Με την υπακοή του ο Γέροντα Εφραίμ, στον Θεό, και έχοντας βιώσει και εκπληρώσει τις αρετές της πνευματικής ζωής, η Θεία Χάρη αναπαύεται στην έρημο της Αριζόνας, στην Ιερά Μονή του Αγίου Αντωνίου. Με αυτό το τελευταίο επιχειρώ να παρουσιάσω με μεγάλη συντομία στις καρδιές των μελετητών αυτού του ταπεινού πονήματός μου. Κατά το δυνατό και μέσα από την ταπεινή πνευματική μου πτωχεία προσπάθησα να καταθέσω τις συμβουλές, τα μηνύματα και την προσφορά του Γέροντα στους ανθρώπους. Η ανάπτυξη των θεμάτων είναι παρμένει από την εξαιρετική τιμή και ευλογία από τον Θεό που με αξίωσε να συναντήσω, να γνωρίζω και να συζητήσω με αυτή την ασκητική μορφή του Γέροντα Εφραίμ, που μου αποκάλυψε το βάθος της Ορθόδοξίας, και μέσα από τις πηγές της πίστεώς μας, την Ιερή Παράδοση, τους Πατέρες της Εκκλησίας και τους σύγχρονους Πατέρες και Εκκλησιαστικούς συγγραφείς.
Εύχομαι όπως το πόνημά μου αυτό καταστεί ωφέλιμο ψυχικά για κάθε αναγνώστη.
H Χάρη του Χριστού μας, του Πατρός, και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος να είναι πάντα κοντά μας.
Εισαγωγή
Το πνεύμα και τη χάρη του μακαριστού Γέροντος Ιωσήφ, του ησυχαστού, που ο νούς και η καρδιά του πέρασαν από την κάθαρση στην φώτιση, και γνώρισε εμπειρικώς τον Θεό, τα μεταβίβασε, ο ίδιος, στο πνευματικό του παιδί, Γέροντα Εφραίμ. ‘Εχοντας ως πρότυπά του, ο Γέροντας, τον ‘Αγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, τον ‘Αγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, τον Ισαάκ τον Σύρου και άλλους Πατέρες της Εκκλησίας, και βρισκώμενος στα βιώματα του Γέροντά του Ιωσήφ του Σπηλαιώτου και ησυχαστού, του Μεγάλου Αντωνίου, του μεγάλου Παχομίου, των ασκητών της ερήμου, της Παλαιστίνης, της Αιγύπτου και του Αγίου Όρους, τους έχει μελετήσει και ανάλογα πράτει.
Ο Γέροντας Εφραίμ, ως πνευματικός, διορατικός και χαριτωμένος από τον Θεό, που είναι δωρεές του Αγίου πνεύματος, με την υπακοή του στον Θεό και την ταπείνωσή του, μετέφερε αυτήν την χάρη στην έρημο της Αριζόνας, δημιουργόντας εκεί την «Νεα Ιερουσαλήμ». Αυτή η θεολογική ύπαρξη με το χάρισμα και την ικανότητα να διακρίνει μεταξύ κτιστού και ακτίστου, εκλεγμένος από τον Θεό, τον είχε προορισμένο γι’αυτό το πνευματικό έργο. Η δημιουργία της Ιεράς Μονής Του Αγίου Αντωνίου, στην Αριζόνα, και των Ορθοδόξων Μοναστηριών στην υπόλοιπη Αμερική είναι θαύμα θαυμάτων.
Αυτά τα Ιερά Προσκηνήματα του Ελληνικού Ορθόδοξου Μοναχισμού είναι Θαύμα Θεού. Έχει ετοιμάσει τις εκκλησίες που θα γίνουν τόπος μετανοίας, εξομολογήσεως και ασκητισμού, που θα σώζονται ψυχές. Ο Θεός του έδωσε έκτακτα χαρίσματα να οργανώση και να συντονήσει την εκκλησία των εσχάτων, εδώ στην Αμερική.
Στο πνευματικό επίπεδο που βρίσκεται, τις αποκαλύψεις που έχει, τις εμπειρίες σε αυτά που βλέπει, το διορατικό του χάρισμα, τις πληροφορίες που πέρνει για αυτά που έρχονται, δεν μπορεί να τα εκφραστεί, ή να τα μοιραστεί με ανθρώπους που δεν έχουν φθάσει σε ύψος θεοπτίας, που βρίσκεται ο ίδιος. Γι’αυτό, και στο μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου επισκέπτονται, καθημερινά, αυτόν τον θεόπτη Γέροντα, που τον διακρίνει το χάρισμα της διακρίσεως, και του ζητούν να τους μεταδώσει «ρήματα ζωής αιωνίου» για την σωτηρία των ψυχών τους, επιστήμονες από όλον τον κόσμο. Ιδιαιτέρως, καθηγητές Θεολογίας, Δογματικής, Φιλοσοφίας, Επίσκοποι, Ιερείς, Μοναχοί, πνευματικά του παιδιά και Αμερικανοί πνευματικοί διαφόρων θρησκιών. Επίσης, καθηγητές σχολαστικής θεολογίας, απνευμάτιστοι άνθρωποι και άλλοι πλανεμένου διαλογισμού. Όλοι αυτοί, αν εξαιρέσουμε τη θέση που κατέχουν και την επιστήμη που διδάσκουν, κατά τα άλλα βρίσκονται σε μεγάλη δοκιμασία. ‘Οταν ακούν τον Γέροντα, ανακαλύπτουν ότι κάτι τους λείπει και θέλουν να πάρουν κάτι από αυτόν. Τους μιλάει για τη κάθαρση, για την νήψι, για την προσευχή, περί συνειδήσεως και για τον θάνατου. Όταν βλέπουν έναν Γέροντα που μιλάει με γλώσσα Πατερική, Ευαγγελική και προπάντος, με γλώσσα Ορθόδοξη και εσχατολογική, τότε συνειδητοποιούν ότι τα πάντα αλλάζουν. Ανακαλύπτουν τα κενά τους, αισθάνονται ότι αφήνουν τη Γη και πηγαίνουνε προς τον Ουρανό. Ακούν λόγια τα οποία δεν τα υπερβαίνουν ποτέ, σκέψεις πνευματικές, ρίσεις πνευματικές και παραινέσεις. Και γι’αυτό δένονται με τα Μοναστήρια, που τους δίνουν απαντήσεις στα υπαρξιακά τους ερωτήματα.
Η μονή της «Νέας Γης»
Αυτά τα ιερά προσκυνήματα, το Θαύμα του Θεού, του Γέροντα Εφραίμ, και της μοναχικής συνοδείας του είναι αυτό που είπαι ο Χριστός: «καγώ εάν υψωθώ εκ της γής, πάντας ελκύσω προς εαυτόν» (Ιωάννην ΙΒ’32). Οταν υψωθεί, θα μας ελκύει συνεχώς κοντά Του... Πολλοί είναι οι άνθρωποι εκείνοι που άκουσαν τη φωνή Του να λέγει: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. ΙΑ’ 28) Τον ακολούθησαν, και Τον μιμήθηκαν. Γι’αυτούς, ο Ιησούς είπε: «Και πάς ός αφήκεν οικίας ή αδελφούς ή αδελφάς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς ένεκεν του ονόματός μου, εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει» (Ματθ.ΙΘ’29). «Αυτό δημιούργησε, μέσα στην προσωπική σχέση του ανθρώπου με το Χριστό, την ευαγγελική ζωή του ησυχαστικού μοναχισμού».
