μου καί θά σᾶς κάνω ἁλιεῖς ἀνθρώπων», ἀλλά αὐτοί ἦταν στήν προοπτική αὐτή, ἦταν στήν κάθαρση καί στόν φωτισμό καί εἶχαν Γέροντα, ἕναν μεγάλο ἀσκητή, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Πρόδρομο. Καί ἐκεῖνος τούς ὑποδεικνύει: «Ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ». Νά τος, ὄχι ὁ μεσσίας, νά τος ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ, ὅπως προφήτευσε ὁ Προφήτης Ἠσαΐας, πού θά θυσιασθῆ. Καί Τόν ἀκολούθησαν. Καί «στραφείς» λέει, ὁ Χριστός τούς εἶπε «τί ζητεῖτε»; Τοῦ ἀπάντησαν: «Κύριε, ποῦ μένεις;» Ἐκεῖνος εἶπε: «Ἔρχεσθε καί ἴδετε». Καί εἶδαν ποῦ μένει καί ἔμειναν κοντά Του τήν ἡμέρα ἐκείνη (Ἰω. α', 35-40).
Ἑρμηνεύει ὁ ἱερός Θεοφύλακτος, Ἀρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας, ἀναλύοντας αὐτό τό περιστατικό, ὅτι ἐδῶ ἔχουμε ἕνα μικρό Θαβώρ, ἀφοῦ ὑπάρχουν πολλές ἀποκαλύψεις τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ στήν ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἀνδρέας καί ὁ Ἰωάννης ἦταν μαθητές τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καί ἀξιώθηκαν νά γνωρίσουν πνευματικά τόν Χριστό.
Ὅταν κανείς ἔχη τήν διάθεση νά πράττη αὐτά πού θέλει ὁ Θεός, ἀκούει τόν πνευματικό του πατέρα, τόν Γέροντά του, σημαίνει ὅτι ἀποβάλλει τό γνωμικό θέλημα. Ὄχι ὅ,τι θέλω ἐγώ, ἀλλά ὅ,τι μοῦ πεῖ ὁ Γέροντας. Καί σέ κάποια στιγμή ὁ Γέροντας λέει: Νά τος, αὐτός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ἀμέσως τούς ἀποδεσμεύει καί πηγαίνουν στόν Χριστό. Ἄρα Τόν ἀκολουθοῦν.
Τότε, ἐνῶ οἱ δύο Μαθητές ἀκολουθοῦσαν τόν Χριστό, ὁ Χριστός στράφηκε καί τούς εἶδε. Τό ὅτι ὁ Χριστός ἔστρεψε τό πρόσωπό Του, τούς εἶδε καί Τόν εἶδαν, σημαίνει ὅτι τούς ἀποκάλυψε μία ἀκτίνα τῆς θεότητός Του. Λέμε «μή ἀποστρέψῃς τό πρόσωπόν σου ἀπό τοῦ παιδός σου». Ἡ ἀποστροφή τοῦ προσώπου εἶναι πτώση, εἶναι σκοτασμός. Τό νά δῆ κανείς τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ εἶναι μία ἐμπειρία θεώσεως. Τό νά πῆ, ὅπως λέει ἡ Γραφή, «στραφείς καί θεασάμενος αὐτούς», σημαίνει ὅτι τούς ἀποκάλυψε τήν θεότητά Του. «Ἐγώ εἶμαι αὐτός πού σᾶς εἶπε ὁ Γέροντάς σας». Καί αὐτοί ἀμέσως εἶπαν: «Κύριε, ποῦ μένεις;». Καί λέει ὁ ἱερός Θεοφύλακτος: Ποῦ ἔμενε ὁ Χριστός; Ὅταν ἀργότερα Τόν ρώτησε κάποιος «Κύριε, θά σέ ἀκολουθήσω ὅπου κι ἄν ἀπέλθης», ὁ Χριστός εἶπε: «αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. η', 20). Δέν εἶχε τόπο. Καί πῆγαν λέει, στόν τόπο ὅπου ἔμενε. Καί ποῦ ἔμενε; Τούς ὁδήγησε στήν θεωρία. Γιατί; Διότι ὁ τόπος τοῦ Χριστοῦ, λέει ὁ ἱερός Θεοφύλακτος, εἶναι ἡ θεωρία, τό φῶς τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ τόπος Του, «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον», ὁ Θεός κατοικεῖ στό ἀπρόσιτο φῶς. Τούς ὁδήγησε στήν θεωρία καί ἀμέσως μετά ἀκολούθησαν. Δέν εἶναι ἐλᾶτε καί φεύγουμε, ἀλλά προηγήθηκε ἡ ἐμπειρία.
