Κυριακή Ε΄ Νηστειῶν: (†) Ἐπίσκοπος Αὐγουστίνος Καντιώτης- Ἃς μετανοήσουμε

Εκτύπωση

osia maria h aigyptia 01


Σήμερα, ἀδελφοί μου, διδάσκαλός μας δὲν θὰ εἶνε οὔτε κάποιος προφήτης οὔτε κάποιος ἀπόστολος οὔτε κάποιος ἀσκητὴς οὔ­τε κάποιος ἄλλος διδάσκαλος τῆς Ἐκ­­κλησί­ας· σήμερα διδάσκαλός μας θὰ γίνῃ μία ἁ­μαρ­­τωλὴ γυναίκα. –Μιὰ ἁμαρτωλὴ γυναίκα; θὰ πῆ­τε· καὶ τί ἔχει νὰ διδάξῃ στὴν Ἐκ­κλησία μιὰ ἁμαρ­τωλὴ γυναίκα; Ἔχετε, ἀγαπητοί μου, λίγη ὑ­πομονὴ καὶ ἡ ἀ­πορία σας θὰ λυθῇ. Γιὰ νὰ μὴ σκανδαλίζεται πάντως κανείς, σᾶς λέω ἀπὸ τώρα, ὅτι ἡ γυναί­κα αὐτὴ δὲν ἔμεινε γιὰ πάν­­τα στὴν ἁ­μαρτία· ἦρθε μιὰ εὐλογημένη μέρα ποὺ ἔ­παυσε ν᾽ ἁμαρτάνῃ, ἄλλαξε ζωή, πῆρε τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, ἁγίασε καὶ ἑορτάζει σήμερα· εἶνε ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία, τῆς ὁποίας τὴ μνήμη τιμᾷ ἡ Ἐκκλησία δύο φορὲς τὸ ἔτος· τὴν 1η Ἀπριλίου καὶ τὴν Ε΄ Κυριακὴ τῶν Νηστει­ῶν. Ἀντὶ λοιπὸν νὰ σᾶς ἑρμηνεύσω σήμερα τὸ εὐαγγέλιο ἢ τὸν ἀπόστολο, ἔ­κρινα καλὸ νὰ ποῦμε λίγες λέξεις γιὰ τὴν ἁγία αὐτή.

* * *

Ἡ ὁσία Μαρία, ὅπως γράφουν τὰ βιβλία, ἔ­ζησε τὸν ἕκτον (Στ΄) αἰῶνα, στὰ χρόνια τοῦ αὐ­το­κρά­τορος Ἰουστινιανοῦ (527-565 μ.Χ.). Γεννή­θηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια, τὴ μεγάλη πόλι τῆς Αἰγύπτου, κέντρο ἐμπορίου, πλούτου καὶ γραμμά­των, ἀλλὰ καὶ μεγάλης διαφθορᾶς. Οἱ γονεῖς της ὅμως, ποὺ δὲν γνωρίζουμε τὰ ὀνόματά τους, ἔ­δειξαν ἀσυγχώρη­τη ἀμέλεια στὴν ἀνα­τροφὴ τοῦ παιδιοῦ τους, μὲ ἀ­ποτέλεσμα τὸ μι­κρὸ κορίτσι νὰ ξεφύγῃ ἀπὸ τὴν ἐπιτήρησί τους καὶ νὰ πάρῃ ἀπὸ νω­ρὶς τὸ δρόμο τὸν κακό.

