Ομιλία Μητροπολίτη Γόρτυνος στο συνέδριο ''Εκκλησία και Αριστέρα''
Εὐχαριστῶ τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Κον Κον Ἱερώνυμον, ὅπως καί τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας μας, διότι μεταξύ τῶν ἄλλων πατέρων Ἱεραρχῶν ὅρισε καί τήν ταπεινότητά μου ὡς ὁμιλητή σ᾽ αὐτό τό ἐπιστημονικό Συνέδριο, πού διοργάνωσε ἡ κλεινή θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης γιά τό ἐπίμαχο πρόβλημα ΕΚΚΛΗΣΙΑ καί ΑΡΙΣΤΕΡΑ καί μέ τό σημαντικό μάλιστα δοθέν εἰς ἐμέ ἐπί μέρους θέμα Ὁμοιότητες καί Διαφορές τῶν δύο, Ἐκκλησίας καί Ἀριστερᾶς.
Κατ᾽ ἀρχάς θέλω νά πῶ, καί μάλιστα νά τονίσω, αὐτά τά δύο βασικά, πρῶτον μέν ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ἐμπλέκεται στά πολιτικά κόμματα, δέν ταυτίζεται μέ καμμία πολιτική παράταξη, καί δεύτερον νά πῶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν παραθεωρεῖ τήν πολιτική, διότι θεωρεῖ τά πολιτικά κόμματα ὡς ἀνθρώπινες ἰδεολογίες, ἡ κάθε μιά ἀπό τίς ὁποῖες θέλει καί ἀγωνίζεται γιά μιά καλύτερη κοινωνία.
Μετά τό μικρό αὐτό εἰσαγωγικό σημείωμα εἰσέρχομαι κατ᾽ εὐθεῖαν στό θέμα μου καί δηλῶ ὅτι θά τό διεξέλθω μέ συντομία, λόγω στενότητος χρόνου, καί μέ ἁπλότητα, ὡς μία κατήχηση γιά τόν λαό. Ὅλοι μας γι᾽ αὐτόν τόν λαό τοῦ Θεοῦ νοιαζόμεθα καί ἐργαζόμεθα. Σέ κάθε παράγραφο τοῦ λόγου μου θά συμπλέκω καί τίς ὁμοιότητες καί τίς διαφορές Ἐκκλησίας καί Ἀριστερᾶς, αὐτό πού εἶναι τό θέμα μου, καί ἔτσι θά φαίνεται καλύτερα ἡ ἀντιπαράθεση τῶν δύο.
1. Ἡ Ἐκκλησία νοιάζεται καί ἀγωνίζεται οἱ χριστιανοί, καί ὄχι μόνο οἱ χριστιανοί, ἀλλά καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, νά ἔχουν τά ἀναγκαῖα γιά τήν ζωή τους, ὅπως αὐτό τό δεικνύει καί τό ἀποδεικνύει περίτρανα τό φιλανθρωπικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας μέ τά καθημερινά συσσίτια καί ὅλη τήν φιλανθρωπική της δράση. Δέν εἶναι λοιπόν ἀληθινή, ἀλλά εἶναι ἄδικη ἡ κατηγορία κατά τῆς ᾽Εκκλησίας, ὅτι αὐτή ἀδιαφορεῖ γιά τό παρόν τοῦ ἀνθρώπου, γιά τά ἐπίγεια ἀγαθά του. Θέλει καί εὔχεται καί φροντίζει οἱ ἄνθρωποι νά διάγουν μία ἄνετη ζωή χωρίς τήν στέρηση τῶν ἀναγκαίων. Τό ἴδιο ἐνδιαφέρον καί τόν ἴδιο ἀγώνα κάνει ἀσφαλῶς καί ἡ Ἀριστερά πολιτική παράταξη καί ἐμεῖς τό χαιρόμεθα βεβαίως αὐτό καί τό ἐπαινοῦμε. Σ᾽ αὐτό συναντώμεθα καί συμφωνοῦμε.
2. Ἀπό πολιτικές παρατάξεις καί ἰδιαίτερα ἀπό τήν Ἀριστερά ἀκούγεται ἀπό προηγούμενα ἤδη χρόνια ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ἐνδιαφέρεται γιά τό παρόν τοῦ ἀνθρώπου, γιά τήν ἄνετη ζωή του μέ τά ἐπίγεια ἀγαθά, ἀλλά ὅλο τονίζει τήν παραδείσια κατάσταση στήν μέλλουσα ζωή. Αὐτό τό εἶπε ἕνας προηγούμενος ἀριστερίζων πολιτικός σέ συγκέντρωση πολιτικῶν, ὅπου μάλιστα εὑρίσκοντο καί Ἀρχιερεῖς. «Αὐτοί εἶπε ὁ πολιτικός, δείχνοντας τούς Ἀρχιερεῖς – εἶναι γιά τούς ἀπερχομένους», γιά κηδεῖες δηλαδή καί γιά Τρισάγια. «Ἡμεῖς – εἶπε, ἀπευθυνόμενος στούς πολιτικούς – εἴμαστε γιά τούς ἐρχομένους»!…. Πρός τήν κατηγορία αὐτή ἔχω νά πῶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία βλέπει ψυχοσωματικά τόν ἄνθρωπο καί νοιάζεται γιά ὅλα τά ἀναγκαῖα του, ὄχι μόνο τῆς ψυχῆς τά ἀναγκαῖα ἀλλά καί τοῦ σώματος. Τό ἀντίθετο, τό νά ἐνδιαφέρεται ἡ Ἐκκλησία μόνο γιά τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ γι᾽ αὐτήν αἵρεση μονοφυσιτική. Ἐπειδή ὁμιλῶ στήν Θεσσαλονίκη θά θυμίσω τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου στήν Α´ πρός Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολή του. Οἱ Θεσσαλονικεῖς χριστιανοί ἦταν ἐναγώνιοι γιά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία περίμεναν πολύ σύντομα. Καί ἀπορροφημένοι ἀπό τήν προσδοκία αὐτή εἶχαν ἐγκαταλείψει τίς ἐργασίες τους καί τίς ἄλλες ἐπίγειες ἀσχολίες τους καί συζητοῦσαν μόνο γι᾽ αὐτό τό ἐναγώνιο θέμα τους. Ἐν τῷ μεταξύ τό σῶμα ἤθελε νά τραφεῖ καί γι᾽ αὐτό αὐτοί οἱ χριστιανοί γίνονταν βάρος στούς ἄλλους, ἐπιβαρύνοντας τους γιά τήν διατροφή τους. Τά ἔμαθε αὐτά ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί τούς γράφει ἐπιτιμητικό λόγο. Μάθετε, τούς λέγει, «πῶς πρέπει νά περιπατεῖτε» (Α´ Θεσ. 4 )! Ὁ λόγος του εἶναι πολύ παραστατικός. Σάν νά μοῦ φαίνεται ὅτι ὁ Ἀπόστολος ἐδῶ παίρνει μέ τό χέρι του τά κεφάλια τῶν χριστιανῶν αὐτῶν, πού τά εἶχαν στραμμένα πρός τά πάνω, ἀναμένοντες τήν Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, καί τά στρέφει πρός τά κάτω, καί τούς λέγει νά προσέχουν πῶς περπατοῦν, γιά νά μή σκοντάψουν! Τούς συνιστᾶ δηλαδή νά στραφοῦν πρός τά καθήκοντα τῆς ἐπιγείου ζωῆς τους, στίς ὑποχρεώσεις τους πρός τήν οἰκογένειά τους καί πρός τήν κοινωνία. Αὐτό σημαίνει αὐτό πού τούς λέγει παρακάτω«πράσσειν τά ἴδια καί ἐργάζεσθαι ταῖς ἰδίαις χερσίν» καί νά φέρονται «εὐσχημόνως πρός τούς ἔξω», τούς ἀπίστους δηλαδή, ὥστε «νά μήν ἔχουν ἀνάγκη ἀπό κανέναν» (Α´ Θεσ. 4,11.12). Ἀλλά θά πῶ καί τό ἄλλο τό περισσότερο βασικό γιά τό θέμα πού ὁμιλῶ. Ἡ Παλαιά Διαθήκη, τό πρῶτο μέρος τῆς θείας Ἀποκαλύψεως, ἔχει ἐγκόσμιο χαρακτήρα, τονίζει δηλαδή πολύ τήν παρούσα ζωή. Εἶναι θεολογικό πρόβλημα τό γιατί συμβαίνει αὐτό στήν Παλαιά Διαθήκη. Ἡ ἑρμηνεία εἶναι ὅτι, ἐπειδή ἡ Παλαιά Διαθήκη πολέμησε τήν νεκρομαντεία τῶν Χαναναίων – ἡ ὁποία προϋποθέτει πίστη στήν ζωή μετά θάνατον – γι᾽ αὐτό, λόγω τοῦ πολέμου κατά τῆς νεκρομαντείας, ξαναλέγω, δέν ἀνέπτυξε ἡ Παλαιά Διαθήκη, στά πρῶτα της χρόνια τουλάχιστον, τήν διδασκαλία στήν μεταθανάτια ζωή. Αὐτό θά γίνει τόν 7ο αἰ., ὅταν θά καταπαύσει ὁ πόλεμος κατά τῆς νεκρομαντείας. Γι᾽ αὐτό λοιπόν ἡ Παλαιά Διαθήκη τονίζει τήν παρούσα ζωή, ἔχει ἐγκόσμιο χαρακτήρα, ξαναλέγω. Ἔτσι ἔχουμε τόν προφήτη Ἠσαΐα πού παριστάνει τόν Θεό λέγοντα: «Ἐάν θέλητε καί εἰσακούσητέ μου, τά ἀγαθά τῆς γῆς φάγεσθε» (Ἠσ. 1,19). Ὁ ἐγκόσμιος αὐτός χαρακτήρας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μαζί βέβαια μέ τήν ἔννοια τῆς ἀγάπης, εἶναι ἡ βάση γιά τήν ἀνάπτυξη τῆς ὡραίας καί ἐκτενοῦς κοινωνιολογίας, τήν ὁποία βλέπουμε στήν Παλαιά Διαθήκη.
3. Ἡ σημαντική ὅμως καί κυρία διαφορά μας εἶναι ὅτι ὁ μέν Ἀριστερισμός-Κομμουνισμός θέλει τήν ἄνετη αὐτή παρούσα ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἄνευ Θεοῦ ἤ, τέλος πάντων, παίρνοντας ἀδιάφορη θέση ὡς πρός τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων. Ἡ δέ Ἐκκλησία τήν ἄνευ Θεοῦ ζωή τοῦ ἀνθρώπου τήν θεωρεῖ ὡς ἀρειανική αἵρεση, ἡ ὁποία ἀποχωρίζει τήν θεία φύση ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί βλέπει σ᾽ αὐτό ἀνθρώπινη μόνο φύση. Κατά τήν Ἐκκλησία ἡ ζωή χωρίς τόν Θεό, ὅσο καί ἄν ἔχει πλούσια τά ὑλικά ἀγαθά, εἶναι ζωή χωρίς νόημα, εἶναι ζωή βαρετή (boring). Πολύ τό τονίζει στήν διδασκαλία της αὐτό ἡ Ἐκκλησία. Διδάσκει δηλαδή, ἀντίθετα πρός τά ἄλλα συστήματα, ὅτι ὅλα τά ἀγαθά τῆς γῆς δέν μποροῦν νά χαρίσουν τήν εὐτυχία στόν ἄνθρωπο, ἀκριβῶς διότι ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἄλλη θεώρηση περί τοῦ ἀνθρώπου, ἐντελῶς διάφορη ἀπό τά ἀριστερίζοντα συστήματα, ἀλλά καί τά ἄλλα κοσμικά συστήματα.