Η Παναγία σαν πρότυπο των μοναχών, ζούσε μοναχική, ησυχαστική εσωτερική ζωή, προσευχόμενη επί δώδεκα χρόνια. Κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, η Παναγία, ακολούθησε την ησυχαστική μέθοδο, «ήτοι νέκροσε την αίσθηση και την λογική, την δόξα και την φαντασία που προέρχονται από αυτήν και επιπλέον ενεργοποίησε τον νου –την νοερά ενέργεια» (Ιερόθεος). Και οι Μαθητές του Χριστού εγκατέλειψαν τα πάντα για να ακολουθήσουν τον Χριστό.
Η ζωή τους ήταν μοναχική-κοινοβιακή. Αλλά, και η ζωή του Γέροντα Εφραίμ, ακολουθόντας τον Χριστό, ζει την ζωή των Αποστόλων, των Προφητών, των Πατέρων της Εκκλησίας, των ασκητών και των οσίων. Ολοι αυτοί οι μοναχοί που ακολούθησαν τον Γέροντα Εφραίμ, αγαπήσανε το Χριστό, Τον εμπιστευθήκανε και δώσανε για Εκείνον τα νειάτα τους, τα πτυχία τους, τις θέσεις τους, την επιστήμη τους, εγκαταλείψανε τα πάντα, φορώντας το ράσο, και δείχνοντας με το σχήσμα αυτό, ότι Του ανήκουνε. Το ράσο, στο Μοναστήρι της Αριζόνας, και στις άλλες Μονές του Γέροντα, στην Αμερική, ανήκει σε έναν άλλο κόσμο. Αυτόν συμβολίζει κι αυτού γίνεται μάρτυρας. Μαρτυρεί το πένθος του παλαιού ανθρώπου και γίνεται κυριολεκτικά οδοδείκτης προς τη Βασιλεία των ουρανών. Το τίμιο ράσο της μοναχικής πολιτείας δεν αφήνει περιθώρια για κοσμικό πνεύμα. Του εκτίσανε το επίγειο σπίτι Του, τα μοναστήρια, γιατί αποφασίσανε να ζήσουνε για πάντα μαζί Του.
Αυτός ο ησυχαστικός τόπος της ερήμου, με την πνευματική σιωπή, την ησυχία των αισθήσεων, των λογισμών και της καρδιάς, είναι ένα εργαστήρι, για τον μοναχό, που γεννάει μέσα του ένα χαροποιό πένθος που ταπεινώνει την σκέψη του που η νοερά, καρδιακή προσευχή του φέρνει έναν πνευματικό καρπό, που είναι προυπόθεση για την ένωσή του με τον Χριστό. Σε αυτή την ιερή ησυχία μιμούνται την ζωή της Παναγίας.
Ο τόπος αυτός δεν είναι μια αναχώρηση από τον κόσμο, είναι τόπος ησυχαστικός, η βίωση της Ιεράς ησυχίας είναι Χριστοκεντρική, συνδέεται με το πρόσωπο του Χριστού. Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, χαρακτηρίζει τον Ησυχασμό ως «ασκητική θεραπευτική αγωγή και προσπαθεί να αποκαταστήσει τη νοερά λειτουργία» στην καρδιά του πιστού. Και ο π. Γεώργιος Μεταλληνός έχει γράψει ότι, «ο Ησυχασμός είναι ίσον Ορθοδοξία, Ορθοδοξία χωρίς την ησυχαστική παράδοση είναι ανύπαρκτη.
Η ησυχαστική πρακτική είναι αυθεντική Χριστιανικότητα». Και συνεχίζει , «ο σκοπός του Ησυχασμού είναι η κάθαρση της καρδιάς και του νου, αντίστοιχα, από τα πάθη (μεταβολή των διαβλητών παθών σε αδιάβλητα) και από τους λογισμούς (όλους, καλούς και κακούς). Η διαδικασία αυτή ονομάζεται πατερική θεραπεία, διότι μέσω αυτής θεραπεύεται ο νους και ανακτά τη φυσική λειτουργία του». Η αφιέρωση του Γέροντα Εφραίμ στον Θεό, οι έντονες προσευχές του, οι ευχαριστιακές συνάξεις του, είναι βιώματα που εκφράζουν τις πνευματικές και ψυχικές του ανατάσεις που περνούν στην αιωνιότητα. Αφιερώνοντας τέτοιες στιγμές στον Θεό, στον Ιερό Ναό του, αλλά και στην ήσυχη ατμόσφαιρα του κελλιού του, έχει προετοιμάσει τον σκοπό της ψυχής του, έχει ολοκληρώσει την κάθαρση διαμέσου της νηστείας, της προσευχής, της νήψις, της ταπείνωσης, της διάκρισης και της ελεημοσύνης. Γι’ αυτό, και η καρδιά του είναι εύσπλαχνη προς τους ανθρώπους. Ο πόνος των άλλων γίνεται και δικός του πόνος. Κατανοεί την δοκιμασία μας και αφήνει την δική του διάθεση και σκέψη να έλθει πλησίον μας τις ώρες που μας ταλαιπορούν τα προβλήματά μας. Αυτό που βιώνουμε στο μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου είναι ότι ο χαμένος παράδεισος βρίσκεται εκεί, όπου ο Γέροντας δημιούργησε μιά «Νέα Ιερουσαλήμ», την Βασιλεία του Θεού, στην έρημο της Αριζόνας. Ο ίδιος βιώνει τα αισθήματα του Θεικού Ερωτα και γι’αυτό Τον ακολούθησε, Τον εμπιστεύθηκε γιατί τον γνώρισε. Μιμείτε την συμπεριφορά Του, τον τρόπο ζωής Του, και βιώνει καθημερινά αυτή τη σχέση του μαζί Του, μιά σχέση καρδιακή. Και σε αυτήν την περίπτωση ισχύει ο λόγος του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος: «Το μοναστήρι είναι ένας γήινος Ουρανός». Τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των μοναχών του είναι η μετάνοια, που ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ονομάζει, «η εκ του παρά φύσιν εις το κατά φύσιν» επάνοδος της ψυχής. Μετάνοια είναι η αλλαγή του νου, μεταβολή των σκέψεων, διαθέσεων, επιθυμιών, αλλαγή τρόπου ζωής. Είναι το μέσο με το οποίο εξαλείφεται η αμαρτία. «Η πόρτα της Χάριτος» (Ισαάκ ο Σύρος). Με την προσοχή εστραμμένει στην μετάνοια, η πνευματική ζωή ξεκινά από την ταπείνωση. Έτσι, η μετάνοια του φέρνει την ταπεινωφροσύνη και την αυτομεμψία. Η εγκράτεια, η αγρυπνία, η προσευχή, η ταπεινοφροσύνη του αρχίζει ως συστολή γεμάτη αιδημοσύνη και συντριβή μπροστά στο Θεό. Η δόξα του Χριστού αποκτάται με τη ταπείνωση, διατηρείται με την πίστη και ολοκληρώνεται με την αγάπη. Η δόξα των Χριστιανών είναι η αφοσίωση στο Θέλημα του Θεού.
