Του Άρχοντος Οστιαρίου της Μ.τ.Χ.Ε. Χρήστου Τσούβαλη
Ἡ διάλεξη ἔγινε στήν Ἀθήνα, στίς 15.12.2011 καί στό Πνευματικό Κέντρο Κωνσταντινουπολιτῶν (Δημητρίου Σούτσου 46).
Τό περιεχόμενό της ἀντλήθηκε σχεδόν ἐξ ὁλοκλήρου ἀπό τήν ἐργασία, πού ἔχει δημοσιευθῇ στό βιβλίο: Δ ώ ρ η μ α στόν καθηγητή Βασίλειο Ν. Ἀναγνωστόπουλο Ἔκδοση: Εταιρεία Μελέτης της καθ’ ημάς Ανατολής, Αθήνα 2007. σ. 51-110.
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Πισιδίας κ. Σωτήριε,
Σεβαστοί Πατέρες,
Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες,
Κύριε τ. Ἀντιπρόεδρε τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων,
Κύριε τ. Ὑπουργέ,
Έντιμολογιώτατε Πρόεδρε τῆς Οἰκουμενικῆς Ὁμοσπονδίας Κωνσταντινουπολιτῶν,
Κυρίες καί Κύριοι,
Εὐχαριστῶ γιά τά φιλόφρονα λόγια, πού μέ τόση ἀγάπη καί καλωσύνη εἶπε γιά τό πρόσωπό μου ὁ ἀγαπητός Πρόεδρος τῆς Οι. Ομ. Κω., καθώς καί τά Διοικητικά Συμβούλια τοῦ Νέου Κύκλου Κωνσταντινουπολιτῶν καί τοῦ Πανελλήνιου Σύνδεσμου Ποντίων Ἐκπαιδευτικῶν, γιά τήν τιμητική τους ἀπόφαση νά μέ καλέσουν ὡς ὁμιλητή τῆς Ἡμερίδας μέ θέμα: «Κρυπτοχριστιανικό ζήτημα καί ἀνθρώπινα δικαιώματα».
Τέλος εὐχαριστῶ καί ὅλους ἐσᾶς, τούς φιλίστορας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Γένους μας, πού εἴχατε τήν καλωσύνη νά ἔλθετε γιά νά παρακολουθήσετε τήν ὁμιλία μου.
Ὁ περιορισμός τοῦ χρόνου, πού ἐπιβάλλει ἡ συμμετοχή μου στήν Ἡμερίδα, πιθανόν νά ἀφήσει κενά στήν ἀνάπτυξη ἑνός τόσο μεγάλου θέματος, γι’ αὐτό καί σᾶς παρακαλῶ νά εἶστε ἐπιεικεῖς στίς κρίσεις σας. Ἄλλωστε γιά τή μελέτη τοῦ θέματος ὑπάρχει πλούσια βιβλιογραφία, πού συνεχῶς συμπληρώνεται.
Οἱ κρυπτοχριστιανοί.
Μιά σημαντική καί ὄχι τόσο πολύ γνωστή πτυχή τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τοῦ Γένους μας.
Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Κρυπτοχριστιανισμοῦ στήν Ἐκκλησία μας, τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες, βιώθηκε μιά ἀνεπανάληπτη χριστιανική ζωή, γεμάτη ἀπό πίστη, ἀγάπη, θάρρος καί ζῆλο γιά τήν ἐξάπλωση τοῦ Εὐαγγελίου.
Κατά τούς διωγμούς, οἱ περισσότεροι τῶν χριστιανῶν ἦταν ἕτοιμοι νά ὑποστοῦν τά πάντα, ἐπειδή θεωροῦσαν τό μαρτύριο, ὄχι ὡς ἀναγκαῖο τέλος τοῦ βίου τους, ἀλλά ὡς ὁμολογία τῆς συνάντησής τους μέ τό Χριστό, ὡς σπόρο αὔξησης τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό τό ἡρωικό πνεῦμα τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας τῶν διωγμῶν ἀνέδειξε τούς πρώτους ἁγίους. Ὑπῆρξαν, ὅμως, καί ἄλλοι, τήν ἴδια περίοδο, οἱ «πεπτωκότες», πού γιά νά ἀποφύγουν τούς διωγμούς, ἀρνήθηκαν τήν χριστιανική τους πίστη, γιατί δέν θέλησαν νά ὑποβληθοῦν σέ βασανιστήρια ἤ γιατί δέν τά ἄντεξαν.
Ὅταν ἐκδόθηκε, τόν Φεβρουάριο τοῦ 313, τό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων καί ἔπαυσαν ἐπισήμως οἱ διωγμοί, ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετώπισε μέ συμπάθεια καί «οἰκονομία» τό πρόβλημα τῶν «πεπτωκότων», ἰδίως ὅταν αὐτοί ὁμολόγησαν τήν ἁμαρτία τους καί ζήτησαν τήν Χάριν καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἡρεμία αὐτή, πού ἐπῆλθε μέ τό Διάταγμα, δέν κράτησε γιά πολύ. Ἡ Χριστιανική Ἐκκλησία ἀντιμετώπισε διαφορετικούς διωγμούς καί νέα προβλήματα μέ τίς ποικιλόμορφες αἱρέσεις καί τήν ἐμφάνιση καί ἐξάπλωση τῆς θρησκείας τοῦ Ἰσλάμ. Καί τίς μέν αἱρέσεις ἡ Ἐκκλησία τίς ἀντιμετώπισε μέ τίς τοπικές καί Οἰκουμενικές Συνόδους, τήν ἐξάπλωση ὅμως τῆς θρησκείας τοῦ Ἰσλάμ δέν κατάφερε οὔτε ἡ Ἐκκλησία, ἀλλ’ οὔτε καί ἡ Πολιτεία νά ἐμποδίσει, γιατί ἡ διάθεσή τους ἀπέναντι στό Ἰσλάμ, κατά τήν πρώτη φάση, δηλαδή ἀπό τόν 8ο αἰώνα μέχρι τά μέσα τοῦ 9ου αἰώνα, «ὑπῆρξε μᾶλλον σκωπτική καί ὑποτιμητική» καί ἐπιπλέον γιατί λαθεμένα πίστεψαν ὅτι ἡ θρησκεία τοῦ Ἰσλάμ ἦταν ἕνα εἶδος ἀποστασίας ἀπό τήν ἀληθινή Χριστιανική πίστη, μία νέα ἀρειανική αἵρεση, πού θά ἐξαφανίζονταν μαζί μέ τίς αἱρέσεις τῶν Μονοφυσιτῶν, τῶν Μονοθελητῶν καί τῶν ὁπαδῶν τῶν ἄλλων αἱρετικῶν διδασκαλιῶν.