4. Πῶς βλέπει ἡ Ἐκκλησία τόν ἄνθρωπο; Εἶναι πολύ σημαντικό αὐτό γιά τό θέμα μας. Ὁ ἄνθρωπος κατά τήν Ἐκκλησία εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί αὐτό ἀκριβῶς εἶναι τό μεγαλεῖο του καί ἡ μεγάλη του ἀξία. Ἀλλά θέλω νά πῶ κάτι ἄλλο, θεολογώντας μέ ἁπλότητα σέ ἕνα ἐρώτημα σχετικό μέ τό θέμα: Πῶς ἐγώ, ὁ ἄνθρωπος, εἶμαι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἐγώ ὁ ἄνθρωπος ἔχω σῶμα, ὁ δέ Θεός δέν ἔχει σῶμα; Γιά νά ποῦμε ἀκριβῶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, θά πρέπει νά βροῦμε Θεό μέ σῶμα! Ποιός εἶναι αὐτός; Εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ σαρκωθείς Υἱός τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτό καί οἱ ἅγιοι Πατέρες μας μιλώντας πιό συγκεκριμένα λέγουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ὄχι κατά τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ γενικά, ἀλλά κατά τήν εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτό τό ὡραῖο νόημα ἔχουμε σχετικό χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς στό βιβλίο τῆς Γένεσης. Στόν στίχ. 1,27 διαβάζουμε ὅτι«ὁ Θεός ἐποίησε τόν ἄνθρωπον κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ». Τό περίεργο τοῦ χωρίου αὐτοῦ εἶναι ὅτι εἰσάγει οἱονεί «δεύτερο» Θεό καί ἐρωτοῦμε: Κατ᾽ εἰκόνα ποίου Θεοῦ ὁ Θεός ἐποίησε τόν ἄνθρωπο; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ὁ Θεός ἐποίησε τόν ἄνθρωπο κατά τήν εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ Του, πού ἐπρόκειτο νά ἐνανθρωπήσει! Ἡ ἀλήθεια αὐτή ἔχει μέσα της τήν τιμή καί πρός τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου καί πρός τήν κτίση ὅλη, γιατί αὐτό τό σῶμα μας, πού εἶναι μικρόκοσμος, ἔλαβε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐνανθρώπησή Του.
Ἐπανερχόμενοι λέγουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία βλέπει τόν ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Δίδουν διάφορες ἑρμηνεῖες γιά τό τί σημαίνει αὐτό, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Κατά τήν γνώμη μου ἡ καλυτέρα τῶν ἑρμηνειῶν εἶναι ἡ ἁπλή ἑρμηνεία τοῦ μακαριστοῦ διδασκάλου Βασιλείου Βέλλα, ὅτι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ φορά του, ἡ ὁρμή του πρός τόν Θεό, πού τοῦ δίνει τήν δυνατότητα νά κοινωνεῖ μαζί Του. Αὐτήν τήν τάση καί ὁρμή τήν συναντοῦμε σέ ὅλους τούς λαούς. Αὐτήν τήν ὑψηλή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περί τοῦ ἀνθρώπου, ὡς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, δέν τήν ἔχουν τά κοσμικά συστήματα, στά ὁποῖα ἐννοῶ καί τά ἀριστερίζοντα. Ἡ θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου ὡς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ τόν καθιστᾶ ἄξιο τιμῆς καί σεβασμοῦ. Τό κλάμα του δέν εἶναι τρίξιμο μηχανῶν, ἀλλά εἶναι κλάμα καί πόνος ἑνός παιδιοῦ τοῦ Θεοῦ, γιά τό ὁποῖο σαρκώθηκε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί σταυρώθηκε στόν φρικτό Γολγοθᾶ. Ἀφοῦ λοιπόν ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ τέτοια εἶναι ἡ φύση του, ἄρα δέν μποροῦν νά τοῦ δώσουν τήν εὐτυχία μόνο τά ὑλικά ἀγαθά, γι᾽ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μαζί μ᾽ αὐτά, καί πρῶτα ἀπό αὐτά, θέλει νά τοῦ χαρίσει τήν κοινωνία μέ τόν Θεό, ἀπό τόν Ὁποῖο ἦλθε καί πρός τόν Ὁποῖο πηγαίνει. Αὐτή εἶναι ἡ κύρια διαφορά Ἐκκλησίας καί Ἀριστερᾶς ὡς πρός τά ἀγαθά τῆς παρούσης ζωῆς, τά ὁποῖα καί οἱ δύο, ἐπαναλαμβάνουμε, Ἐκκλησία καί Ἀριστερά, ἀγωνίζονται νά προσφέρουν στόν ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο.