Διαβλητά (ένοχα) και αδιάβλητα (ανένοχα) πάθη
Εδώ πρέπει να πούμε ότι για να μπορέσουμε να καταλάβουμε κάτι που διαβάζουμε στους Πατέρες της Εκκλησίας μας, διαπιστώνουμε ότι οι μελέτες τους κωδικοποιούν τις εμπειρίες της ευαγγελικής ζωής. «Άρρητα ρήματα που είναι πάνω από την ανθρώπινη σκέψη και κατανόηση όταν δεν είναι κανείς θεόπτη» (Συμεών ο Νέος Θεολόγος). Κάτι σχετικό συναντάμε και στη μοναχική ζωή του Γέροντα Εφραίμ. Βλέπουμε, σε αυτόν, την έκφραση του Ευαγγελίου στην πράξη. Η ευαγγελική του ζωή είναι η αυθεντική που μας παρέδωσε ο Χριστός. Οπως αναφέραμε πιο πάνω, ο τρόπος ζωής του Γέροντα, ως προς την χαρισματική ζωή που διάγει, είναι η συνέχεια του βίου των Προφητών, των Αποστόλων, των Πατέρων της Εκκλησίας, των οσίων και των ασκητών. Ο Γέροντας Εφραίμ μας μιλάει για αμαρτήματα της καρδιάς και του νου, για τα σωματικά πάθη της ηδονής που μετέχουν η καρδιά και ο νους, διότι υπάρχει απόλυτη συνάφεια ψυχής και σώματος. Μας λέει ότι η υποκίνηση γίνεται από την έλξη της σαρκικής επιθυμίας. Γι’ αυτό, εξηγεί, ότι όταν ο νους του ανθρώπου απομακρυνθεί από τον Θεό δια της αμέλειας και από τα χριστιανικά μας καθήκοντα, καταλήγει στη «σαρκολατρεία». Συχνά αναφέρεται στην διάκριση μεταξύ του νου και της λογικής, και πως ενεργεί ο νους. Επίσης, ποιά είναι τα διαβλητά και αδιάβλητα πάθη του ανθρώπου. Αλλά, και για την μέθοδο ασκήσεως και θεώσεως του ανθρώπου. Επιπλέον, αναφέρεται στην διαφορά μεταξύ νοεράς ενεργείας και λογικής ενεργείας. Σύμφωνα με την πείρα του Γέροντα, και μελετώντας τα κείμενα των Πατέρων, διαπιστώνει κανείς ότι: «άλλη είναι η νοερά ενέργεια και άλλη είναι η εγκεφαλική ενέργεια». Η νοερά ενέργεια (νους) «συγκροτεί τον εσωτερικό άνθρωπο, ρυθμίζει τα φυσικά πάθη ώστε να παραμένουν αδιάληπτα, επειδή ο νους βρίσκεται στην καρδιά και προσεύχεται: που εκεί είναι και η φυσική της λειτουργία. Αυτή η εύρεση του νούς είναι προσφορά του μοναχισμού». Στην βιβλιογραφία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, του π.Ι. Βλάχου και του π. Γεωργίου Μεταλληνού, θα βρεί κανείς εκτενείς αναλύσεις για το θέμα αυτό. Κατά τον Γέροντα και τους Πατέρες της Ορθοδοξίας, φαίνεται, λοιπόν, καθαρά ότι ο άνθρωπος έχει μέσα του τα φυσικά, αδιάβλητα πάθη (ανένοχο πάθος) που είναι η πείνα, η δίψα, η κόπωση, ο πόνος, το δάκρυ, η φθορά, η αποφυγή του θανάτου, η δειλία, η αγωνία κ.λ.π. «Αυτά που δεν εξαρτώνται από την θέλησίν μας» (Αγ.Ι. Δαμασκηνός). Και τα διαβλητά πάθη (ένοχο) (το θυμικό, το επιθυμικό, το λογιστικό) που σχετίζονται με το παθητικό μέρος της ψυχής, όπως ο εγωισμός, ο θυμός,η φιλιδονία, η φιλαργυρία, η φιλοδοξία, και η φιλαυτία που είναι και η βάση αυτών των παθών. Αυτές είναι «η παρά φύσιν κινήσεις και ενέργειες της ψυχής και του σώματος». «Ο Χριστός, με την Θεία ενανθρώπησή του προσέλαβε τα ανθρώπινα αδιάβλητα πάθη. Όμως ως Θεάνθρωπος δεν είχε τα διαβλητά πάθη, διότι δεν προσέλαβε το σπερματικό. Το σπερματικό, που συνδέεται με το γενετήσιο ένστικτο έχει σχέση με λογισμούς, επιθυμίες, σαρκικές επαναστάσεις κλπ. Ο Χριστός δεν είχε τέτοια προβλήματα γιατί ήταν αναμάρτητος» (Ιερόθεος). Επομένως, πρέπει να αγωνιζόμαστε ώστε, « τα αδιάβλητα πάθη να μην γίνονται διαβλητά αφού από την φυσική ικανοποίηση της πείνας μπορεί να οδηγηθεί στο διαβλητό πάθος της πολυφαγίας, από το αδιάβλητο πάθος της δίψας, μπορεί να φθάσει στην φιλοποσία και την μέθη. Το ίδιο μπορεί να γίνει και με τα διαβλητά πάθη της ψυχής, τα οποία πρέπει να μετατραπούν σε αδιάβλητα πάθη, ήτοι η φιλοδοξία να κινείται σε φυσικά πλαίσια» (π. Μεταλληνός).
Δηλαδή, ο άνθρωπος θέλει να αποκτήση μια ισορροπία. «Να σταματήσει η κίνηση των αδιαβλήτων παθών προκειμένου αυτά να γίνουν διαβλητά, καθώς επίσης και η παραφύση ενέργεια των διαβλητών παθών να μετατραπεί σε κατά φύση» (π.Ι.Ρωμανίδης).
Αυτό το έργο το κάνει ο νούς του ανθρώπου. Αυτό είναι το κατάλληλο όργανο για την ισορροπία αυτή, ώστε ο άνθρωπος να είναι κατά πάντα φυσιολογικός. Κατά τον π. Ιερόθεο, «οταν ο νους βρίσκεται στην κατάσταση του φωτισμού και εξασκεί την νοερά προσευχή, τότε οι ενέργειες της ψυχής (λογιστικό-επιθυμητικό-θυμικό) πορεύονται κατά φύσιν και υπέρ φύσιν και το σώμα προσαρμόζεται στην θεοπτική πορεία».
Ο Γέροντας Εφραίμ μας λέει, «όταν ο μηδαμινός νους του ανθρώπου σχετίζεται με τον υπέρτατο νου του Θεού, τότε οι αισθήσεις της ψυχής και του σώματος κυβερνούνται υγιώς. Οι άγιοι πατέρες, με τη φώτηση του Αγίου Πνεύματος, μας έχουν αφήσει μια εργασία πολυτελή που επεξεργάζεται τον μηδαμινό νου του ανθρώπου για να τον κάνει υγιεί, και με άμεση λειτουργία του υπέρτατου νου του θεού. Και αυτή η εργασία λέγεται Νήψις: προσέχω, αγρυπνώ, επισκοπώ, επιτηρώ, παρακολουθώ. Δηλαδή, δεν αφήνω τίποτα να εισέλθει στην ψυχή, όπως οι κακές σκέψεις».
Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι όταν ο νους είναι στην φυσική του λειτουργία, εδρεύει στην καρδιά, και προσεύχεται αδιάλειπτα. Έχει δηλαδή, όπως ο ίδιος εξηγεί, την «αέναη μνήμη» του Θεού (νοερά ευχή) και ετοιμάζει τον άνθρωπο για την ένωσή του με το Θεό (θέωση). Τότε ρυθμίζει, ή διαφυλάσσει τα φυσικά αδιάβλητα πάθη να μην γίνουν διαβλητά πάθη, δηλαδή παρά φύσιν. Και επίσης, ο νους, βοηθά τα διαβλητά πάθη να μετατραπούν και να γίνουν αδιάβλητα πάθη».
Αντιθέτως, όπως μας αναλύει ο Γέροντας Εφραίμ, αλλά και κατά τους Πατέρες, «όταν ο νους του ανθρώπου νοσεί, αδρανοποιείται η λειτουργία του (πτώση), συγχέεται με τη διάνοια και τους λογισμούς της. Σε πολλούς από εμάς τους ανθρώπους, ο νους μας νοσεί γιατί ταυτίζεται η νοερά ενέργεια με την ενέργεια του εγκεφάλου, την λογική ενέργεια, που έχει συνέπεια όλα τα νοήματα του εγκεφάλου, που προέρχονται από το περιβάλλον, να γίνονται νοήματα της νοεράς ενέργειας». Δηλαδή, κατά τον π. Εφραίμ, όλες οι εικόνες, οι ιδέες, οι αντιλήψεις, τα νοήματα, οι λογισμοί, τα θεωρήματα, οι εντυπώσεις που έρχονται στον εγκέφαλο από το περιβάλλον του υλικού κόσμου, τα δέχεται ο νους διά μέσου των αισθήσεων, και εισέρχονται και μέσα στην καρδιά. Τότε η νοερά ενέργεια δεν προσεύχεται, αλλά διακατέχεται από τα νοήματα και τις εικόνες του περιβάλλοντος, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να μην μπορεί να ρυθμίσει τα πάθη, τα οποία γίνονται διαβλητά.
Ο Γέροντας Εφραίμ, έχει θεραπεύσει αυτή την νόσο «ενεργοποιόντας την νοερά ενέργεια, η οποία έχει αποκολληθεί από τον εγκέφαλο και από τα νοήματα που φέρνουν οι αισθήσεις από τον περιβάλλοντα κόσμο σ’αυτόν, και στην αένναη προσευχή που γίνεται μέσα στην καρδιά του.
Σε αυτήν την κατάσταση, ο π. Εφραίμ κάνει δύο παράλληλες ενέργειες, αυτές που αναφέρει και ο Μάξομος ομολογητής, « Και προσεύχεται με την νοερά ενέργεια στη καρδιά και έχει συνείδηση του κόσμου και του περιβάλλοντος με την λογική ενέργεια». Ο Γέροντας, διά μέσου της Θείας λειτουργίας βιώνει τα γεγονότα της Θείας Οικονομίας, αποκτάει γνώση πνευματική δια της επιστροφής του νου μέσα στην καρδιά, έχει θεραπεύσει αυτήν την νοερά ενέργεια.
Μας λέει ότι αυτή η θεραπεία επιτυγχάνεται μέσα στην Εκκλησία με την πείρα και την καθοδήγηση Θεουμένων Πατέρων. ‘Ολα όσα αναφέρθηκαν προυποθέτουν, κατά τον Γέροντα, ότι ο αγώνας απαιτεί μια τακτική και μιά μέθοδο, που μπορούμε να τη μάθουμε αν μαθητεύσουμε κοντά σε πνευματικούς και έμπειρους οδηγούς και στην πείρα των αγίων της Εκκλησίας μας. Ο π. Εφραίμ μας λέει ότι «η Ορθοδοξία μπορεί να κάνει αυτό το έργο γιατί κατέχει αυτήν την μέθοδο που μας παρέδωσε ο Χριστός, με την οποία θεραπεύεται ο νούς του ανθρώπου και αυτά τα διαβλητά πάθη μετατρέπονται σε φυσικά, ενώ τα αδιάβλητα τα ενισχύει για να παραμένουν στην φυσική κατάστασή τους». Και αυτό γίνεται γιατί μέσα στην εκκλησιαστική ζωή υπάρχουν θεμελιώδεις γνωρίσματα των σωστών Ορθόδοξων μοναχών, που τα βλέπουμε στην πράξη της ασκητικής τους ζωής.
Βίωση μνήμης θανάτου και αντιμετωπίσεώς του
‘Ενα επίσης, βασικό, για όλους μας, θέμα που συχνά μιλάει και ασχολείται ο Γέροντας είναι η μνήμη του θανάτου. Ο ίδιος, έχει δεχτεί μέσα του την μνήμη του θανάτου σαν πνευματικό κεφάλαιο για αιώνια ζωή. Σε όλη του την ζωή είναι μελετητής του θανάτου, ασχοτείται με την αντιμετώπισή του και μας διδάσκει την μέθοδο αντιμετώπισής του και βιώσεως, όχι σαν κεφάλαιο του κόσμου τούτου. Αναφέρεται, συνεχώς, για την μνήμη του θανάτου. Αυτή η μνήμη της εξόδου της ψυχής τον κρατάει σε πνευματική διαύγεια, σε μελέτη της συνειδήσεώς του, σε πένθος, σε δάκρια, σε κάθαρση και του δημιουργεί μνήμη ελπίδας. Το χάρισμα του π. Εφραίμ είναι ότι είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει τον θάνατο και να πάει κοντά στον Χριστό. Η σκέψης του συγκεντρώνεται στην έξοδο της ψυχής, στην ώρα της αναχωρίσεως, που είναι και η στιγμή της «αιώνιας αποκατάστασης», όπως λέει και ο ίδιος. Ως πεπειραμένος μελετητής της μνήμης του θανάτου, συμβουλεύει τους μοναχούς του και τους πιστούς να μελετάνε συνεχώς τον θάνατο, και να μεριμνάνε για την προετοιμασία της καθαρότητας της συνειδήσεως κατά την ώρα της εξόδου της ψυχής. Λέγει ότι, με τον αγώνα σε αυτήν εδώ την ζωή για την καθαρότητα της ψυχής και του σώματος, και με την ιερή εξομολόγηση, η συνείδηση θα είναι έτοιμη να απολογηθεί στον Θεό. Γ’αυτό, η συμβουλή του είναι ότι με τον φόβο του θανάτου δεν θα πέσουμε «στην κόλαση της συνειδήσεως, την αλήθεια της ζωής μας την κατέχει η φωνή της συνειδήσεως». Μάλιστα στο σημείο αυτό ο Γέροντα μας λέει: “Να μην παίζουμε με την σωτηρία μας, γιατί όταν η σάρκα μας λυγίσει, τότε η ψυχή θα αντιμετωπίσει την αλήθεια”. Ο ίδιος μας εξηγεί: “την προετοιμασία της καθαρής συνείδησης την κάνει η βυθομέτρηση του εαυτού μας που θα καθαριστούμε από τον έλεγχο με την καθαρά εξομολόγηση”. Αλλ’ όμως, πως συμβαίνει ο θάνατος, που αποτελεί το πλέον επαναλαμβανόμενο και κοινό γεγονός στη ζωή του ανθρώπου, να συνεχίζει να είναι εκείνο για το οποίο ο άνθρωπος αδιαφορεί; Γιατί δεν υπάρχει περιέργεια σχετικά με το θάνατο όταν ο ίδιος βρίσκεται διαρκώς παρών, δίπλα μας;
Το θέαμα 60.000.000. ανθρώπων που κινούνται στωικά, σχεδόν αδιάφορα, προς τη μοίρα τους κάθε χρόνο, οι οποίοι σπάνια προβληματίζονται για τη μοίρα που τους αναμένει στη άλλη όχθη της φυσικής τους ζωής, είναι χαρακτηριστικό μιας σχεδόν καθολικής αδιαφορίας για το θάνατο.