Ἔτσι ὁ Μουσουλμανισμός, ἐπέζησε καί διαδόθηκε, μέ τό μήνυμα, ὅτι τό Ἰσλάμ, δηλαδή ἡ «ὑποταγή στό Θεό», εἶναι ἕνας νέος, ὀρθός τρόπος ζωῆς τοῦ λαοῦ καί ἔχει ὡς βασική του ἀρχή, ὅτι ὁ κόσμος διαιρεῖται σέ χῶρες, ὅπου ἀνήκουν οἱ πιστοί τοῦ Ἰσλάμ καί λέγονται «Οἶκος τοῦ Ἰσλάμ» καί σέ χῶρες τῶν ἀπίστων πού καλοῦνται «Οἶκος Πολέμου», δηλαδή περιοχές ἀγώνα μέχρις ὅτου ὑποταχθοῦν, μέ τόν ἱερό πόλεμο «Τζιχάντ», στό κράτος τῆς ἀληθινῆς πίστης. Ἀλλά καί ὁ μεγάλος λόγιος καί νομικός τοῦ Ἰσλάμ Malik Ibn Anas (795), ἔγραφε, ὅτι : «Ὅποιος ἐντελῶς φανερά ἐγκαταλείπει τό Ἰσλάμ, γιά νά προσχωρήσει σέ μιά ἄλλη θρησκεία, αὐτόν θά πρέπει νά προσπαθήσουμε νά τόν μεταστρέψουμε στό Ἰσλάμ. Καί ἄν μεταστραφεῖ, καλῶς, ἄν ὄχι, τότε νά θανατώνεται».
Ἡ ἀντίληψη περί «Τζιχάντ», πού εἶναι ἀναμφισβήτητο στοιχεῖο τῆς δυναμικότητας τῆς μουσουλμανικῆς θρησκείας, ἐπισημαίνει γιά μιά ἀκόμη φορά, ὅτι τό Ἰσλάμ, παραλλήλως πρός τόν θρησκευτικό του χαρακτῆρα, εἶναι καί μέγεθος πολιτικό. Ὁ Προφήτης δέν ἵδρυσε μόνο μιά θρησκευτική κοινότητα, ἀλλά καί ἕνα κράτος. Ἑκατό μόλις χρόνια, λοιπόν, μετά τόν θάνατο τοῦ Μωάμεθ, εἶχε δημιουργηθεῖ ἕνα ἀπέραντο ἀραβικό κράτος καί ὁ «Οἶκος τοῦ Ἰσλάμ» εἶχε ἐξαπλωθεῖ ἀπό τά Ἰμαλάϊα καί τίς πεδιάδες τῆς Κίνας μέχρι τά Πυρηναῖα ὄρη.
Ἰδιαιτέρως στή Μικρά Ἀσία ἡ πολιτική κατάσταση μεταβλήθηκε ριζικά μέ τόν Ἄλπ Αρσλάν μετά τό 1063, ὅταν τό Ἰσλάμ ἀπέβη ἀληθινός κίνδυνος γιά τήν Κωνσταντινούπολη. Γεγονός τό ὁποῖο ἐνισχύθηκε τόν 15ο καί 16ο αἰώνα μέ τούς Ὀθωμανούς Τούρκους. Ἔτσι ἄρχισε μιά παρατεταμένη ἀγωνία θανάτου τῶν ὑπολειμμάτων τῆς ἑλληνικῆς αὐτοκρατορίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί μιά περίοδος φθορᾶς γιά τούς ὑπόδουλους.
Τότε, ἕνα μέρος τοῦ πληθυσμοῦ τῶν περιοχῶν αὐτῶν, ἀποδέχονταν τή θρησκεία τοῦ Ἰσλάμ καί μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου ταυτίζονταν μαζί της καί προσχωροῦσε στό σῶμα τῶν κατακτητῶν, ἕνα ἄλλο, πολύ μικρότερο, ἀποφάσιζε νά πολεμήσει γιά τήν πίστη του καί ἐνδεχομένως βασανίζονταν καί μαρτυροῦσε γι’ αὐτήν, καί ἕνα τρίτο, διάλεγε τό δρόμο τοῦ Κρυπτοχριστιανισμοῦ, εἴτε γιατί ἀναγκάζονταν, χωρίς τή θέλησή του, νά ἀποδεχθεῖ τό Ἰσλάμ, εἴτε γιά διάφορους ἄλλους οἰκονομικούς καί κοινωνικούς λόγους ἀποδέχονταν ἐξωτερικά καί φαινομενικά τό Ἰσλάμ, διατηρῶντας, στά βάθη τῆς ψυχῆς τους, τή χριστιανική πίστη, καί, ὅπου οἱ συνθῆκες τό ἐπέτρεπαν, καί τήν ἑλληνική ποντιακή διάλεκτο. Αὐτοί, ὅταν οἱ συνθῆκες τό ἐπέτρεπαν, γύριζαν ἐπίσημα στό Χριστιανισμό.