5. Μέ τήν εὐκαιρία πού δώσαμε τήν θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν ἄνθρωπο ὡς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, εἶναι πολύ ἀναγκαῖο γιά τό θέμα μας νά ποῦμε τί εἶναι ὁ Θεός, τοῦ Ὁποίου εἰκόνα εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἐπαναλαμβάνω ὅτι αὐτό δέν εἶναι ξένο πρός τό θέμα μας. Εἶναι δέ ἀνάγκη νά τό ποῦμε αὐτό, γιατί πολλοί, καί θρησκευόμενοι ἀκόμη ἄνθρωποι, δέν γνωρίζουν τό τί εἶναι ὁ Θεός. Λοιπόν: Κατά τήν Ἁγία Γραφή, πού ἔχει τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Θεός εἶναι αὐτά τά δύο: Εἶναι προσωπικό Ὄν (ὁ Ὤν Θεός) καί εἶναι ἀγάπη. Ἀκοῦστε τώρα: Ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι πρόσωπο καί ἀγάπη, ἄρα καί ὁ ἄνθρωπος, πού εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἄρα καί αὐτός εἶναι πρόσωπο καί ἀγάπη. Καί ἀφοῦ εἴμαστε πρόσωπα καί ἀγάπη, ὡς κατ᾽ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πλασμένοι, ἄρα καί ἡ κοινωνία μας μέ τόν Θεό καί μεταξύ μας πρέπει νά εἶναι προσωπική καί ἀγαπητική. Αὐτό εἶναι ὅλο κι ὅλο, ἀγαπητοί μου ἀκροατές. Αὐτό φτιάχνει τέλεια κοινωνία ἀνθρώπων. Τό νά βλέπει ὁ ἕνας τόν ἄλλον σάν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, σάν τόν ἑαυτό του, σάν μικρό θεό του!… Παρακαλοῦμε τήν Ἀριστερά παράταξη, ἄν μπορεῖ, ἄν ἔχει, ἄς μᾶς δώσει ἀπό τά κείμενά της, παλαιότερα ἤ νεώτερα, μιά τέτοια θεώρηση περί τοῦ ἀνθρώπου καί ἕνα τέτοιο ὅραμα τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας, ἀγγελικά πλασμένης.
6. Αὐτή ἡ τέλεια κοινωνία, ὅπως τήν εἶπα παραπάνω, αὐτό εἶναι ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ἀγαπητοί μου. Εἶναι πολύ σημαντικό ὅτι στά πατερικά κείμενα δέν ὑπάρχει ὁρισμός τοῦ τί εἶναι Ἐκκλησία. Γι᾽ αὐτό καί πέφτουμε στά σύμβολα. Πραγματικά δέ ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι συμβολική. Γι᾽ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία στήν Γραφή καί στά πατερικά κείμενα ἐκφράζεται δι᾽ εἰκόνων, τῆς ἀμπέλου καί τῶν κλημάτων, τῆς οἰκοδομῆς, τοῦ γάμου, τῆς οἰκογενείας, τοῦ σώματος, κ.ἄ. Στά κηρύγματά μου καί ἰδιαίτερα σέ κατηχητικά μαθήματα στά νέα παιδιά μοῦ ἀρέσει νά παριστάνω τήν Ἐκκλησία πιό ἁπλᾶ μέ τήν ἔννοια τῆς ἀγκαλιᾶς. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία χωρᾶμε ὅλοι. Ἀλλ᾽ ἔχουμε ἕναν παλαιό συμβολικό ὁρισμό περί Ἐκκλησίας, τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Θυσιαστήριο, αὐτό, δηλαδή, πού γίνεται πάνω στό Θυσιαστήριο. Καί πάνω στό Θυσιαστήριο τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία, τῆς ὁποίας τό τέλος εἶναι ἡ θεία Κοινωνία. Αὐτό εἶναι Ἐκκλησία: Κοινωνία μέ τόν Θεό καί κοινωνία μέ τούς ἀδελφούς χριστιανούς, γιατί ὅλοι οἱ κοινωνοῦντες γίνονται «σύσσωμοι» καί «σύναιμοι» ὡς κοινωνήσαντες τό αὐτό Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτό οἱ χριστιανοί τό βιώνουμε, πρέπει νά τό βιώνουμε στήν πρακτική μας ζωή. Ἡ ὅλη μας δηλαδή συμπεριφορά πρέπει νά δείχνει ὅτι εἴμαστε ἑνωμένοι μέ τόν Θεό καί μεταξύ μας. Ὅτι δηλαδή ζοῦμε μέ ἀγάπη καί πλήρη κοινωνία μεταξύ μας σέ ὅλα. Οἱ πρῶτοι χριστιανοί, ἐπειδή βίωναν τήν μεταξύ τους αὐτή κοινωνία – ἡ ὁποία ἐκκινοῦσε ἀπό τήν κοινωνία τους μέ τόν Θεό –, γι᾽ αὐτό εἶχαν «ἅπαντα κοινά» (Πράξ. 4,32). Ζοῦσαν κοινοβιακά. Δέν ὑπῆρχε μεταξύ τους φτωχός ἤ πλούσιος. Δέν ἀντέχω, δέν μπορῶ νά συγκρατήσω τήν ἐπιθυμία μου, στό νά παραθέσω μία περικοπή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, στήν ὁποία περιγράφει πῶς πρέπει νά εἶναι ἡ ἀγαπητική
κοινωνία τῶν ἀδελφῶν στό μοναστήρι:
«Ἄριστη κοινωνία – λέγει – ἐγώ ὀνομάζω ἐκείνη, στήν ὁποία δέν ὑπάρχει ἰδιοκτησία, οὔτε ἀντιθέσεις καί δέν συμβαίνουν ταραχές, φιλονικίες καί ἔριδες. Ὅλα δέ σ᾽ αὐτή τήν κοινωνία νά εἶναι κοινά… Οἱ πολλοί νά εἶναι ἕνας καί ὁ ἕνας νά μήν εἶναι μόνος, ἀλλά μέσα στούς πολλούς. Τί εἶναι καλύτερο καί ὡραιότερο ἀπό μιά τέτοια κοινωνία; Τί πιό πολύτιμο μπορεῖ νά βρεθεῖ ἀπό αὐτήν τήν σύνδεση καί τήν ἕνωση τῶν πολιτῶν; Τί πιό ὡραῖο ἀπό τήν ἀνάμιξη τῶν ἠθῶν καί τῶν ψυχῶν; Ἄνθρωποι πού προέρχονται ἀπό διάφορη γενιά καί καταγωγή μόνιασαν τόσο πολύ, ὥστε νά φαίνονται σάν μιά ψυχή σέ πολλά σώματα καί τά πολλά σώματα νά φαίνονται ὅτι εἶναι ὄργανα ἑνός ἀνθρώπου. Ὁ ἄρρωστος στό σῶμα ἔχει πολλούς πού ὑποφέρουν μαζί του κατά τήν διάθεση· ὁ ἄρρωστος καί ἀπογοητευμένος στήν ψυχή ἔχει πολλούς πού τόν θεραπεύουν καί τόν ἀνορθώνουν. Ὁ ἕνας εἶναι δοῦλος στόν ἄλλο· ὁ ἕνας εἶναι κύριος στόν ἄλλο. Καί μέ τήν ἄμαχο ἐλευθερία τους δείχνουν τήν πλήρη δουλεία πού ἔχει ὁ ἕνας στόν ἄλλο… Μέ τήν ἀγάπη ὑποτάσσονται αὐτοί οἱ ἐλεύθεροι ὁ ἕνας στόν ἄλλο· καί μέ τό αὐθαίρετο τῆς γνώμης τους φυλάττουν τήν ἐλευθερία τους» (Ἀσκητικαί Διατάξεις κεφ. ιη´).