Πρῶτον, προσκολλήθηκαν στόν Γέροντά τους, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Πρόδρομο. Ἐκεῖνος τούς ὑπέδειξε νά Τόν ἀκολουθήσουν. Τόν ἀκολουθοῦν μέ πίστη, μέ ὑπομονή, μέ διάθεση, μέ ἀγώνα. Ἐκεῖνος στρέφει τό πρόσωπό Του καί τούς δείχνει κάτι, τούς αἰχμαλωτίζει, Τόν ἀκολουθοῦν καί τούς ὁδηγεῖ στήν θεωρία. Ἔ, μετά γίνεται κανείς Μαθητής τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι ὅτι τυχαῖα ἔγιναν Μαθητές τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι μιά μέρα, ἀλλά μέσα ἀπό ἐμπειρία ἔγιναν Μαθητές τοῦ Χριστοῦ καί εἶδαν ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔδειξε ὁ Χριστός κηρύττοντας τρία ὁλόκληρα χρόνια καί στόν Σταυρό καί στήν Γεσθημανή οἱ τρεῖς ἀπό αὐτούς.
Καί μετά τήν πτώση τους, γιατί Τόν ἀρνήθηκαν ἤ κρύφτηκαν, κατά τήν διάρκεια τοῦ Πάθους Του ἔφυγαν ἀπό κοντά Του, ἀλλά τελικά παρέμειναν πάντα ἑνωμένοι. Καί ὁ Πέτρος ἔκανε αὐτό πού ἔκανε, ἀλλά μετανόησε καί παρέμεινε στόν ὅμιλο τῶν Μαθητῶν. Καί μετά ἐμφανίζεται ὁ Χριστός καί τούς ἐπιβραβεύει καί τούς συγχωρεῖ καί τούς δίνει τό Ἅγιο Πνεῦμα νά συγχωροῦν ἁμαρτίες.
Οἱ μοναχοί ὡς ἐνδοκρινεῖς ἀδένες στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας
Κάνουμε λάθη στήν ζωή μας, ἀλλά παραμένουμε στήν Ἐκκλησία, δέν φεύγουμε ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι κανενός, εἶναι τοῦ Χριστοῦ, εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἐμεῖς εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἄν μερικοί κάνουμε λάθη, δέν μποροῦν οἱ ἄλλοι νά φεύγουν, πρέπει νά παραμείνουν στήν Ἐκκλησία. Γιατί οἱ ἅγιοι διά μέσου τῶν αἰώνων εἶναι οἱ ἐνδοκρινεῖς ἀδένες. Ἔχουμε τούς ἀδένες μέσα στό σῶμα μας, ἀλλά δέν τούς βλέπουμε ἐμεῖς καί δέν πονᾶνε ὅταν ἔχουν πρόβλημα, ἀλλά τελικά αὐτοί διαμορφώνουν ὅλο τό σῶμα. Κάθε μοναχός στό κελλί του δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνας καλός ἐνδοκρινής ἀδένας μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἄς κάνουν ὅ,τι θέλουν οἱ ἄλλοι, οἱ μεγάλοι καί τρανοί καί οἱ Ἐπίσκοποι καί οἱ Σύνοδοι. Ὅπως τώρα φάγαμε, ἡ τροφή εἰσῆλθε μέσα στό σῶμα, τό σῶμα κρατᾶ ὅ,τι θέλει καί τό ἄλλο τό ἀποβάλλει. Μέσα στήν Ἐκκλησία ὁ Θεός κρατᾶ αὐτό πού θέλει, καί ἡ Ἐκκλησία κρατᾶ αὐτό πού θέλει καί ἀποβάλλει ὅλα τά ἄλλα τά ἄχρηστα. Ἑπομένως, θέλω νά πῶ ὅτι εἴμαστε ἐνδοκρινεῖς ἀδένες, καί ἐσεῖς μέσα στό Μοναστήρι καί ἐμεῖς στόν κόσμο, πού προσπαθοῦμε νά ζοῦμε σάν σέ Μοναστήρι.
Διάβασα τώρα τελευταῖα κάτι πού ἔλεγε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος στούς μοναχούς του. Ἔλεγε: «κοιτάξτε, τώρα τελευταῖα χρησιμοποιώντας τήν ἀγγλική γλώσσα βρῆκα περίπου τί εἴμαστε ἐμεῖς οἱ μοναχοί. Τό Μοναστήρι καί ὁ Ναός εἶναι τό living room, τό δωμάτιο στό ὁποῖο μένουμε καί γευόμαστε τήν ζωή τῆς ἀθανασίας. Τό κελλί εἶναι τό waiting room, εἶναι τό δωμάτιο τῆς ἀναμονῆς τοῦ θανάτου. Μένουμε στό living room καί ἀναμένουμε τό θάνατο ὡς τό ἀκρωτήριο τῆς Καλῆς Ἐλπίδος. Γι’ αὐτό καί ὁ μοναχισμός, ἔλεγε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, εἶναι «ἡ σχολή τῆς αἰωνιότητος», εἶναι καί ἡ ἀποστολική ζωή, εἶναι καί ἡ ζωή τῆς αἰωνιότητος, γιατί ἀπό τώρα ζοῦμε τό αἰώνιο καί ἀναμένουμε τό αἰώνιο. Αὐτή εἶναι ἡ ἀποστολική ζωή.