Τήν πρώτη ἐπίσημη πληροφορία, γιά τόν Κρυπτοχριστιανισμό, ἔχουμε, μετά τό 1330, στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, ὅταν ἡ πόλη ἔπεσε στά χέρια τοῦ σουλτάνου Ὀρχάν. Τότε ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ ἀλλαξοπίστησε, πρᾶγμα, βέβαια, πού σε ἐλάχιστες περιπτώσεις ἔγινε οἰκειοθελῶς. Οἱ ἐξισλαμισθέντες κάτοικοι τῆς Νίκαιας, μέ τό πέρασμα τοῦ καιροῦ ἄρχισαν νά προβληματίζονται. Τύψεις βασάνιζαν τή συνείδησή τους. Γι’ αὐτό ἀπευθύνθηκαν στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί ὁ πατριάρχης Ἰωάννης ὁ Καλέκας, μέ δύο ἐπιστολές, πού τούς ἔστειλε, τό 1338 καί τό 1340, ἔδωσε τήν πρέπουσα θετική ἀπάντηση στά ἀγωνιώδη ἐρωτήματα γιά τή σωτηρία τους.»
Ἡ θρησκευτική καί κοινωνική ζωή τῶν Κρυπτοχριστιανῶν ἀλλά καί οἱ δυσκολίες πού ἀντιμετώπιζαν.
Οἱ Κρυπτοχριστιανοί, αὐτή ἡ κοινωνικοθρησκευτική κατηγορία ἀνθρώπων, ὑπῆρχαν, κατά τόν Μανουήλ Γεδεών, σ’ ὅλες σχεδόν τίς ἐπαρχίες τῆς ἄλλοτε μεγάλης ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας.
Πληροφορίες ὅμως γιά τόν ἀκριβῆ ἀριθμό τῶν κρυπτοχριστιανῶν δέν ἦταν δυνατόν νά ἔχουμε, καί οὔτε πάρα πολλά γιά τήν κρυφή θρησκευτική τους ζωή. Πάντως τίς ἐλάχιστες πληροφορίες, γιά τή θρησκευτική καί κοινωνική τους ζωή καί τίς δυσκολίες, πού ἀντιμετώπιζαν, τίς ἔχουμε ἀπό πρώην κρυπτοχριστιανούς, πού βρίσκονται τώρα ἐκτός Τουρκίας.
Ἡ ζωή τῶν κρυπτοχριστιανῶν σέ καθαρῶς χριστιανικά χωριά δέν ἦταν ἐπικίνδυνη. Τό μυστικό τῶν κρυπτοχριστιανῶν ἦταν σέ ὅλους γνωστό καί τά τελευταῖα μάλιστα χρόνια, μποροῦσαν σχεδόν ἐλεύθερα νά παρακολουθοῦν τίς ἱερές ἀκολουθίες καί νά συμμετέχουν ἐνεργητικά στήν κοινωνική ζωή, μέ μόνη ἐπιφύλαξη μήπως γίνουν ἀντιληπτοί ἀπό διερχόμενους μουσουλμάνους. Στά χριστιανικά αὐτά χωριά, ὑπῆρχε ὡς προπέτασμα, ἕνα τζαμί καί μάλιστα σέ περίοπτη θέση, ὥστε νά μή προκύπτει καμιά ὑποψία. Ἐκεῖ πήγαιναν οἱ κρυπτοχριστιανοί, ὅταν κάποιος Τοῦρκος ἐπισκέπτονταν τό χωριό τους.
Ἐντελῶς διαφορετικές ὅμως ἦταν οἱ συνθῆκες ζωῆς, στά κατά πλειοψηφία μουσουλμανικά χωριά. Ἐδῶ οἱ κρυπτοχριστιανοί διέτρεχαν κάθε μέρα σοβαρό κίνδυνο, μιά καί ζοῦσαν μέ μουσουλμάνους. Γι’ αὐτό πρωταρχική τους ὑποχρέωση ἦταν νά δίνουν τήν ἐντύπωση πιστῶν καί εὐσεβῶν μουσουλμάνων, ὥστε ν’ ἀποφεύγουν τά σχόλια. Ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς ζωῆς τους, ἀπαιτοῦσε τήν πιστή τήρηση τῶν τύπων τῆς μουσουλμανικῆς θρησκείας. Γι’ αὐτό καί ἦταν συχνή ἡ παρουσία τους στό τζαμί. Παράλληλα ὅμως εἶχαν, γιά τή χριστιανική τους πίστη, κρυφά μέρη προσευχῆς, σέ σκοτεινά καί ἀπρόσιτα ὑπόγεια καί κατακόμβες κάτω ἀπό τά σπίτια τους. Ὅσοι δέν εἶχαν κατακόμβες φύλαγαν τίς εἰκόνες καί τά καντήλια τους, μέσα στά μεγάλα προγονικά τους μπαοῡλα. Πίσω ἀπό τίς ράχες τους ἔχασκαν, ἀνοιγμένες ἐπίτηδες, χαραμάδες καί τρύπες, γιά τήν ἀνάσα τῆς φλόγας τῆς καντήλας, πού τήν κρατοῦσαν ἀκοίμητη. Οἱ πλουσιότεροι διατηροῦσαν ὑπόγειους ναούς στά σπίτια τους, μέ μεγάλη μυστικότητα, καί στούς ὁποίους ἐτελοῦντο ἱερές ἀκολουθίες καί μυστήρια ἀπό κανονικούς ἱερεῖς. Στά χωριά, πού ἦταν μεικτά, ἄν ὑπῆρχε ὀρθόδοξος ἱερέας, λειτουργοῦσε καί γιά τούς κρυπτοχριστιανούς ἐνορίτες του.