Δὲν χάρη­κε ἐπὶ πολὺ τὴν παιδικὴ ἀθῳ­ότητα· ζώντας στὴ με­γαλούπολι τῆς Ἀλεξανδρείας μολύνθη­κε γρήγορα ἀπὸ τὴ διαφθορὰ τοῦ πε­ρι­­βάλλον­τος καὶ σὲ ἡλικία 12 ἐτῶν ἐξώκειλε πο­­λὺ στὴν ἁ­μαρτία. Ἀπὸ τότε καὶ ἐπὶ 17 ὁλόκλη­­ρα χρόνια ἐθήτευε στὴν ἀκολασία. Ζοῦσε ἀπὸ «μι­­σθώματα πορνείας», ὅπως λέει ὁ προφήτης (Μιχ. 1,7). Προσείλκυε πλῆθος ἐραστάς, ἐμ­πο­ρευ­όταν τὴ σάρκα της, κέρδιζε πλούτη πολ­λά, ἀλλὰ πλούτη ἐπαίσχυντα. Εἶχε γίνει φοβερὴ παγίδα καὶ δίχτυ ἁμαρτίας γιὰ θύματα.

Ὅταν ἦταν περίπου 30 ἐτῶν ἀποφάσισε ν᾽ ἀ­κολουθήσῃ ἕναν ὅμιλο προσκυνητῶν ποὺ ἀ­ναχωροῦσε γιὰ τοὺς Ἁγίους Τόπους. Πῆγε μα­ζί τους, ἀλλὰ μὲ ἄλλα κίνητρα, ὄχι ἀπὸ εὐ­λάβεια. Μοιάζει κάπως στὸ σημεῖο αὐτὸ τῆς ζω­ῆς της ἡ ὁσία Μαρία μὲ τοὺς προσκυνη­τὰς ἐ­κείνους ποὺ τρέχουν καὶ τώρα σὲ γιορτὲς καὶ πανηγύρια ἐξωκκλησίων ὄχι γιὰ νὰ προσ­κυνή­­σουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ διασκεδάσουν καὶ ν᾽ ἁ­μαρτήσουν περισσότερο. Καὶ πρέπει νὰ ποῦμε, ὅ­­­τι σὲ τέτοιες μέρες πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν γίνον­ται τόσες ἁμαρτίες ὅσες ἐκεῖ. Μὲ παρόμοια δι­άθεσι ξεκίνησε κι αὐτὴ γιὰ τοὺς Ἁγίους Τόπους. Καὶ ἔφτασε τελικὰ στὰ Ἰεροσόλυμα.

Ἦταν Σεπτέμβριος καὶ στὶς 14 τοῦ μη­νὸς γι­­νόταν ἡ ἑορτὴ τοῦ τιμίου σταυροῦ. Πλῆ­θος κό­σμου συν­έρρεαν στὴν ἐκκλησία νὰ προσ­κυ­νήσουν. Ὅταν ὑψώθηκε ὁ σταυρὸς πῆ­γε νὰ μπῇ μαζὶ μὲ ὅλους στὸ ναό, ἀλλ᾽ αὐτὸ στάθηκε ἀ­δύνατον. Ἐνῷ ἐπιχείρησε τρεῖς – τέσσε­ρις φορὲς νὰ περάσῃ τὸ κατώφλι, κάποια μυστη­ρι­­ώδης δύναμις δὲν τὴν ἄφηνε. Γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τό­τε συναισθάνθηκε, ὅτι δὲν εἶνε ἄ­ξια νὰ μπῇ στὸ ναὸ λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν της. Δάκρυα ἔτρε­ξαν ἀπ᾽ τὰ μάτια της κ᾽ ἔκανε μέ­σα της μιὰ προσευχὴ θερμὴ στὴν Παναγία· Κυρία Θεοτόκε, σὺ ποὺ γέννησες τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, μὴ μὲ ἀπορρίψῃς· ἀξίωσε κ᾽ ἐμένα νὰ προσ­κυνήσω τὸν τίμιο σταυρό, καὶ σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι στὸ ἑξῆς θ᾽ ἀλλάξω ζωή, θὰ ἐγκαταλείψω τὴν ἁμαρτία! (βλ. Ἑ.Π. Migne 87Γ΄, 3713C-D).