Ο Γέροντας Εφραίμ, μας λέει ότι, «παρά την αδιασάλευτη αυτή αλήθεια, εμμένουμε εις το να εθελοτυφλούμε, θεληματικά, ενώ βλέπουμε να φεύγουν οι άνθρωποι. Μροστά στα μάτια μας γίνεται και μετά αδιαφορούμε για την σωτηρία μας». Ο πνευματικός άνθρωπος μένει κατάπληκτος με αυτή την παντελή αδιαφορία απέναντι σ’αυτό το μυστήριο και την πρόκληση του φυσικού θανάτου. Σίγουρα, η ζωή ενός πνευματικού ατόμου είναι μια περισυλλογή γύρω στο θάνατο. Είτε τον αντιμετωπίζουμε θαρραλέα, είτε τον αποφύγουμε, ο θάνατος αποτελεί το ύψιστο συμβάν της Ζωής. Η έννοια του θανάτου συνδέεται άμεσα με την έννοια της ζωής. Οι εμπειρίες μας, ως όντα του ζωικού βασιλείου, αντιστοιχούν μόνο στο σήμερα, όμως ως έλλογα όντα λαμβάνουμε επίσης υπόψη το αύριο, και ως εκ τούτου, στο μέτρο που η ζωή μας έχει και πνευματικό χαρακτήρα, και όχι μόνο αισθησιακό, αναπόφευκτα ενδιαφερόμαστε να απαντήσουμε στο ερώτημα, για το τί θα «μας» συμβεί όταν πεθάνουμε. Μια ερώτηση δηλαδή που προφανώς μπορεί να απαντηθεί μόνο στο πλαίσιο του τί ή ποιοί «είμαστε» τώρα, θνητοί ή αθάνατοι: μια ερώτηση που στηρίζεται στο ειδικό βάρος που δίνουμε στην αντίληψη περί του συγκεκριμένου και του αφηρημένου ανθρώπινου όντος. Κι αλλοίμονο εάν δεν έχουμε ακόμη βρει την απάντηση στο πρόβλημα του θανάτου, ή μας βρεί απροετοίμαστους, διότι θα έλθει κάποτε αμείλικτος. Και την απάντηση την δίνει μόνο η χριστιανική πίστη, που είναι η γέφυρα ανάμεσα στο πρόσκαιρο και το αιώνιο.
Πότε ο άνθρωπος σταματάει να απωθεί την μνήμη του θάνατου
Αλλά, πότε ο άνθρωπος σταματάει να απωθεί την ιδέα του θανάτου. Αυτή η αδιαφορία για το θάνατο αλλάζει όταν ο άνθρωπος αντιμετωπίζει μια αναπάντεχη δοκιμασία σοβαρού προβλήματος υγείας. Αυτό το βίωμα της ασθένειας είναι το κίνητρο που δημιουργεί μέσα του μια διάθεση να δει την προέλευσή του, το νόημα της ζωής, τον προορισμό του, τον θεό και τους ανθρώπους, και το υπαρξιακό ερώτημα το πως μπορεί ο άνθρωπος να υπερβεί τα όρια της μικρής και σύντομης ζωής, διαφορετικά. Τα όρια αυτών των πολλαπλών προσεγγίσεων εξαρτώνται από το μέτρο της πίστης του κάθε ανθρώπου, και της προετοιμασίας του.
Η ασθένεια και γενικά ο πόνος στη ζωή αποτελεί ένα μυστήριο που δύσκολα ο άνθρωπος μπορεί να εισχωρήσει στο νόημά του. Όταν ο άνθρωπος πονάει, επιστρέφει στον εαυτό του. Αυτό το υπαρξιακό θέμα της ασθένειας τον κάνει να φιλοσοφεί πάνω στη ζωή και στον θάνατο, στο νόημα της ύπαρξης, μόνον τότε ωριμάζει πνευματικά. Μέσα από τον πόνο βρίσκει συνήθως ο άνθρωπος το δρόμο της επιστροφής στο Θεό. Σηκώνει το δικό του σταυρό και βαδίζει στα ίχνοι του Ιησού. Σχετικά με τον πόνο, ο Γέροντας Εφραίμ μας λέει ότι, «ο πόνος οργώνει την καρδιά του ανθρώπου και την κάνει επιδεκτική να δεχθεί τον σπόρο του Ευαγγελίου και εν συνεχεία ο σπόρος να καρπίσει την μετάνοια».
Και σύμφωνα με τον Άγιο Ισαάκ τον Σύρο, «κάθε στενοχώρια και θλίψη είναι αιτία των αρετών και κάθε αρετή είναι σταυρός, άσκηση πνευματική.» ‘Ομως, όλοι μας πρέπει να γνωρίζουμε ότι είμαστε ταξιδιώτες μέσα στο πέλαγος της ζωής μας και όταν δοκιμαστούμε από μιά επώδυνη ασθένεια τα άγρια κύματα της ασθενείας μας κτυπούν. Και τότε αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε πόσο μεγάλο μυστήριο είναι ο πόνος. Τότε τα ακατανόητα και δυσερμήνευτα πνευματικά λόγια και το θέμα της πίστης γίνονται περισσότερο κατανοητά. Ο πόνος της ασθενείας είναι το κίνητρο που αποκαλύπτει την άλλη πλευρά της ζωής μας, τον αφανή εαυτό μας. Αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε ότι δεν μπορούμε να δαμάσουμε, στη ζωή μας, την αέναη κίνηση του χρόνου.