Θεμελιακή, γιά τή ζωή τῶν κρυπτοχριστιανῶν, ἦταν ἡ δράση τῶν μοναστηριῶν τοῦ Πόντου. Τά μοναστήρια αὐτά ὑπῆρξαν φάροι, πού φώτιζαν καί ἑστίες πού θέρμαιναν τίς χριστιανικές ψυχές καί κράτησαν ἄσβεστη τή φλόγα τῆς Ρωμηοσύνης. Σ’ αὐτά, ὅπως ἦταν φυσικό, ἔβρισκαν καταφύγιο καί οἱ κρυπτοχριστιανοί καί ἀπ’ αὐτά περίμεναν τήν πνευματική τους ἐνίσχυση.
Οἱ ὀρθόδοξοι ἱερεῖς τῶν κρυπτοχριστιανῶν, ἄλλοι ἔκαναν τό γυρολόγο ἤ τόν μετακινούμενο μανάβη γιά νά καλύπτουν τήν ἐπικίνδυνη ἀποστολή τους, ἄλλοι μεταμφιέζονταν σέ δερβίσιδες, μολάδες ἤ χοτζάδες, πράγμα πού προϋπόθετε τέλεια κατοχή τῆς τούρκικης γλώσσας καί τοῦ Κορανίου.
Τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί τά ἔθιμα σήμαιναν γιά τούς κρυπτοχριστιανούς τά θεῖα δῶρα τῆς ὑπομονῆς καί ἡρεμίας μέσα στήν τόσο ταραγμένη ζωή τους. Γι’ αὐτό τηροῦσαν τίς περιόδους τῆς νηστείας ἐπακριβῶς, συμμετεῖχαν σ’ ὅλα τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί τακτικά στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ὁ δεσμός αὐτός μέ τήν Ἐκκλησία τούς βοήθησε νά κρατήσουν τήν πίστη τους. Ἀντίθετα, ὅσοι ἀπ’ αὐτούς ἔμεναν σέ ἀπομονωμένες περιοχές, χωρίς νά ἔχουν ἐπαφή μέ τήν Ἐκκλησία, σιγά σιγά ἀπορροφήθηκαν ἀπό τό μουσουλμανικό περιβάλλον.
Γιά νά μή δίνουν ὑποψίες οἱ κρυπτοχριστιανοί, στό περιβάλλον τους, τελοῦσαν φανερά τήν περιτομή καί ἔπαιρναν ἕνα μουσουλμανικό ὄνομα. Παράλληλα δέ μέ τή μυστική χριστιανική βάπτιση καί τό χρίσμα ἔπαιρναν καί ἕνα χριστιανικό ὄνομα, γιά τό ὁποῖο ὁ νονός ἤ ἀνάδοχος, μετά τή βάπτιση, εὐχότανε στόν βαπτισθέντα «Νά ζήσει μέ τ’ ὄνομά του», δηλαδή ποτέ νά μή βρεθεῖ στήν ἀνάγκη νά μεταστραφεῖ στόν Ἰσλαμισμό καί νά ἀλλάξει τό πραγματικό του ὄνομα. Τά δύο ὀνόματα (μουσουλμανικό καί χριστιανικό) ἦταν συνήθως συνώνυμα ἤ ὁμόηχα π.χ. Μεχμέτ και Μιχάλης, Μεριέμ καί Μαρία, Ἰμπραχήμ καί Ἀβραάμ, Λιάζ καί Ἠλίας. Ὅταν ἕνα χωριό δέν εἶχε δικό του ἱερέα, τότε ἔπαιρναν τά παιδιά τή νύχτα καί πήγαιναν νά τά βαπτίσουν στό διπλανό χωριό ἤ σέ ἕνα μοναστήρι. Τά μυστικά τῆς ζωῆς τῶν κρυπτοχριστιανῶν τά πληροφοροῦνταν τά παιδιά, μόνο ὅταν ἔφταναν σέ μιά συγκεκριμένη ἡλικία καί ὅταν δέν ὑπῆρχε φόβος, μέ τήν παιδική τους ἀθωότητα, νά τά κοινοποιήσουν.
Ὅσο γιά τήν παιδεία, οἱ κρυπτοχριστιανοί ἦταν ὑποχρεωμένοι νά στέλνουν τά παιδιά τους σέ τουρκικά σχολεῖα, γιατί ἦταν ἐγγεγραμμένα στά ληξιαρχεῖα ὡς τουρκόπουλα. Τήν ἡμέρα, τά παιδιά αὐτά, πήγαιναν στό σχολεῖο καί διδάσκονταν τό Κοράνι, τά βράδια ὅμως οἱ ὀρθόδοξες μητέρες, τούς δίδασκαν, μαζί μέ τήν ἑλληνική ποντιακή διάλεκτο, τήν ἀληθινή πίστη, τήν παράδοση καί τήν ἱστορία τοῦ ρωμαίηκου Γένους.