Μόλις τελείωσε τὴν προσευχή, αἰσθάνθηκε ἐλεύθερη καὶ μπῆκε στὸ ναό. Προσκύνησε τὸ τίμιο Ξύλο καὶ εἶπε πάλι στὴν Παναγία· Σ᾽ εὐ­χαριστῶ, ποὺ μὲ ἄκουσες· λοιπόν, Ὁδηγήτρια τοῦ κόσμου, ὁδήγη­σε κ᾽ ἐμένα ὅπου κρίνει ἡ εὐ­σπλαχνία σου· ὅ,τι μοῦ πῇς θὰ κάνω, Παν­α­γία μου… Κ᾽ ἐνῷ ἔλεγε αὐτά, ἀκούει κάποιον νὰ φωνάζῃ ἀπὸ μακριά· «Ἐὰν τὸν Ἰορδάνην δι­έλθῃς, καλὴν εὑ­­ρήσεις ἀνάπαυσιν» (ἔ.ἀ. 87Γ΄, 3716Α). Κι ἀμέσως ἐκτελεῖ τὴν ὁδηγία. Χαῖρε κόσμε μάταιε, χαίρετε ἄνθρωποι καὶ πολιτεῖες τῆς ἁ­μαρτίας, ἡ Μαρία σᾶς ἀ­ποχαιρετᾷ!…

Ἦταν 9 τὸ πρωί. Τῆς ἔ­δειξαν τὸ δρόμο, βάδι­­­σε ὅλη μέρα, καὶ τὸ ἡλιοβασίλευμα ἔφτασε στὸν Ἰ­­ορδάνη, ὅπου ὑπῆρχε ναὸς τοῦ Ἁγίου Ἰ­ωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. Προσκύνησε κ᾽ ἔ­βρεξε τὸ πρό­σωπο καὶ τὰ χέρια της μὲ τὸ νε­ρὸ τοῦ ποταμοῦ. Ἐκεῖ μετέλαβε τὰ ἄχραντα μυστήρια, ἤπιε νε­ρὸ ἀπὸ τὸν Ἰορδά­νη, καὶ δι­α­νυ­κτέρευσε πλαγιάζον­τας κατὰ γῆς στὴν ὄ­χθη. Τὴν ἄλ­­λη μέρα βρῆκε ἕνα πλοιάριο καὶ πέ­ρασε ἀ­πέναν­τι. Ἐκεῖ προσ­­ευχήθηκε πάλι στὴν Παν­αγία νὰ τὴν ὁ­δηγήσῃ ὅπου εἶνε ἀρεστὸ σ᾽ αὐ­τήν. Ἔτσι ἄρχισε μέ­σα στὴν ἔρημο μιὰ ζωὴ σκληρή, συν­­τροφιὰ μὲ τὰ θηρία, καὶ μὲ πε­ριπλάνησι ποὺ κράτησε 47 χρόνια!

Ποιός τώρα νὰ διηγηθῇ τοὺς πειρα­σμούς της, τὸν πόλεμο τοῦ σατανᾶ, τοὺς κινδύνους, τοὺς ἀγῶνες της, τὶς προσευχές της, τὰ θαυμα­στὰ σημεῖα της; 17 χρόνια πάλεψε μὲ τὶς ἀ­ναμνήσεις τοῦ παρελθόντος καὶ τὶς κοσμικὲς ἐ­πιθυμί­ες ποὺ τὴν τάραζαν. Οἱ λογισμοὶ ἄλ­λοτε τῆς θύμιζαν τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τῆς ἔ­λεγαν, Πόσο ἀνόητη εἶσαι ποὺ ἄφησες τὴ μεγαλούπο­λί σου γιὰ νὰ ἔρθῃς νὰ θαφτῇς σ᾽ αὐτὴ τὴν ἔ­ρημο…! ἄλλοτε τὶς θύμιζαν τὰ συμπόσια, τὰ πλούσια φαγητὰ καὶ ποτά, τὶς μουσικές, τὰ πορνικὰ τραγούδια, τοὺς χορούς, τοὺς ἐραστάς, τὰ πλούτη, τὰ πολυτελῆ ροῦχα, ὅλα ὅσα μποροῦν ν᾽ ἀνάψουν τὴν πυρ­καϊὰ τῶν πα­θῶν.