Αὐτόν τόν τρόπο ζωῆς τόν τονίζει πολύ ἡ Ἀριστερά παράταξη καί εἶναι κατ᾽ αὐτό σέ ἀγαστή, σέ θαυμαστή συμφωνία μέ τήν Ἐκκλησία. Πραγματικά, μᾶς ἀρέσουν οἱ κήρυκες τῆς Ἀριστερᾶς παράταξης, οἱ κηρύσσοντες τήν κοινοκτημοσύνη, πού γιά μᾶς εἶναι βίωμα μιᾶς σωστῆς καί ἀληθινῆς ἐκκλησιολογίας. Ἄς προσέξουμε ὅμως ὅτι στήν Ἐκκλησία αὐτή ἡ κοινοκτημοσύνη δέν γίνεται μέ καταναγκασμό, ἀλλά ἐλεύθερα καί εὐχάριστα, γιατί μέ αὐτό ζοῦν οἱ χριστιανοί τήν μεγάλη ἐντολή τῆς ἀγάπης στήν ἀδελφότητα τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾽ αὐτό, στήν προαναφερθείσα περικοπή τοῦ ἁγίου Βασιλείου, ὁ μέγας πατήρ, ὁμιλώντας γιά τό θαυμαστό καί παράδοξο πού εἶπε περιγράφοντας τήν μοναστική κοινωνία τῶν ἀδελφῶν, ὅτι ὁ ἕνας «ἔχει πλήρη δουλεία στόν ἄλλον», ἐξηγεῖ ὅτι αὐτήν τήν δουλεία «δέν ἔφερε μέ βία κάποια ἀνάγκη, πού δημιουργεῖ πολλή δυστροπία σ᾽ αὐτούς πού καταναγκάστηκαν σ᾽ αὐτήν, ἀλλά τήν δημιούργησαν μέ χαρά ἀπό μόνοι τους» οἱ κοινοβιάζοντες. Σ᾽ αὐτό ἀκριβῶς, γιά τό θέμα πού ὁμιλοῦμε, ἔχουμε τήν διαφορά μας μέ τήν Ἀριστερά παράταξη, γιατί θέλει ἐκεῖ ὅπου δέν ἀκούγεται ὁ λόγος της περί κοινοκτημοσύνης, νά πίπτει ἡ ράβδος της, νά ἐφαρμόζεται δηλαδή μέ βία τό ἀγαθό τῆς κοινοκτημοσύνης. Ἐπαναλαμβάνω ὅμως τόν λόγο τοῦ ἁγίου Βασιλείου ὅτι ὁ καταναγκασμός αὐτός καί ἡ βία αὐτή «δημιουργεῖ πολλή δυστροπία σ᾽ αὐτούς πού καταναγκάστηκαν σ᾽ αὐτήν». Καί αὐτό ἔπειτα φέρει τήν ἐξέγερση τῶν πολιτῶν.
7. Δυστυχῶς στήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων καί αὐτῶν ἀκόμη τῶν χριστιανικῶν λαῶν δέν βλέπουμε νά βιώνεται τό περί τῆς ἀγάπης κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ, πού δημιουργεῖ τό ὄμορφο κοινοβιακό σύστημα μέ τήν κοινοκτημοσύνη τῶν ἀγαθῶν. Ἀντίθετα βλέπουμε ἐπικρατοῦσα τήν ἀδικία καί μάλιστα βλέπουμε σκληρή ἀδικία, ἡ ὁποία μᾶς παρουσιάζει τό θλιβερό φαινόμενο νά διαχωρίζει τήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων σέ πλούσιους καί φτωχούς, σέ κύριους καί δούλους, σέ δυνάστες καί δυναστευομένους. Αὐτό, ἀγαπητοί μου, ἡ Ἐκκλησία τό ἐλέγχει ἀπό παλαιά ἤδη μέ τίς δυνατές φωνές τῶν προφητῶν της καί μέ τά δυνατά κηρύγματα στήν συνέχεια τῶν ἀκολουθούντων τήν γραμμή τῶν προφητῶν, τῶν ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι μέ θαυμαστή παρρησία καυτηριάζουν τά ἀδικήματα τῶν ἀρχόντων, μή φοβούμενοι τίς ἀπειλές τους.