Στό γάμο τηροῦσαν τή χριστιανική μονογαμία. Παντρεύονταν μόνο μεταξύ κρυπτοχριστιανῶν καί ἐτελεῖτο ὁ γάμος φανερά ἀπό τόν χότζα, καί κρυφά τή νύκτα, ἀπό τόν ὀρθόδοξο ἱερέα, σέ ὑπόγειο ναό. Ἄν τοῦτο δεν ἦταν εὔκολο ἔφευγαν γιά ἄλλο χωριό, πού εἶχε ἱερέα, ἤ ἀκόμη ἔφευγαν γιά γαμήλιο ταξίδι καί περνοῦσαν ἀπό χριστιανικό μοναστήρι ἤ καί τέλος πήγαιναν σέ ἀπομακρυσμένη μεγάλη πόλη, ὅπου τό ζεῦγος ἦταν ἄγνωστο καί τελοῦσαν τό μυστήριο τοῦ γάμου, μέ ὀρθόδοξο ἱερέα. Σέ χωριά μέ μικτό πληθυσμό, οἱ κρυπτοχριστιανοί δεν πάντρευαν τίς κόρες τους μέ ἀναγνωρισμένους χριστιανούς. Ἄν τοῦτο ἦταν ὑποχρεωτικό νά γίνει τότε ὁ κρυπτοχριστιανός ἔκλεβε τή φανερή χριστιανή καί αὐτή, δῆθεν ἐκβιαζόμενη, γίνονταν μουσουλμάνα καί στή συνέχεια πήγαιναν στήν Πόλη ἤ σέ κάποιο μοναστήρι καί τελοῦσαν τό μυστήριο τοῦ γάμου.Ἕνα ποντιακό τραγούδι, μεταγλωττισμένο, μιλᾶ γιά γάμο χριστιανῆς νύφης πού παντρευόταν κρυπτοχριστιανό: «Μή τυραγνιέσαι Σόνια μου καί μή βαρειοκαρδίζεις, ἄντρα παίρνεις ὁλόχρυσο, εἶναι χριστιανοπαίδι, στά φανερά Μαχμούτ ἀγάς καί στά κρυφά Νικόλας, καί στή Μονή μεσονυχτίς θά πᾶτε γιά στεφάνι».
Ἡ κηδεία τῶν κρυπτοχριστιανῶν συνοδεύονταν πάντα μέ δυσκολίες. Οἱ νεκροί κηδεύονταν φανερά ἀπό τό χότζα καί θαύονταν σέ μουσουλμανικό νεκροταφείο καί τή νύκτα μεταθαύονταν μυστικά ἀπό ὀρθόδοξο ἱερέα σέ χριστιανικό κοιμητήριο, ὅπως μαρτυρεῖ καί ἡ λαϊκή φράση: «Τήν ἡμέραν σα μεζάρε καί τή νύχτα σον Αε Θόδωρον». Ἀκόμη ἐγένετο ἡ κηδεία χωρίς τήν παρουσία τοῦ νεκροῦ καί τῶν συγγενῶν του ἤ καί ἀκόμη πρίν τήν ταφή τίς νυκτερινές ὧρες στό σπίτι, ἀπό ἄγνωστο στήν περιοχή ἱερέα, πού ἐρχόταν χωρίς ράσα καί μάλιστα πρίν νά γίνει γνωστός στό χωριό ὁ θάνατος. Ὅταν δέν ἦταν δυνατό νά ἔρθει ὁ ἱερέας, στό σπίτι τοῦ νεκροῦ, γινόταν ἡ χριστιανική ἀκολουθία στήν ὑπόγεια ἐκκλησία, τήν ὥρα πού πήγαιναν τό νεκρό στό μουσουλμανικό νεκροταφεῖο. Ὑπῆρχαν ἐπίσης περιπτώσεις, κατά τίς ὁποῖες ὁ ἱερέας πήγαινε στόν τάφο τοῦ θαμμένου ἤδη κρυπτοχριστιανοῦ καί διάβαζε τή νεκρώσιμη ἀκολουθία μόνος του καί χωρίς νά δώσει σημεῖα ἀναγνώρισης. Ἄν δέν ὑπῆρχε ἱερέας, ἔπαιρναν χῶμα πάνω ἀπό τόν τάφο καί τό πήγαιναν ἔστω καί μακριά σέ ὀρθόδοξο ἱερέα, ὅπου διάβαζε τή νεκρώσιμη ἀκολουθία καί ἔρριπταν ἀργότερα τό χῶμα πάνω στόν τάφο τοῦ νεκροῦ.
Μέ μεγάλη σχολαστικότητα γίνονταν τά μνημόσυνα τῶν νεκρῶν. Τά Ψυχοσάββατα καί τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων ἑτοιμάζονταν τά κόλλυβα στή μνήμη τῶν νεκρῶν. Στό σπίτι ἄναβαν κεριά μπροστά στίς εἰκόνες, διάβαζαν τά ὀνόματα τῶν νεκρῶν καί τούς σκέφτονταν. Ὅταν δέν μποροῦσαν νά κάνουν μνημόσυνα, ἔστελναν στά κοντινά μοναστήρια, ὡς πρόσφορά, σιτάρι καί φροῦτα.