Ἱκέτευε τὸν Κύριο πέφτον­τας στὰ γόνα­τα καὶ βρέχοντας τὸ ἔδαφος μὲ δάκρυα. Ὁδηγό, βοηθὸ καὶ παρήγορό της εἶχε τὴν Παναγία, στὴν ὁποία κατέφευγε κάθε φορά. Κι ὅταν πλέον ὁ ἐχθρὸς εἶδε ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ τὴ νικήσῃ, τὴν ἄφησε. Ἔζησε ἔτσι στὴν ἔρημο ἄλ­λα 30 χρόνια, ἐν συνόλῳ δηλαδὴ 47.

Στὸ διάστημα αὐτό, ἄλλοτε μέσα τὴν παγω­νιὰ τοῦ χειμώνα κι ἄλλοτε μέσα στὸν καύσωνα τοῦ θέρους, τὸ ροῦχο ποὺ φοροῦσε ἔ­λειω­σε, τὸ σῶμα της στέγνωσε, τὰ μαλλιά της ἄσπρι­σαν· Τρεφόταν μὲ ὅ,τι μπορεῖ νὰ βρεθῇ στὴν ἔρημο. Ἄνθρωπο δὲν εἶδε. Βιβλία νὰ διαβάσῃ δὲν εἶχε – δὲν ἤξερε ἄλλωστε γράμματα. Μόνη πηγὴ ἐνισχύσεως ἡ ἀγάπη στὸ Θεό, ἡ πίστι στὴν πρόνοιά του, ἡ διαρκὴς προσευχή.

Πρὸς τὸ τέλος τοῦ βίου της οἰκονόμησε ὁ Θεός, κατὰ τὴ συνήθεια τῶν μοναχῶν, νὰ βγῇ στὴν ἔρημο τὶς ἡμέρες τῆς μεγάλης Τεσσαρα­κοστῆς ἕνας ἀσκητής, ὁ ἀβ­βᾶς Ζωσιμᾶς. Ἡ ὁ­σία Μαρία, ὑ­πὸ συνθῆκες θαυμαστές, συν­­­αν­τήθηκε μαζί του καὶ τοῦ διηγήθηκε ὅλη τὴν ἱ­στορία της. Προτοῦ ν᾽ ἀποχωριστοῦν τὸν παρακάλεσε, τὴ Μεγάλη Πέμ­πτη τοῦ ἑπομένου ἔτους νὰ τῆς φέρῃ τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου νὰ κοινωνήσῃ. Ὁ Ζωσιμᾶς δὲν τὸ ξέχα­σε. Παίρνει τὰ τίμια δῶρα καὶ ἔρχεται. Ἀλλὰ πῶς νὰ περάσῃ τὸ ποτάμι; Βλέπει ὅμως τὴν ὁ­σία στὴν ἀπέναντι ὄχθη νὰ κάνῃ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ στὸν ποταμὸ –ἦταν νύχτα μὲ παν­σέληνο–, νὰ περπατάῃ πάνω στὰ νερὰ καὶ νά ᾽ρχεται πρὸς αὐτόν. Ὁ Ζωσιμᾶς κοίταζε κατάπληκτος. Μετά, ἀφοῦ εἶπε τὸ Πιστεύω καὶ τὸ Πάτερ ἡμῶν, τὴν κοινώνησε. Ἐκείνη ὕψωσε τὰ χέρια στὸν οὐρανὸ καὶ μὲ δάκρυα εἶπε· «Νῦν ἀ­­πολύεις τὴν δούλην σου, ὦ Δέσποτα, …ὅτι εἶ­δον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτή­ριόν σου» (Λουκ. 2,29-30). Τέλος τοῦ ζήτησε, νὰ ξαναέρθῃ τοῦ χρόνου· «Ἐλ­θὲ πάντως διὰ τὸν Κύριον, καὶ πάλιν ὄ­ψει με καθὼς θέλει ὁ Κύριος» (ἔ.ἀ. 87Γ΄, 3721Β-D).