Μέσα στο χρόνο η σύντομη γήινη περιπέτειά μας περνά όπως η σκιά ενός ονείρου. Τότε καταλαβαίνουμε ότι απωθούσαμε την ιδέα του θανάτου γιατί ζούσαμε σε μιά ψευδαίσθηση. Η αρρώστια πριν τον θάνατο έχει πολύ μεγάλη σημασία. Πολλές χιλιάδες αμαρτωλοί έμαθαν για τον Θεό και την ψυχή τους μόλις έφθασαν στην επιθανάτεια ασθένεια. Και εδώ ο π. Εφραίμ μας εξηγεί ότι: «η ασθένεια είναι ενεργητική, και μάλιστα όταν προηγείται του θανάτου, διότι μέσα στο χρόνο της ασθένειας η χάρις του Θεού εργάζεται, γιατί ο Θεός γνωρίζει ότι πρόκειται να τον πάρει τον άνθρωπο και αρχίζει να τον φωτίζει». Γνωρίζοντας εκείνη τη στιγμή ο άνθρωπος τις πραγματικότητες που σ’ολόκληρη την ζωή του αγνοούσε, μετανιώνει πικρά, κλέγοντας, όλα του φαίνονται μάταια, τότε σκέφτετε για την έξοδο από αυτά τα στενά όρια του χρόνου και του χώρου. Εκεί βλέπουμε τον αυθεντικό μας εαυτό, που θα φανεί η πίστη στον Θεό, η προσευχή, και η υπομονή. Η ελπίδα είναι η αισιοδοξία της πίστεως.
‘Ετσι, από την στιγμή που θα βρεθούμε στην ησυχία ενώς δωματίου νοσηλείας αισθανόμαστε μια πνευματική μεταστροφή μέσα μας. Αμέσως, γεννιέται η αίσθηση της φθαρτότητας και της θνητότητας του ανθρώπου. Αλλάζει η συμπεριφορά μας, ζητάμε μετάνοια προ του τέλους μας, ζητάμε να κοινωνήσουμε τα Άχραντα Μυστήρια. Και όταν βρίσκεται ο άνθρωπος στην επιθανάτια κλίνη, οι στιγμές που κυλούν είναι συγκλονιστικές. « Κατά την ώρα που η ψυχή του βρίσκεται σε πάλη μεταξύ ζωής και θανάτου, η ψυχή βλέπει πράγματα που προηγουμένως δεν είδε, όντας σε υγιές σώμα». Το βλέμα κάπου αλλού προσηλώνεται και απορροφάται. Μπορεί να ατενίζει τον κόσμο, αλλά προσηλόνει τον νού του στα μη παρερχόμενα, σ’εκείνα που βρίσκονται πιο ψηλά και πιο μακριά. «Με τα μάτια ανοικτά, παρατηρεί δεξιά και αριστερά σαν κάποιος να ανακρίνει, πρόκειται για φοβερή κατάσταση». Ζεί σε δύο επίπεδα: το πνευματκό και το ψυχικό. Φαίνεται παράδοξα διχασμένος. Με το πνεύμα του ατενίζει την απύθμενη άββυσο και παραμένει στην μυστηριώδη και απερίγραπτη εκείνη σφαίρα, ενώ η λογική και ο ψυχισμός του ζουν τη συνήθη καθημερινή ζωή. Είναι αυτό που λέει ο Γέροντας Εφραίμ, ότι «δεν περνούν λόγια, ούτε το εγώ, ούτε οι δικαιολογίες. Θα πεθάνουμε μόνοι μας, θα βλέπουμε την ώρα του θανάτου και θα λέμε: Τι θα γίνω»;
Αν δεν έλθει ο άνθρωπος στο σημείο της πορείας της θανατηφόρου ασθένειας, της παρακμής, δεν μπορεί να αντιληφθεί το νόημα ότι η ζωή αρχίζει μετά από τον θάνατο. Εκείνη τη στιγμή, που πρόκειται ν’αποδημήσουμε από την πρόσκαιρη ζωή, θα μας δωθεί η δυνατότητα να καταλάβουμε, ότι δεν βιώσαμε, και δεν μπορέσαμε να κάνουμε τρόπο ζωής, όσα μας δίδασκαν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Αλλά και την «μοναχική εμπειρία περί μνήμης θανάτου» θα την περάσουμε όλοι σε κάποια στιγμή της ζωής μας. «Οι προσεγγίσεις προς τον θάνατο είναι οδυνηρές, αλλά, ο θάνατος ο ίδιος είναι εντελώς άλλο πράγμα. Η ίδια στιγμή του θανάτου, δηλαδή η τελευταία αγωνία στο μεθόριο των δύο κόσμων τόσο διαφορετικών κατά τις διαστάσεις τους, πρωτίστως είναι γεγονός για το ίδιο εκείνο πρόσωπο που το ζεί ότι αποκαλύπτονται νέοι ορίζοντες, δίνεται καινούργια εμπειρία του πνευματικού κόσμου » (Γ. Σωφρόνιος).
Όταν η μνήμη του θανάτου ενταθεί, ο άνθρωπος καταφρονεί όλο τον ορατό κόσμο και όλα τα γεγονότα της ζωής, ακόμη και τη διανόηση ως μη δυνάμενη να δώσει απάντηση στην αναζήτησή του. Όλο το εμπειρικό χάνει το νόημα και την αξία του. Στο τέλος της πορείας μας ποιός μας παραλαμβάνει; Ομως, στο καράβι του ταξιδιού μας, κυβερνήτης είναι ο Χριστός, που μας χαρίζει υπομονή, ολιγόστευση του πόνου, παρηγοριά και ελπίδα. «Υπομένει ο χριστιανός, γιατί με την υπομονή του μετάχει στα παθήματα του Χριστού και ελπίζει ότι θα γίνει μέτοχος και της Ανάστασής Του» (Μέγα Βασίλειος). Ποιός είναι ο άνθρωπος κατά την προέλευση και τον προορισμό του; Χωρίς την επίγνωση του προορισμού της αιωνιότητος τα πάντα αποβαίνουν κενά. Αν η ζωή τερματίζεται οριστικά με το θάνατο, δεν έχει κανένα απολύτος νόημα. Η μνήμη του θανάτου θέτει το πρόβλημα της αιωνιότητος, χωρίς να δέχεται συμβιβασμό με οτιδήποτε εκτός του Θεού. Αλλά, ο φόβος του θανάτου που ανακαλύπτει ο άνθρωπος στη φύση του γίνεται πηγή δυνάμεως για ολοκληρωτική μετάνοια. Η αίσθηση του θανάτου, που παρέχεται από το φωτισμό της πίστεως στο λόγο του Χριστού, οδηγεί σε μετάνοια. Κατά τον Γέροντα Εφραίμ, μνήμη θανάτου, όχι σαν κεφάλαιο του κόσμου τούτου, αλλά σαν κεφάλαιο πνευματικό για αιώνια ζωή, ευλογημένο.