Ἀλλά καί τό Πάσχα, αὐτή τή λαμπρή καί μεγάλη γιορτή τοῦ Χριστιανισμοῦ, οἱ κρυπτοχριστιανοί τή ζοῦσαν μέ σφιγμένη τήν καρδιά καί μέ δάκρυα στά μάτια ἀλλά καί μέ ἐλπίδα, ὅτι θά τούς ἀξιώσει ὁ Χριστός καί ἡ Παναγία νά γιορτάσουν τήν ἑπόμενη χρονιά τίς μέρες αὐτές χωρίς ἄγχος, ἀνοιχτά καί ἐλεύθερα. Στό σημεῖο αὐτό ἄς δοῦμε μιά μικρή ἱστορία, ὅπως τήν διασώζει, ἀπό τόν Χρ. Τσαρτιλίδη, ὁ Κ. Φωτιάδης: «Εἶναι νύχτα τοῦ Πάσχα. Οἱ καμπάνες τοῦ χωριοῦ…ἠχοῦν. Οἱ χριστιανοί ξυπνοῦν, σηκώνονται καί πηγαίνουν στήν ἐκκλησία. Ὁ Μουσταφᾶ, πού εἶναι χριστιανός, ξυπνάει καί αὐτός. Χωρίς θόρυβο καί χωρίς νά ἀνάψει φῶς ξυπνάει τήν οἰκογένειά του, τή γυναίκα του Ἐμινέ, πού ὀνομάζεται Μαρία, τήν κόρη του Φατμέ ἤ Ἑλένη καί τό γιό του Χασάν ἤ Γεώργιο. Συναντιοῦνται σέ ἕναν χῶρο στό ὑπόγειο τοῦ σπιτιοῦ. Ἐκεῖ παραμερίζουν στήν ἄκρη τούς σάκκους καί παίρνουν τίς εἰκόνες ἀπό κάτω καί τίς κρεμοῦν. Γονατίζουν μπροστά τους, κάνουν τό σταυρό τους καί ἀνάβει ὁ καθένας ἀπό ἕνα κερί. Ὁ Μουσταφᾶ, πού εἶναι χριστιανός παίρνει ἕνα ἱερό βιβλίο καί τό ἀνοίγει. Νά διαβάσει δέν μπορεῖ, ἀλλά ψάλλει ἕναν ὕμνο σιγοψιθυρίζοντας στά σπασμένα ἑλληνικά του. Ἡ οἰκογένεια σταυροκοπιέται ξανά καί λένε ὅλοι σιγά Χριστός ἀνέστη. Ὁ καθένας τρώει ἀπό ἕνα αὐγό πού εἶναι βαμμένο καφέ ἀπό χυμό κρεμμυδιῶν. Εἶχαν φοβηθεῖ νά ἀγοράσουν κόκκινη μπογιά γιά τά αὐγά. Μέ σφιγμένη τήν καρδιά καί δάκρυα στά μάτια ἀσπάζεται ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί ἀνεβαίνουν ἐπάνω στά δωμάτιά τους νά κοιμηθοῦν. Οἱ καμπάνες χτυποῦν ξανά ...»
Πάντως ἡ διπλή ζωή τῶν κρυπτοχριστιανῶν ἦταν ἕνα ψυχολογικό μαρτύριο, ἕνα ζωντανό δρᾶμα, ἕνας διαρκής φόβος γιά τό Θεό, πού εἶχαν τήν αἴσθηση πώς τόν πρόδωσαν, μιά ἀγωνία ὅτι θά ἀνακαλυφθοῦν ἀπό τίς ἀρχές, ἀλλά καί μιά ἐλπίδα ὅτι κάποια μέρα θά βελτιωθεῖ ἡ κατάστασή τους καί θά λυθεῖ τό δράμα τους. «Ὁ Κρυπτοχριστιανισμός, κατά τόν Καθηγητή Φωτιάδη, εἶναι ἀπόδειξη γιά τήν ἔνταση ἑνός ψυχικοῦ-πνευματικοῦ ἀγώνα. Ἄν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἤθελαν ἁπλῶς νά σώσουν τή ζωή τους καί τήν περιουσία τους, θά εἶχαν ἀσπαστεῖ ἁπλούστατα τόν Ἰσλαμισμό. Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι κατά τή διάρκεια τῆς ἡμέρας φοροῦσαν τό φέσι, τό βράδυ ὅμως τό ἔβγαζαν καί πήγαιναν στίς ὑπόγειες ἐκκλησίες, γιά νά συμμετάσχουν στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, τό ἔκαναν γιά νά διατηρήσουν την πίστη τους. Ὁ Κρυπτοχριστιανισμός ἀποτελεῖ ἀπόδειξη γιά τή δύναμη ἀντίστασης τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν τῆς ρωμαίηκης παράδοσης, εἶναι ὁ ἀγώνας συνείδησης γιά τήν ψυχική καί πνευματική ἐλευθερία. Ἡ διατήρηση τῆς θρησκείας καί τοῦ πολιτισμοῦ, ἦταν γιά τούς κρυπτοχριστιανούς μόνο καί μόνο δυνατή, γιατί ἔκαναν ἕνα συμβιβασμό καί ὑπέκυψαν στήν καταπίεση ἀπ’ ἔξω τόσο μόνο, ὥστε νά δημιουργήσουν ἕναν ἐλεύθερο χῶρο γιά τή διατήρηση τῶν ἀξιῶν αὐτῶν στά κρυφά».