Λυπᾶμαι γιατί ὁ χρόνος δέν ἐπαρκεῖ νά ἀναπτύξω τό θέμα αὐτό μεταδίδοντας τά κατά τῆς ἀδικίας τῶν βασιλέων κηρύγματα τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἤ ἀναφέροντας περικοπές ἀπό τά σχετικά κηρύγματα τῶν Πατέρων τῆς ᾽Εκκλησίας μας. Ἤδη ὁ παλαιότερος τῶν προφητῶν, τοῦ ὁποίου κατέχουμε γραπτά κείμενα, ὁ προφήτης Ἀμώς ἐπιτίθεται μέ ὠμή γλώσσα ἐναντίον τῶν γυναικῶν τῶν ἀρχόντων, οἱ ὁποῖες ἐπίεζαν τούς συζύγους τους νά εἶναι καταπιεστικοί στόν λαό, ἀδικοῦντες αὐτόν, ὥστε νά πλουτοῦν καί νά διάγουν αὐτές περισσότερο ἄνετο καί τρυφηλό βίο. Τίς γυναῖκες αὐτές ὁ προφήτης τίς παραβάλλει πρός τίς ἀγελάδες τῆς εὐφόρου περιοχῆς Βασάν, τίς παχειές δηλαδή ἀγελάδες! Ἀκοῦστε, παρακαλῶ, τόν ὠμό ἔλεγχο τοῦ προφήτου κατά τῶν γυναικῶν αὐτῶν:
«Ἀκοῦστε τόν λόγο αὐτόν, σεῖς, ἀγελάδες τῆς Βασάν, πού κατοικεῖτε στό ὄρος τῆς Σαμάρειας, σεῖς, οἱ ὁποῖες καταπιέζετε τούς ἀδυνάτους καί καταθλίβετε τούς πτωχούς, σεῖς, οἱ ὁποῖες λέγετε στούς (ἄρχοντες) ἄνδρες σας “φέρε νά πιοῦμε”» (Ἀμ. 4,1)!
Ἡ καταδυνάστευση τῶν πτωχῶν εἶναι τό προσφιλές θέμα τοῦ προφήτου. Πιστεύει ὅτι ὁ Θεός ὅλα σχεδόν μπορεῖ νά τά συγχωρήσει, ἀλλά τήν καταδυνάστευση τῶν πτωχῶν, ὄχι, δέν τήν συγχωρεῖ! Λέγει ὁ προφήτης:
«Τάδε λέγει Κύριος: Γιά τρεῖς ἁμαρτίες τοῦ Ἰσραήλ, ἀκόμη καί γιά τέσσερις δέν θά τιμωρήσω αὐτήν (τήν πράξη). Ἐπειδή ὅμως πωλοῦν γιά χρήματα τόν δίκαιον καί τόν πτωχό γιά ἕνα ζευγάρι ὑποδημάτων, αὐτοί, οἱ ὁποῖοι κατασυντρίβουν τήν κεφαλή τῶν ἀδυνάτων καί φονεύουν τούς πτωχούς καί ξαπλώνουν πάνω στά ἐνεχυριασμένα ἐνδύματα (τῶν πτωχῶν), ἰδού (λέγει ὁ Κύριος) θά σᾶς κάνω νά τρέμετε, ὅπως τρέμει ἡ ἅμαξα ἡ γεμάτη ἄχυρα. Ἐπειδή καταπατεῖτε τόν ἀδύνατο καί δῶρα ἀπ᾽ αὐτόν λαμβάνετε θά κατασκευάσετε μέν οἰκίες ἀπό πελεκητούς λίθους, ἀλλά δέν θά κατοικήσετε σ᾽ αὐτές. Θά φυτέψετε ὡραῖα ἀμπέλια, ἀλλά δέν θά πιεῖτε τό κρασί τους» (Ἀμ. 2,6-8.13. 5,11)
Πολύ σύντομα ἀναφέρω καί τόν σκληρό πάλι ἔλεγχο τοῦ προφήτου Ἠλία πρός τόν βασιλέα Ἀχαάβ, ὁ ὁποῖος, παρακινηθείς ἀπό τήν σύζυγό του Ἰεζάβελ, ἐφόνευσε τόν πτωχό Ναβουθαί, γιά νά τοῦ πάρει τόν ἀγρό του. Τό ἀνοσιούργημα αὐτό καυτηρίασε ὁ προφήτης, ὁ ὁποῖος γεμάτος ὀργή παρουσιάστηκε μπροστά στόν βασιλέα καί, μέ θαυμαστή παρρησία ἀποκαλώντας τον «δολοφόνο» καί «ἄδικο κληρονόμο», τοῦ προφήτευσε ἐπί λέξει στήν συνέχεια: «Ἐκεῖ πού τά σκυλιά ἔγλειψαν τό αἷμα τοῦ Ναβουθαί, ἐκεῖ τά σκυλιά θά γλείψουν καί τό δικό σου αἷμα» (Γ´ Βασ. 20,19. Ἑβρ. 21,19)! Καί ἀποτεινόμενος στήν βασίλισσα Ἰεζάβελ τῆς εἶπε: «Τά σκυλιά θά σέ καταφάγουν στήν πεδιάδα Γιζρεέλ» (Γ´ Βασ. 20,23. Ἑβρ. 21,23)! Ἡ πρόρρηση αὐτή τοῦ προφήτου ἐξεπληρώθη πράγματι ἀργότερα (Γ´ Βασ. 22,1 ἑξ. Δ´ Βασ. 9,30 ἑξ.).