Συγγνώμη ἄν εἶπα πολλά. Δέν εἶχα σκοπό νά πῶ τίποτε σήμερα, ἀλλά μέ τίς εὐχές τοῦ Γέροντα πού μοῦ εἶπε νά μιλήσω, μοῦ ἔδωσε τήν εὐχή καί μοῦ γέννησε λόγο.
Ἡγούμενος Καρακάλλου π. Φιλόθεος:
Εὐχαριστοῦμε, Σεβασμιώτατε. Πῶς νά σᾶς εὐχαριστήσουμε πού κάνατε τόσο κόπο νά ἔρθετε ἀπό τήν μακρινή μητροπολιτική σας ἐπαρχία μέ τόσο κόπο καί μάλιστα μέ τό ἀτύχημα πού ὁ πειρασμός πῆγε νά φέρη, σᾶς τραυμάτισε, ἀλλά ἐν τούτοις μᾶς εὐφράνατε καί μέ τίς ἀρχιερατικές λειτουργίες, κυρίως χθές στήν μνήμη τῶν κορυφαίων Ἀποστόλων, μέ τά ἐμπνευσμένα σας λόγια πού ἀκούραστος μᾶς νουθετεῖτε καί μᾶς δώσατε τήν χαρά. Σᾶς εὐχαριστοῦμε θερμότατα.
Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι Πέτρος καί Παῦλος καί οἱ Δώδεκα νά πλουτίσουν ἀκόμη τήν Χάρη σας, πού προσφέρετε τόσα στήν Ἐκκλησία μας μέ τόν προφορικό σας λόγο, ἀλλά καί μέ τό γραπτό σας λόγο κυρίως, πού ἔχει ἀνάγκη σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, ἡ θεολογία μας, ἡ ἀκραιφνής, ἡ ὀρθόδοξος, ἡ ἀποστολική θεολογία πού μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἐσεῖς ὑπηρετεῖτε, περισσότερο πού σήμερα πολεμεῖται, πού σήμερα νοθεύεται, πού σήμερα, ὅπως βλέπουμε μετά λύπης ποῦ ὁδηγούμαστε καί ἀπό πανεπιστημιακούς καί ἀπό θεολόγους καί ἀπό Ἐπισκόπους ἀκόμη. Ἡ Ἐκκλησία μας σᾶς ἔχει ἀνάγκη ἀκόμη.
Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι νά σᾶς δίνουν δύναμη νά ἐργαστῆτε ἀκόμα, μᾶλλον τώρα ἴσως ξεκινᾶ ἡ ἀνάγκη. Ταπεινά εὐχόμαστε νά σᾶς δώσουν δύναμη καί ἐνίσχυση οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι πού ἤρθατε καί κοπιάσατε πολύ περισσότερο.
Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος:
Γέροντα, νομίζω ὅτι δέν μέ ἔχει ἀνάγκη ἡ Ἐκκλησία, ἐγώ ἔχω ἀνάγκη τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Θεός δέν μᾶς ἔχει καμμία ἀνάγκη. Ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκη τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Σωτήρας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός. Ἐμεῖς δέν εἴμαστε σωτῆρες τῆς Ἐκκλησίας καί ἄλλωστε ξέρετε τά μοναχικά τάγματα τῆς Δύσεως, φραγκισκανοί, δομηνικανοί, δημιουργήθηκαν στήν προοπτική νά σώσουν τήν καταρρέουσα Ἐκκλησία τῆς Δύσεως τότε. Ἐμεῖς ἐδῶ δέν ἀγωνιζόμαστε νά σώσουμε τήν Ἐκκλησία, ἀλλά παραμένουμε στήν Ἐκκλησία γιά νά ζοῦμε.
Ὁ Γέροντάς σας, ἀγαπητοί μοναχοί, εἶναι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, νά κάνετε ὑπακοή καί ἐκεῖνος θά σᾶς λέη: «Ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ», καί θά δῆτε καί ἐσεῖς τόν Θεό. Εὐχαριστῶ πολύ.
Πηγή: (Ὁμιλία στήν Τράπεζα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Καρακάλλου μετά τήν Θεία Λειτουργία τῆς Ἑορτῆς τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων), (Εκκλησιαστική Παρέμβαση – Αύγουστος 2018), Ακτίνες