Σήμερα ὑπάρχουν κρυπτοχριστιανοί ;
Ἀπό τόν Αὔγουστο τοῦ 1922, πού κατάρρευσε τό μικρασιατικό μέτωπο, ἄρχισε ἡ ἐξόντωση καί τό ξερίζωμα ἑκατοντάδων χιλιάδων ρωμηῶν, ἀπό τίς προαιώνιες ἑστίες τους, στή Μικρά Ἀσία καί τήν ἀνατολική Θράκη. «Ἔφυγαν ὅμως ὅλοι; ρωτάει ὁ Γεώργιος Πρίντζιπας, μήπως ὑπῆρξαν κρυπτοχριστιανοί, πού δέν τόλμησαν, ἔστω καί τήν τελευταία στιγμή νά φανερωθοῦν; ... Εἶναι γνωστό, ἐπίσης, πώς λόγῳ τοῦ πολέμου, σέ μερικές περιοχές, οἱ ἐπονομαζόμενοι «κλωστοί» τῶν κρυπτοχριστιανῶν, συνέχιζαν νά ζοῦν στήν ἀποκρυφία. Ἐκεῖ δέν ἔγινε γνωστή ἡ δυνατότητά τους νά δηλωθοῦν ὡς χριστιανοί. Αὐτούς δέν τούς ἄγγιξε ἡ ἀνταλλαγή. Ἔτσι ἔμειναν στόν τόπο τους μεταθέτοντας γιά τό ἀπώτερο μέλλον τήν ὥρα πού θά ἔκαναν τήν ἐμφάνισή τους. Ἄλλο στοιχεῖο πού μᾶς βάζει σ’ ἐρωτήματα εἶναι οἱ γάμοι χριστιανῶν ἤ κρυπτοχριστιανῶν γυναικῶν μέ τούρκους. Γάμοι πού ἔγιναν λίγο πρίν τήν καταστροφή, μέ βία ἤ καί χωρίς βία. Πολλές διατήρησαν τήν πίστη τους, ἀλλά δέν κρίθηκαν ὡς ἀνταλλάξιμες. Ἄλλες συνέχιζαν νά ζοῦν, ὅπως ἤξεραν τόσα χρόνια, στά κρυφά. Πῶς μεγάλωσαν τά παιδιά τους; Σάν χριστιανούς ἤ σάν μουσουλμάνους; Ἡ ἀπάντηση δέν εἶναι εὔκολη. Κανείς δέν μπορεῖ νά εἶναι σίγουρος γιά τό τί μπορεῖ νά συμβαίνει ἐκεῖ, πού χρόνια πρίν χτύπαγε ἡ καρδιά τῆς Ρωμηοσύνης».
Πάντως, ἔμειναν κρυπτοχριστιανοί στήν Τουρκία. Ὑπάρχουν οἰκογένειες πού χωρίσθηκαν. Κάποιοι ἀπ’ αὐτούς σήμερα ζοῦν στήν Ἑλλάδα, κάποιοι σέ ἄλλες Χῶρες καί κάποιοι στήν Τουρκία. Χωρίς αὐτό νά σημαίνει, πώς οἱ οἰκογένειες ἤ τά ἄτομα πού ζοῦν στήν Τουρκία, εἶναι ἀκόμη κρυπτοχριστιανοί, ὅσο καί ἄν ὑπάρχουν ἐνδείξεις, πού συνηγοροῦν καί σέ μιά τέτοια ἐκδοχή.
Στό σημεῖο αὐτό, ἀξίζει νά δοῦμε, τίς χαρακτηριστικές πληροφορίες, πού καταγράφει ὁ Καθηγητής Φωτιάδης στό βίβλίο του: «Πρός τιμήν τοῦ Γεωργίου Κασιμίδη, (τό τουρκικό του ὄνομα Temel efendi), πού καταγόταν ἀπό μιά κρυπτοχριστιανική οἰκογένεια τοῦ Σταυριοῦ καί πέθανε τό 1961 στήν Τραπεζούντα, ἔγινε στίς 15 Ὀκτωβρίου 1962 στή Θεσσαλονίκη μνημόσυνο στό ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Στυλιανοῦ. Τό μνημόσυνο αὐτό τό ἔκανε ἡ οἰκογένεια Κιουπτσίδη, πού ζεῖ στή Θεσσαλονίκη καί ἔχει στενή συγγένεια μέ τήν οἰκογένεια τοῦ μακαρίτη πού ζεῖ στήν Τουρκία». Ὑπάρχουν καί γραπτές μαρτυρίες τέτοιων συγγενικῶν σχέσεων, π.χ., μέ τή μορφή ἀλληλογραφίας, ἀνάμεσα σέ κρυπτοχριστιανούς στήν Τουρκία καί στούς συγγενεῖς τους, πού ζοῦν σήμερα στήν Ἑλλάδα.
Ἡ πλειοψηφία τῶν κατοίκων τῆς μαυροθαλασσίτικης περιοχῆς τοῦ Πόντου, μέχρι τήν ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν, μιλοῦσαν τήν ἑλληνική ποντιακή διάλεκτο. Αὐτό τό διαπίστωσε ὁ καθηγητής Φωτιάδης, καί σέ διάφορες πόλεις τῆς νοτιοδυτικῆς Γερμανίας, πού συνάντησε Τούρκους ἀπό τήν περιοχή τοῦ Πόντου, πού μιλοῦσαν ἄπταιστα τήν ἑλληνική ποντιακή διάλεκτο. «Ἀπό αὐτούς πληροφορήθηκα, γράφει, ὅτι καί τά παλιά ποντιακά ἔθιμα εἶναι ἀκόμα πολύ ζωντανά. Ἐπίσης μέ διαβεβαίωσαν ὅτι ἔχουν διατηρηθεῖ τά ἑλληνικά τοπωνύμια καί ἀκόμη ὅτι τά ἑλληνικά ἐπώνυμα ἔχουν ἁπλῶς τουρκικές καταλήξεις».
Παρ’ ὅτι ἔφυγε ὁ δηλωμένος ἑλληνικός χριστιανικός πληθυσμός, ἀπό τή Μικρά Ἀσία, γράφει ἡ Ὄλγα Βατίδου, οἱ Τοῦρκοι, ἐκεῖ, δέν ἔπαυσαν νά δείχνουν σεβασμό πρός τή χριστιανική λατρεία καί τά θρησκευτικά ἤθη καί ἔθιμά μας. Πολλές γυναίκες στόν Πόντο, κάνουν ἀκόμη μέ τή δεξιά παλάμη τους τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ πάνω στό ζυμάρι, ὅταν ζυμώνουν τό ψωμί. Καί ὅταν τίς ρωτοῦν γιατί τό κάνουν αὐτό, ἐκεῖνες ἀπαντοῦν «ἔτσι τό βρήκαμε».