Τήν γλώσσα αὐτή τοῦ προφήτου Ἠλία τήν βλέπουμε νά ἀναζεῖ στόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος σέ παρόμοια περίπτωση ἤλεγξε μέ ἰσχυρό καί σκληρό πάλι λόγο τήν βασίλισσα Εὐδοξία, στόν ὁποῖον ὅμως σκληρό ἔλεγχο ἀπήντησε καί αὐτή μέ σκληρό διωγμό κατά τοῦ ἁγίου πατρός, διωγμό πού τοῦ ἐπέφερε τό τέλος τῆς ζωῆς του.8
Ἐπειδή ὁ λόγος ἐδῶ γιά τόν ἔλεγχο κατά τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας, λίαν προσφιλές θέμα στούς ὀπαδούς τῆς Ἀριστερᾶς, θέλω νά ὑπενθυμίσω – νά ὑπενθυμίσω μόνο – τούς θαυμαστούς λόγους τοῦ Μεγάλου Βασιλείου κατά τῶν πλουσίων καί περί τοῦ πλούτου. Κατά τόν ἅγιο πατέρα ὁ πλοῦτος αὐτός καθ᾽ ἑαυτόν δέν ἔχει καμμία ἀξία. Ἀντίθετα ὁ πλοῦτος, μέ τήν ἄνιση κατανομή του, ἔγινε αἰτία ἀνατροπῆς τῆς ἐγκόσμιας τάξεως, ὅπως ἔτσι πάλι δίδασκαν καί πολλοί κοινωνιολογοῦντες Ἕλληνες (Εἰς τήν Ἑξαήμερον Ζ´ 3-5). Κατά τόν ἅγιο Βασίλειο, ἐφόσον τά ἀγαθά τοῦ πλουσίου προέρχονται ἀπό τόν Θεό, ὁ πλούσιος δέν πρέπει νά νοιώθει ὅτι εἶναι κάτοχος τῶν ἀγαθῶν αὐτῶν, ἀλλά «οἰκονόμος»τους (βλ. τήν ὁμιλία του Περί φθόνου 5), ὥστε νά τά ἐπωφελοῦνται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Καί τελικά ὠφελεῖται πνευματικά καί ὁ ἴδιος ὁ πλούσιος, γιατί ὁ «ἐλεῶν πτωχόν δανείζει Θεῷ» (ὁμιλία Εἰς τόν ΙΔ´ Ψαλμόν 5). Ὅταν ὅμως ὁ πλούσιος δέν φέρεται ἔτσι, τότε ὁ Μέγας Βασίλειος τόν ἐλέγχει καί τόν ἀποκαλεῖ «ἅρπαγα», «πλεονέκτη», «ἐκμεταλλευτή τῶν συνανθρώπων του», «τοκογλύφο», κ.ἄ. Ὁ πραγματικά ὀπαδός τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά ζεῖ φτωχικά. Μέ τό Εὐαγγέλιο δέν μπορεῖ κανείς νά πλουτίσει. Ἀδύνατον! Ὅποιος τό κάνει αὐτό καί λέγει μάλιστα ὅτι εἶναι χριστιανός, πλανᾶται. Δέν εἶναι σωστός χριστιανός, ἀλλά ὑποκριτής. Πραγματικά, πῶς μπορεῖ νά πλουτίζει ὁ χριστιανός, ἀφοῦ βλέπει γύρω του τόση κραυγαλέα φτώχεια;
Πρός τά παραπάνω ἀναφερθέντα νομίζουμε ὅτι οἱ ὀπαδοί τῆς Ἀριστερᾶς πρέπει νά εἶναι ὄχι ἁπλῶς σύμφωνοι, ἀλλά καί θαυμαστές τῶν ἱερῶν κειμένων τῆς Ἐκκλησίας μας. Εἴδατε, ἀγαπητοί μας ἀκροατές τῆς Ἀριστερᾶς παράταξης, εἴδατε τί ὡραῖα, ὡραῖα καί ἠχηρά σαλπίσματα κατά τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας τῶν ἀρχόντων, πού ἔχει τό βιβλίο τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἁγία Γραφή καί τά ἱερά πατερικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας; Θά ὠφεληθεῖτε πολύ καί θά ἔχετε σωστές καί ὡραῖες ἐμπνεύσεις, ἐάν τά μελετήσετε.
8. Ἀλλά, ἐπειδή ἐμνημόνευσα τόν ἅγιο Βασίλειο, θέλω πολύ συντόμως νά ἀναφέρω καί ἄλλο λόγο τοῦ ἱεροῦ πατρός, λόγο πολύ ἄμεσα συνδεόμενο μέ τό θέμα μας, γιά νά φανεῖ καί ἐδῶ ἡ συμφωνία τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν Ἀριστερά, ἀλλά καί ἡ διαφορά της. Ὁ ἅγιος Βασίλειος ἀσχολεῖται μέ τό θέμα τῆς ἐργασίας, τήν ὁποία ὁ ρωμαϊκός, ἀλλά καί ὁ ἑλληνικός κόσμος, παλαιά ὑποτιμοῦσε καί συνέδεε πάντα μέ τούς δούλους. Σέ ἀντίθεση ὅμως μέ τίς κρατοῦσες ἀντιλήψεις ὁ Βασίλειος τιμᾶ τήν ἐργασία καί τήν κηρύττει ὡς παράγοντα χαρᾶς, ὑγείας καί σωματικῆς καί πνευματικῆς ἰσορροπίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί ἁρμονίας τῆς κοινωνίας. Ναί! Ἡ ἁρμονία τῆς κοινωνίας εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἰσόρροπης κατανομῆς τῆς ἐργασίας. Ὁ ἅγιος Βασίλειος συνδέει τήν εὐημερία τῆς κοινωνίας μέ τόν τρόπο κατανομῆς τῆς ἐργασίας.