Μετὰ ἀπὸ ἕνα ἔτος, ὅταν ἦρθε πάλι ὁ ἅγι­ος Ζωσιμᾶς, τὴ βρῆκε νεκρὴ στὸ μέρος ὅπου συναν­­τήθηκαν τὴν πρώτη φορά. Κοντὰ στὸ κεφάλι της εἶδε χαραγμένα στὴ γῆ τὰ λόγια· «Θάψον, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ τῆς ταπει­νῆς Μαρίας τὸ λείψανον» (ἔ.ἀ. 87Γ΄, 3724Β-C). Τὴν ἔθαψε μὲ τὴ βοήθεια ἑνὸς λιονταριοῦ, ποὺ ἔσκαψε μὲ τὰ νύχια του τὸν τάφο της.

Αὐτὸς μὲ συντομία εἶνε ὁ βίος καὶ τὸ τέλος τῆς σημερινῆς ἁ­γίας. Ὅλα αὐτὰ τὰ διηγήθηκε ἡ ἴδια στὸν ἅ­γιο Ζωσιμᾶ· ἀπὸ αὐτὸν ἔγινε γνω­στὸς ὁ βίος καὶ ἡ ἄθλησί της, καὶ τὸν 7ο αἰῶ­να τὰ ἔγραψε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος πατριάρχης Ἰεροσολύμων (βλ. Βίος Μαρίας Αἰγυπτίας τῆς ἀπὸ ἑταιρίδων ὁσίως ἀσκησάσης κατὰ τὴν ἔρημον τοῦ Ἰορδάνου· Ἑ.Π. Migne 87Γ΄, 3697-3726).

* * *

Τὸ πρῶτο ἀσφαλῶς ποὺ ἐντυπωσιάζει στὸν βίο τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτί­ας εἶνε, ἀγαπη­τοί μου, ἡ δύ­­ναμι τῆς μετανοίας. Πῶς μιὰ ψυχὴ χαμένη κερ­δήθηκε γιὰ τὸν Κύριο! «Μεγάλη ἡ μετάνοια» θ᾽ ἀκούσουμε τὴ Μεγάλη Τετάρτη (αἶν.). Ἂν δὲν ὑπῆρχε μετάνοια, θὰ εἶ­χε ἁγίους ὁ παράδεισος; ὅλοι θὰ ἦταν γιὰ τὴν κό­λα­σι.

Καὶ τὸ δεύτερο ποὺ κάνει ἐντύπωσι εἶνε ἡ στάσι, ὁ σεβασμὸς τῆς ὁσίας πρὸς τὸν ἱερέα. Ἦταν ἁγία, ζοῦσε ὑπὲρ φύσιν, ἔκανε θαύματα· καὶ ὅμως, γιὰ νὰ σωθῇ, εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τὸ πετραχήλι. Γι᾽ αὐτὸ κι ὁ ἅγιος Κοσμᾶς δίδασκε· Ἂν συναντήσῃς ἕναν ἄγγελο καὶ ἕναν ἱερέα, τὸν ἱερέα νὰ προσκυνήσῃς πρῶτα (ἡμ. ἔργ. σ. 153).

Ἂς μετανοήσουμε κ᾽ ἐμεῖς, ἂς μισήσουμε τὴν ἁμαρ­τία, ἂς ἀναζητήσουμε καλὸ πνευματικὸ πατέρα, μὲ τὴν εὐλογία του ἂς κοινω­νήσουμε τὰ θεῖα μυστήρια, καὶ ὁ Θεὸς ἀ­σφαλῶς θὰ μᾶς ἀξιώσῃ τοῦ ἐλέους του· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

 

Πηγή: (Ἀπὸ τὸ χειρόγραφο ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἄγνωστο ἱ. ναὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας καὶ πιθανῶς τὴν 10-4-1938. Ἀνάγνωσις, στοιχειοθεσία, μεταφορὰ σὲ ἁπλῆ γλῶσσα καὶ ἀναπλήρωσις 15-3-2019.), π. Αυγουστίνος Καντιώτης