Σ’ ὁλόκληρη τήν Τουρκία τιμοῦν καί εὐλαβοῦνται μέχρι σήμερα οἱ μουσουλμάνοι τόν ἅγιο Γεώργιο καί τόν γιορτάζουν μέ τόν δικό τους εὐσεβῆ τρόπο, ὡς ἐαρινή γιορτή, στίς 6 Μαΐου, δηλαδή 13 μέρες ἀργότερα ἀπό τή μνήμη του, μέ τό παλαιό ἡμερολόγιο. Τό ἴδιο εὐλαβοῦνται οἱ μουσουλμάνοι στήν Πόλη καί τήν Ἀνατολή καί ἄλλα προσκυνήματα καί ἁγιάσματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.
Ἀρχές Δεκεμβρίου τοῦ 1983, συγκλήθηκε τό πρῶτο διεθνές συνέδριο μέ θέμα τόν Ἅγιο Νικόλαο, ἀπό τίς τοπικές ἀρχές τῆς Ἀττάλειας, πού βρίσκεται κοντά στά Μύρα, ὅπου καί ὁ ναός τοῦ ἁγίου Νικολάου μέ τόν συλημένο τάφο του. Τό πιό σημαντικό ὅμως ἦταν, ὅτι ἐπέτρεψαν οἱ Ἀρχές, στόν τότε μητροπολίτη Μύρων Χρυσόστομο Κωνσταντινίδη νά τελέσει, ἔπειτα ἀπό 61 χρόνια, Θεία Λειτουργία μέσα στήν ἱστορική βασιλική τοῦ ἁγίου Νικολάου. Στίς 6 Δεκεμβρίου τοῦ 1992, λειτούργησε στό ναό, γιά πρώτη φορά, καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, συμπαραστατούμενος ἀπό ἀρχιερεῖς τοῦ Θρόνου. Ἀλλά στό ναό τελοῦνται, μέχρι σήμερα, Θεῖες Λειτουργίες, μετά ἀπό σχετική ἄδεια, καί ἀπό τό νέο μητροπολίτη Μύρων κ. Χρυσόστομο Καλαϊτζῆ.
Ἀλλά καί σέ ἄλλες ἐπαρχίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τελοῦνται Θεῖες Λειτουργίες, μετά ἀπό πρόσκληση τῶν τοπικῶν ἀρχῶν, κοντά σέ ἐρείπια παλαιῶν ναῶν ἤ καί σέ ἀναστηλωμένους ναούς, ἀκόμη καί στήν ὕπαιθρο, μέ προεξάρχοντα, τίς περισσότερες φορές, τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, ἤ καί ἄλλους Πατριάρχες, ἀλλά καί ἀπό ἀρχιερεῖς καί ἱερεῖς τόσο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ὅσο καί ἄλλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Τήν Κυριακή 15 Αὐγούστου 2010, μετά ἀπό 88 ἔτη λήθαργου καί σιωπῆς, λειτούργησε ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης στήν Ἱερά Μονή τῆς Παναγίας Σουμελᾶ τοῦ Πόντου. Γεγονός τό ὁποῖο ἐπαναλήφθηκε καί φέτος.
Ἐπίσης τήν Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2011, ἔγιναν, μετά ἀπό 90 χρόνια, τά Θυρανοίξια τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Παύλου καί Ἁγίου Ἀλυπίου Ἀτταλείας ἀπό τόν Μητροπολίτη Πισιδίας κ. Σωτήριο, μέ τή συμμετοχή ἱερέων καί πλήθους σλαβοφώνων πιστῶν ἐγκαταστημένων στήν Ἀττάλεια ἀλλά καί προσκυνητῶν ἀπό διάφορες χῶρες. Ἀπό τότε ὁ ναός, πού ἐξοπλίσθηκε μέ ὅλα τά ἀναγκαῖα ξυλόγλυπτα, τά ὁποῖα κατασκευάσθηκαν στήν Κορέα, ἱερές εἰκόνες, ἱερά σκεύη, κανδήλια κλπ. λειτουργεῖ καθημερινά».
Στό σημεῖο αὐτό θά ἤθελα νά κλείσω αὐτή τή σημαντική σελίδα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας τοῦ γένους μας, μέ ὅσα ἡ Ὄλγα Βατίδου γράφει στό τέλος τοῦ βιβλίου της: «Οἱ ξεριζωμένοι σκέπτονται καί διαρκῶς ἀναρωτιοῦνται. Τί τάχα νά γίνεται ἐκεῖ κάτω στή Μικρασία ... στήν τουρκεμένη πιά ὁλότελα χώρα ; Νά βλασταίνει τάχα ἀκόμα, ἔστω καί στά ἀνήλιαγα, κεῖνος ὁ ... σπόρος τοῦ χριστιανισμοῦ ; Καμμιά ἀπάντηση. ... Νά πιστέψουν ἄραγε οἱ ξερριζωμένοι ρωμηοί τῆς Ἀνατολῆς σ’ αὐτό, πού λένε πολλοί, πώς τίποτα δέν μένει κάτω καί πώς ὅ,τι πέσει ξανασηκώνεται; Μιάς ὅμως καί εἶναι χριστιανοί οἱ ρωμηοί τῆς Μικρασίας, ἄς πιστέψουνε στήν Ἀνάσταση».