Στά παραπάνω περί ἐργασίας λεγόμενα ἀπό τόν ἅγιο πατέρα τῆς Ἐκκλησία μας συμφωνοῦν ἀσφαλῶς καί οἱ ὀπαδοί τῆς Ἀριστερᾶς. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει καθαρά:«Ὅποιος δέν θέλει νά ἐργάζεται δέν πρέπει καί νά τρώγει» (Β´ Θεσ. 3,10). Ἄκουσα ὅτι τόν λόγο αὐτόν τόν εἶχαν ἀναρτήσει σέ ὑψηλή πινακίδα στό Κρεμλῖνο, χωρίς ὅμως νά γράφουν ἀπό ποῦ προέρχεται ὁ λόγος αὐτός. Καί ἡ Ἐκκλησία λοιπόν καί ἡ Ἀριστερά παράταξη συμφωνοῦν στό ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἐργάζεται γιά νά σταθεῖ ἡ κοινωνία. Ἡ διαφωνία ὅμως τῶν δύο αὐτῶν εἶναι στήν διαφορετική θεώρηση τοῦ θέματος περί ἐργασίας. Ἀκοῦστε: Στόν χριστιανό τό «διδόναι» θεωρεῖται πάντοτε μακαριώτερο τοῦ «λαμβάνειν» (βλ. Πράξ. 20,35). Τό «διδόναι» ὅμως προϋποθέτει νά ἔχει κανείς γιά νά προσφέρει. Γι᾽ αὐτό καί ἡ ἐργασία κατά τήν Ἁγία Γραφή γίνεται καί γιά ἕναν ἄλλο ἀκόμη σκοπό: Γιά τήν ἐλεημοσύνη! Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει πρός τούς χριστιανούς τῆς Ἐφέσου: «Ὁ κλέπτης ἄς μήν κλέπτει πλέον, ἀλλά ἄς ἐργάζεται τίμια μέ τά δικά του χέρια, γιά νά μπορεῖ νά δίνει καί σέ ὅποιον ἔχει ἀνάγκη» (4,28). Ἡ ἐργασία λοιπόν κατά τήν Ἐκκλησία δέν ἔχει σκοπό μόνο τήν αὐτοσυντήρηση, ἀλλά καί τήν ἄσκηση τῆς ἀγάπης στούς πτωχούς καί πένητες ἀνθρώπους. Ἀλλά οἱ χριστιανοί, ἐνῶ τιμοῦν τήν ἐργασία καί τήν ἐξασκοῦν μέ προθυμία ὡς θεία ἐντολή, ὅμως δέν τήν θεοποιοῦν, ὥστε νά ὑποβιβάζουν τόν ἄνθρωπο καί νά τόν θεωροῦν ὡς παραγωγικό μέσον. Δέν λέγουν δηλαδή οἱ χριστιανοί ὅτι ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι στό νά δουλεύει. Τέτοια ἀνθρωπολογία, πού ὑπάρχει σέ κοσμικά συστήματα, δέν ὑπάρχει στήν Ἐκκλησία.
9. Ἐπειδή δέν ἐπαρκεῖ ὁ χρόνος γιά περισσότερα καί ἤδη ἐξέφυγα τοῦ καθορισμένου γιά τούς ὁμιλιτές χρόνου, λέγω αὐτό τό σύντομο καί τελευταῖο: Ἡ Ἐκκλησία ἀποκρούει τήν ἀθεΐα καί τήν βία. Γι᾽ αὐτό ὁποιοδήποτε πολιτικό σύστημα ἔχει αὐτά τά δύο τό ἐλέγχει καί τό μάχεται. Ναί! Σέ ἄθεο δέν μποροῦμε νά δώσουμε ἐμπιστοσύνη νά μᾶς κυβερνήσει, διότι, ὅπως εἶπε καί ὁ Πολωνός Λέχ Βαλέσσα, «ὁ χωρίς Θεό ἄνθρωπος εἶναι ἐπικίνδυνος»!
Εὐχαριστῶ πού μέ ἀκούσατε.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1.Βλ. Π. Μπρατσιώτου, Ἡ κοινωνιολογική σημασία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Θεολογία 1928, σ. 21 ἑξ., ἔνθα καί βιβλιογραφία.
2.Βλ. Jean Claude Larcet, Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, Τόμος Α´, σ. 36, ἔνθα καί πατερικές παραπομπές, Ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας.
3.Βλ. Λεωνίδου Φιλιππίδου, Ἱστορία τῆς ἐποχῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἐξ ἐπόψεως παγκοσμίου καί πανθρησκειακῆς, σ. 605-728. 769-805. Ἀθῆναι 1958.
4.Βλ. Ἰωάν. 15,1-8. Ἐφ. 2,19-22.Ἐφ. 5,25-30. Κολ. 1,18. Ἐφ. 1,22-23..Ρωμ. 12,5. Α´ Τιμ. 3,15.
5.Ἐφεσ. 5,2. Τραλλυαν. 7,2. Φιλιπ. 4.
6.Βλ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ, MPG 96,1409D, κ.ἀ.
7.Ὅπ. Παραπ.
8.Βλ. Δημητρίου Σίμου Μπαλάνου, Πατρολογία, σ. 351.
9.Ὅπ. παρ. 1. Πρός πλουτοῦντας 2 κ.ἀ. Βλ. Στυλιανοῦ Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β´, σελ. 387. 388.
10.Βλ. Ὅρους κατά πλάτος 37· 39· 42 κ.ἄ. Ὅρους κατ᾽ ἐπιτομήν 121· 143· 144· 145·146 κ.ἄ. εἰς Πατρολογία Στυλιανοῦ Παπαδοπούλου, τόμ. Β´, σελ. 388.
ΠΗΓΗ: http://www.romfea.gr/diafora-ekklisiastika/15340-2013-01-24-10-03-20