Έτσι, λοιπόν, η αιωνιότητα δεν είναι ζωή πέρα από τον χρόνο αλλά είναι κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό μέσα στο χρόνο, τον λεγόμενο λειτουργικό χρόνο. Η Θεία Λειτουργία είναι η βίωση της αιωνίου ζωής. Ο χρόνος της ζωής είναι σωτηριώδης, είναι χρόνος που μπορεί να μας εξασφαλίσει την αιωνιότητα. ‘Οσο ζει ο άνθρωπος βιολογικά αποκτά εμπειρία της αιωνίου ζωής. «Πεθαίνει πρώτα ως προς την αμαρτία και ανασταίνεται με την εν Χριστό ζωή. Μετά τον θάνατο βλέπουμε την αφθαρσία και τη δόξα του σώματος με την ύπαρξη των αγίων λειψάνων. Επειδή έχουν μέσα τους τη Χάρη του Θεού, γι’αυτό ευωδιάζουν, κάνουν θαύματα. Τα λείψανα των Αγίων είναι τρανή απόδειξη της αξίας του ανθρωπίνου σώματος». Ο χριστιανός ζει την ανάστασή του από την παρούσα ζωή. «Αυτή εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκω σου σε, τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλες Ιησούν Χριστόν». Η γνώση του Θεού και η γνώση του Χριστού είναι αιώνια ζωή. Η ζωή μας μέσα στην Εκκλησία είναι η πρώτη Ανάσταση. Τον πλησίον δεν τον αντιμετωπίζουμε σαν θνητό άνθρωπο αλλά ως αιώνιο.
Η κατήχησις του Γέροντα Εφραίμ στον κόσμο
Από όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως φαίνεται ότι ο τρόπος ζωής του Γέροντα και των μοναχών στην ιερά Μονή του Αγίου Αντωνίου είναι η έκφραση που βιώνουμε μέσα στην Εκκλησία. Μερικά (συνοπτικά) από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του π. Εφραίμ είναι κάθαρση, η νήψις, η προσευχή, και η αντιμετώπιση του θανάτου. Κατ’αρχάς, λέγοντας ο Γέροντας: «‘Ηρθαμε εδώ να πετύχουμε την αλλαγή του εσωτερικού μας ανθρώπου», μας διδάσκει πως να προετοιμαζόμαστε για την κάθαρση. Πως κανείς προετοιμάζεται; Πότε είναι καθαρός; Πότε ξεκινάμε για την κάθαρση; Η κάθαρση, μας λέει, ξεκινάει από το εξομολογητήριο που είναι το δεύτερο βάπτισμα. Μόλις η συνείδηση των μοναχών τους λέει την αμαρτία τους, μπαίνουν στο εξομολογητήρη του Γέροντα, αμαρτημένει καταθέτουν το αμάρτημά τους, και βγαίνουν με συνείδηση ελεημένη. Μας λέει ότι, όταν ενδιαφερθούμε για την σωτηρία μας τότε πρέπει να ετοιμάσουμε τον εαυτό μας έναντι της Θείας δικαιοσύνης. ‘Οτι με την μελέτη, την νηστεία, την προσευχή και τη νήψι, την εξομολόγηση (που είναι το δεύτερο βάπτισμα), ταπείνωση και ελεημοσύνη, τότε προετοιμάζεται η ψυχή και ζει την κάθαρση.
Ο Γέροντάς μας, μας διδάσκει πως προετοιμαζόμαστε για την κάθαρση, λέγοντας ότι, ο άνθρωπος αρχίζει να καθαρίζεται με την άσκηση. Το μέσον της άσκησης, μας λέει, είναι η νηστεία, που σκοπό έχει την ταπείωση και την διάκριση για να ρυθμήζουμε τον εαυτόν μας, κατόπιν, η προσευχή, που να έχει ταπείνωση, και η νήψις, που θα μας δώσει τον δρόμο προς τον Θεό με την προσευχή του Ιησού. Αυτά ταπεινώνουν την καρδιά και την κάνουν πιο εύσπλαχνη προς τους άλλους. Και η ολοκλήρωση της προετοιμασίας της ψυχής γίνεται με την μετάνεια, εξομολόγηση, για να επανασυνδεθούμε με τον Θεό, με την θεία μετάληψη και με την ελεημοσύνη. ‘Επειτα, ο Γέροντας, μας εξηγεί πως η νήψις μας δείχνει τον δρόμο προς τον Θεό. Πως όταν ο νους εντωπίζεται στην καρδιά, δια της προσευχής, γεννάει πνευματικούς νεοσσούς και δέχεται την χάρη του Θεού. Η νήψις, μας λέει, μας δίνει τον δρόμο προς τον θεό, που είναι η προσευχή του Ιησού. Νήψις, την ερμηνεύει: νήφω, προσέχω, αγρυπνώ, επισκοπώ.
Ακόμη, ένα μεγάλο θέμα που ο Γέροντας έχει μεγάλη πείρα και ωριμότητα είναι στην προσευχή. Μας δίνει την πρακτική μέθοδο της προσευχής. Μας εξηγεί πως η προετοιμασία της προσευχής γίνεται με την πνευματική διάθεση. Λέει ότι, για να φτάσουμε στην σωστή προετοιμασία της προσευχής, χρειαζόμαστε αυτοσυγκέντρωση στην αμαρτία, αυτογνωσία, μνήμη θανάτου, στη μνήμη της κρίσεως, μελέτη, περισυλλογή, ταπείνωση και να έχουμε τον κατάλληλο οδηγό. Μας λέει ότι ο δρόμος προς τον θεό είναι η προσευχή των πέντε λέξεων: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». «Έχει μέσα της» λέει «αυτουπάρχουσα δύναμη, αγιαστική που υμνολογείται μέσα στην καρδιά του ανθρώπου όπου και αν είναι». ‘Οταν προσεύχεται κανείς στη σιωπή, δημιουργείται μέσα του ένα χαροποιό πένθος που ταπεινώνει την σκέψη του. Ο Γέροντας ως πεπειραμένος διδάσκαλος της νοεράς προσευχής, μας βοηθάει πως να προπαρασκεύασουμα την ψυχή, να την φέρουμε σε πνευματική διάθεση πριν την προσευχή. Λέει, όταν η προσευχή έχει ταπείνωση τότε φέρνει πνευματικό καρπό. Γι’αυτό, όταν προσεύχεται στη σιωπή, δημιουργείται μέσα του ένα χαροποιό πένθος που ταπεινώνει την σκέψη του. Η παρρησία των προσευχών του π. Εφραίμ, βοηθάει τις ψυχές των ανθρώπων. Προσεύχεται για τις ψυχές των νεκρών που έχουν ωφέλεια από την δική μας ελεημοσύνη. Εξηγεί ότι, δια μέσου της προσευχής, ο Θεός με την ευσπλαχνία της δικαιοσύνης Του στέλνει το έλεός Του στους ξεχασμένους νεκρούς που εμείς δεν μεριμνάμε γι’αυτούς. ‘Ετσι, πολλοί άνθρωποι, με την διάκριση του Γέροντα ως πνευματικού, ρυθμίζουν την ζωή τους για την πνευματική του ωφέλεια.
Επιπλέον, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την προσφορά του Γέροντα στο θέμα, περί μνήμης θανάτου. Μας μιλάει για την ταχτοποιημένη συνείδηση κατά την ώρα του θανάτου. Πως θα προετοιμαστούμε για να περάσουμε επιτυχώς το γεφύρι του θανάτου. Αυτό που πρέπει να δούμε από την άποψη ότι το χάρισμα των μοναχών, στην Μονή του Αγίου Αντωνίου, είναι οι ασκήσεις αντιμετωπίσεως του θάνατου. Σκέπτονται την κρίση με την ανταπόδωση των έργων, τα έσχατα της ζωής. Τους αφυπνίζει η έξοδος της ψυχής, η ώρα της αναχωρίσεως, η στιγμή της «αιώνιας αποκατάστασης». Αυτή την σκέψη την μελετάνε και μεριμνάνε για την προετοιμασία της συνείδησής τους κατά την ώρα της εξόδου της ψυχής. Με την ιερά εξομολόγηση, τον αγώνα σε αυτήν εδώ την ζωή για την καθαρότητα της ψυχής και του σώματος περιμένουν ελπιδοφόρα την στιγμή που θα απολογιθούν στον Θεό. Κατά τον Γέροντα, όταν ο άνθρωπος έχει την μνήμη του θανάτου, δεν έχει αμαρτωλή διάθεση. ‘Ετσι, λέει, ο φόβος του θανάτου γεννά την προσπάθεια για να αντιμετωπίσουμε την ειρηνική συνείδηση κατά την έξοδο από αυτή την ζωή. Θυμούνται τις τελευταίες στιγμές της ζωής τους και την έξοδό τους για να μην αμαρτήσουν. Αυτή η μνήμη της εξόδου τους κρατάει σε νηφαλιότητα, σε επαγρύπνηση, σε μελέτη της συνειδήσεως, συγκράτηση των αισθήσεων, γεννιέται το πένθος, τα δάκρυα, η κάθαρση. Και μέσα από αυτή τη μνήμη, που λέγεται θάνατος, πηγάζει μια μνήμη χαράς και ελπίδας για την ψυχή. ‘Ετσι, ο Γέροντας και οι μοναχοί μας διδάσκουν, μας προσφέρουν και μας μεταβιβάζουν αυτό που πράτουν, «και ούτε δίδαξα κανέναν κάτι όπου πριν δεν το έκανα» (Αββάς Κασσιανός).
Συμπεράσματα
Ολοκληρώνοντας, αυτήν την σύντομη εισήγηση, θα ήθελα να σημειώσω ότι όσα αναφέρθηκαν μέχρι τώρα δείχνουν ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, και ο Ελληνικός Ορθόδοξος μοναχισμός της στην πνευματική όαση της Αριζόνας, με την ησυχαστική- νηπτική μέθοδο, τα διδάγματά του, τα μηνύματά του , οι εμπειρίες του περί μεθόδου της κάθαρσης, περί νήψις, περί προσευχής, περί αρετή της υπακοής και αντιμετωπίσεως του θανάτου, συνεχίζει το θεόπνευστο και σωτήριο έργο της, ανά τους αιώνας των αιώνων, αμόλυντο και όπως ακριβώς το παράλαβε από τους Αποστόλους, τους Αγίους, τους Θεοφόρους Πατέρες, τους Μάρτυρες, τους Ομολογητές της Πίστεως και της μακραίωνος λαμπράς παραδόσεως. Σε αυτόν τον τόπο, που σαν ουράνιο τόξο ενώνει τον Ουρανό με τη Γη, ο Γέροντας Εφραίμ, με τον Καθηγούμενο της ιεράς Μονής του Αγίου Αντωνίου, και την υπόλοιπη μοναχική συνοδεία, κτίζουν μιά «Νέα Ιερουσαλήμ».
Αυτή η Ορθόδοξη μοναστική αποστολή αποτελεί οικονομία και έλεος Κυρίου για τον ορθόδοξο λαό της Αμερικής, που βιώνει την αυθεντική ζωή και διδασκαλία της Ορθοδόξου θεολογίας, με τα νέα Ορθόδοξα Μοναστήρια, γιατί έφερε το αληθινό και το της Θεογνωσίας ακήρατον Φως από την πηγή του ανεσπέρου Φωτός, το ‘Αγιον Ορος, το στήριγμα της Ορθοδοξίας.
Με αγαλλίαση ψυχής ευχαριστούμε και δοξάζουμε τον Πανάγαθο Θεό, που μας καταξιώνει μιας τέτοιας μεγάλης ευλογίας και χάρης. Η Θεία Πρόνοια εύστοργα μερίμνησε για την Ορθοδοξία στην Αμερική, επιλέξασα πανάξιους εκκλησιαστικούς πατέρες, ταπεινούς, περίσεμνους, Χριστοβίωτους και αποστολικούς, που αποτελούν το βάθρο της Εκκλησίας μας. Αποτελεί για όλους Χάρις Κυρίου, συγκατάβαση και έλεος. Ας είναι δοξασμένο τ’όνομά Του.
Τα Μοναστήρια ίσταντε ανάμεσά μας και μαζί Τους οι χιλιάδες των Αρχαγγέλων, οι μυριάδες των Αγγέλων, τα χερουβίμ και τα Σεραφίμ, τα εξαπτέρυγα, τα πολυόμματα, τα μετάρσια και τα πτερωτά. Γι’αυτό και αγαλλόμεθα και δοξάζουμε τον Πανάγαθο Θεό, επινίκιους ύμνους άδοντες. Αν και οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί βρίσκοντε μακρυά ο ένας από τον άλλο, κατά τόπο και χρόνο, όμως, εν τη αγία δομή της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, όλοι είναι ο ένας πλησίον του άλλου πάντοτε εν Πνεύματι Αγίω.
Πατέρες και Γερόντησες των Ιερών Μονών, με την ακατανίκιτη σαγήνη Του πράου βλέμματός Σας, συνεχίζετε αποστολικά και Ελληνικά, το κλέος των ιερών μας παρακαταθηκών και παραδόσεων και τις μεταλαμπαδεύετε επάξια στις γεννιές που έρχονται, δι’ευχών των αγίων Πατέρων ημών.
Επιτελείτε αποστολή περίφανη, περίδοξη, λαμπρά, και ιστορική, σε στιγμές πολύ κρίσιμες για την δοκιμασμένη εκκλησία και σε ένα κόσμο, ο οποίος μαστίζεται από μαρασμό, διαφθορά, κατάπτωση και ηθική και πνευματική κρίση. Σ’ένα κόσμο συγκρούσεων και ανακατατάξεων. ‘Εχουν κλονιστεί τα θεμέλια της ηθικής, δεν υπάρχουν πρότυπα ζωής και πίστεως για να στηριχθούν, οι άνθρωποι, στις δύσκολες καταστάσεις που περνούν σήμερα. Βαρύ το φορτίο που αίρετε, με τόση υπομονή, καρτερία, πίστη, αγάπη και αφοσίωση, εμπνεόμενοι από το αποστολικό βίωμα και γεμάτοι δέος για την από Θεού τεταγμένη αποστολή Σας.
Η βαθύτατη περίνοια, η ευαγγελική μεγαλοψυχία, το ψυχικό σθένος, το τεράστιο ηθικό ανάστημα, η αθωνική ταπείνωση και η ριζωμένη πίστη και αφοσίωση προς την Εκκλησία και τα πεπρωμένα της Ελληνικής Φυλής, αποτελούν στοιχεία και γνωρίσματα, τα οποία μας συγκινούν βαθύτατα, γι’αυτό και Χαίρε της Εκκλησίας ο Ασάλευτος Πύργος!
Σεπτέμβριος 2013
Νικόλαος Λ. Μωραίτης. Ph.D.
Καλιφόρνια 2013